της Χαράς Σαρλικιώτη
Ο όρος «Ευαγγελιακά» χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηριστούν τα γεγονότα που ακολούθησαν τη μετάφραση στη δημοτική του Ευαγγελίου, το 1901. Αιματηρές συγκρούσεις, βίαιες επιθέσεις κατά της τότε βασίλισσας Όλγας, πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη και άλλα σημαντικά γεγονότα συνέβηκαν τις ταραγμένες εκείνες μέρες. Η βασίλισσα Όλγα —θρησκόληπτη μέχρι το κόκκαλο— είχε την έμπνευση να μεταφραστεί το Ευαγγέλιο στην καθομιλουμένη. Η στείρα θρησκοληψία της απέδιδε στην «οργή του Θεού» την καταστροφή του 1897, καθώς και την αύξηση της εγκληματικότητας στις πόλεις και την ύπαιθρο. Έπρεπε λοιπόν οι «αγράμματοι» Έλληνες να διαβάζουν το Ευαγγέλιο στη γλώσσα τους για να περιοριστεί η «αδιαφορία προς τα θεία». Το 1898 η Όλγα ανακοινώνει τη σκέψη της στη γραμματέα της Ιουλία Σωμάκη και στον καθηγητή Πανταζίδη. Τη διόρθωση της μετάφρασης, έκανε ο καθηγητής στη Ριζάρειο Φιλ. Παπαδόπουλος, η οποία τυπώθηκε σε 1.000 αντίτυπα και μοιράστηκε στα νοσοκομεία και στα σχολεία. Το Υπουργείο Παιδείας όμως αρνήθηκε την έκδοση εγκυκλίου για την διάδοση της μετάφρασης. Η Ιερά Σύνοδος σε ανάλογη αίτηση της Όλγας απαντά ότι: «... απέχει του εγκρίναι την υποβληθείσαν αυτή εν χειρογράφω μετάφρασιν του Ιερού Ευαγγελίου εν γλώσση δημώδη και τετριμμένη...» Την ίδια εποχή μια μερίδα εκπαιδευτικών συνηγορούν στη μετάφραση του Ευαγγελίου (Πανταζίδης-Παπαμάρκος). Αλλά και άλλοι διανοούμενοι υποστηρίζουν την ανάγκη μιας αναμορφωτικής κίνησης, για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου των Ελλήνων. Στα πλαίσια αυτής της κίνησης βλέπουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση και γράφουν για την καθιέρωση της λαϊκής γλώσσας. Σχετικό άρθρο δημοσιεύει στην «Ακρόπολη» τον Οκτώβριο του 1901 ο πολιτικός Εμ. Ρέπουλης (με το ψευδώνυμο «Επίλεκτος») ο οποίος επιτίθεται στην θρησκοληψία, στον κλασσικισμό και υπερασπίζεται τη λαϊκή γλώσσα. Ήταν η εποχή που άρχισε να εκδηλώνεται το λεγόμενο «Κίνημα του Δημοτικισμού», που συσπείρωσε τις προοδευτικές δυνάμεις-ιδέες, που άρχισαν να αναπτύσσονται μετά την ήττα του 1897.
Το κρυφό τσιμπούσι
Ταυτόχρονα σχεδόν με την πραγματοποίηση της μετάφρασης από το περιβάλλον της Όλγας, η «Ακρόπολη» άρχισε να δημοσιεύει τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική, από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Η μετάφραση σε γλώσσα δημοτική και με διατυπώσεις που θεωρούνταν ακραίες (μετάφρασε π.χ. το Μυστικό Δείπνο σε «κρυφό τσιμπούσι») προκάλεσε την αντίδραση του κλήρου και των συντηρητικών. Ο Πάλλης κατηγορήθηκε ότι είχε «πληρωθεί» από την προτεσταντική Αγγλία, με την οποία είχε δεσμούς, για να υπονομεύσει το θρήσκευμα των Ελλήνων. Καθηγητές του Πανεπιστημίου (Μιστριώτης—Βάσσης) διαμαρτύρονται. Ένα μέρος του Τύπου («Καιροί», «Εμπρός». «Σκριπ»), εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός για να συκοφαντήσουν τους δημοτικιστές σαν άθεους και προδότες, αποκαλώντας τους «όργανα ξένων δακτύλων». Ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωακείμ Γ', αποδοκιμάζει με έγγραφο του τη μετάφραση. Η «Ακρόπολη» απαντά ειρωνευόμενη τον Πατριάρχη και χτυπά παράλληλα την αντιδραστικότητα της Θεολογικής Σχολής. Στο μεταξύ ο Μητροπολίτης Προκόπιος «ανήρ φρονημάτων ουχί σθεναρόν», είχε υποταχτεί στις επιθυμίες της Όλγας και παρ' όλη την αναταραχή που δημιουργήθηκε, δίσταζε να προχωρήσει στον αφορισμό του Πάλλη και κάθε μεταφραστή του Ευαγγελίου. Τα πυρά όμως των αντιπάλων της μετάφρασης, στράφηκαν και κατά της Όλγας που την αποκαλούσαν «Σλαύα».
Μιλούσαν για ρωσικό δάκτυλο, και ρωσικά ρούβλια με τα οποία εξαγοράστηκαν οι μεταφραστές του Ευαγγελίου.
Φοιτητές εναντίον... μαλλιαρών
Έτσι η Ρωσία στράφηκε προς τη Βουλγαρία, στην οποία έπρεπε να μετατοπιστεί η πρωτοκαθεδρία. Η μετάφραση του Ευαγγελίου θα βοηθούσε σ' αυτό το σκοπό. Στην πραγματικότητα η Όλγα δεν ήταν αδιάφορη για τα συμφέροντα της πατρίδος της. Στο ιδιαίτερο περιβάλλον της υπηρετούσαν Ρώσοι, που φυσικά την επηρέαζαν παρασκηνιακά. Πόσο όμως «αθώοι» ήταν όλοι αυτοί που μαίνονταν για τα ρωσικά ρούβλια θα φανεί στην εξέλιξη των γεγονότων. Η επίθεση του κλήρου, ορισμένων καθηγητών του Πανεπιστημίου, οι λίβελοι του τύπου κατά των δημοτικιστών, σήμαιναν την αντεπίθεση του συντηρητισμού και των εκφραστών του που έβλεπε να απειλείται η υπόσταση τους με την εμφάνιση των νέων ιδεών. Στην προσπάθεια του αυτή βρήκε υποστηριχτές τους φοιτητές, οι οποίοι «καλή τη πίστει» δίνοντας σημασία στις φήμες, έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ταραχές που ακολούθησαν: Ορισμένες εφημερίδες (π.χ. «Καιροί») με συνεχή άρθρα τους φανάτιζαν τους φοιτητές αλλά και το πλήθος, διοχετεύοντας έντεχνα ότι οι «μαλλιαροί» (δηλ. οι δημοτικιστές) «ήταν πουλημένα όργανα που γυρεύουν να χαλάσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία». Αλλά και καθηγητές Πανεπιστημίου συμμετείχαν στην εκστρατεία. Μέσα σ' αυτό το κλίμα άρχισαν οι πρώτες διαμαρτυρίες που εξελίχτηκαν, σε αιματηρές συγκρούσεις. Οι πρώτες διαδηλώσεις άρχισαν στις 6 Νοεμβρίου 1901. Πλήθος φοιτητών συγκεντρώθηκαν στα γραφεία της «Ακρόπολης» με απειλητικές διαθέσεις. Την ίδια μέρα οι «Καιροί» με εμπρηστικό άρθρο έμμεσα προσπαθούν να δώσουν τη δική τους κατεύθυνση στη λαϊκή αντίδραση:
«... η μετάφρασις του Ευαγγελίου και η βεβήλωσις αυτού είναι έργα αντεθνικά, είναι έργα σκοπούντα υφαρπαγή των δικαιωμάτων του και των πρωτείων του, είναι πολύ φοβούμεθα έργα των ρωσικών ρουβλίων, και δι' αυτό τούτο ο λαός όστις εχειροκρότησεν, επευφήμησεν και ηναγκαλίσθη τους φοιτητάς, είναι έτοιμος να καύση τας παληοφυλλάδας αυτάς, όπου και αν φανούν όπου και αν προβάλλουν». Για να κατευναστούν τα οξυμμένα πνεύματα, έξω από τα γραφεία της «Ακρόπολης» ανακοινώνεται εκ μέρους της εφημερίδας ότι «θα συμμορφωθή στα αιτήματα των φοιτητών και θα παύση θίγουσα το ζήτημα του Ευαγγελίου, ανακαλούσα συγχρόνως και τα δημοσιευθείσας ύβρεις». Κατόπιν οι φοιτητές πραγματοποιούν διαδήλωση στην οδό Πανεπιστημίου και Κοραή. Στην «Ακρόπολη» εμφανίζεται αστυνομική δύναμη, με το διευθυντή Βούλτσο επικεφαλής. Η διαδήλωση των φοιτητών κατευθύνεται στα γραφεία του «Άστυ», όπου πυρπολούν αντίτυπα της εφημερίδας. Κυριολεκτικά εξαγριωμένοι σπάζουν πόρτες και παράθυρα και εισβάλλουν στο κτίριο, καταστρέφοντας τα αντίτυπα που υπήρχαν εκεί.
Συγκρούσεις με το ιππικό
Η κατάληψη του «Άστυ» τερματίστηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας. Οι φοιτητές κατευθύνθηκαν στην Ιερά Σύνοδο όπου εξέλεξαν επιτροπή η οποία συναντήθηκε με εκπρόσωπο της Συνόδου. Η επιτροπή ζήτησε τον αφορισμό των μεταφραστών του Ευαγγελίου. Την επομένη 7 Νοεμβρίου οι φοιτητές κάλεσαν σε συγκέντρωση στα Προπύλαια. Ο πρύτανης Σακελλαρόπουλος απευθύνεται στη συνάθροιση: «Παιδιά, νομίζω ότι το Πανεπιστήμιο έπραξε το καθήκον του υπέρ τον Ιερού Ευαγγελίου. Δια της αποφάσεως της θεολογικής Σχολής το Πανεπιστήμιον ημύνθη υπέρ του κληροδοτηθέντος εις ημάς Ιερού κειμένου. Δεν πρέπει λοιπόν δια της στάσεως ημών ταύτης να μας αποκαλέσονν ταραξίας και να χάση το Πανεπιστήμιον την εκτίμηση της κοινωνίας. Δεν έχω να προσθέσω τίποτε επί πλέον. Σας αφήνω την τιμήν τον Πανεπιστημίου». Αλλά ο λόγος του Πρύτανη δεν καθησύχασε τους φοιτητές οι οποίοι ζητούσαν με επιμονή τον αφορισμό των μεταφραστών. Η συγκέντρωση κατευθύνεται με μορφή διαδήλωσης στα γραφεία της «Ακρόπολης» τα οποία βρίσκουν κλειστά. Εν τω μεταξύ κάνει την εμφάνιση του για πρώτη φορά δύναμη του ιππικού. Αρχίζουν οι πρώτες αψιμαχίες, καθώς το ιππικό προσπαθεί να αναχαιτίσει το πλήθος. Οι φοιτητές λιθοβολούν τα γραφεία της εφημερίδας, και κατεβάζουν την επιγραφή της που αργότερα καταστρέφουν. Μετά επιστρέφουν στα Προπύλαια. Εκεί ο εισαγγελέας τους ανακοινώνει ότι θα δοθεί πλήρης ικανοποίηση στα αιτήματα τους. Οι φοιτητές απαιτούν να μην εκδοθεί η «Ακρόπολη». Κατόπιν πραγματοποιούν συγκέντρωση στο «Άστυ». Εισβάλλουν στα γραφεία της εφημερίδας και κατεβάζουν την επιγραφή την οποία και καταστρέφουν. Στην οδό Φιλελλήνων εμφανίζονται 20 έφιπποι της αστυνομίας, οι οποίοι ετοιμάζονται να επιτεθούν στο πλήθος. Αλλά οι φοιτητές με πέτρες και ξύλα επιτίθενται πρώτα και τρέπουν σε φυγή τους έφιππους.
Η διαδήλωση κατευθύνεται στα Ανάκτορα. Την ίδια μέρα το απόγευμα σε συγκέντρωση στα Προπύλαια, ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Μοσχάκης. σε λόγο του επικροτεί τις πράξεις των φοιτητών. Η διαδήλωση της ημέρας αυτής έληξε αφού η Πρυτανεία υποσχέθηκε ότι θ’ αναλάβει το ζήτημα.
Οι ναύτες, η μπάντα, οι νεκροφόρες και οι νεκροί
Στις 8 Νοέμβρη οι φοιτητές κάλεσαν το λαό της Αθήνας και του Πειραιά σε συλλαλητήριο. Προηγούμενα είχαν συνεννοηθεί με τα εργατικά σωματεία και τις συντεχνίες και έβγαλαν προκηρύξεις που όξυναν το θρησκευτικό φανατισμό του πλήθους. Μετά την άρνηση της Ιεράς Συνόδου να αφορίσει τους μεταφραστές, οι φοιτητές διέκοψαν τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο και το κατέλαβαν ενώ η αστυνομία είχε περικυκλώσει τα Προπύλαια. Αρχίζουν οι πρώτες συμπλοκές. Οι φοιτητές λιθοβολούν το ιππικό και υποχωρούν στα Προπύλαια. Η αστυνομία απαγορεύει τη διαδήλωση. Ενώ η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη, εμφανίζεται στους δρόμους των Αθηνών άγημα ναυτών από τον Πειραιά, που κάλεσε ο υπουργός των Ναυτικών Βουδούρης, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αγανάκτηση. Το άγημα συνοδευόταν από μουσική μπάντα και νεκροφόρες άμαξες, θέαμα άκρως προκλητικό. Η πόλη των Αθηνών έδινε την εντύπωση ότι ήταν στα πρόθυρα επαναστατικής εξέγερσης. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν —αφού οι φοιτητές κατώρθωσαν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό γύρω από τα Προπύλαια— 3 φοιτητές και 8 πολίτες σκοτώθηκαν από πυροβολισμούς των στρατιωτών και 80 τραυματίστηκαν. Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης αποδοκιμάστηκε άγρια και κινδύνεψε να φονευθεί. Αναφέρεται μάλιστα ότι το ίδιο βράδυ, όταν ο υπουργός Ναυτικών Βουδούρης Βουδούρης διαβεβαίωνε τον Θεοτόκη ότι έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του. ο πρωθυπουργός εξοργισμένος του απάντησε: «Πρωθυπουργός φρουρούμενος δεν δύναται να παραμείνη εν τη αρχή. Παρακαλώ να μου υποβάλλετε την παραίτησί σας». Οι ένοπλες συγκρούσεις και οδομαχίες που συνεχίστηκαν το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου είχαν τόση βιαιότητα, ώστε εάν ο στρατός δεν αποσυρόταν την τελευταία στιγμή, θα οδηγούσαν αναπόφευκτα σε άγρια αιματοχυσία, με δεκάδες νεκρούς. Κάτω από το βάρος των γεγονότων ο μητροπολίτης Προκόπιος υποβάλλει την παραίτησί του, για να κατευναστεί η οργή του λαού. Οι ταραχές επαναλήφτηκαν στις 12 Νοεμβρίου. Η τελευταία διαδήλωση σχετικά με τα Ευαγγελιακά έγινε στις 12 Δεκεμβρίου 1901. Η συγκέντρωση ενέκρινε ψήφισμα, που ζητούσε την λήψη μέτρων κατά της εκδόσεως μεταφράσεων του Ευαγγελίου, την κατάσχεσιν των ήδη εκδοθεισών. Την τιμωρία παντός μεταφραστού εις το μέλλον και την τιμωρία των αυτουργών των αιματηρών γεγονότων της 8ης Νοεμβρίου». Την επομένη της 8ης Νοεμβρίου η αντιπολίτευση εμφανίστηκε στη Βουλή απαιτώντας εξηγήσεις και συζήτηση για τα επεισόδια. Αλλά οι βουλευτές του Θεοτόκη απουσίασαν και η συζήτηση αναβλήθηκε. Η κυβέρνηση λογοδότησε τελικά στις 10 Νομεβρίου. Η Βουλή την ημέρα αυτή στρατοκρατούνταν, πράγμα για το οποίο διαμαρτυρήθηκε η αντιπολίτευση.
Η κυβέρνηση παραιτείται
Ο Θεοτόκης απαντώντας στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης, απορρίπτοντας την ευθύνη για τα γεγονότα δήλωσε: «κατά τα ατυχή συμβάντα, ουδέν έτερον, τα όργανα αυτής, (της κυβέρνησης), εξετέλεσαν η λυπηρόν καθήκον, όπερ επεβάλλετο εις αυτά απέναντι της στάσεως, ην διαδηλωταί τίνες έλαβον». Ο βουλευτής Λεβίδης, της αντιπολίτευσης, απευθύνθηκε στο Θεοτόκη ως εξής: «ερωτώ, υμάς, τις ανάγκη ήτο να έλθωσιν εκ Πειραιώς αγήματα ναυτικά; Ή αν υπήρχε ανάγκη των ναυτικών αγημάτων, τις η ανάγκη να συνοδεύωνται ταύτα υπό την μουσικήν του ναυτικού; Ποία ανάγκη να συνοδεύονται τα αγήματα υπό των νεκροφόρων αμαξών; Υμείς εδώσατε επαναστατικήν όψιν εις την πόλιν». Ο Δραγούμης κατηγόρησε το Θεοτόκη ότι επιτρέπει στα μέλη της βασιλικής οικογένειας να επωμίζονται κρατικές και διοικητικές ευθύνες και να διατηρούν το ανεύθυνο. Ο Θεοτόκης απολογούμενος έριξε την ευθύνη στο Μητροπολίτης Προκόπιο, κατηγορώντας τον ότι δεν αντιταχτηκε στην απόφαση της Όλγας. Η συζήτηση στη Βουλή έκλεισε με τη διενέργεια ψηφοφορίας. Η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με 109 ψήφους υπέρ και 87 κατά. Τα γεγονότα όμως είχαν κλονίσει την κυβέρνηση Θεοτόκη η οποία στη συνέχεια παραιτήθηκε. Ακολούθησε η κυβέρνηση υπό τον Αλ. Ζαίμη.
Το παρασκήνιο και ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων
Με την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη θεωρήθηκε ότι είχε λήξει η αναταραχή που ξέσπασε με αφορμή την μετάφραση του Ευαγγελίου. Αλλά τί υπήρξε πραγματικά, πίσω από τις θερμές εκδηλώσεις των φοιτητών, πίσω από τα εμπρηστικά άρθρα μερίδας του Τύπου, πίσω από τη βίαιη επίθεση κατά της βασίλισσας Όλγας; Ποιοι είχαν συμφέρον να υποκινήσουν την «αντισλαυική» εκστρατεία και να επωφεληθούν από αυτή; Υπάρχουν μερικά στοιχεία και γεγονότα ίσως δευτερεύοντα από πρώτη άποψη, που μπορούν να δείξουν τις παρασκηνιακες κινήσεις πριν και κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Μέσα από τα θρησκευτικά ελατήρια της αναταραχής αναφάνηκαν άλλα βαθύτερα κίνητρα που είχαν σχέση με τον αντιδυναστικό αγώνα. Κατ' αρχήν τους φοιτητές και τις εκδηλώσεις τους σκόπιμα υιοθέτησαν, πρόβαλαν με ιδιαίτερο ζήλο και στη συνέχεια προσπάθησαν να φανατίσουν, ωρισμένες εφημερίδες, διαδίδοντας τα περί «πληρωμένων οργάνων» και «ρωσικών ρουβλίων». Τα άρθρα αυτά έφτασαν σε σημείο εξαλλοσύνης: «Πυρπολήσατε, καταστρέψατε, ποδοπατήσατε, φάτε με τα δόντια σας, σκίσατε με τα νύχια σας σαν νήματα αράχνης την σλαυικήν μετάφρασιν. Αυτά είναι το ζήτημα που πρέπει να αγωνισθήτε. Ακόμη και έως τρόμου. Ακόμη και έως εσχάτων». («Καιροί» 8 Νοεμβρίου 1901). Στην ίδια εφημερίδα η Όλγα αποκαλούνταν με επιμονή «Σλαύα». Αυτοί όμως που διάδιδαν τα περί ρουβλίων ενδιαφέρονταν να θολώσουν τα νερά για να μην αποκαλυφθεί ότι πίσω τους υπήρχαν τα συμφέροντα του Κάιζερ. Ας σημειωθεί ότι αυτή την εποχή η Γερμανία, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να αποκτήσει ερείσματα στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Οι αντίπαλοι της Ρωσία και Αγγλία το είχαν κατορθώσει ήδη. η μεν Ρωσία μέσοι της Όλγας η δε Αγγλία με το βασιλιά Γεώργιο. Η Γερμανική λοιπόν διπλωματία αποφάσισε να παραμεριστούν η Όλγα και ο Γεώργιος. Τη θέση τους θα έπαιρναν οι διάδοχοι Σοφία (αδελφή του Κάιζερ) και Κωνσταντίνος. Μπορούν λοιπόν να εξηγηθούν τα συνθήματα τις μέρες των ταραχών «Κάτω η Σλαύα» και «Ζήτω η Σοφία και ο Κωνσταντίνος» που θεωρούνταν αντίθετοι της Όλγας και της ρωσικής πολιτικής. Ενδεικτικό είναι επίσης το γεγονός ότι στις 8 Νοεμβρίου, όταν οι φοιτητές έσπασαν την ζώνη των ναυτών και κατευθύνθηκαν στην Ηρώδου του Αττικού, ζητωκραύγαζαν: «Ζήτω ο Διάδοχος». Η Γερμανική διπλωματία φαίνεται ότι βρήκε στην Αθήνα τα κατάλληλα πρόσωπα για να εξυπηρετήσουν τα σχέδια της. Η Γερμανική Πρεσβεία μοίραζε μάρκα ενώ παράλληλα διέδιδε τις κατηγορίες περί «ρωσικών ρουβλίων». Ο Κορδάτος αναφέρει πως οι δημοσιογράφοι Κανελλίδης (της εφημερίδας «Καιροί») και Καλαποθάκης, ήταν όργανα των σχεδίων του Κάιζερ. Επίσης και το «Εμπρός» συμμετείχε στο ίδιο έργο. Η άποψη λοιπόν ότι πίσω από την εκστρατεία κατά του Γεωργίου προσωπικά υπήρχε καϊζερική μηχανοραφία δε φαίνεται αβάσιμη. Άλλωστε κατά τον πόλεμο του '97 ο Κάιζερ είχε αγωνισθεί για την εκθρόνιση του Γεωργίου. Αυτός όμως κατάφερε για άλλη μια φορά να σώσει το θρόνο του, βοηθούμενος από το Θεοτόκη ο οποίος διαβλέποντας τον κίνδυνο στη διάρκεια των ταραχών, και έχοντας στοιχεία ότι και μέσα στο παλάτι και στη γερμανική πρεσβεία εξυφαίνονταν αναταραχές ματαίωσε τις ενέργειες των οργάνων του Κάιζερ.
Ελεεινοί πατριδοκάπηλοι και συκοφάντες
Ενδεικτικά —για τα παρασκήνια των γεγονότων— είναι και τα όσα γράφει στα «Χαρτιά» του ο Κωστής Τοπάλης βουλευτής και υπουργός δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Αναφέρεται από τον Κορδάτο στο έργο του «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας». «Τι ειρωνεία αλλά και πόση ιταμότης και ανηθικότης. Άλλα συνέβησαν εις τα επίσημα παρασκήνια και άλλα πληροφορείται από τας εφημερίδας ο λαός, ο πάντα προδομένος, κατά την ποιητήν. Εχύθη δια τα Ευαγγελιακά και μελάνη δημοσιογραφική εις αρκετήν ποσότητα και το λυπηρότερον αίμα πολύ. Όσοι είχον συμφέρον παρεπλάνησαν το λαό και τον ώθησαν εις πράξεις μεσαιωνικάς. Η αλήθεια εσυκοφαντήθη, και η πρόοδος εποδοπατήθη. Και όμως, η αλήθεια, η πραγματική αλήθεια, ίσως ποτέ δεν θα γνωσθή εν σχέσει με το ζήτημα μα οποίος ή οποίοι ευθύνονται δια τας αιματηρός και θλιβερός φοιτητικός ταραχάς. Η ιστορία πάντοτε μεροληπτεί όταν πρόκειται περί ισχυρών και μάλιστα όταν πρόκειται περί υψηλοτήτων. Οι συκοφάνται έγιναν τιμηταί. κατήγοροι και ήρωες. Τι ειρωνεία! Και όμως η αλήθεια είναι καταδικασμένη να παραμείνη «ιερόν μυστικόν» των ολίγων. Τον ρόλον της... εις τα ευαγγελιακά κανείς δεν πρέπει να τον μάθη... Εάν οι περισσότεροι των εφημεριδογράφων υπήρξαν ελεεινοί πατριδοκάπηλοι, καθ' ήν ώραν μάλιστα ξένη πρεσβεία συνδεόμενη με την μέλλουσαν Βασίλισσαν επιδαψίλευσεν εις αυτούς υλικάς και ηθικάς παροχάς το συμφέρον του τόπου και ιδιαιτέρως το συμφέρον του έθνους απαιτούν τη λήθη επ ' αυτών». Ο Τοπάζης σαν υπουργός της Κυβέρνησης Ζαΐμη γνώριζε καλά τα παρασκήνια και η μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική. Άλλωστε ο διορισμός του Ζαΐμη προκάλεσε σύγκρουση του Γεωργίου με το γιο του Κωνσταντίνο. Ο τελευταίος ενδιαφερόταν να ανατεθεί ο σχηματισμός της κυβέρνησης στο Δηλιγιάννη, που είχε αναμιχτεί στις ταραχές και συνεργαζόταν εκείνη τη στιγμή όχι μόνο με τους γύρω από το διάδοχο κύκλους αλλά και με παράγοντες της γερμανικής πρεσβείας. Τα Ευαγγελιακά ήταν ένα ακόμη γεγονός στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, όπου ξένα κέντρα εκμεταλλεύτηκαν εσωτερικές διενέξεις και αντιθέσεις για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
ΤΟΤΕ...
ΤΕΥΧΟΣ Νο 4
ΑΘΗΝΑ 1983
from ανεμουριον https://ift.tt/32axgsn
via IFTTT