Ήταν προδότης ο Γιώργης Σιάντος;

Του ΠΕΡΙΚΛΗ ΡΟΔΑΚΗ | Στις σελίδες που ακολουθούν, δεν επιδιώκουμε να αποκαταστήσουμε το Γιώργη Σιάντο, σαν τον ηγέτη εκείνο που τίμησε —με τις ικανότητες και το ήθος του— το σοβαρό πόστο που του ανατέθηκε από το κόμμα. Πιστεύουμε —και θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε με στοιχεία— ότι ο Γιώργης Σιάντος φέρνει μεν βαρύτατες ευθύνες για το δράμα της ελληνικής Αριστεράς, αλλά ότι δεν υπήρξε ποτέ —όπως του καταλογίστηκε— ο «χαφιές», πάνω στον οποίο πρέπει να φορτωθούν όλες οι «αμαρτίες», και το σπουδαιότερο: ότι με τις κατηγορίες αυτές κατά του Σιάντου και τη μεθόδευση τους, ουσιαστικά συκοφαντήθηκε ολόκληρο το σπουδαίο έργο του ΕΑΜ, που εμφανίστηκε —από την ίδια την κομματική ηγεσία του 1950— σαν οργάνωση διαβρωμένη από την «αντίδραση» και του Άγγλους, τα συμφέροντα των οποίων και εξυπηρέτησε. Όχι, ο Σιάντος δεν υπήρξε «χαφιές», η κατηγορία αυτή δεν ήταν παρά ένας ακόμα κρίκος στην αλυσσίδα της χαφιεδοφοβίας που εξαπόλυσε η ηγεσία του Ζαχαριάδη, για να δικαιολογήσει την αποτυχία της πολιτικής της. Όχι, το εαμικό κίνημα Εθνικής Αντίστασης δεν υπήρξε «πιόνι» των Άγγλων και της «αντίδρασης» αλλά ότι πιο μεγαλειώδες έχει να επιδείξει η νεότερη ελληνική ιστορία. Κι η ιστορία έχει ανάγκη από τομές, που όση οδύνη κι αν προξενούν είναι απαραίτητες για την ανακάλυψη της αλήθειας...

Η Γ' Συνδιάσκεψη του 1950
Τον Οκτώβριο του 1950 συνέρχεται η Γ Συνδιάσκεψη του Κ.Κ.Ε. με τρία σημαντικά θέματα στην ημερήσια διάταξη: α) 10 χρόνια αγώνες: Δίδαγματα - Συμπεράσματα - Καθήκοντα, β) η κατάσταση και τα προβλήματα των προσφύγων στις Λαϊκές Δημοκρατίες, γ) οργανωτικά ζητήματα. Στο πρώτο θέμα περιλαμβάνεται η κριτική της πολιτικής γραμμής του κόμματος για την περίοδο 1940-1950, για την περίοδο δηλαδή που αφορά το κίνημα Εθνικής Αντίστασης και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ειδικά για την εκτίμηση των γεγονότων 1941-1944, υπήρχε ήδη η απόφαση του 7ου Συνεδρίου του Κ.Κ.Ε. και η επανεξέταση του έμοιαζε τουλάχιστον σαν πλεονασμός. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Ουσιαστικά, με το καινούργιο «σκάλισμα» ο Ν. Ζαχαριάδης —που τότε αντιμετώπιζε την αγανάκτιση κομματικών στελεχών και μελών για του καταστροφικούς χειρισμούς του στο χαμένο Εμφύλιο πόλεμο— επεδίωκε να αποσείσει τις ευθύνες του, να εξουδετερώσει του επικριτές του και να «καταγγείλει» τα «εγκλήματα» του στη διάρκεια της Κατοχής. Με την αναδρομή στην περίοδο της Κατοχής, η Γ Συνδιάσκεψη προχωρούσε σε μια βαρύτατη παραβίαση της κομματικής οργανωτικής τάξης, μια και υποσκέλιζε και καταδίκαζε αποφάσεις ενός κομματικού Συνεδρίου. Σχετικά με την οργανωτική αυτή τάξη σημειώνουμε τα εξής: Σύμφωνα με το καταστατικό του Κ.Κ.Ε. ανώτατο κομματικό όργανο είναι το Συνέδριο, που κάτω από φυσιολογικές συνθήκες γίνεται ανά τακτά διαστήματα. Το Συνέδριο εκλέγει τη Κεντρική Επιτροπή (Κ.Ε.) και το Γ. Γραμματέα (Γ.Γ.). Στη συνέχεια η Κεντρική Επιτροπή εκλέγει το Πολιτικό Γραφείο (Π.Γ.). Τούτο, πολύ απλά, σημαίνει ότι η Κ.Ε. μπορεί να ανακαλεί το Π.Γ. αλλά όχι το Γ.Γ., που ανακαλείται απευθείας απ το Συνέδριο. Σε εποχές παρανομίας, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να συγκληθεί Συνέδριο, έχει καθιερωθεί η συγκρότηση ενδιάμεσου οργάνου, της Συνδιάσκεψης. Στη Συνδιάσκεψη παίρνουν μέρος τα μέλη της Κ.Ε. (ολομέλεια), καθώς και στελέχη που επιλέχτηκαν τόσο από την Κ.Ε., όσο και απ το Π.Γ., με κριτήριο τη συγκεκριμένη δράση τους, μετά τη λήξη του Συνεδρίου. Οι αποφάσεις της Συνδιάσκεψης έχουν θέση αποφάσεων Συνεδρίου, με την προϋπόθεση όμως ότι το επόμενο Συνέδριο θα τις εγκρίνει. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε αυτοδίκαια είναι άκυρες. Το «επόμενο» Συνέδριο — που έπρεπε να επικυρώσει την Γ Συνδιάσκεψη— ήταν το 8ο και έγινε τον Αύγουστο του 1961. Στη διάρκεια του εξετάστηκε η δουλειά του κόμματος στην περίοδο 1945-1961 (μεταξύ δηλαδή των δυο Συνεδρίων) και καταδικάστηκε η πολιτική γραμμή του Ν. Ζαχαριάδη ως Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε., τόσο κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου όσο και αργότερα. Έτσι, μαζί με τη γραμμή Ζαχαριάδη καταδικάστηκε και η Γ Συνδιάσκεψη, που τον είχε «δικαιώσει».

Η συκοφάντηση της Εαμικής Αντίστασης
Παρ όλα αυτά κανένας δεν βγήκε ακόμα ανοιχτά και καθαρά να καταγγείλει τις πραγματικά εγκληματικές αποφάσεις που πήρε η Γ Συνδιάσκεψη. Εδώ ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Ανάμεσα στα θέματα που εξέτασε η Γ Συνδιάσκεψη ήταν —όπως είπαμε— ο αγώνας του Κ.Κ.Ε. στην Κατοχή. Η συζήτηση επεκτάθηκε στη θέση του τότε Γ.Γ. του κόμματος Γ. Σιάντου, που τελικά «φορτώθηκε» του τίτλους του «προδότη» και του «χαφιέ». Καρπός της Γ Συνδιάσκεψης ήταν το περίφημο άρθρο του κομματικού οργάνου Νέος Κόσμος (τεύχ. 2.-Φεβρούριος 1951) που δημοσιεύουμε αυτούσιο. Στο κείμενο αυτό γίνεται κυνική παραποίηση στοιχείων, έτσι ώστε ουσιαστικά να συκοφαντείται όλο το μεγαλειώδες κίνημα της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης, να εμφανίζεται σαν «κατευθυνόμενο» και σαν «πουλημένο» στις επιδιώξεις των «Άγγλων και της αντίδρασης». Με άλλα λόγια, η εντύπωση που δημιουργούσαν οι αποφά,σεις της Γ Συνδιάσκεψης ήταν η ακόλουθη: ο «πράκτορας» Σιάντος είχε οδηγήσει με το «έτσι θέλω» το Κ.Κ.Ε. και το Ε.Α.Μ. στην «αγκαλιά» των Άγγλων τα συμφέροντα των οποίων και εξυπηρέτησαν. Μια απλή ανάγνωση του άρθρου αρκεί για να πείσει και τον πιο δύσπιστο για το συμπέρασμα αυτό της ζαχαριαδικής ηγεσίας. Και είναι εκπληκτικό και εξοργιστικό το ότι και μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη δε βρέθηκε κανένας από την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. για να καταγγείλει τις απόψεις που τόσο χυδαία σπιλώνουν το ανεπανάληπτο εαμικό έργο.

Η κρίση το ΚΚΕ
Όμως ας γυρίσουμε στην εποχή εκείνη και ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα αίτια που ώθησαν το Ζαχαριάδη και την τότε κομματική ηγεσία στο να προχωρήσει στην ουσιαστική καταγγελία του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης. Βρισκόμαστε στην εποχή που η Αριστερά ζει τις τραγικές συνέπειες της ήττας και όλοι αναζητούν ευθύνες γι’ αυτήν. Το «βουητό» διαμαρτυρίας δυναμώνει συνεχώς όχι μόνο ανάμεσα στα απλά κομματικά μέλη και τα στελέχη αλλά και στις ηγεσίες των σοσιαλιστικών χωρών, στις οποίες βρίσκονταν τώρα δεκάδες χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες. Το βασικό ερώτημα είναι: έπρεπε το Κ.Κ.Ε. να πέσει στην παγίδα του Εμφύλιου Πολέμου; Βαθιά ήταν η αίσθηση των μεγάλων ευθυνών του Ν. Ζαχαριάδη, που από την πρώτη στιγμή της άφιξης του στην Ελλάδα (καλοκαίρι 1945) έσερνε το κίνημα στο καταστροφικό αυτό αδιέξοδο. Το μέγεθος της ήττας, το αίμα που χύθηκε και οι άλλες φοβερές συνέπειες —προσφυγιά, σκτελέσεις, φυλακές, εξορίες, καταστροφές— δεν ήταν πράγματα για τα οποία δε θα ζητούνταν εξηγήσεις.
Ο ΣΙΑΝΤΟΣ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1945 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΚΚΕ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ «ΠΑΡΑΙΤΕΙΤΑΙ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ Ο Η. ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ Ο Μ. ΠΑΡΤΣΑΛΙΔΗΣ
Το κλίμα της γενικής δυασαρέσκειας κατά του Ν. Ζαχαριάδη, καλλιεργείται κυρίως από μια σειρά καπεταναίους του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού (Δ.Σ.Ε.), επικεφαλής των οποίων βρίσκονται ο Μήτσος Παρτσαλίδης (μέλος του Π.Γ. και όχι άμοιρος ευθυνών για τα λάθη του κόμματος στην κρίσιμη περίοδο) και ο Κ. Καραγιώργης ή «Γυφτόδημος». Ο Ζαχαριάδης και τα πιστά σ αυτόν στελέχη Μπαρτζώτας, Βλαντάς, Γούσιας και Κολιγιάννης οργανώνουν μια τελείως αθέμιτη αντεπίθεση που σαν στόχο της έχει το Γ. Σιάντο, αλλά ουσιαστικά στρέφεται ενάντια στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Η αντεπίθεση αυτή έχει σκοπό την τρομοκράτιση των «δυσαρεστημένων», που, αν επιμείνουν του περιμένει η ίδια τύχη. Παράλληλα με την εκστρατεία κατά του Σιάντου γίνεται και προσπάθεια ηθικής εξουθένωσης των Παρτσαλίδη, Καραγώργη, Βαφειάδη που εμφανίζονται τώρα σαν συνεργάτες στην «προδοσία». Ο πρώτος ήταν γραμματέας του Ε.Α.Μ. και οι άλλοι δυο βασικώτατα στελέχη του κόμματος και του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης.... Η επίθεση της ζαχαριαδικής ηγεσίας, με τη μεγαλύτερη διάθεση επιείκειας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά εγκληματική. Στόχος της πολεμικής του είναι πια το κίνημα Εθνικής Αντίστασης, που εμφανίζεται σαν ...δημιούργημα του Φόρρεϊν Όφις. Παράλληλα «λύνονται τα χέρια» των κάθε φύσης εχθρών της Αριστεράς, που «αποδεικνύουν» τη «βρώμια» των αντιπάλων του και «δικαιολογούν» τη σφαγή τόσων και τόσων αγωνιστών.

Ο....«σωστός» γραμματέας
Τα μέλη της Κ.Ε. και τ άλλα στελέχη που πήραν μέρος στη Γ Συνδιάσκεψη, καταπατώντας κάθε έννοια κομματικής οργανωτικής τάξης και ηθικής, δέχτηκαν την εισήγηση του Ζαχαριάδη και αποφάσισαν την καταδίκη του Σιάντου και ουσιαστικά την καταδίκη του Ε.Α.Μ. Τα περισσότερα από τα κομματικά εκείνα στελέχη παρέμειναν στις θέσεις του και μετά την 6η Ολομέλεια του 1956, κατά την οποία καταδίκασαν... τον Ζαχαριάδη και την πολιτική του. Τούτο δε σημαίνει ότι καταδίκασαν και τις αποφάσεις της Γ Συνδιάσκεψης του 1950 για την οποία ήταν και υπεύθυνοι. Μια από τις χαρακτηριστικότερες συνέπειες του ανώμαλου αυτού πολιτικού κλίματος είναι ότι μετά το 1950 οι κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές κομμουνιστές σταματούν να γιορτάζουν την επέτειο της ίδρυσης του Ε.A.M. Κ αυτό θα συνεχιστεί και μετά την 6η Ολομέλεια του 1956. Ασφαλώς δεν πρέπει να έκανε και μεγάλη αίσθηση στα ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε. η καταδίκη του Σιάντου σαν προδότη και χαφιέ, μια και είναι μια παλιά συνήθεια να ονομάζονται έτσι οι κατά καιρούς ηγέτες του κόμματος προδότες. Απ αυτόν τον κανόνα άλλωστε δε θα ξέφευγε και ο ίδιος ο Ζαχαριάδης. Μπορούμε να πούμε ότι «σωστός» γραμματέας θεωρείται εκείνος που κατέχει την κομματική αρχή στη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά και εκείνος πρέπει να είναι έτοιμος —με την πρώτη ευκαιρία— να περάσει στη χορεία των προδοτών ή τουλάχιστον των υπόπτων. Αυτή η πρακτική που ξεκίνησε από τη ίδρυση του Κ.Κ.Ε. και συνεχίστηκε, δίνει εξήγηση στο «χαφιεδικό» παραλήρημα που κυριάρχησε μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Μοιάζει αδιανόητο, αλλά ακόμα και σήμερα η ιστορία του Σιάντου εξακολουθεί να σφραγίζεται από την τρομερή καταγγελία του «πουλημένου» και κανείς δεν τόλμησε να υψώσει το ανάστημα του να τον αποκαταστήσει όπως ουσιαστικά δεν αποκατάστησε τον Άρη Βελουχιώτη και τόσους άλλους αγωνιστές που έπεσαν θύματα συκοφαντιών. Αλλά ας θέσουμε το δάχτυλο «επί τον τύπο των ήλων» της υπόθεσης. Ο Σιάντος δέχτηκε δυο βασικές κατηγορίες: η πρώτη προερχόταν από το Μισέλ Γκαζέ που του καταλόγιζε ότι το 1939 πρόδωσε το παράνομο τυπογραφείο του κόμματος, στο οποίο ήταν υπεύθυνος ο ίδιος ο Γκαζέ. Η δεύτερη κατηγορία αφορούσε του πραγματικά ανεκδιήγητους χειρισμούς της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., που οδήγησαν την Αριστερά στην ήττα και καταστροφή του Δεκεμβρίου 1944. Έξω από αυτές τις δυο κατηγορίες προστέθηκαν και μερικές άλλες σαν «συμπλήρωμα», που αν όχι τίποτα άλλο αποδεικνύουν την ισχυρή φαντασία που είχε ο Ζαχαριάδης και οι άνθρωποι του.

Η αρχή του σεναρίου...
Βρισκόμαστε στα τέλη Οκτωβρίου 1939. Η Ασφάλεια, σε κάποια από τις «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις της, κατορθώνει να συλλάβει το Μισέλ Γκαζέ, Ισραηλίτη, στέλεχος του ΚΚΕ (πρώην βουλευτή του Ενιαίου Μετώπου στα 1932-1933 και τώρα υπεύθυνο του παράνομου κομματικού μηχανισμού). Ο Γκαζέ ανακρίνεται και σε κάποια φάση «σπάει» και υπογράφει δήλωση νομιμοφροσύνης. Παρ όλη την υποχώρηση του αυτή δεν απελευθερώνεται. Ένα μήνα αργότερα, συλλαμβάνονται σχεδόν ταυτόχρονα, ο Γρηγόρης Σκαφίδας (μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ) και ο Γιώργης Σιάντος. Οι δύο άντρες στέλνονται στις φυλακές Συγγρού της Αθήνας, κι από εκεί στις φυλακές της Κέρκυρας (όπου βρισκόταν τότε κι ο Ζαχαριάδης). Παράλληλα η «προσκείμενη στο Σιάντο «Παλιά» Κεντρική Επιτροπή εκδίδει ανακοίνωση, με την οποία καταγγέλεται σαν «χαφιές» και υπεύθυνος για το «χτύπημα» ο Μισέλ Γκαζέ. Ο Σκαφίδας, λίγο μετά τη μεταφορά του στην Κέρκυρα υπογράφει κι αυτός δήλωση και πέρνει μεταγωγή για τις φυλακές Συγγρού. Γύρω στο Σεπτέμβριο του 1941 (είχε αρχίσει ήδη η Κατοχή) στέλνεται συνοδεία στην Αθήνα και ο Σιάντος για να δικαστεί, αλλά κατορθώνει να δραπετεύσει. Προσπαθεί και κατορθώνει να βρει επαφή με τη «Νέα» Κεντρική Επιτροπή, υπεύθυνος της οποίας ήταν τώρα ο Σλαβομακεδόνας Αντρέας Τσίπας, η οποία όμως τον κρατά σε απόσταση σαν «ύποπτο».

Από χαφιές... γραμματέας
Η κατηγορία κατά του Σιάντου, εμφανίζεται να ξεκινά από δυ πηγές. Από το Μισέλ Γκαζέ (τον οποίο ο Σιάντος είχε ήδη καταγγείλει για «χαφιέ») και από το Γρηγόρη Σκαφίδα. Ο δεύτερος αναφέρει ότι ο Ζαχαριάδης, όταν τον συνάντησε στην Κέρκυρα το 1939, του είχε πει πως υποπτευόταν τον Σιάντο για «χαφιέ» και ότι απόδειξη γι’ αυτό θα ήταν, το να κατορθώσει να δραπετεύσει! Η είδηση για τη «χαφιεδοποίηση» του Σιάντου φτάνει στους κρατούμενους κομμουνιστές της Ακροναυπλίας, όπου «κυριαρχεί» ο Γ. Ιωαννίδης. Αυτός, αποκρούει με αγανάκτηση την κατηγορία κατά του Σιάντου και στέλνει μήνυμα στον Τσίπα ότι όχι μόνο δεν είνα αυτός ο χαφιές, αλλά ότι πρέπει να πάρει τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος, που δικαιωματικά του ανήκει (δεδομένου ότι απουσιάζει ο «αρχηγός» Νίκος Ζαχαριάδης). Ο Τσίπας και η «Νέα» Κεντρική Επιτροπή αναγκάζονται να υποκύψουν στις απαιτήσεις του Ιωαννίδη και έτσι ο Σιάντος αναλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος. Φυσικά, προχωράει στην καταδίωξη και εξόντωση του Σκαφίδα (που εκτελείται το 1942 σαν «προδότης»), καθώς και άλλων κομματικών στελεχών που είχαν στραφεί εναντίον του. Η έκθεση του Μισέλ Γκαζέ για τη «χαφιέδικη» δράση του Σιάντου, που συντάχτηκε στις αρχές του 1942, καθώς και η έκθεση Μακρίδη (άσχετη ουσιαστικά με την υπόθεση Σιάντου) θα αποτελέσουν τα «στοιχεία» πάνω στα οποία θα στηριχτεί ο Ν. Ζαχαριάδης κατά τη Γ Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ στα 1950, για να ονομάσει το Σιάντο «πράκτορα του εχθρού». Στο περίφημο άρθρο του «Νέου Κόσμου» δεν αναφέρεται πουθενά ότι ο Γκαζέ ήταν «δηλωσίας» (έτσι ώστε η έκθεση του να έχει κύρος), ενώ παραλείπεται τελείως να αναφερθεί το όνομα του Σκαφίδα. Ας δούμε τώρα πως εμφανίζεται η παραπάνω ιστορία, μέσα από τα κείμενα των κομματικών στελεχών της εποχής.

Τρεις σημαντικές μαρτυρίες
Ο Γ. Παπαναγιώτου, που επιμελήθηκε και ουσιαστικά., έγραψε τις αναμνήσεις του Γ. Ιωαννίδη (ο ίδιος ο Ιωαννίδης ήταν ανίκανος να διατυπώσει σωστά μια ολόκληρη πρόταση, παρόλο που του είχε ανατεθεί να κάνει εκκαθαρίσεις στο κόμμα και να παίρνει πολιτικές αποφάσεις!) γράφει για τις συλλήψεις του 1939: «Στις 22 Νοέμβρη 1939, η Ασφάλεια πέτυχε να συλλάβει τον Γρηγόρη Σκαφίδα, μέλος του Πολτικού Γραφείου και μία ώρα αργότερα και τον Γιώργη Σιάντο, ο όποιος πήγε στο σπίτι του Σκαφίδα, μη γνωρίζοντας ότι αυτό χτυπήθηκε. Η «παλιά Κεντρική Επιτροπή» με ανακοίνωση της κατήγγειλε ότι η επιτυχία της Ασφάλειας οφείλονταν σε προδοσία το Μισέλ Γκαζέ, υπευθύνου του τεχνικού μηχανισμού της ΚΕ, που είχε συλληφθεί ένα μήνα προηγούμενα. Ο Σιάντος και ο Σκαφίδας κλείστηκαν στις φυλακές Συγγρού και από κει μεταφέρθηκαν στις φυλακές Κερκύρας, πιο μπροστά ο Σκαφίδας και αργότερα ο Σιάντος. Το Σεπτέμβρη του 1941 ο Σιάντος μεταφέρθηκε στην Αθήνα για την εκδίκαση της υπόθεσης του. Όμως μόλις έφτασε στην Αθήνα πέτυχε να αποδράσει και να πάρει επαφή με τη νέα Κεντρική Επιτροπή. Η νέα Κεντρική Επιτροπή, με γραμματέα τον Ανδρέα Τσίπα, κράτησε σε απομόνωση τον Σιάντο, θεωρώντας τον ύποπτο και ζήτησε οδηγίες από την Κέρκυρα και Ακροναυπλία. Οι υποψίες της Κεντρικής Επιτροπής προήλθαν από τον τρόπο που είχε γίνει η μεταφορά του Σιάντου από την Κέρκυρα στην Αθήνα και η απόδραση του και κυρίως από ένα στοιχείο που της έδωσε ο Σκαφίδας.
ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΛΑΝΟ ΟΙ ΠΑΡΤΣΑΛΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΚΟΣ
Ο Σκαφίδας, σύντομα μετά τή μεταφορά του στις φυλακές Κερκύρας, υπόγραψε δήλωση μετανοίας και μεταφέρθηκε εκ νέου στις φυλακές Συγγρού. Μαθαίνοντας τώρα ότι ο Σιάντος απόδρασσε, μετέδωσε στην Κεντρική Επιτροπή το παρακάτω στοιχείο: Ότι αυτός, ο Σκαφίδας, μόλις μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα πρόλαβε έκεί τον Ζαχαριάδη (ο Ζαχαριάδης μεταφέρθηκε στην Αθήνα το Γενάρη του 1940) και του έκανε έκθεση για τισ τελευταίες συλλήψεις (Πλουμπίδη, Γκαζέ, Σκαφίδα, Σιάντου). Ο Ζαχαριάδης τότε του είπε ότι υποπτεύεται τον Σιάντο και «αν ο Σιάντος δραπετεύσει θα πει ότι αυτός είναι ο πράκτορας της Ασφάλειας που κρύβεται στην καθοδήγηση του Κόμματος. Ο Ιωαννίδης από την Ακροναυπλία έκανε αυστηρή κριτική στην Κεντρική Επιτροπή γι αυτή της τη στάση και με κατηγορηματικό τρόπο έθεσε το ζήτημα ότι εν απουσία του Ζαχαριάδη ο Σιάντος είναι ο φυσιολογικός ηγέτης του Κόμματος. Όπως προκύπτει και από τή σχετική αλληλογραφία Ακροναυπλίας - Πολιτικού Γραφείου, που δημοσιεύεται στο Παράρτημα, ο Σκαφίδας δεν έκανε καμία συζήτηση με τον τ0 Ζαχαριάδη στην Κέρκυρα, αλλά συζήτησε στις φυλακές Συγγρού με τον Μισέλ Γκαζέ. Ο Γκαζέ, που αβάσιμα καταγγέλθηκε από την Κεντρική Επιτροπή σα χαφιές, ο ίδιος με αρκετή ευκολία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο πράκτορας της Ασφάλειας στην καθοδήγηση του Κόμματος είναι ο Σιάντος. Ο Σκαφίδας για να γίνει πιστευτός και να μπλέξει ακόμα πιό πολύ την υπόθεση χρησιμοποίησε το όνομα του Ζαχαριάδη. Ο Γκαζέ στις αρχές του 1942 μεταφέρθηκε στην Ακροναυπλία και εκεί υπέβαλε λεπτομερή γραπτή έκθεση προς την Κεντρική Επιτροπή. Η έκθεση αυτή, μαζί με την έκθεση Μακρίδη, είναι τα δύο κείμενα που χρησιμοποίησε ο Ζαχαριάδης σαν τα κύρια αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του Σιάντου, όταν στην 3η Συνδιάσκεψη (1950) του ΚΚΕ τον κατήγγειλε επίσημα σαν «πράκτορα του έχθρού». Σχετική είναι και η μαρτυρία του Θ. Χατζή, που, σ’ ότι αφορά τις θέσεις του Ιωαννίδη, γράφει στο βιβλίο του «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε»: «Ο Γιάννης Ιωαννίδης στις αναμνήσεις του (βρίσκονται στα «Αρχεία της ΚΕ του ΚΚΕ») αναφέρει σχετικά με το ζήτημα Σιάντου τα παρακάτω: «...Στην Ακροναυπλία φτάνει σημείωμα του Τσίπα ότι ο Σιάντος είναι χαφιές. Μου σηκώθηκαν οι τρίχες στο κεφάλι. Φώναξα αμέσως τον Αραμπατζή, του διάβασα το σημείωμα και του είπα να βγει αμέσως έξω (σ.σ. Ο Αραμπατζής έβγαινε έξω σαν προμηθευτής της ομάδας της Ακροναυπλίας), να βρει το Γιώργη (σ.σ. ήταν ο σύνδεσμος των κρατούμενων με την Αθήνα. Δεν θυμούμαι το επώνυμο του) και να κανονίσει να τον στείλει στην Αθήνα την ίδια μέρα. Τέτοιο ζήτημα δεν ήθελα να μείνει εκκρεμές ούτε για μιά μέρα...). και σ’ άλλο μέρος ο Ιωαννίδης προσθέτει: «…Τσίπας μόλις πήρε τα σημείωμα έγραψε: «Εφόσον επιμένετε εσείς εντάξει. Η ευθύνη είναι δική σας». Τότε του στέλνω δεύτερο σημείωμα: «Εγώ παίρνω την ευθύνη...σας λέω ότι ο Σιάντος πρέπει να πάρει τή θέση που του αρμόζει μέσα στο Κόμμα. Τή θέση του Γραμματέα». Αποκαλυπτικό είναι, εξάλλου, και το γράμμα των κρατουμένων της Ακροναυπλίας (1941) προς τη «Νέα» Κεντρική Επιτροπή και τον υπεύθυνο της Τσίπα. Η επιστολή αυτή υπογραφόταν από τον Ιωαννίδη και ανάμεσα σ’ άλλα, ανέφερε: «Και τώρα σχετικά με το ζήτημα που θίγεται στο τελευταία σας σημειώματα. Είμαστε απολύτως πεπεισμένοι ότι πέσατε στην παγίδα της Ασφάλειας. το ενδιαφέρον του Σκαφίδα είναι ύποπτο και οι πληροφορίες του όχι απλώς ανακριβείς μα άτιμες. Άτιμες γιατί όχι μόνον παίζει το παιγνίδι τής Ασφάλειας και πάει να συκοφαντήσει ένα δοκιμασμένο και φυσκό στις σημερινές συνθήκες ηγέτη του Κόμματος μα και γιατί χρησιμποποιεί το όνομα του Αρχηγού του Κόμματος τον όποιο εκθέτει με το να βάζει στο στόμα του τις συκοφαντίες αυτές (...). Σας ξανατονίζουμε ότι όλη αυτή την υπόθεση την σκηνοθέτησε η Ασφάλεια για να σκορπίσει τη σύγχυση ανάμεσα στις γραμμές μας και να ματαιώσει τη χρησιμοποίηση του πιο ενδεδειγμένου σήμερα συντρόφου στην καθοδήγηση του Κόμματος. Το Υπουργείο Ασφαλείας αφού δεν μπόρεσε να μας επιβάλει την ΠΔ, που ήταν όργανο της, φροντίζει να κάνει αλλιώς τη δουλειά της. Αυτό πρέπει να το ‘χετε υπόψη σας πάντα και να μη πέφτετε στις παγίδες της (...). Σύντροφοι, εμείς σας ξανατονίζουμε τους κινδύνους που διατρέχετε απ’ τη δουλειά της Ασφάλειας, η οποία έχει τεράστια πείρα και ικανότητα στο να μπάζει ανθρώπους μέσα στις γραμμές μας και να δημιουργεί, μέ διάφορους τρόπους, τη σύγχυση και τη δυσπιστία ανάμεσα μας. Πρέπει σχολαστικά να εξετάζουμε και να εξακριβώνουμε κάθε πληροφορία, κάθε διάδοση, κάθε περίπτωση ύποπτη που μας παρουσιάζεται. Έχουμε τεράστια πείρα κι απ’ την περίοδο 30-31 και απ’ την περίοδο της δικτατορίας. Αυτήν πρέπει να την μελετάμε συνεχώς για να μπορούμε κάθε φορά να ξέρουμε πώς δουλεύει ο εχθρός και πώς πρέπει να τον εξουδετερώνουμε. Σεις, που στις σημερινές από κάθε άποψη δύσκολες συνθήκες, αναλάβατε το βαρύ και ιστορικό καθήκον να καθοδηγείτε το Κόμμα και τον Ελληνικό Λαό πρέπει να νιώσετε βαθιά τις μεγάλες ευθύνες που έχετε να εκπληρώσετε το καθήκον σας αυτό με περίσκεψη και σοβαρότητα. Κάθε σας ενέργεια και προπαντός κάθε πρόσωπο που χρησιμοποιείτε σε οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να το ξέρετε καλά και να είσθε απολύτως πεπεισμένοι για την αφοσίωση του και την πίστη του στην υπόθεση του Κόμματος. Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να χρησιμοποιήσετε ανθρώπους που στο παρελθόν δεν κράτησαν καλή διαγωγή ή δείλιασαν έστω και για μιά στιγμή. Αυτό δε σημαίνει σεχταρισμός μά προσεχτικό, σχολαστικό έλεγχο στην σημερινή περίοδο, τών ανθρώπων που πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε ή χρησιμοποιούμε στίς διάφορες εμπιστευτικές δουλειές του Κόμματος. Δεν πρέπει να πάθουμε για τρίτη φορά τις συμφορές και τις καταστροφές που πάθαμε στο παρελθόν. Αυτό θα σήμαινε ότι τίποτα δε βγάζουμε από την πείρα του παρελθόντος και ότι είμαστε αδιόρθωτοι. Σας παρακαλούμε, σύντροφοι, να μή νομίζετε πώς μ’ αυτό που σας γράφουμε θέλουμε να υποτιμήσουμε την ικανότητα σας και την επίγνωση τήη ευθύνης που ασφαλώς έχετε. Σας τα γράφουμε αυτά γιατί κι εμείς πονέσαμε όσο κι εσείς για τις καταστροφές που έγιναν στο Κόμμα μας και θέλουμε να βοηθήσουμε και ενισχύσουμε όπως καλύτερα μπορούμε την δική σας δουλειά με όλη την πείρα που έχουμε άπ την μακρόχρονη δουλειά μας στο κίνημα. Γι’ αυτό σας παρακαλούμε και πάλι να φροντίσετε ν αποκατασταθεί τακτική και ασφαλής επαφή μαζί μας για να μπορέσουμε να σας βοηθήσουμε σε ό, τι μας ζητήσετε και μπορούμε να κάνουμε για την υπόθεση του Κόμματος...» Αυτά για το γενικο «στόρυ» της υπόθεσης και τα όσα «επίσημα» γράφτηκαν γι αυτήν. Παρακάτω θα επιχειρήσουμε να αποκαταστήσηυμε την ιστορική τάξη των γεγονότων, έτσι ώστε να φτάσουμε στην περίφημη Συνδιάσκεψη του 1950 και το ανεκδιήγητο άρθρο του «Νέου Κόσμου».

Ένας δραπέτης παγιδευμένος
Η «χαφιεδοποίηση» του Σιάντου αποφασίστηκε ουσιαστικά απο τους Γκαζέ-Σκαφίδα, που επεδίωκαν έτσι να αποσείσουν απο πάνω του βαρύτατα οργανωτικά λάθη και κατηγορίες για «προδοσία». Τα «συμπεράσματα» τους κοινοποιήθηκαν στο Ζαχαριάδη, που κράτησε συγκρατημένα ευνοϊκή θέση απέναντι σ’ αυτά, λέγοντας ότι απόδειξη για την ορθότητα του θα αποτελέσει η ενδεχόμενη δραπέτευση του Σιάντου (που όπως ήξερε ήδη ο Ζαχαριάδης, ήταν ένα γεγονός αρκετά φυσιολογικο για τις τότε συνθήκες). Ο Σιάντος δραπετεύει τελικά στις αρχές του καλοκαιριού 1941, οπότε ο Σκαφίδας ειδοποιεί τον Τσίπα για τα όσα είχε πει ο Ζαχαριάδης στα 1939. Έτσι ο δραπέτης βρίσκεται «παγιδευμένος» από μια αρκετά αόριστη κατηγορία, που είχε διατυπωθεί έμμεσα από το Ζαχαριάδη πριν ενάμιση χρόνο! και σημειώνει εδώ ο Θ. Χατζής: «Με σημείωμα του προς την ΚΕ του ΚΚΕ ο Σιάντος ζητούσε να του δοθεί κάποια κομματική δουλειά.
Ο ΣΙΑΝΤΟΣ (ΜΕΣΟ ΠΡΩΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ) ΣΤΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΚΟΡΥΣΧΑΔΩΝ ΜΑΪΟΣ 1944 ΦΩΤ.: Σ. ΜΕΛΕΤΖΗΣ
Το σημείωμα εκείνο το μετέφερα και το έδωσα εγώ προσωπικά στον Τσίπα. Τότε για πρώτη φορά, μπροστά στο Τζήμα και στον κεντρικό σύνδεσμο Π. Κέντρο ο Τσίπας αποκάλυψε του λόγους που δεν χρησιμοποιούνταν ο Σιάντος: ο δηλωσίας Γρ. Σκαφίδας (παλιό μέλος της Κ.Ε. και του Π.Γ. του ΚΚΕ) μετάδωσε μέσω Θανάση Λυκογιάννη εντολή του Ζαχαριάδη, που πήρε στην Κέρκυρα το 1939, να πληροφορήσει την καθοδήγηση του ΚΚΕ ότι ο Σιάντος είναι χαφιές κι αν ποτέ δραπετεύσει να μη χρησιμοποιηθεί. Όλοι εκφράσαμε την αγανάκτηση μας για την πίστη που δόθηκε σ’ έναν άνθρωπο σαν τον Σκαφίδα. Όταν γύρισε απ’ το Νταχάου ο Ζαχαριάδης, επιβεβαίωσε πως είχε σχηματίσει μια τέτοια υπόνοια από έκθεση του επίσης δηλωσία Γκαζέ». Όμως εδώ ας πούμε και λίγα λόγια για τον περίφημο Τσίπα. Αυτός ήταν μέλος της Κ.Ε. από το 1935 έως το 1942 και αποτελούσε το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ανθρώπου που δεν διάθετε καμιά ιδιαίτερη ικανότητα για να παίξει το ρόλο του «ηγέτη». Το πρόβλημα του ήταν ότι με την εξουδετέρωση του Σιάντου, θα κατόρθωνε να διατηρήσει το ηγετικό πόστο του, κι έτσι η συκοφαντία των Γκαζέ-Σκαφίδα τον «βόλευε». Δεν είχε ούτε τη δύναμη όμως, αλλά ούτε και το κύρος να αντιταχτεί στις «εντολές» του πανίσχυρου Ιωαννίδη, κι έτσι, με «βαρεία καρδιά» αναγκάστηκς τελικά να παραδόσει τα κομματικά ηνία στο Γιώργη Σιάντο. Το 1942 ο Τσίπας απομακρύνεται σιωπηρά από την ΚΕ και λίγο αργότερα βρίσκεται αιχμάλωτος στις βουλγαρικές φυλακές. Κατορθώνει να δραπετεύσει από εκεί και επιστρέφει στην Αθήνα, όπου το κόμμα τον χρησιμοποιεί σε «ανώδυνο» πόστο.

Η εκδίκηση του Σιάντου
Με την άνοδο του στην κομματική ηγεσία ο Γιώργος Σιάντος δε δείχνει καθόλου «μεγαλόθυμος» απέναντι σε εκείνους που είχαν μεθοδεύσει εναντίον του τη συκοφαντική εκστρατεία. Κινούμενος μέσα στα γνωστά πλαίσια της παραδοσιακής «χαφιεδομανίας» αποφασίζει να εξουδετερώσει, με τη μέθοδο της φυσικής εξόντωσης, κάθε ένα που στράφηκε ή μπορεί να στραφεί εναντίον του και εκμεταλλευόμενος την υπόθεση των πραγματικά χαφιέδων Μάθεση και Τυρίμου εξαπολύει πογκρόμ κατά των αντιπάλων του. Ο Σκαφίδας καταδικάζεται σαν «προδότης» και με εντολή του εκτελείται, ο Γκαζές «γλυτώνει» γιατί εκτελείται... από του κατακτητές στο Κούρνοβο. Στα πλαίσια των εκκαθαρίσεων αυτών δολοφονείται και ο Μπάμπης Δαμασκόπουλος. Όπως είναι φυσικό, η υπόθεση των «χαφιέδων» Σκαφίδα-Γκαζέ δημιουργεί πραγματικό σάλο στα στελέχη του κόμματος που δρουν στην παρανομία. Έτσι, σε δεύτερο γράμμα από την Ακροναυπλία (2-1-1942) ο Ιωαννίδης «ξεκαθαρίζει» την κατάσταση. Ανάμεσα σε άλλα, γράφει: «Τώρα σχετικά με την περιπέτεια του θείου. Το ζήτημα αυτό το πρωτοδημιούργησε ο Γκαζές. Αυτός όταν πήγε στου Συγγρού μίλησε με τον Σκαφίδα, του ανέφερε τη γνώμη του και ο Σκαφίδας συμφώνησε μαζί του. Τώρα τί ήτανε εκείνο που έκανε τον Γκαζέ να δημιουργήσει τέτοιο ζήτημα. Δύο εκδοχές υπάρχουν: 1) Ίσως για να εκδικηθεί το θείο, που τον κατηγόρησε ότι αυτός κατέδωσε το τυπογραφείο κλπ. Η αρρωστημένη του ιδιοσυγκρασία τον έσπρωξε στην παλιανθρωπιά αυτή και 2) ίσως να ενέργησε για λογαριασμό της Ασφάλειας. Αυτό δεύτερο ενισχύεται και από το γεγονός ότι ενώ ήξερε ότι ο Σκαφίδας ανακάτεψε στην υπόθεση αυτή και τον Ζαχαριάδη το ανέχτηκε. Τώρα τι είναι εκείνο που έσπρωξε τον Σκαφίδα να ξεσηκώσει ενα σωρό ντόρο γύρω από το ζήτημα αυτό; Όχι ασφαλώς το συμφέρον το Κόμματος. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ενήργησε για λογαριασμό της Ασφάλειας. Τουλάχιστον αυτό είναι το πιθανότερο. Γιατί ενώ το ζήτημα αυτό δημιουργήθηκε μεταξύ Γκαζέ και Σκαφίδα, ο τελευταίος αυτός έλεγε επίτηδες ψέμα ότι του το είπε ο Ζαχαριάδης. Όταν ρώτησα τον Γκαζέ γιατί τό ΄κανε αυτό ο Σκαφίδας, μ’ απάντησε ταραγμένος, γιατί δεν φανταζότανε ότι τα ήξερα εγώ, μα για να γίνει πιστευτός. Αν έλεγε ότι αυτό είναι η γνώμη του Γκαζέ κανένας δέ θα τον πίστευε. Αναγκάστηκε δε ο Γκαζές να χαρακτηρίσει την πράξη αυτή του Σκαφίδα ανόητη και όχι τίμια».

Ο Ιωαννίδης... τα «γυρίζει»
Αυτά έλεγε τότε ο Ιωαννίδης, και με τόσο πάθος υπερασπιζόταν το «θείο», το Σιάντο. Κι είναι πραγματικά τραγικό για το πως «γυρίζει την πλάκα» στη Γ’ Συνδιάσκεψη του 1950, οπότε και δε διστάζει να αυτοκατηγορηθεί, για να υπερασπιστεί το Ν. Ζαχαριάδη. Είπε στην ομιλία του τότε: «...Τώρα σύντροφοι θέλω να περάσω σε ένα άλλο ζήτημα, στο ζήτημα που έχει σχέση με την πολιτική του Κόμματος στην πρώτη κατοχή. Πρέπει να πώ απ’ την αρχή, ότι προσωπικά εγώ φέρνω τις πιό μεγάλες ευθύνες για την πολιτική του Κόμματος εκείνη την περίοδο. Εγώ, σύντροφοι, δέ θέλω να επικαλεστώ, για ελαφρυντικό, το ότι γραμματέας του Κόμματος ήταν τότε ο Σιάντος. Θα ήταν λάθος μου, θα ήταν προσπάθεια να ξεφύγω, αν έτσι το έβλεπα το ζήτημα. Ο Σιάντος, όπως αποδείχνεται, όπως αποδείχνουν τα στοιχεία που συγκέντρωσε τελευταία το Κόμμα, πρέπει να ήταν πράχτορας, και ήταν πρόχτορας. Σαν τέτοιος, έκανε την δουλειά του. Η δική μου ευθύνη είναι γιατί δεν είδα, δέ διέκρινα αυτή την ιδιότητα του Σιάντου, δεν πρόσεξα, δεν έδωσα σημασία, δεν εξέτασα, δεν είδα σοβαρά όλα τα δείγματα εκείνα που ξεφυτρώνανε από δώ και από κει και που ένα έμπειρο μάτι, ένα μπολσεβίκικο μάτι θα μπορούσε να τα δει, να τα βγάλει στή φόρα, να τα τοποθετήσει εκεί που χρειάζονταν και να τραβήξει αποφασιστικά και με συνέπεια όπως χρειάζονταν στο ξεκαθάρισμα τους. Εγώ, σύντροφοι, δεν τα είδα ή δεν τα πρόσεχα, δεν έδωσα σημασία που έπρεπε να δώσω. Συνεπώς δε φταίει ο Σιάντος για τα δικά μου λάθη, για τις δικές μου ευθύνες.
Ο ΣΙΑΝΤΟΣ ΜΕ ΕΘΝΙΚΟΣΥΜΒΟΥΛΟΥΣ ΤΗΣ ΠΕΕΑ ΣΤΟΥΣ ΚΟΡΥΣΧΑΔΕΣ ΔΕΞΙΑ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΒΩΛΟΣ
Δέ μειώνει η προδοσία του Σιάντου τα δικά μου λάθη, τις δικές μου αδυναμίες, τη δική μου ανεπάρκεια στην περίοδο αυτή». (Φυσικά, μετά την πτώση του Ζαχαριάδη το 1956, ο Ιωαννίδης, θα «μεταστραφεί» και πάλι, προς την κατεύθυνση των νέων αντιζαχαριαδικών ανέμων…». Οι «συγνώμες» του Ιωαννίδη του 1950 μοιάζουν παρανοϊκές για τον κοινό νού μα δεν είναι. Εντάσσονται στη λογική που επικράτησε στο ΚΚΣΕ κατά τη διάρκεια των «μεγάλων δικών» που μεθόδευσε ο Στάλιν για να εξοντώσει του αντιπάλους του. Στις δίκες εκείνες σκοπιμότητας, πολλά ηγετικά κομματικά στελέχη έβγαιναν στο ειδώλιο και κατηγορούσαν τον εαυτό του για «προδότη» και «προβοκάτορα», ξέροντας καλά πως δεν είναι...

Το κόμμα—Θεός...
Πολλοί έχουν πει πως η στάση αυτή ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων. Κάνουν λάθος. Τον Ιωαννίδη κανείς δεν το βασάνισε. Ήταν, απλώς, εκφραστής της αντίληψης ότι το Κόμμα, όμοια όπως κι ο Θεός, δεν μπορεί να κάνει λάθος, κι έχει —πρέπει να έχει— πάντα δίκιο. Τα μέλη του ΚόμματοςΘεού, όμοια όπως κι οι πιστοί, πρέπει να δέχονται και να εκτελούν τις αποφάσεις, χωρίς αντιρρήσεις... Στην Γ Συνδιάσκεψη του 1950, το Κόμμα—Θεός είχε προσωποιηθεί στην πραγματικά επιβλητική φυσιογνωμία του Ζαχαριάδη. Κανένας δεν ήταν θεμιτό να φέρει αντιρρήσεις σσ’ αυτόν κι αν το έκανε τον περίμεναν πολύ οδυνηρές συνέπειες. Ο Ιωαννίδης υπήρξε ένα πιστό μέλος του κόμματος-Θεού και υποτάχτηκε στον Ζαχαριάδη. Ήταν κάτι πολύ φυσικό γι’αυτόν, όσο φυσικό ήταν και το να καταγγείλει τον Ζαχαριάδη, το 1956, όταν το κόμμα-Θεός άλλαξε θέσεις... Το ίδιο κάνουν άλλωστε — τότε— και όλα τα στελέχη της Κ.Ε. Ανάμεσα του και ο Πέτρος Ρούσος, που στην κατοχή «λιβάνιζε» το Σιάντο, τον «κατάγγειλε» το 1950 και τον «αποκαθιστούσε» το 1956. Στην αυτοβιογραφική του έκθεση που βρίσκεται στα αρχεία του κόμματος (φάκελλος στελεχών), ο Πέτρος Ρούσος γράφει: «...Οι υπεύθυνοι της ΚΕ πήραν την έγκριση των φυλακισμένων μελών της ΚΕ Ακροναυπλίας και θεωρήθηκε τότε πολύ φυσικό να αναλάβει ο Σιάντος την καθοδήγηση της κομματικής δουλειάς, ενώ ο Τσίπας είχε στην ουσία περίεργα εξαφανιστεί. Άρχισε τότε μιά γενική αλλαγή σε πρόσωπα, που έδειχνε ένα φόβο από τα στελέχη. Όλες τις δουλειές τις συγκέντρωσε στά χέρια του με μιά σωστή μονομαχία. Το χαρακτηριστικό είναι πώς στις αποφάσεις της 8ης ολομέλειας (Φλεβάρης 1942), παρά τις αντιρρήσεις μας, ο Σιάντος έδινε τέτοια διατύπωση στην κατάσταση και την εξέλιξη του πολέμου που ήταν σεχταριστικό και οπορτουνιστικό βήμα προς τα πίσω, σε σχέση με την προηγούμενη θέση του Κόμματος (χαρακτήρας του πολέμου, προοπτική απόβασης Άγγλων στα Βαλκάνια κ.ά.) και στο στρατιωτικό τομέα, που τον ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά, άρχισε η πληθωρική εγκόλπωση αξιωματικών αγνώστου ή υπόπτου πολιτικού ποιού και, αντίθετα, η στελέχωση των άνταρτοομάδων με αρκετούς δηλωσίες. Κανείς ποτέ δεν είχε εγκρίνει την ανακοίνωση που είχε δημοσιεύσει ο Σιάντος ότι η 8η ολομέλεια τον εξέλεξε «γενικό γραμματέα» της ΚΕ και που διορθώθηκε υστέρα από την επέμβαση τών συντρόφων της Ακροναυπλίας...» Και το 1966, στο βιβλίο του «Μεγάλη Τετραετία», έλεγε: «…Ο Ζαχαριάδης ήξερε τι έκανε όταν εκ των υστέρων ύψωνε το μύθο της «προδοσίας», την εθνική αντίσταση. Δημιούργησε «απαγορευτικό» κλίμα για τη σωστή ιστόρηση της και το πέτυχε για μεγάλο διάστημα γιατί εκμεταλλευόταν την εύλογη μετριοφροσύνη τών αγωνιστών που την μπόλιασε και με ορισμένο δισταγμό, αν όχι και αποφυγή συγγραφής μαρτύρων…». Κι έχει απόλυτο δίκιο ο Θανάσης Χατζής, όταν λέει: «Όμως ο Ζαχαριάδης στηριζόταν σε γραπτό στοιχεία, τέτοια σαν του Π. Ρούσου, υπευθύνων στελεχών της Αντίστασης, για να καταγγείλει το Σιάντο σαν «προδότη» και να αποδώσει την «ήττα του κινήματος» βασικά στην «προοδευτική γραμμή» που φορέας της ήταν …ο προδότης Σιάντος».

Τα «τρομερά στοιχεία» του Ζαχαριάδη, και το... χόμπυ του Σιάντου
Αυτά που ο Ζαχαριάδης παρουσιάζει για «τρομερά στοιχεία» της «προδοσίας του Σιάντου, είναι πραγματικά αστεία. Δεν στέκουν στην απλή λογική. Ποιο ήταν επιτέλους το αντάλλαγμα της προδοσίας; Κάπου θα έπρεπε να εντοπιστεί. Ο Σιάντος όμως πέθανε πάμφτωχος κι η γυναίκα του δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Έτσι, χωρίς κανένα αντάλλαγμα θα «πουλιόταν» κοτζάμ αρχηγός του ΚΚΕ; Από... χομπυ; Ο Ζαχαριάδης ήταν παθολογικά καχύποπτος. Έβλεπε γύρω του «χαφιέδες». Ζούσε με την έμμονη ιδέα ότι όλοι επεδίωκαν να τον «ρίξουν» από την εξουσία του και του ήταν απαραίτητο να παίρνει διαρκώς όλα εκείνα τα μέτρα με τα οποία θα εδραιωνόταν στη θέση του. Ο Σιάντος είχε — καλώς η κακώς— επιβληθεί σαν ηγέτης στη διάρκεια της κατοχής. Ήταν ο «αρχηγός» του ΚΚΕ, του κόμματος που είχε καθοδηγήσει το μεγαλειώδες κίνημα Εθνικής Αντίστασης. Το όνομα του ήταν άρρηκτα συνδεμένο με μια ανεπανάληπτη εποποιία. Τώρα —μετά τη συντριβή του 1949— οι «μετοχές» του Ζαχαριάδη ήταν «πεσμένες» στα κομματικά στελέχη, τα στελέχη εκείνα που είχαν ζήσει το κίνημα Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 και είχαν συμβάλει —παρ’ όλα τα μεγάλα λάθη τους— στην ανάπτυξη του σοβαρότερου και σπουδαιότερου επιτεύγματος της Ελληνικής Αριστεράς, από την εποχή της σχηματοποίησης της σε κόμμα. Με το «χτύπημα» του Σιάντου, ο Ζαχαριάδης δεν επεδίωκε παρά την εξουθένωση συνολικά, όλων εκείνων των κομματικών στελεχών, που είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση και τώρα τον αμφισβητούσαν. Θα εμφανίζονταν τώρα σαν «συνεργάτες» του «προδότη», δηλαδή σαν «προδότες» η «ύποπτοι». Στο «βρόμικο» αυτό ενδοκομματικό πόλεμο ο Ζαχαριάδης συσπείρωσε και του «πιστούς» εκείνους, που στο όνομα μιας αδιανόητης «κομματικότητας» δε διστάζουν να εξυπηρετήσουν τις πιο ανομολόγητες επιδιώξεις...

Ανυπόστατες φαιδρότητες
Τά σχόλια που περιέχονται στις αποφάσεις της Γ’ Συνδιάσκεψης και στο άρθρο του «Νέου Κόσμου» δεν είναι μόνο ανυπόστατα αλλά και φαιδρά. Είναι παράλογο να θεωρούμε την Ασφάλεια τόσο ανόητη ώστε να έχει για χαφιέ τον Σιάντο και να τον «εκθέτει» τόσο εύκολα. Όσοι έχουν παρακολουθήσει τη δράση της ξέρουν ότι όταν κατόρθωνε να προωθήσει ανθρώπους της στα ανώτατα κλιμάκια του Κ.Κ.Ε., φρόντιζε και να τους καλύπτει από πιθανές υποψίες του κομματικού μηχανισμού και μόνο όταν δεν τους χρειαζόταν του ς «πετούσε» σαν «στιμμένες λεμονόκουπες». Πως θα μπορούσε λοιπόν η Ασφάλεια να επιτρέπει τη διοχέτευση πληροφοριών σε ανθρώπους τύπου Γκαζέ και Σκαφίδα, όταν οι πληροφορίες αυτές αφορούσαν ένα «πράκτορα» της που βρισκόταν στην ανώτατη κομματική θέση; Αλλά η φαιδρότητα των κατηγοριών του Ζαχαριάδη αποδεικνύεται και από τούτο το «ακαταμάχητο» στοιχείο ότι ο Σιάντος όταν πιάστηκε κουβαλούσε μαζί του τις κουβέρτες και τις βαλίτσες του (ήξερε δηλαδή πως θα συλληφθεί). Μα ήταν παντού γνωστό πως οι παράνομοι των ανωτέρων κλιμακίων κουβαλούσαν μαζί και τα υπάρχοντα τους μια και μετά από κάθε επαφή άλλαζαν συνήθως στέκι. Κανένα στέλεχος δε γυρνούσε στο ίδιο σπίτι μετά από κάποια συνάντηση, πράγμα που ίσχυε και για τον Σιάντο, το ανώτατο κομματικό στέλεχος. Αυτά για τις «αστυνομικού τύπου», κατηγορίας της Γ’ Συνδιάσκεψης.

«Συνειδητή προδοσία» η «τραγικά λάθη»;
Το δεύτερο σκέλος των κατηγοριών αφορά του πολιτικούς χειρισμούς του Σιάντου κατά τη διάρκεια της Κατοχής, που κατά το Ζαχαριάδη αποδείκνυαν την «πραχτόρικη» δράση του. Ο Ζαχαριάδης ονομάζει συνειδητή προδοσία τα τραγικά λάθη της κομματικής ηγεσίας που οδήγησαν το κίνημα στην ήττα και στην καταστροφή. Είναι περίεργο το ότι στις απόψεις του αυτές επικροτούν αυτοί που βρίσκονταν στο Π.Γ. κατά την Κατοχή κι επομένως ήταν συνυπεύθυνοι για την ήττα. Περίεργο όμως μόνο για όσους δεν μπορούν να κατανοήσουν το κομματικό κλίμα μετά τον Εμφύλιο. Αφού ο «ηγέτης» είχε αποφασίσει να βγάλει τον Σιάντο χαφιέ, το έδαφος έτρεμε τώρα και κάτω από τα δικά τους πόδια. Έτσι, καλυμμένοι πίσω από την αντίληψη του «κόμματος-Θεού», έπρεπε να σώσουν τώρα του εαυτούς τους. Όσο κι αν κόπτεται ο Γιάννης Ιωαννίδης ότι δεν τον ενημέρωνε ο Σιάντος για όσα έκανε, είναι γνωστό σ’ όλους ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβαίνει. Ο Ιωαννίδης ήταν ο «κούτβης» (απόφοιτος της «Κούτβι», δηλ. της σχολής κομματικών στελεχών της Μόσχας) που διακινούσε παρασκηνιακά τα πάντα και τίποτε δεν γινόταν χωρίς την άμεση παρέμβαση του. Ισχυρίζεται ο Ιωαννίδης ότι ο Σιάντος δεν τον ενημέρωσε για το Λίβανο ούτε για την Καζέρτα, δυο συμφωνίες που —όπως λέει— είχε αποφασίσει μόνος του ο Γραμματέας του Κόμματος. Και η ερώτηση είναι απλή: όταν πληροφορήθηκε τις συμφωνίες αυτές τι έκανε, πώς εξακολουθούσε να ανέχεται το Σιάντο; Σε κάποιο σημείο της ομιλίας του στη Γ Συνδιάσκεψη άλλωστε ομολογεί: «Γιατί λέω, σύντροφοι ότι φταίω πρώτα έγώ; Γιατί έπαιξα πρωτεύοντα βόλο στην ηγεσία του Κόμματος. "Αν εγώ είχα περισσότερο πολιτικό θάρρος τότε και έβαζα ζήτημα Σιάντου δλοι θα με ακολουθούσαν. 0 Σιάντος δεν είχε μέσα στα στελέχη του Κόμματος την εκτίμηση που είχα έγώ. Αυτό το ξέρω. Αυτό με έκανε να είμαι περισσότερο από ότι έπρεπε προσεχτικός απέναντι στον Σιάντο για να μήν τον θίξω. Λάθος μου πολιτικό αυτό το πράγμα. Αδυναμία μου πολιτική, που έβλαψε τόσο πολύ. Λοιπόν σύντροφοι, εδώ τα πράγματα είναι καθαρά. Το Κόμμα μας τότε έκανε λάθη, λάθη σοβαρό που την ευθύνη την έχουμε όλοι μας είτε ήμασταν στή Γραμματεία του ΠΓ, σ. Παρτσαλίδη, είτε δεν ήμασταν. Όλοι αποτελούσαμε την καθοδήγηση του Κόμματος και φταίμε όλοι μας. Και γω μάλιστα έχω τη μεγαλύτερη ευθύνη για του λόγους που ανάφερα πιό μπροστά...»

Η ανικανότητα δεν είναι αρετή
Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά απ ότι φαίνονται και ας πούμε την αλήθεια έξω από τα δόντια. Η πολιτική του Κ.Κ.Ε. στην Κατοχή είναι μια σειρά από μεγάλα λάθη, από ανθρώπους ανίκανους ν ασκήσουν πολιτική και να παίξουν ηγετικό ρόλο. Ο Γ. Σιάντος είναι χαρακτηριστική περίπτωση του πιο ακατάλληλου και χωρίς ηγετικά προσόντα κομματικού στελέχους που βρέθηκε στην ηγεσία ενός τόσο δυναμικού κινήματος. Η ανικανότητα του ίδιου και των άλλων κομματικών στελεχών είναι αυτή που γέννησε τα λάθη και οδήγησε την Αριστερά στην ήττα και στη σφαγή του Δεκεμβρίου 1944. Δεν πρόκειται για προδοσία αλλά, απλά και καθαρά για ανικανότητα. Με την Γ’ Συνδιάσκεψη η πολιτική τραγωδία του Κ.Κ.Ε. μετατοπιζόταν απλώς σ’ άλλες εποχές έτσι ώστε να μη φαίνονται τα λάθη του Εμφυλίου. Το κακό είναι ότι και μετά την καταγγελία του Ζαχαριάδη το κόμμα δεν μπόρεσε ν’ απαλλαγεί απ’ το Ζαχαριαδισμό κι έτσι το θέμα του Σιάντου παρέμεινε μετέωρο.

Η έκθεση Μακρίδη
Εδώ θα πρέπει να συμπληρώσουμε και ένα ακόμη στοιχείο για τον τρόπο που κινήθηκε η υπόθεση Σιάντου. Ο Ζαχαριάδης από την ώρα που γύρισε στην Ελλάδα (άνοιξη 1945) τον είχε στο στόχαστρο. Ενας ηγέτης περιβλημένος με την αίγλη του καθοδηγητή του εαμικού έργου ήταν και ένας επικίνδυνος αντίπαλος. Ετσι θα αναθέσει στον Θόδωρο Μακρίδη (Έκτορα) —ο οποίος θεωριόταν και ήταν στρατιωτική ιδιοφυία— να συντάξει μια έκθεση για τον αγώνα της Κατοχής, μέσα απ’ την οποία ο Ζαχαριάδης θα μπορούσε ν αντλήσει επιχειρήματα πολεμικής κατά του Σιάντου. Ο Μακρίδης ετοιμάζει την έκθεση στην οποία περιέχονται και οι προσωπικές του εκτιμήσεις για τα τακτικά και στρατηγικά λάθη της κομματικής ηγεσίας στη διάρκεια της Κατοχής. Ο Παπαναγιώτου γράφει σχετικά, στις «αναμνήσεις» του Ιωαννίδη: « Η έκθεση αυτή, στην ουσία μελέτη, συντάχθηκε από το Θόδωρο Μακρίδη, ύστερα από εντολή του Ν. Ζαχαριάδη. Η έκθεση αποτελείται από XII κεφάλαια, ασχολείται με την οργάνωση και ανάπτυξη του ΕΛΛΑΣ και καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα που αφορούν την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Η έκθεση έχει ημερομηνία 16 Αυγούστου 1946, υπογράφεται από τον ΞΙΦ (Θ. Μακρίδη) και αποτελείται από 130 δακτυλογραφημένες σελίδες. Η έκθεση αυτή χρησιμοποιήθηκε από τον Ζαχαριάδη σαν ένα από τα κύρια ντοκουμέντα για την καταγγελία του Γ. Σιάντου σαν «πράκτορα του εχθρού». Παραποιώντας τόσο τα στοιχεία όσο και τα συμπεράσματα του Μακρίδη ο Ζαχαριάδης θα χρησιμοποιήσει την έκθεση αυτή κατά την Γ’ Συνδιάσκεψη, σαν «συντριπτικό» στοιχεία κατά του Σιάντου.

Μια «λογική» απάντηση σε κρίσιμα ερωτήματα
Ίσως πολλοί αναρωτηθούν πως τα μέλη του κόμματος αποδέχτηκαν τη συκοφαντική καταγγελία κατά του Σιάντου, γιατί θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ολόκληρο το κόμμα συμφώνησε η τουλάχιστον δεν αντέδρασε στις καταγγελίες του Ζαχαριάδη. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: Για όλους του αγωνιστές της Κατοχής υπήρχαν μεγάλα ερωτήματα: Γιατί χάσαμε; Γιατί ηττηθήκαμε αφού το ΕΑΜ είχε αγκαλιάσει το 80% του ελληνικού λαού; Πως κατάφεραν οι Άγγλοι να «βάλουν στο τσουβάλι» ένα λαό που είχε δημιουργήσει το ανεπανάληπτο εαμικό κίνημα; Ο Ζαχαριάδης εκμεταλλεύτηκε τα αγωνιώδη ερωτήματα των αγωνιστών του Ε.Α.Μ. για να χτυπήσει τον Σιάντο. Στη λογική των απλών ανθρώπων η λύση του «προδότη» ήταν ένα βάλσαμο. Ολόκληρη η κομματική ηγεσία της Κατοχής σπεύδει να καλυφθεί πίσω από την αποκάλυψη αυτή και να αποσείσει τις ευθύνες από τις πλάτες της. Χειροκροτεί τον Ζαχαριάδη γιατί «κουκουλώνει» απλώς τη δική της ανικανότητα.

Γιώργης Σάντος
Ο Γιώργης Σιάντος γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1890. Από μικρός δούλεψε στα καπνομάγαζα, και δεν κατόρθωσε να μορφωθεί. Υπηρέτησε στο στρατό σε μια πολύ κρίσιμη εποχή —Βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος— και στην περίοδο αυτή γνωρίστηκε με τις ιδέες που θα χάραζαν όλη του τη ζωή. Μετά την αποστράτευση του εργάστηκε δραστήρια στους πρώτους εκείνους πυρήνες της νεαρής ελληνικής Αριστεράς και αναδείχτηκε σε ικανότατο και δυναμικό συνδικαλιστικό στέλεχος, στο χώρο των καπνεργατών (το δυναμικότερο —τότε— χώρο του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα).
ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΙΑΝΤΟΣ
Η ένταξη του στο συνδικαλιστικό εργατικό τομέα, θα επηρεάσει βαθειά το χαρακτήρα του και θα διαμορφώσει την πολιτική του φυσιογνωμία. Ποτέ —στη διάρκεια της τριαντάχρονης περίπου θητείας του στην Αριστερά— δε θα μπορέσει να ξεπεράσει τη λογική του συνδικαλιστή και να φτάσει στο επίπεδο του ολοκληρωμένου πολιτικού ηγέτη. Το 1920 γίνεται μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (προπομπού του ΚΚΕ) και η συνδικαλιστική του δράση εντάσσεται στη συνολική κομματική του προσφορά. Με τη διπλή αυτή ιδιότητα — του οργανωμένου κομμουνιστή και του συνδικαλιστή— προωθείται γρήγορα στον ηγετικό κύκλο της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και επιβάλλει την προσωπικότητα και τις αρχές του στο χώρο των καπνεργατών.

Η πρώτη διάσπαση του ΚΚΕ
Το 1925 ο Σιάντος εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) και του Πολιτικού Γραφείου (ΠΓ) του ΚΚΕ. Στα πόστα αυτά θα μείνει μέχρι το 1931. Το 1929 ξεσπά κρίση στο ΚΚΕ, που γενικά αποκαλείται «φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές». Στην περίοδο αυτή διαμορφώνονται δυο οργανωμένα ρεύματα μέσα στο κόμμα, που λειτουργούν σχεδόν αυτόνομα το καθένα και ασκεί έντονη πολεμική το ένα στο άλλο. Στο ένα ρεύμα —«Συνδικαλιστές»— ηγούνται στελέχη του εργατικού χώρου, με επικεφαλής το Γ. Σιάντο και τον Κώστα Θέο. Στο άλλο —«Διανοούμενοι»— ξεχωρίζουν οι Χαϊτάς, Ευτυχιάδης και Πυλιώτης. Και οι δυο πλευρές έχουν τα επιχειρήματα του ως προς τη φύση και την πολιτική που πρέπει ν ακολουθήσει το ΚΚΕ. Οι «Συνδικαλιστές» βλέπουν εργατικό κόμμα με εργατική καθοδήγηση και άμεση παρέμβαση στους κοινωνικούς αγώνες, ενώ οι «Διανοούμενοι» βλέπουν πως το ΚΚΕ θα ανδρωθεί μέσα από τη μόρφωση των μελών του και κάτω από την καθοδήγηση στελεχών με επιστημονική κατάρτιση ως προς τη μεθόδευση των πολιτικοκοινωνικών αγώνων. Η διαπάλη, με την πάροδο του χρόνου, παίρνει ιδιαίτερη οξύτητα, που απειλεί την ενότητα του ΚΚΕ. Πιο δραστήρια κινείται η ομάδα των Σιάντου-Θέου, που προσπαθεί να καταλάβει όλα τα ηγετικά πόστα, εκτοπίζοντας του αντιπάλους της. Το 1930 κατορθώνει να οργανώσει συνδιάσκεψη των 90 οργανώσεων του ΚΚΕ στη Μακεδονία, κατά την οποία και επιβάλει τις θέσεις της. Μετά την επιτυχία της αυτή προωθεί, στην καθοδήγηση των οργανώσεων της Μακεδονίας, το Γιάννη Ιωαννίδη. Αυτός, αναφέρει τα εξής σχετικά, στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, που υπάρχει στα αρχεία του ΚΚΕ (Ιούνιος 1951): «Στα τέλη του 1930, στα μέσα νομίζω του Δεκέμβρη, στάλθηκα από την ΚΕ στην οργάνωση του Βόλου. Έμεινα σχεδόν δυο μήνες στην οργάνωση Βόλου, γιατί η ΚΕ με κάλεσε στην Αθήνα και μου ανακοίνωσε ότι γίνεται συνδιάσκεψη των κομματικών οργανώσεων Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη και ότι θα εκλεγώ στην καθοδήγηση. Έπρεπε συνεπώς να φύγω αμέσως για την καινούργια κομματική μου δουλειά. Στη Θεσσαλονίκη έφτασα όταν είχε τελειώσει η Συνδιάσκεψη. Είχα εκλεγεί μέλος στην περιφερειακή Επιτροπή. Γραμματέας της είχε βγει ο Κολοζόφ. Η Συνδιάσκεψη αυτή ήταν καθαρά φραξιονιστική της ομάδας Σιάντου-Θέου». Από εδώ και πέρα θ’ αρχίσει και η παρέμβαση του Ιωαννίδη στα πολιτικά πράγματα του ΚΚΕ, μια παρέμβαση, που πολλές φορές θ’ αποδειχτεί καταστροφική γι’ αυτό.

Επεμβαίνει η Διεθνής
Στο μεταξύ, η κατάσταση στο κόμμα γίνεται απελπιστική και οι κίνδυνοι διάσπασης άμεσοι. Η Γ’ Διεθνής —που παρακολουθεί με προσοχή την κατάσταση— παίρνει αναφορές και από τις δύο πλευρές. Κάποτε, αποφασίζει να επέμβει ενεργά και να δόσει τέρμα στην χωρίς αρχές διαμάχη των δυο «φραξιών». Η επέμβαση της Διεθνούς αρχίζει από τη Μακεδονία (όπου, όπως είδαμε, κυριαρχούσε η ομάδα Σιάντου-Θέου). Στα τέλη Μαρτίου 1931 φτάνει εκεί αντίπροσωπεία της και καθαιρεί την κομματική καθοδήγηση του ΚΚΕ. Γράφει σχετικά Ιωαννίδης: «Στην ΠΕ της Θεσσαλονίκης ήλθα πολλές φορές σε αντίθεση με τον Κολοζόφ, ακριβώς επειδή αυτός τραβιότανε περισσότερο με το φραξιονισμό παρά με την ανάπτυξη της δουλειάς της οργάνωσης. Οταν το Μάρτη του 1931 ήλθε στη Θεσσαλονίκη ο πρώτος αντιπρόσωπος της ΚΔ, εγώ του μίλησα για τις ευθύνες και των δυο φραξιονιστικών ομάδων και ζήτησα να επέμβει η ΚΔ και να πάρει ριζικό μέτρα για να μπει τέρμα στην άσχημη εσωκομματική κατάσταση. Του δήλωσα συγχρόνως ότι προσωπικα συμπαθώ τους Σιάντο-Θέο, που είναι εργάτες και τους γνωρίζω απ την πρακτική τους δουλειά, ενώ οι Χαϊτάς-Ευτυχιάδης ούτε σε πυρήνα δε δούλεψαν ποτέ κ.λπ. Τότε ο αντιπρόσωπος της ΚΔ μου είπε ότι δυστυχώς δεν έχει δικαίωμα να μιλήσει για την ουσία της φραξιονιοτικής πάλης και να εκφράσει τελική γνώμη, ούτε να πάρει όλα τα μέτρα που χρειάζονται να παρθούν. Πρέπει να κάνει πρώτα έκθεση στην ΚΔ. Αν είχα δικαίωμα, πρόσθεσε, ξέρω τι πρέπει να κάνω. Το μέτρο που πήρε για την οργάνωση της Θεσσαλονίκης ήταν να καθαιρέσει την ΠΕ, που βγήκε απ τη φραξιονιστική συνδιάσκεψη και είπε σε μένα να προτείνω καινούργια ΠΕ με μέλη και από τις δυο παρατάξεις, με εξαίρεση του Κολοζόφ και Πρίφτη και με γραμματέα εμένα. Πραγματικά υπέδειξα 7μελή ΠΕ, που εγκρίθηκε από τον αντιπρόσωπο της ΚΔ. Αν θυμούμαι καλά, την ΠΕ την αποτέλεσαν οι σ. Στ. Αναστασιάδης, Χρ. Παπαδόπουλος, Απ. Γκρόζος, Ηλ. Καρρός, Βασ. Δούκας, Λευτ. Μουρσόπουλος φορτοεκφορτωτής κι εγώ. Όλη μου η προσπάθεια ήταν να τραβήξουμε την προσοχή της οργάνωσης στην πρακτική, οργανωτική δουλεία! και στο σταμάτημα της φραξιονιστικής πάλης. Στην προσπάθεια μου αυτή είχα πάντα στενό συνεργάτη τον Στέργιο Αναστασιάδη». Από τη στιγμή αυτή ο Γ. Ιωαννίδης γίνεται ο άνθρωπος της εμπιστοσύνης της Διεθνούς. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Σιάντος εκλέγεται γραμματέας της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας. Μέσα στο 1931 ο Ιωαννίδης συντάσσει έκθεση προς τη Διεθνή, για τη δράση των «φραξιονιστικών» ομάδων (δεν έχει βρεθεί, αλλά η ύπαρξη της θεωρείται βέβαιη). Αποτέλεσμα της έκθεσης αυτής είναι να προσκληθούν στη Μόσχα τα βασικά στελέχη των δύο ομάδων, για να «συζητήσουν» τα προβλήματα που είχαν οδηγήσει το ΚΚΕ σε ουσιαστική διάσπαση.

33 Έλληνες κομμουνιστές δολοφονούνται στη Μόσχα
Οι εξελίξεις είναι εντυπωσιακές. Από τη «φράξια» των «Διανοουμένων» ξεκινούν για τη Μόσχα 34 στελέχη, ενώ από τη «φράξια» των «Συνδικαλιστών» μόνο 2 (!): ο Σιάντος κι ο Θέος. Εκεί, οι προσκεκλημένοι θα παραδοθούν στις σοβιετικές αρχές τα διαβατήρια του και θα προμηθευτούν σοβιετικές ταυτότητες... Φυσικά η Διεθνής είχε έτοιμη απόφαση για τη λύση του «ελληνικού προβλήματος» και μόνο για τυπικούς λόγους είχε ανακοινώσει πως θα γίνουν κάποιες συζητήσεις. Η παρμένη απόφαση ήταν να τοποθετηθεί ο Ν. Ζαχαριάδης στην ηγεσία του κόμματος. Παράλληλα, θα «έπαιρναν πόδι» όλοι εκείνοι που είχαν συντελέσει στην κρίση και ιδιαίτερα οι «Διανοούμενοι». Ο Ν. Ζαχαριάδης φτάνει στην Ελλάδα το 1934 με την εντολή να ανασυγκροτήσει το κόμμα (κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του) και να περιλάβει στη νέα καθοδήγηση τον Ιωαννίδη. Λίγο αργότερα επιστρέφουν και οι Σιάντος—Θέος. Οι «Διανοούμενοι» θα μείνουν στην ΕΣΣΔ και θα βρουν άσχημο τέλος. Με εξαίρεση έναν (που μάλιστα δίδαξε Πολιτική Οικονομία στο πανεπιστήμιο που Ροστόβ) θα κατηγορηθούν για μπουχαρινιστές (οπαδοί του αντισταλινικού Μπουχάριν) και θα τουφεκιστούν. Μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ —οπότε «αποκαταστάθηκαν» ορισμένα από τα θύματα της σταλινικής περιόδου— γίνεται και κομματική «αποκατάσταση» των εκτελεσμένων 33 Ελλήνων κομμουνιστών. Ας σημειωθεί ότι αυτή η μεταθανάτια... «δικαίωση», ανακοινώθηκε τότε μόνο στα στελέχη του ΚΚΕ και όχι στα απλά μέλη του. Δεν έγινε επίσης καμιά επίσημη αναφορά για τις ευθύνες του Ιωαννίδη, που ήταν άμεσα υπαίτιος για τη «σφαγή», μια και αυτός είχε μεθοδεύσει τη μετάβαση και παγίδευση των 34 κομμουνιστών στη Μόσχα...

Πώς «παράγεται» ένας «χαφιές»...
Όμως ας γυρίσουμε στο 1934. Ο Σιάντος —που με δική του πρωτοβουλία είχε προωθήσει τον Ιωαννίδη στα ανώτατα κομματικά κλιμάκια— απολαμβάνει τώρα ευνοϊκής μεταχείρισης από το κόμμα. Στην 6η Πλατειά Ολομέλεια εκλέγεται στο ΠΓ του ΚΚΕ, θέση στην οποία θα παραμείνει ως το θάνατο του, στα 1947 (λίγο αργότερα θα θεωρηθεί «ύποπτος» και το 1950 θα καταγγελθεί σαν «χαφιές»). Μετά την επάνοδο του από τη Μόσχα —κι ιδιαίτερα μετά την είσοδο του στο ΠΓ— ο Σιάντος θα κινηθεί «άψογα» μέσα στο κόμμα. Δε θα κάνει καμιά κίνηση για προσωπική προβολή και θα εργαστεί επίμονα έτσι ώστε να ξεχαστεί το «φραξιονιστικό» παρελθόν του. Αυτό δε θα εμποδίσει το Ζαχαριάδη να τον βλέπει με «μισό μάτι» και να προσπαθεί ν ανακαλύψει «ύποπτα» στοιχεία στη δράση του. Σ’ αυτήν άλλωστε την περίοδο αρχίζει από το Ζαχαριάδη και μια έρευνα για το «παρελθόν» του Σιάντου, που — φυσικά— δε φτάνει πουθενά. Ο Σιάντος δεν είχε και δεν έχει διασυνδέσεις με αντικομμουνισπκά κέντρα. Παράλληλα, έχει και την υποστήριξη του Γ. Ιωαννίδη. Κι έρχεται η δικτατορία του Μεταξά. Τα περισσότερα στελέχη του ΚΚΕ συλλαμβάνονται από τις πρώτες μέρες και στέλνονται σε εξορίες και φυλακές. Από το ΠΓ μένει ασύλληπτος ο Σιάντος, που αναλαμβάνει να ανασυγκροτήσει το ΚΚΕ σε συνθήκες παρανομίας.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ
Αυτή η επιτυχία του Σιάντου (να μην πιαστεί και ν αναλάβει κομματική δράση) λειτουργεί για το Ζαχαριάδη σαν «απόδειξη», ότι δεν μπορεί παρά να είναι «ύποπτος». Έτσι, όταν στα 1939 ο Σιάντος πιάνεται, έχει ν' αντιμετωπίσει —εκτός από την Ασφάλεια— και μια σειρά επιθέσεων από το ίδιο του το κόμμα. Ο Ζαχαριάδης στοιχειοθετεί εναντίον του κατηγορίες για «χαφιεδισμό», βασισμένος στους πιστούς του Γκαζέ και Σκαφίδα. Βασικά, με τις κατηγορίες αυτές θέλει να αποδείξει ότι η πολιτική γραμμή του ΚΚΕ ήταν πάντα σωστή και οι επιτυχίες της Ασφάλειας —μετά την επιβολή της δικτατορίας— οφείλονται στον «προδότη» Σιάντο.

Όταν έχεις τέτοιους φίλους...
Ο Ιωαννίδης —όπως έχουμε ήδη πει— δε συμμερίστηκε τις απόψεις του Ζαχαριάδη. Έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει επαφή με τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ (όντας κρατούμενος στην Ακροναυπλία) κατορθώνει να πετύχει την καθοδήγηση του και να ανατρέψει το εχθρικό, για το Σιάντο, κλίμα που υπήρχε σ’ αυτές. Πετυχαίνει τελικά και να τον επιβάλλει στο ανώτατο κομματικό πόστο του Γενικού Γραμματέα —ο Σιάντος είχε στο μεταξύ αποδράσει— παραμερίζοντας την προηγούμενη καθοδήγηση του Τσίπα. Ο Ιωαννίδης γνωρίζει ότι ο Σιάντος δεν έχει τις δυνατότητες να αναλάβει τις μεγάλες ευθύνες που συνεπάγεται το αξίωμα του. Ο ίδιος άλλωστε λέει: «Το ίδιο και περισσότερο δυσκολεύτηκα να καταλάβω τον προδοτικό ρόλο του Σιάντου. Αυτόν τον γνώριζα και από παλιά και τον έζησα από πολύ κοντά στην περίοδο της πρώτης κατοχής. Νόμιζα ότι είχα ολοκληρωμένη γνώμη γ’ αυτόν. Για τις ικανότητες του, το χαρακτήρα του και τη ζωή του. Πίστευα όπ επρόκειτο για έναν με πολύ μέτριες ικανότητες άνθρωπο και πολύ στενοκέφαλο, με χωριάτικη κουτοπονηριά και παράλληλα πεισματάρη, εγωιστή και φιλόδοξο. Όλες του τις ενέργειες, τις πράξεις του και τις γνώμες του, που δεν ήταν σωστές, τις απέδινα πάντα στις αδυναμίες του αυτές. Ποτέ δεν πήγε το μυαλό μου στο κακό. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι ο ασκητικός αυτός τύπος, που δεν είχε καμιά απολύτως ατομική ζωή, θα μπορούσε να είναι ύποπτος, χαφιές. Η έκθεση και οι καταγγελίες του Γκαζέ, που τις άκουσα πρώτα προφορικά και που εγώ του είπα να τις γράψει με λεπτομέρειες για να βρίσκεται, γιατί δεν ξέρεις καμιά φορά τί γίνεται, δε με είχαν πείσει όπ ο Σιάντος είναι ύποπτος. Πολύ περισσότερο, που στην υπόθεση αυτή ήταν αναμιγμένος και ο γνωστός πια χαφιές Σκαφίδας.». Γιατί συμπεριφέρθηκε έτσι ο Ιωαννίδης; είναι απλό: όπως όλα τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ προωθούσε ανθρώπους που ήταν «του χεριού του». Αν ανέβαιναν στα ανώτατα κομματικά κλιμάκια άνθρωποι με μεγαλύτερο μέγεθος από το δικό του —σε επίπεδο ικανοτήτων— ήταν σαν να υπόσκαπτε τη θέση του και να μεθόδευε την «εκπαραθύρωσή» του από το κόμμα. Με τη λογική αυτή είχε άλλωστε αποδεχτεί στην ηγεσία και τον Τσίπα, τον οποίο και είχε εκδιώξει, όταν αποδείχτηκε όχι μόνο τελείως ανίκανος, αλλά και επικίνδυνος (λόγω ακριβώς αυτής της ανικανότητας του) για το ΚΚΕ. Αργότερα, κάτω από την πίεση του Ζαχαριάδη, ο Ιωαννίδης θα «ομολογήσει» ότι έκανε «λάθος» κι ότι δεν κατάλαβε τον «προδοτικό» ρόλο του Σιάντου. Και τότε ήταν ανειλικρινής, γιατί δεν είχε ποτέ πιστέψει του ισχυρισμούς του Ζαχαρίαδη.

Μια αγράμματη καθοδήγηση
Τί θα μπορούσε κανείς γενικά να πει για το Γ. Σιάντο, σαν πολιτικό ηγέτη; Μα ότι δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός και πολύ περισσότερο ηγέτης! Δεν ήταν σε θέση να μελετήσει πολιτικά ένα φαινόμενο και με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν να βγάζει πολιτικά συμπεράσματα. Αντικειμενικά, δεν είχε τα προσόντα να ηγηθεί ενός κινήματος σαν κι αυτό της Κατοχής. Και το δυστύχημα είναι ότι κανένα από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ στα χρόνια εκείνα δεν είχε τέτοιες ικανότητες... Οι άνθρωποι που κατείχαν τότε τα ανώτατα κομματικά πόστα ανήκαν στον οργανωτικό μηχανισμό του ΚΚΕ. Ηταν αρκετά επιδέξιοι στο να «στήνουν» οργανώσεις και να μεταφέρουν στη «βάση» τη «γραμμή» που έπαιρναν από το κεντρικό όργανο. Μπορούσαν ακόμα —το πολύ— να κατανοήσουν τις αντιδράσεις των μαζών και να τις διοχετεύσουν στα επιθυμητά κανάλια. Δεν ήταν όμως σε θέση να μελετήσουν συνολικά την κατάσταση, να βγάλουν συμπεράσματα και να χαράξουν σωστή πολιτική. Ο Γ. Ιωαννίδης, στην εξουθενωτική για τον ίδιο αυτοβιογραφία του (την έγραψε το 1951 κάτω από την απειλή της άμεσης διαγραφής του από το κόμμα —τελικά δεν την απέφυγε) ομολογεί μερικές βασικές αλήθειες. Αλήθειες που ισχύουν για τον ίδιο και πολύ περισσότερο για το Σιάντο. Και λέω «περισσότερο για το Σιάντο», επειδή ο Ιωαννίδης είχε μια στοιχειωδέστατη πολιτική κατάρτιση. Όντας κρατούμενος στην Ακροναυπλία είχε παρακολουθήσει μερικές κομματικές «διαλεξούλες» (οπωσδήποτε πρωτόγονες και συνήθως λαθεμένες), που κάτι του είχαν αφήσει. Αντίθετα, ο Σιάντος δεν είχε καμιά ιδεολογική κατάρτιση κι ήταν αγράμματος. Να όμως ποιες είναι οι «ομολογίες» του Ιωαννίδη: «Βασική, κύρια, πρωταρχική αιτία όλων των αδυναμιών, ελλείψεων και λαθών, που παρουσίασα στη δουλεία μου σ’ όλη την κομματική μου σταδιοδρομία και κυρίως των λαθών μου στην περίοδο της πρώτης κατοχής είναι η σοβαρή ανεπάρκεια μου στη θεωρητική, μαρξιστική-λενινιστικη κατάρτιση" μου. Την εξαιρετικά μεγάλη μου αυτή αδυναμία την ένιωσα βαθιά, κυρίως στα τελευταία δέκα χρόνια. Δυστυχώς παρά το γεγονός ότι ένιωσα την αδυναμία μου αυτή και καταλάβαινα πόσο δυσκολευόμουνα στην όλη μου κομματική καθοδηγητική δουλειά και τις συνέπειες που έχει στη μελέτη και αντιμετώπιση των προβλημάτων του κινήματος, δεν έκανα ό,τι θα μπορούσα να κάνω για να μειώσω τις ελλείψεις μου στον τομέα αυτόν. Ένας απαράδεκτος πρακτικισμός κυριαρχούσε στη δουλειά μου. Δεν μπόρεσα να επιβληθώ στον εαυτό μου πάνω στο ζήτημα αυτό. Δεν μπόρεσα να καταλάβω πόσο τρομερές συνέπειες θα είχε στην έκβαση της επανάστασης η ανεπάρκεια μου αυτή. Αυτό δείχνει πόσο υποτιμούσα τη θεωρητική μου κατάρτιση και πόση αυτοϊκανοποίηση ένιωθα με την πείρα που συγκέντρωνα απ’ τη μακρόχρονη πρακτική κομματική δουλειά, την οποία τόσο εσφαλμένα υπερεκτιμούσα. Αυτό ήταν και η κύρια αιτία που μ’ εμπόδισε να κάτσω κάτω και να στρωθώ να μελετήσω συστηματικά, έστω κι αυτά τα λίγα κλασικά έργα του μαρξισμού-λενινισμού, που είχαν εκδοθεί στα ελληνικά. Άλλη, πολύ σοβαρή αδυναμία που έχω και που δεν είναι συντελεστική- για ένα καθοδηγητικό στέλεχος του κόμματος, είναι η μεγάλη δυσκολία μου στο γράψιμο. Αυτή μου η αδυναμία μεγάλωνε στα τελευταία χρόνια, που τα νεύρα μου έχουν σπάσει περισσότερο. Φυσικά και γι αυτή μου την αδυναμία φέρνω ακέραια την ευθύνη, γιατί απ τα παλιά ακόμη χρόνια δε φρόντισα να συνηθίσω να γράφω, δεν έβαλα στον εαυτό μου αυτό το κομματικό καθήκον».

Άλλο συνδικαλιστής κι άλλο πολιτικός ηγέτης
Η ουσία των τραγικών λαθών της Κατοχής βρίσκεται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, που επισημαίνει ο Ιωαννίδης: στην αγραμματοσύνη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Ο Σιάντος αδυνατούσε να εξετάσει επιστημονικά τα πολιτικά δεδομένα της διαρκώς μεταβαλλόμενης κατάστασης, και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί", σαν ηγέτης, στις τεράστιες ευθύνες του τιτάνιου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κι αυτή είναι η αιτία των δεινών, που η ηγεσία του Σιάντου, επισώρευσε στο πλατύ λαϊκό κίνημα της Αντίστασης, αλλά και στο ίδιο το ΚΚΕ. Το ίδιο κακό άλλωστε —και για τις ίδιες αιτίες— προκάλεσε και η ασχετότητα των άλλων μελών του ΠΓ του κόμματος... Ο Γ. Σιάντος ήταν ένας πρακτικιστής-συνδικαλιστής, ήταν δηλαδή ο πιο ακατάλληλος άνθρωπος για την ηγεσία ενός κόμματος της εμβέλειας και της φύσης του ΚΚΕ. Συνδικαλιστική νοοτροπία και ηγετικό πολιτικό πόστο είναι πράγματα αντιφατικά και ασυμβίβαστα. Η σκέψη του συνδικαλιστή — αντικειμενικά— κινείται μέσα στα πλαίσια της υπάρχουσας κοινωνικής και πολιτειακής πραγματικότητας. Έχει συντεταγμένες και όρια. Και από την άποψη αυτή ο συνδικαλιστής λειτουργεί —θέλει δε θέλει— σαν οργανικό στοιχείο της δεδομένης κατάστασης. Διεκδικεί βελτιώσεις της θέσης των εργατών ή οποιασδήποτε άλλης τάξης ή στρώματος (ακόμα κι οι κεφαλαιούχοι συνδικαλίζονται σήμερα) και δεν μπορεί να διαρρήξει —στο σύνολο της—την καθορισμένη τάξη πραγμάτων. Ο Σιάντος, σαν ικανότατος συνδικαλιστής, μπορούσε να μανουβράρειται μέσα στις καταστάσεις και να έχει επιτυχίες. Τα άλλα στελέχη του ΚΚΕ, απόφοιτοι της ίδιας συνδικαλιστικής «σχολής» δεν μπορούσαν να αρνηθούν αυτή του τη δεξιοτεχνία και, φυσικά, δεν μπορούσαν να του αντιταχθούν σε πολιτική βάση... Κι εδώ ας ξεκαθαρίσουμε το εξής. Ο πολιτικός πρέπει να είναι πάνω από τη συνδικαλιστική νοοτροπία. Οι πολιτικές λύσεις, ακόμα και μέσα στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα, δεν ταυτίζονται μηχανιστικά με τα συμφέροντα μιας τάξης, μιας κατηγορίας, αλλά πρέπει να αναφέρονται στο σύνολο της κοινωνίας, με τα αντιφατικά και κατά κανόνα ανταγωνιστικά συμφέροντα. Εδώ δεν χωράει πρακτικισμός. Χρειάζονται γνώσεις και ικανότητα σύνθεσης, πράγματα που προϋποθέτουν μελέτη και εξυπνάδα. Πράγματα που έλειπαν τόσο από το Σιάντο, όσο κι από τα στελέχη του ΚΚΕ στην Κατοχή. Ο Σιάντος προσπαθούσε ν αντιμετωπίσει τα πελώρια προβλήματα της Αντίστασης, όπως παλιότερα είχε αντιμετωπίσει τις καπνεργατικές διεκδικήσεις. Αυτό μόνο γνώριζε κι αυτό μόνο μπορούσε να κάνει. Γι’ αυτό και σύρθηκε πίσω από το έξυπνο παιχνίδι των παμπόνηρων πολιτικών του αστικού κόσμου και των Άγγλων. Δεν ήταν ούτε «προδότης» ούτε «χαφιές» κανενός, αλλά απλώς μια μετριότητα, που είχε εξφενδονιοτεί στην ηγεσία του μεγαλύτερου κινήματος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Πού οφείλονται οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του ΚΚΕ
Κι εδώ λέμε με βεβαιότητα: κατά την πρώτη φάση της Κατοχής —οπότε τη χώρα μάστιζε η πείνα— το ΚΚΕ σίγουρα αναδείχτηκε σε ηγετική δύναμη του λαϊκού κινήματος κι έδοσε σωστά τη μάχη για την επιβίωση των μαζών. Αυτό οφείλεται στο ότι η φύση του αγώνα εκείνου είχε κυρίως συνδικαλιστικό χαρακτήρα κι ήταν στα «μέτρα» των ικανοτήτων του ΚΚΕ. Ακόμα κι ο ανεπαρκέστατος Τσίπας έκανε σωστή δουλειά... Οι κομμουνιστές —τότε— κατόρθωσαν να μπουν επικεφαλής των λαϊκών επιτροπών και να καθοδηγήσουν αποτελεσματικά του διεκδικητικούς λαϊκούς αγώνες. Έτσι έσωσαν τον κόσμο (ιδιαίτερα στην Αθήνα) από τη φυσική εξόντωση που φέρνει η πείνα. Στον τομέα αυτό, ο Σιάντος αναδείχτηκε σε πραγματικό ηγέτη. Έδρασε με ευρύτητα πνεύματος —με βάση τη συνδικαλιστική - πρακτικιστική του εμπειρία— και πέτυχε του στόχους του. Κατόρθωσε να αξιοποιήσει κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία, κάθε συλλογική προσπάθεια και τελικά οργάνωσε τεράστιο αριθμό αγωνιστών μέσα στο ΕΑΜ. Πρέπει ακόμα να ομολογήσουμε ότι στη δική του τακτική οφείλεται η σχηματοποίηση, όχι μόνο της ιδέας των οικονομικών διεκδικήσεων, αλλά και η ιδέα της παράθεσης βίας στη βία του καταχτητή. Αντιμετώπισε, τέλος, με επιτυχία τα προβλήματα της επιστράτευσης (μόνο η Ελλάδα δεν έστειλε «εθελοντές» στο ρωσικό μέτωπο, από όλες τις κατεχόμενες χώρες) και της επέκτασης των Βουλγάρων στα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας. Όλες όμως —κι ας μην το ξεχνούμε αυτό— οι επιτυχίες του εντάσσονταν στα πλαίσια των συνδικαλιστικών εκείνων ικανοτήτων που είχε, ικανοτήτων που δε θα έβρισκαν τελικά το πολιτικό του διέξοδο. Περισσότερο σύνθετη ήταν η δουλειά της δημιουργίας Λαϊκού Στρατού. Ο Σιάντος είχε, εδώ, την εξυπνάδα να μην πάρει μεγάλες πρωτοβουλίες και ν αφήσει σε άλλους, ικανότερους, τα σχετικά καθήκοντα. Κι είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι μέσα στις σκληρές συνθήκες της Κατοχής, αναδείχτηκαν λαϊκοί στρατιωτικοί ηγέτες, που ο Σιάντος δεν του έφραξε το δρόμο.

Η πολιτική ανικανότητα του Σιάντου
Εκεί που δεν μπόρεσε ούτε καν να σταθεί στα πόδια του είναι στα καθαρά πολιτικά προβλήματα, όπου εμφανίζεται σα ζαλισμένο μαθητούδι, μπροστά στον απαιτητικό δάσκαλο. Και τα ερωτήματα γι αυτόν είναι πολλά: Ποιος είναι ο χαρακτήρας του πολέμου; Ποιο είναι το νόημα του αντιφασιστικού μετώπου; Ποια φύση έχει η συμμαχία ΕΣΣΔ — Δυτικών Δυνάμεων; Ποια πολιτικά προβλήματα βάζει η Εθνική μας Αντίσταση; Ποιες πρέπει να είναι οι σχέσεις του ΚΚΕ με τα αστικά κόμματα και τις άλλες αντιστασιακές δυνάμεις; Εδώ ο Σιάντος τα κάνει «θάλασσα».
ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΝΙΓΓΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1944
Νιώθει την ανεπάρκεια του να χειριστεί αυτά τα πολύπλοκα προβλήματα κι αφήνει ανεξέλεκτα του διανοούμενους της Αριστεράς να βγάλουν συμπεράσματα και να διαμορφώσουν θέσεις. Και το κακό είναι ότι δεν μπορεί —όπως άλλωστε κι ο Ιωαννίδης— να καταλάβει τη σημασία των αναλύσεων διανοούμενων του κύρους του Γληνού (πού οπωσδήποτε κι αυτές ήταν —σε πολλά σημεία— προβληματικές). Έτσι διαμορφώνονταν μια παράλογη κατάσταση: το κόμμα βομβαρδίζεται με πληθώρα αντιφατικών αναλύσεων κι εκτιμήσεων, χωρίς να έχει την ικανότητα να τις συνθέσει πολιτικά και να ξέρει τι δρόμους θ’ ακολουθήσει... Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν τότε; τι νόημα , είχε η Εθνική Αντίσταση και τί προοπτικές εμφανίζονταν για το λαϊκό κίνημα και την Αριστερά, μέσα από τον αντιφασιστικό αγώνα. Η σκέψη του Σιάντου και του Ιωαννίδη (όπως και όλης της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ) είναι μπλοκαρισμένη σε προπολεμικά πρότυπα· στα πρότυπα των Λαϊκών Μετώπων, που η Διεθνής είχε θεωρήσει σαν τη μοναδική απάντηση στη φασιστική απειλή.

Η ιστορία... δεν επαναλαμβάνεται
Η Εθνική Αντίσταση όμως, ενώ τυπικά εμφανίζεται σαν μια ιδιόρρυθμη προέκταση των προπολεμικών λαΐκομετωπικών προτύπων (συμμαχία της εργατικής τάξης με το προοδευτικό τμήμα της αστικής τάξης, ενάντια στο φασισμό) είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Και ποια ήταν η διαφορά; Η αντικειμενική αποτυχία των Λαϊκών Μετώπων (σ’ ότι τουλάχιστον αφορά την αποτροπή της φασιστικής επίθεσης και του πολέμου) δημιουργεί νέα προβλήματα για το κομμουνιστικό κίνημα, μια και παρουσιάζονται αναγκαιότητες αναδόμησης των σχέσεων του με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις και του επίσημους εκφραστές τους. Σχέσεων, που δεν μπορούν πια να εκφράζονται με συμφωνίες «κορυφής».
ΟΔΟΣ ΔΙΔΟΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1944
Αυτό το βασικό πρόβλημα δεν μπόρεσε ούτε να το καταλάβει κι ούτε φυσικά να το λύσει η ηγεσία του ΚΚΕ στην Κατοχή. Στάθηκε δέσμια μιας μηχανιστικής αντίληψης για τη συμπαράταξη των πολιτικών δυνάμεων ενάντια στον καταχτητή και δεν κατόρθωσε να συλλάβει αυτό το πολύ απλό πράγμα: ότι μια βαθειά αλλαγή γινόταν μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας· οι τεράστιες μάζες λαού που εντάσσονταν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ουσιαστικά αποδεσμεύονταν από την επιρροή των προπολεμικών πολιτικών δυνάμεων, οι ηγέτες των οποίων έπαυαν ν’ ασκούν οποιαδήποτε επιρροή στις εξελίξεις και «μπαίνουν στη γωνία». Ο Σιάντος και η υπόλοιπη ηγεσία του ΚΚΕ στην Κατοχή —φορείς προπολεμικών αντιλήψεων— δεν ακούει τίποτα από το θόρυβο των μεγάλων αλλαγών. Αγωνίζονται να συγκροτήσουν μέτωπο με «σκιές» του παρελθόντος, με ανθρώπους και φορείς που η ίδια η ιστορική πραγματικότητα είχε αφήσει πίσω. Κι αυτό το λάθος θα σταθεί μοιραίο.

Οι ζαχαριαδικότεροι του Ζαχαριάδη
Ο Ζαχαριάδης, μετά τον πόλεμο, θα βγάλει πολλές «αριστερές κορώνες» για να καταγγείλει τα λάθη και μάλιστα να τα ονομάσει «προδοσία». Όμως —για την ώρα— εντοπίζει την «προδοσία» στον «πράκτορα» Σιάντο και φροντίζει «επιμελώς» να μη ρίξει τέτοιες ευθύνες στα άλλα μέλη του ΠΓ του ΚΚΕ. Και εύλογη η απορία: κι αν ακόμα ο Σιάντος ήταν «προδότης» τα άλλα μέλη της κομματικής καθοδήγησης τί έκαναν; Τί έκανε ο Μπαρτζώτας, ο Γούσιας, ο Βλαντάς, ο Κολλιγιάννης; Τί έκαναν αυτοί που στην Γ’ Συνδιάσκεψη του 1950, ζαχαριαδικότεροι του Ζαχαριάδη, κατάγγελναν σαν «χαφιέδες» τον Βαφειάδη και τον Παρτσαλίδη;
ΑΘΗΝΑ ΔΕKΕΜΒΡΙΟΣ 1944
Τι έκαναν αυτοί, που το 1952, θα διαγράψουν (Γ’ πλατιά ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ) μέχρι και τον Ιωαννίδη; Tα συγκεκριμένα λάθη που επικαλείται ο Ζαχαριάδης σαν στοιχεία «προδοσίας» του Σιάντου, δεν αφορούν μόνο τον ίδιο, αλλά όλη την κατοχική ηγεσία του ΚΚΕ, μια ηγεσία που είχε αποδείξει πλήρη ανικανότητα να λειτουργήσει σαν πολιτικό όργανο. Μέσα στο σύνολο αυτό, ο Σιάντος είναι επωμισμένος με δυσβάστακτες ευθύνες, που —όπως λέει κι ο Ιωαννίδης— δεν μπορούσε να ελέγξει, μια και του έλειπε το πολιτικό αισθητήριο. Σίγουρα, μεθυσμένος από την αίγλη του πόστου του, ο Σιάντος προσπάθησε πολλές φορές να παίξει το «μεγάλο ηγέτη». Ολοι άλλωστε οι άνθρωποι περιορισμένης αντίληψης, που βρίσκονται σε σπουδαίες θέσεις, αυταρέσκονται να νιώθουν καταξιωμένοι. Κι αυτός δε θα αποτελούσε εξαίρεση. Έτσι, με «φουσκωμένα τα μυαλά» κάνει πολλές φορές πράγματα του κεφαλιού του...

Δεν ήταν προδότης
Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι ο αγώνας της Κατοχής δε χάθηκε λόγω κάποιων «κακών» χειρισμών του Σιάντου, λόγω κάποιων «κακών» παρεμβάσεων του σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και λαϊκές κινητοποιήσεις. Κι αυτά που αναφέρει ο Μακρίδης στην περίφημη έκθεση του για τα λάθη της Κατοχής δεν αποτελούν και τις αιτίες της ήττας. Η ουσία βρίσκεται στις ανεκδιήγητες πολιτικές αποφάσεις του ΚΚΕ που σύραν το κίνημα σε υποταγή στην αγγλική πολιτική. Κι οι αποφάσεις αυτές καθορίστηκαν από την εκτίμηση όλης της κομματικής ηγεσίας, ότι το λαϊκο-μετωπικό όραμα θα πραγματωθεί μετά από σύμπραξη με τους ηγέτες των παλιών πολιτικών κομμάτων... Και φτάνουμε στις τελικές συνέπειες. Οι πολιτικές εκτιμήσεις της τότε ηγεσίας (κι όχι μόνο του Σιάντου) φτάνουν κάποτε στην τραγική του συγκεκριμενοποίηση: στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, που θα καθορίσουν και την τελική ευθεία για τις συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 1944. Οι εξελίξεις αυτές ήταν φυσιολογικές, επειδή ακριβώς η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν ανίκανη να λειτουργήσει με πολιτική διορατικότητα. Και το πολύ-πολύ που μπορούμε να δεχτούμε είναι ότι μέσα σ αυτήν την ηγεσία, οι ευθύνες του Σιάντου —σαν ηγέτη— καθώς και του Ιωαννίδη —σαν οργανωτή του ΚΚΕ— ήταν βαρύτερες. Η ευθύνη λοιπόν της καθοδήγησης του ΚΚΕ είναι συλλογική και πολιτική. Ας μην ξεχνούμε —στο κάτω κάτω— ότι το Λίβανο τον υπέγραψε ο Π. Ρούσος και την Καζέρτα ο Γ. Ζεύγος. Οι Σιάντος — Παρτσαλίδης έκλεισαν την αυλαία, υπογράφοντας τη Βάρκιζα.

Περικλής Ροδάκης
Τότε...
Μηνιαίο περιοδικό για την ελληνική ιστορία
Τεύχος Νο 5


from ανεμουριον https://ift.tt/2oX35aM
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη