της Ελένης Δ. Γουλή
Η Κυβέλη με τον Θάνο Κωτσόπουλο στον «Γλάρο» του Τοέχωφ, που παίχτηκε το 1957 στο Εθνικό Θέατρο. Μια ακόμη αξεπέραστη ερμηνεία της στον ρόλο της Αρκάντινα. |
Τον Οκτώβριο του 1900, στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, μια ομάδα νέων επίδοξων ηθοποιών επιτυγχάνει στις εξετάσεις της νεοσυσταθείσας Βασιλικής Δραματικής Σχολής - το φυτώριο που θα τροφοδοτούσε το μελλοντικό θίασο του κυοφορούμενου Βασιλικού Θεάτρου. Ανάμεσα τους και η δεκατριάχρονη Κυβέλη Αδριανού, που έμελλε μαζί με αρκετούς από τους συμφοιτητές της να καθορίσει τη θεατρική ζωή του τόπου, για τις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα που χάραζε. Η Σχολή γρήγορα θα κλείσει, αλλά πολλούς από τους μαθητές θα προσηλυτίσει ο ιεροφάντης Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, μυώντας τους στο όραμα της «Νέας Σκηνής», του πρώτου οργανωμένου καλλιτεχνικού σχήματος στην Ελλάδα, η οποία, μαζί με το Βασιλικό Θέατρο, μεταβάλουν άρδην το σκηνικό της ελληνικής θεατρικής ζωής και τις πρακτικές του 19ου αι.
Ο Χρηστομάνος στρατολόγησε νέoυς κυρίως ηθοποιούς, με μικρή εμπειρία ή και ερασιτέχνες. Ανάμεσα στους «μύστες» αυτούς ήταν οι Άγγελος Σικελιανός και η αδελφή του Ελένη Πασσαγιάννη, ο Νίκος Παπαγεωργίου, η Ειμαρμένη Ξανθάκη, ο Μήτσος Μυράτ και η νεαρή Κυβέλη. Διαπνεόμενος από το όραμα της λειτουργίας ενός θεάτρου συνόλου κατά το πρότυπο του κινήματος των «Ελευθέρων Θεάτρων» που εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο Χρηστομάνος καθιέρωσε καινοφανή ήθη στη νεοελληνική θεατρική ζωή. Η επιλογή του ρεπερτορίου -στα πρώτα τουλάχιστον χρόνια λειτουργίας της «Νέας Σκηνής» - η διδασκαλία των ηθοποιών και η παροιμιώδης φροντίδα του για την όψη των παραστάσεων, συνιστούσαν μια ενιαία αισθητική πρόταση που δεν είχε προηγούμενο και εισήγαγε για πρώτη φορά -έστω και πρόσκαιρα- την έννοια του σκηνοθέτη ως βασικού συντελεστή της παράστασης στην Ελλάδα.
Στη «Νέα Σκηνή»
Μέσα σε αυτό το κλίμα κοσμογονικών για το ελληνικό θέατρο αλλαγών, έλαβε το πρώτο της βάπτισμα στη σκηνή η Κυβέλη. Η πρώτη της εμφάνιση έγινε σε μια έκτακτη, προδρομική, παράσταση της «Νέας Σκηνής», τον Σεπτέμβριο του 1901, στην οποία υποδύθηκε την Ιουλιέτα στην σκηνή του μπαλκονιού από τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ. Στα τέσσερα χρόνια που άντεξε η «Νέα Σκηνή», η Κυβέλη αναδείχθηκε στη λαμπερότερη πρωταγωνίστρια της, παρότι πολλούς πρώτους ρόλους έπαιρνε και η Ειμαρμένη Ξανθάκη, γεγονός που καθόλου δεν ευχαριστούσε τη νεαρή ντεμπιτάντ, η οποία από πολύ νωρίς είχε αρχίσει να αναπτύσσει συμπεριφορά βεντέτας. Συμμετείχε στον χορό της εναρκτήριας παράστασης της «Άλκηστης» του Ευριπίδη (1901) και την επόμενη χρονιά στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (1903) στον ρόλο της Ισμήνης. Αργότερα, θα ανεβάσει την «Αντιγόνη» στη μετάφραση του Κωνσταντίνου Μάνου, κρατώντας για τον εαυτό της το ρόλο της τραγικής κόρης του Οιδίποδα, για πρώτη φορά στην Σμύρνη, στο Θέατρο «Σπόρτιγκ Κλαμπ» (1910) και αμέσως μετά στην Αθήνα, στο Θέατρο «Βαριετέ» αλλά και στην περιοδεία του θιάσου της στο Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και την Πάτρα. Ο θίασος έπαιξε αυτή τη χρονιά και τον «Οιδίποδα Τύραννο», σε μετάφραση Αγγέλου Βλάχου με τον Πέτρο Λέοντα στον επώνυμο ρόλο, χωρίς τη συμμετοχή της Κυβέλης, πλην μιας παράστασης στη Σμύρνη (1910), σε μετάφραση του Στέλιου Σεφεριάδη αυτή τη φορά, στο πρόγραμμα της οποίας φέρεται ότι συμμετέχει ως κορυφαία του ανδρικού χορού της τραγωδίας.
Η Κυβέλη με τον φακό της Nelly's στη δεκαετία του '30. Ήταν η εποχή του μεγάλου της έρωτα με τον Γεώργιο Παπανδρέου, με τον οποίο είχε αποκτήσει ένα ακόμη παιδί. |
Στη «Νέα Σκηνή» η Κυβέλη διακρίθηκε σε δραματικούς και κωμικούς ρόλους αρχικά ξένων και στην πλειονότητα πρωτοπαιζόμενων έργων των Ίψεν, Γκολντόνι, Τολστόι, Μαίτερλιγκ, Τσέχωφ, Μπριέ, Κοπέ, Ντωντέ, Κουρτελίν κ.ά. Έπαιξε Εδβίγη στην «Αγριόπαπια» του Ιψεν (1901), με Γιάλμαρ Εκδαρ το Μήτσο Μυράτ, ο οποίος επρόκειτο να γίνει ο πρώτος της σύζυγος, θεατρίνα στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι (1901), διακρίθηκε στο «Κράτος του Ζόφου» του Τολστόι (1902), όπου ως Ανιούτσκα χόρεψε με τον Νίκο Παπαγεωργίου ένα ρώσικο χορό που άφησε εποχή, υποδύθηκε τη Βεατρίκη στην «Κόρη του Ιεφθάη» του Καβαλότι (1902), το Κακόμοιρο στην «Αρλεζιάνα» του Ντωντέ (1902), έργο με το οποίο εγκαινιάστηκαν οι τακτικές παραστάσεις της «Νέας Σκηνής» στο θερινό θέατρο της Ομόνοιας, Μαρίζ στο «Ο Λωποδύτης» του Οντρεϊ (1902), πήρε μέρος στα ιταλικά μπουλβάρ «Δορίνα» του Ροβέτα στον ομώνυμο ρόλο (1902) και «Απιστος» του Μπράκο (1902), και έπαιξε την Ελδα στη «Φαία και Νυμφαία» του Χρήστου Δαραλέξη, το πρώτο νεοελληνικό έργο που ανέβασε η «Νέα Σκηνή» (1902), το οποίο μάλιστα -για να αντιληφθούμε ότι τα κρούσματα βεντετισμού που είχε να αντιμετωπίσει ο Χρηστομάνος δεν περιορίζονταν στην ατίθαση Κυβέλη- άλλαξε τίτλο έπειτα από απαίτηση της Ειμαρμένης Ξανθάκη (ο αρχικός ήταν «Ελδα, η Μικρή Πριγκίπισσα»), ώστε να μην έχει η Κυβέλη τον επώνυμο ρόλο του έργου. Το 1903 συμμετείχε στις παραστάσεις της «Εντα Γκάμπλερ» του Ίψεν ως Τέα, των «Νειάτων» του Χάλμπε ως Άννα, της «Παριζιάνας» του Μπεκ, των «Κούρδων» του Καμπύση στον ρόλο της φτωχής μοδιστρούλας, του «Μαρκήσιου Βιλεμέρ» του Σαντ ως Άρτεμις και σε άλλα. Από τις τελευταίες συμμετοχές της σε παράσταση της «Νέας Σκηνής» είναι στο «Ημέρωμα της Στρίγκλας» του Σαίξπηρ σε μια γερμανική διασκευή του Χολμπάιν (1905).
Αστέρας πρώτου μεγέθους
Μετά τη διάλυση της «Νέας Σκηνής», το καλοκαίρι του 1906, οι επίγονοι «μύστες» της δοκιμάζουν τα φτερά τους: Η Κυβέλη, ο Μήτσος Μυράτ, ο Νέστωρ Παλμύρας και ο νάνος Καλογερικός, ξεκινούν με συνθιασάρχη τον Κωνσταντίνο Σαγιώρ στην Ομόνοια, ενώ παράλληλα ένα άλλο κλιμάκιο με ηγέτη τον Τηλέμαχο Λεπενιώτη, συστήνει θίασο που παίζει για ένα μήνα στο Θέατρο «Βαριετέ». Αντίστοιχες κινήσεις έκαναν και οι επίγονοι του Βασιλικού με προεξάρχουσα την Μαρίκα Κοτοπούλη. Ο θίασος Κυβέλης-Σαγιώρ ανεβάζει κυρίως μπουλβάρ και μερικά νεοελληνικά έργα.: Το «Ξεπόρτισμα» του Μπερ, «Το Ποντικάκι» του Λενώ, «Η Αποχώρησις» του Μπεφερλαίν, «Το Παρισιάνικο Χου» των Κρουασέ και Βαλέφ, που είχε ανέβει από τη «Νέα Σκηνή», το «Ξυνό Φρούτο» του Μπράκο, «Το Κόκκινο Πορτοφόλι», «Στο Στόμα του Λύκου» των Εννεκέν και Μπιλλώ, το συμβολιστικών απηχήσεων έργο του Χρήστου Δαραλέξη «Τα Ρόδα της Ιεριχούς», το «Μαραθώνιο Δρόμο» του Τίμου Μωραϊτίνη, τους «Εφέδρους του '87» του Σπύρου Μελά, την «Κυρία του υπ' αριθ. 23» του Γ. Σημηριώτη, Καθώς και αρκετά «ακατάλληλα», όπως χαρακτηρίζονταν τα πικάντικα έργα.
Πορτρέτο της πολυθρύλητης για την ομορφιά της Κυβέλης, από τον ζωγράφο Albert Mille, 1920. Ο πίνακας βρίσκεται στο Θεατρικό Μουσείο της Αθήνας. |
Στο μεταξύ η Κυβέλη γνωρίζεται και φεύγει στο Παρίσι με τον μετέπειτα δεύτερο σύζυγο της, τον Κώστα Θεοδωρίδη. Έπειτα από αρκετούς μήνες απουσίας, εμφανίζεται και πάλι στην «Κοκκινότριχα» του Ζυ Ρενάρ (1907), και παίζει στον θίασο, όπου εκτός από το Σαγιώρ έχει συμπράξει και η Ροζαλία Νίκα. Ανάμεσα σε κωμωδίες, φάρσες και μπουλβάρ, θα ανεβάσει και τη «Νόρα» του Ίψεν (1907), έργο που επαναλαμβάνει και την επόμενη χρονιά. Θα κρατήσει τον ρόλο για πολλά χρόνια στο ρεπερτόριο της, με Ρανκ συνήθως τον Νίκο Παπαγεωργίου αλλά και τον Θωμά Οικονόμου, μετά το 1911.
Από το καλοκαίρι του 1908 ξεκινά η επιχειρηματική δράση του Κώστα Θεοδωρίδη στο θέατρο «Πανελλήνιον». Το πρώτο έργο του σχήματος ήταν μια γαλλική κωμωδία, το «Για ν' αγαπηθεί» των Ξανφόρ και Καρρέ. Ο Θεοδωρίδης θα συνεχίσει τη δραστηριότητα του αυτή για δύο και πλέον δεκαετίες, κρατώντας το θίασο «Κυβέλης» ακόμα και μετά τον χωρισμό του από την πρωταγωνίστρια. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι χρονιές κατά την εικοσαετία αυτή, που διατηρούσε δύο ή και τρεις θιάσους «Κυβέλης». Έτσι, μετά και το οριστικό κλείσιμο του Βασιλικού Θεάτρου στην αρχή της θερινής περιόδου του 1908, παγιώνεται στην ελληνική σκηνή το δίπολο των βεντετοκρατούμενων οικογενειακών επιχειρήσεων της Κυβέλης και της Κοτοπούλη, που προσδιόρισε τις δεκαετίες του ’10 και του ’20. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο θιάσους για τις μεγάλες επιτυχίες του γαλλικού βουλεβάρτου ή της ιταλικής Σκηνής ήταν ανελέητος. Καθώς ήταν αναγκασμένοι να ανεβάζουν ένα με δύο καινούργια έργα την εβδομάδα. Χαρακτηριστικά, ο Σπύρος Μελάς αναφέρει ότι μέχρι και ελληνικό αντιτορπιλικό επιστρατεύτηκε για ένα από τα έργα του Ντάριο Νικοντέμι που παιζόταν στη Ρώμη. Μόνο οι χοντρές φάρσες μπορούσαν να πάνε για 2η και 3η εβδομάδα. Το 1908 η Κυβέλη ανεβάζει, μεταξύ άλλων, έπειτα από εισήγηση του Γρηγόριου Ξενόπουλου, τη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ, με Ζαν το Νίκο Παπαγεωργίου και Χριστίνα τη Σαπφώ Αλκαίου, την «Τζοκόντα» του Ντ' Ανούντσιο (Σύλβια), Καθώς και δύο νέα ελληνικά έργα-σταθμούς, τη «Φωτεινή Σάντρη» του Ξενόπουλου, τον πρώτο μεγάλο της θρίαμβο μετά την επιστροφή από το Παρίσι, και το «Κόκκινο Πουκάμισο» του Μελά. Οι παραστάσεις της Φωτεινής εξακολούθησαν στο «Πανελλήνιο» ως το τέλος της περιόδου και η Κυβέλη θα παίζει για πολλά χρόνια το έργο στην Αθήνα και τις περιοδείες της. Τέλος, την ίδια θεατρική περίοδο ανέβασε μια μουσική παντομίμα με τίτλο «Κουκλονεράιδα» σε σκηνοθετική φροντίδα του Θωμά Οικονόμου, σε ενιαία παράσταση με τη μονόπρακτη οπερέτα του Οφφενμπαχ «Γάμος από το παράθυρο». Στο τέλος της χρονιάς ο θίασος έδωσε στην Πάτρα, σειρά είκοσι παραστάσεων στο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταθούμε στην ειδική σχέση που ανέπτυξε η Κυβέλη με τους Έλληνες συγγραφείς, Καθώς το νεοελληνικό έργο και η προώθηση του υπήρξε βασικός άξονας στις επιλογές του ρεπερτορίου της. Ο θρίαμβος της Φωτεινης Σάντρη πυροδότησε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστησε για την παραγγελία νέων ελληνικών έργων, με επίκεντρο αρχικά τους Ξενόπουλο και Μελά. Τον επόμενο χρόνο (1909), ο Ξενόπουλος έγραψε για την Κοτοπούλη τη «Στέλλα Βιολάντη», γεγονός που έκανε την Κυβέλη να απαιτήσει κι εκείνη νέο έργο, κι έτσι γεννήθηκε το τρίπρακτο δράμα «Ραχήλ» (1909), εμπνευσμένο από τα «εβραϊκά» της Ζακύνθου, τις αντισημιτικές ταραχές του 1891, το οποίο, ωστόσο, δεν γνώρισε επιτυχία, προς το τέλος αυτής της θερινής περιόδου η Κυβέλη ανεβάζει στο «Βαριετέ» και το νατουραλιστικό κοινωνικό δράμα του Μελά «Το Χαλασμένο Σπίτι». Το επόμενο καλοκαίρι ο Ξενόπουλος γράφει για την Κυβέλη τον «Πειρασμό». Παρά τις αρχικές επιφυλάξει του Θεοδωρίδη μετά την αποτυχία της «Ραχήλ», η θιασάρχις γνώρισε σημαντική επιτυχία ως Καλλιόπη (1910). Την ίδια περίοδο η Κυβέλη ανεβάζει μια σειρά νεοελληνικών έργων: «Το Χελιδόνι» του Παύλου Νιρβάνα, τον «Ιωάννη Κωλέττη» του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, το δράμα του Χρ. Παπαζαφειρόπουλου «Η Χειραφετημένη», τον «Βύρωνα» του Σπ. Ποταμιάνου, κρατώντας για τον εαυτό της τον ανδρικό επώνυμο ρόλο, την κωμωδία του Τίμου Μωραϊτίνη «Ο Εύθυμος Xήρος», την «Αθήνα μας» του Ν. Σπανδωνή, το πατριωτικό «Το '97 του Γ. Ασπρέα», το μονόπρακτο δράμα «Το Σφυρί της Eipnvns» του Πολ. Δημητρακοπούλου, τις «Αλυσίδες» και το μονόπρακτο «Στην Οξώπορτα» του Δημήτρη Ταγκόπουλου, «Τα Συναλλάγματα» του Ν. Ποριώτη, την «Κυρά Φροσύνη» του Σωτήρη Σκίπη, τη «Χειραφέτηση» του Σουρή, τα δράματα των Αυγούστου Νοβέλλη «Μετά το Εγκλημα», Χρήστου Δαραλέξη «Ιόνη», Αργυρώς Σακελλαρίου «Η Αδελφή», και ακόμα τον «Ανθρωπο μας» του Παντελή Χορν, την «Σύζυγο» του Ν. Λάσκαρη, το «Υπεράνω του Κόσμου τούτου» του Γερ. Βώκου, τη φάρσα «Το Καινούργιο Σπίτι» του Τίμου Μωραϊτίνη και την κωμωδία του Μιλτ. Ιωσήφ «Φιλάρεσκος».
Συνεχίζοντας ως θιασάρχις την πολιτική των συνεργασιών μέχρι το τέλος της δεκαετίας, το καλοκαίρι του 1909 συμπράττει με τον Εδμόνδο Φυρστ, με τον οποίο πήγαν το χειμώνα περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη, ενώ την επόμενη θερινή περίοδο τη βρίσκουμε και πάλι με τον Κωνσταντίνο Σαγιώρ. Πέραν των ελληνικών έργων, οι επιλογές ρεπερτορίου δεν ξαφνιάζουν. Τα γαλλικά συγγραφικά δίδυμα του βουλεβάρτου (π .χ. Ντε Φλερ και Καγιαβέ, Γκαβώ και Μπερ, Βεμπέρ και Εννεκέν, Μπισεόν και Τραριέ κ.ά.), έγιναν η δεξαμενή έργων για τους θιάσους των οποίων ηγήθηκε. Το 1909 θα ανεβάζει ακόμη την «Κυρία με τις Καμέλιες» του Δουμά υιού, τα «30.000.000» του Λαμπίς και «Το Νου σου στην Αμέλια» του Φεϋντώ, σε διασκευή Α. Βερυκοκάκη, την «Μωρά Παρθένο» και «Το Σκάνδαλον» του Μπατάιγ, Καθώς και τον «Κλέπτη» του Μπερνστάιν. Τέλος, ο Ξενόπουλος διασκευάζει γι' αυτήν την «Βαρβάρα Ολέσοβα» του Γκόρκυ, την οποία παίζει σε τιμητική της στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών. Μετά την περιοδεία στην Πόλη, θα περιοδεύσει στις αρχές του 1910 και μέχρι το Πάσχα στη Σύρο και τη Σμύρνη, όπου δίνει παραστάσεις στο Θέατρο «Σπόρτιγκ Κλαμπ». Ακόμη και οι πρωταγωνιστικοί θίασοι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν το χειμώνα στην Αθήνα, καταφεύγοντας στα μεγάλα αστικά κέντρα εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Έτσι, τον Νοέμβριο - Δεκέμβριο του 1910 ο θίασος Κυβέλης θα βρεθεί και πάλι σε περιοδεία, στην Αίγυπτο αυτή τη φορά, δίνοντας παραστάσεις στο Κάιρο (Θέατρα «Πριντάνια» και «Γκαιτέ»), και την Αλεξάνδρεια (Θέατρο «Αλάμπρα»).
ΚΥΒΕΛΗ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/2WikF7i
via IFTTT