Για τον Όθωνα και την 30χρονη βασιλεία του γράφτηκαν πολλά. Μπορούμε να πούμε ότι σαν πολιτικό πρόσωπο συγκέντρωσε τις δυσμενέστερες κριτικές απ' όλες τις κατευθύνσεις, έτσι ώστε η τελική ανατροπή του να εμφανίζεται σαν μια πολύ φυσιολογική ιστορική κατάληξη. Κι έτσι είναι. Παρακάμπτοντας κάθε εξειδικευμένη κρίση και με κάθε διάθεση επιείκειας, θα προσθέταμε: ο Όθωνας αποδείχτηκε τελείως ανεπαρκής για ηγεμόνας, ανεπαρκής τόσο για το ρόλο του τυράννου, όσο και για το ρόλο του συνταγματικού μονάρχη. Ο αυταρχισμός και το πείσμα του αποτελούσαν το προπέτασμα, πίσω από το οποίο κρυβόταν ένας εξαιρετικά αγχώδης, ασταθής και μέτριας νοημοσύνης άνθρωπος, ανίκανος να συλλάβει, να ελέγξει και — το κυριότερο— να αντιμετωπίσει τα πολυποίκιλα προβλήματα που συναντούσε κατά την άσκηση του αξιώματος του. Δεν είχε ποτέ στο μυαλό του κατασταλαγμένους πολιτικούς σχεδιασμούς και οι αντιδράσεις απέναντι στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες ήταν ενστικτώδεις και συμπτωματικές. Διηγούνται γι’ αυτόν ότι μπορούσε να «ψειρίζει» ώρες ατέλειωτες ένα διάταγμα και να εντοπίζει τα ορθογραφικά και συντακτικά του λάθη, χωρίς ωστόσο να κατανοεί τη σημασία του κειμένου που είχε εμπρός του… Επιρρεπής στην αυλοκολακεία αλλά και καχύποπτος, δημιούργησε ένα ασταθές περιβάλλον γύρω του, που τον απέκοψε τελείως από την πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την τεράστια επιρροή που ασκούσε πάνω του η φιλόδοξη και πολυμήχανη Αμαλία, οδήγησε στην πλήρη αποδυνάμωση της βασιλικής εξουσίας, που ουσιαστικά χαραζόταν από το ανεξέλεγκτο και παντοδύναμο ανακτορικό παρασκήνιο. Ένα παρασκήνιο, χειροπόδαρα δεμένο με τις επιταγές και τα συμφέροντα του κάθε λογής ξένου «προστάτη». Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο Όθωνας υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους οπαδούς του δόγματος «περιορισμένης εθνικής ανεξαρτησίας». Μόνο που —κάνοντας το λάθος να πιστεύει ότι είναι καλός διπλωμάτης— επιχείρησε να «χειριστεί» τις αντιθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στη χώρα μας και να εξισορροπήσει τις επιρροές τους, για να ενισχύσει το θρόνο του. Στάθηκε ανίκανος και σ' αυτό και το μόνο που «πέτυχε» ήταν να γίνει αντιπαθής σε όλους. Ίσως ο Όθωνας να αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα ηγεμόνα, που βρέθηκε σε τόσο καθολική απομόνωση. Τις παραμονές της ανατροπής του, ο θρόνος δεν είχε κανένα πολιτικό, κοινωνικό και διεθνές έρεισμα και είναι πραγματικά πρωτοφανές το ανομοιογενές του μετώπου που σχηματίστηκε εναντίον του. Στις σελίδες που ακολουθούν περιγράφεται το κρίσιμο 6ήμερο, από τις 4 έως τις 10 Οκτωβρίου 1862, οπότε και εκδηλώθηκε η τελική εξέγερση κατά του Όθωνα. Αρχίζοντας, δίνεται ένα σύντομο χρονικό της βασιλείας του.
Η δυναστεία κλονίζεται
Το ότι η μοναρχία του Όθωνα δεν είχε μέλλον κι ότι η πτώση της ήταν ζήτημα χρόνου, άρχισε να γίνεται κοινή συνείδηση από τις ανεκδιήγητες «εκλογές» του Ιανουαρίου 1861, οι οποίες αποτέλεσαν τον ωμότερο εμπαιγμό των ήδη αναιμικών συνταγματικών ελευθεριών. Θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι με τα όσα κωμικοτραγικά έγιναν κατά τις «εκλογές» εκείνες, που διεξάχθηκαν μέσα σε καθεστώς απροκάλυπτης βίας —κατευθυνόμενης απευθείας από τα ανάκτορα— και νοθείας, που δεν έχουν το όμοιο τους ίσως στην κοινοβουλευτική ιστορία του τόπου.
ΠΑΛΙΑ ΓΚΡΑΒΟΥΡΑ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ, ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑ 1861, ΕΔΩΣΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΙΣΧΥΡΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ |
Μέχρι... αλλοδαποί σύρθηκαν στις κάλπες για να ρίξουν τη φιλοβασιλική ψήφο, ενώ αλλού η ψηφοφορία έγινε «κεκλεισμένων των θυρών», με μοναδικό εκλογέα το... διοικητή της χωροφυλακής, που παραγέμιζε μόνος του την κάλπη. Τέλος (κατά τα «γνωστά») ψήφισαν και αρκετοί νεκροί. Η φιλοοθωνική έτσι κυβέρνηση του Αθ. Μιαούλη (που είχε διοριστεί το 1858) παρέμεινε στη θέση της, ενώ τα νομοθετικά σώματα —Βουλή και Γερουσία— γέμισαν με άσημους υπηρέτες του ανακτορικού «μαγειρείου». Η δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική του βασιλιά άρχισε να γίνεται, από ψίθυρος, βοή, ενώ ο πολιτικός κόσμος φρόντιζε να «τραβήξει την ουρά του» με κάθε τρόπο από το περιβάλλον της αυλής. Στο μεταξύ η τρομοκρατία έδινε κι έπαιρνε και τα μπουντρούμια του κράτους γέμιζαν με εκατοντάδες πολίτες. Τον Απρίλιο και το Μάιο του 1861 η κυβέρνηση εξαπολύει πογκρόμ διώξεων στις τάξεις του στρατού και συλλαμβάνει μεγάλο αριθμό άριστων αξιωματικών, που καταλάβαιναν ότι η θέση τους δεν ήταν πια κοντά στον Όθωνα και στην Αμαλία. Το γεγονός αυτό γίνεται αφορμή γενικότερων αντίδράσεων στο στρατιωτικό μηχανισμό. Ταυτόχρονα πληθαίνουν και δυναμώνουν οι παράνομες αντιδυναστικές οργανώσεις, οι οποίες στελεχώνοντα κυρίως με τη φλογερή φοιτητική νεολαία της πρωτεύουσας.
Το Σεπτέμβριο η Αμαλία γλυτώνει «παρά τρίχα» από δολοφονική απόπειρα που είχε κάνει εναντίον της ο νεαρός διανοούμενος Αριστείδης Δόσιος (με τη ζωή του οποίου θα ασχοληθούμε σε κάποιο άλλο σημείωμα μας). Ακολουθεί νέα έξαρση της τρομοκρατίας, που δείχνει να μην κάμπτει, αλλά μάλλον να ενισχύει τον αντιοθωνικό αγώνα. Την πρωτοχρονιά του 1862 ο Όθωνας κάνει απελπισμένη προσπάθεια να κατασιγάσει το ηφαίστειο. Καλεί τον Κωνσταντίνο Κανάρη στα ανάκτορα και του προτείνει να αναλάβει πρωθυπουργός. Ο Κανάρης δέχεται, υποβάλλοντας όμως μια σειρά όρους —σχετικούς με τη σωστή λειτουργία του πολιτεύματος— καθώς και μια κατάσταση υπουργών, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι αντιπαθείς τότε στα ανάκτορα, Βούλγαρης και Ζαΐμης. Ο βασιλιάς δε δείχνει να έχει αντιρρήσεις, μα μετά από λίγο αλλάζει γνώμη —κάτω από την πίεση της ανακτορικής «καμαρίλας»— και στέλνει προσβλητικότατο μύνημα στο γηραιό αγωνιστή, ότι τον «απαλάσσει» από την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Η κατάσταση έτσι οδηγείται σε πλήρη πόλωση. Στις αρχές Φεβρουαρίου ξεσπά η περίφημη Ναυπλιακή Επανάσταση, που εκδηλώνεται και σε Άργος, Τρίπολη, Κυπαρρισία κ.α. Η κυβέρνηση δρα συντονισμένα και με τρομερή δυσκολία κατορθώνει, μόλις στα μέσα Απριλίου, να καταβάλει τους αντιπάλους της (που είχαν οργανώσει τον αγώνα τους αμυντικά και όχι επιθετικά). Την ίδια εποχή ξετυλίγεται και η εξέγερση της στρατιωτικής φρουράς της Κύθνου (τόπου εξορίας των αντιπάλων του θρόνου) που καταλήγει κι αυτή με τη νίκη των βασιλικών δυνάμεων και με το θάνατο τριών ηρωικών νέων: του Π. Μωραϊτίνη, του Ν. Λεωτσάκου και του Σκαρβέλη. Οι νέοι αυτοί γρήγορα θα γίνουν σύμβολα του αντιμοναρχικού αγώνα. Το τέλος του οθωνικού καθεστώτος είναι όμως πια πολύ κοντά.Με κάθε ευκαιρία, οι άνθρωποι του λαού εκφράζουν ανοιχτά το μίσος τους κατά του θρόνου, ενώ σε ορισμένες δημόσιες εμφανίσεις του το βασιλικό ζευγάρι ακούει κραυγές αποδοκιμασίας. Το Μάιο, η κυβέρνηση του Α. Μιαούλη («κυβέρνηση του αίματος» την ονόμαζε ο κόσμος) διώχνεται και πρωθυπουργός διορίζεται ο Γεναίος Κολοκοτρώνης —γιος του Γέρου του Μωριά— που ήταν οπωσδήποτε οπαδός του Όθωνα, αλλά σχετικά ήπιος στην αντιμετώπιση των αντιπάλων του. Ο χειρισμός αυτός δε θα αποδώσει και οι τριγμοί στα θεμέλια του συστήματος θα συνεχίσουν να δυναμώνουν. Χαρακτηριστικό είναι και το παρακάτω απόσπασμα από τον ελληνόφωνο «Βρεττανικό Ταχυδρόμο» της 12 Ιουνίου 1862: «Ότι η Βαυαρική δυναστεία δεν δύναται να ύπαρξη εν Ελλάδι το λέγομεν μυριάκις, και ότι οτιδήποτε και αν η φορά των Πραγμάτων φέρη, άλλη δυναστεία επελεύσεται και άλλος βασιλεύς καθεσθήσεται επί του ελληνικού θρόνου…».
«Τον κώλο σου φοβέριζε...»
Στο μεταξύ η απομόνωση του καθεστώτος, σε διεθνές επίπεδο, μεγαλώνει. Δε θα καταπιαστούμε λεπτομερειακά με τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Σημειώνουμε μόνο, ότι στις εχθρικές προς τον Όθωνα αυλές της Ρωσίας (που ήλπιζε ότι με την εκδίωξη του θα τον αντικαθιστούσε «δικός» της ηγεμόνας) και της Γαλλίας, προστίθεται τώρα και της Αγγλίας. Η Αγγλία στην περίοδο εκείνη είχε κάθε λόγο να υποστηρίξει τον Όθωνα —για αντιπερισπασμό στη Ρωσία— αλλά τελικά συγκρούστηκε μαζί του, εξαιτίας κυρίως των «μεγαλοϊδεάτικων» πειραματισμών του. Στις 5 Ιουλίου ο Κολοκοτρώνης —όντας σε αξιέξοδο— υποβάλλει την παραίτηση του στον 'Οθωνα, που δεν γίνεται αποδεκτή. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται και στις 13 Σεπτεμβρίου. Στα τέλη του ίδιου μήνα ο Όθωνας και η Αμαλία εκδηλώνουν την επιθυμία να περιοδεύσουν σε Πελοπόννησο - Στερεά για να κατασιγάσουν τα πνεύματα. Το αναφέρουν στον πρωθυπουργό, που αντιδρά, λέγοντας τους ότι είναι επικίνδυνο να εγκαταλείψουν τέτοιες ώρες την πρωτεύουσα. Ο ιστορικός Α. Φωτιάδης, στηριγμένος σε στοιχεία των Δημητρακάκη - Κονδυλάκη, γράφει ότι ξετυλίχτηκε η παρακάτω απίθανη στιχομυθία:
— Όπως βλέπω φοβάσαι ότι θα την πάθεις από καμμιά επανάσταση, του είπε η Αμαλία.
— Μεγαλειοτάτη, τον κώλο σου φοβέριζε, απάντησε αυτός.
Και βγαίνοντας από το παλάτι έκανε τη χαρακτηριστική εκείνη «ασεβή» χειρονομία, που πολύ απλά σημαίνει «και τι με νοιάζει εμένα».
Η τελευταία περιοδεία
Προετοιμάζεται πια η περιοδεία. Οι βασιλικές αποσκευές φορτώνονται στον ατμοδρόμωνα «Αμαλία», που αποτελούσε τότε το «καμάρι» του μικρού ελληνικού στόλου και είχε για πλοίαρχο το δηλωμένο οθωνιστή Χ. Παλάσκα (που αργότερα ακολούθησε τους βασιλείς στην εξορία και έγραψε ένα διαφωτιστικότατο χρονικό εκείνων των ημερών). Το βράδυ της 1ης Οκτωβρίου, η βασιλική συνοδεία περνά μέσα από τους άδειους δρόμους της πρωτεύουσας και φτάνει στον Πειραιά. Οι «μεγαλειότατοι» επιβιβάζονται στην βάρκα —δε θα ξαναπατούσαν ποτέ πια το χώμα της Αττικής— και σε λίγο βρίσκονται στα πολυτελή διαμερίσματα του πλοίου. Η αναχώρη ση γίνεται την άλλη μέρα πολύ πρωί. Στις 7 το βασιλικό πλοίο στέκεται κοντά Ύδρα και κατά τις 11 απέναντι από τις Σπέτσες. Γύρω στο απομεσήμερο αγκυροβολεί στον Άστρος για λίγο. Ούτε σκέψη φυσικά για επίσκεψη στο Ναύπλιο… Την άλλη μέρα, 3 Οκτωβρίου, το πλοίο φτάνει στο Γύθειο, όπου τους βασιλείς επιφυλάσσεται μια πραγματικά ενθουσιώδης υποδοχή από τους κατοίκους. Αναθαρρημένοι αυτοί, ξεκινούν καβαλλαρία για τη Σπάρτη, όπου και δω το κλίμα είναι ευνοϊκό για το θρόνο. Στο μεταξύ το «Αμαλία» κατευθύνεται προς την Καλαμάτα, για να περιμένει εκεί τη βασιλική συνοδεία. Και στην Καλαμάτα, ο Όθωνας γίνεται δεκτός ευνοϊκά, πράγμα που τον πείθει ότι έχει ανακτήσει το λαϊκό έρεισμα που τόσο είχε' ανάγκη… Οι εξελίξεις όμως θα τον διαψεύσουν. Την 4ην Οκτωβρίου ξεσπά επιτέλους η επανάσταση κατά του 'Οθωνα, που τόσο καιρό προετοιμαζόταν. Η αρχή της γίνεται στη Δυτική Στερεά, όπου ουσιαστικά κυβερνούσε ο «πολύς» Θοδωράκης Γρίβας. Τα γεγονότα ακολούθησαν περίπου την παρακάτω σειρά:
«Γρίβα μ' σε θέλει ο Βασιλιάς»
Η κυβέρνηση είχε φροντίσει να ενισχύσει, με έμπιστα της πρόσωπα τις φρουρές της Ακαρνανίας και υπολόγιζε ότι με την άφιξη του βασιλιά εκεί, η θέση του Γρίβα θα γινόταν εξαιρετικά δύσκολη. Από τη μια η απειλή βίας κι από την άλλη το «καλόπιασμα», θα ανέτρεπαν την κατάσταση και θα υποχρέωναν το γηραιό στρατηγό —το Γρίβα— να «ρίξει νερό στο κρασί του» και να υποταχτεί. Από τη δική του μεριά ο Γρίβας, δεν φαίνεται αφελής και καταλαβαίνει πολύ καλά τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Φανατικός εχθρός του Όθωνα —ανάμεσα στους κυνηγημένους από το παλάτι ήταν κι ο γιος του Δημήτρης— και έμπειρος σε επαναστατικά κινήματα, αποφασίζει να δράσει αμέσως. Έτσι, στις 4 Οκτωβρίου (μια μέρα πριν την αναμενόμενη άφιξη του Όθωνα) στέλνει μια ομάδα ενόπλων με επικεφαλής το Στάικο, που φτάνει στη Βόνιτσα. Το κάστρο καταλαμβάνεται εύκολα (οι «υπερασπιστές» του προσχώρησαν αμέσως στην επανάσταση) και οχυρώνεται για το ενδεχόμενο κυβερνητικής αντεπίθεσης. Ταυτόχρονα καταλύονται οι βασιλικές αρχές στην Παλιοχαλιά και πλήθος ένοπλοι σπεύδουν να καταταγούν στο επαναστατικό στράτευμα. Την άλλη μέρα οι βασιλικοί κατορθώνουν να «μπάσουν» στο κάστρο της Βόνιτσας έναν πράκτορα τους «μεταμφιεσμένο» σε επαναστάτη, που προσπαθεί και κατορθώνει να σπείρει πανικό, διαδίδοντας ότι φτάνουν πανίσχυρες βασιλικές δυνάμεις. Με τη δραστήρια επέμβαση του Γρίβα, η καταστροφή αποτρέπεται και ενισχύεται ακόμα περισσότερο το αντιβασιλικό μένος των κατοίκων. Ακολουθεί η δημοσίευση επαναστατικής προκήρυξης, που καταλήγει με το ιστορικό σύνθημα: «Ζήτω το Έθνος - Κάτω ο Όθων». Με το άκουσμα της επανάστασης ξεσηκώνεται ο Καρβασαράς, με επικεφαλής το λοχαγό Π. Λεωτσάκο (αδερφό ενός από τα 3 τραγικά θύματα της Κύθνου). Εκατοντάδες ένοπλοι ξεκινούν από εκεί για να ενωθούν με τις δυνάμεις του Γρίβα. Η Δυτική Στερεά φλέγεται πια από επαναστατικό ενθουσιασμό και παντού αντηχεί το αντιμοναρχικό τραγούδι «Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς / αμ’ τι με θέλει ο κερατάς» (σημ. οι σημερινοί βασιλόφρονες, άγνωστο γιατί, το έχουν για... ύμνο τους). Στις 5 Οκτωβρίου ξεσηκώνεται το Μεσολόγγι και σε λίγο όλη η περιοχή έχει φύγει από τον έλεγχο των κυβερνητικών. Ο Γρίβας θα αποφασίσει τώρα να εκστρατεύσει κατά... της Αθήνας. Είναι αποφασισμένος όχι μόνο να ανατρέψει τον Όθωνα και τη δυναστεία του, αλλά και να καταργήσει το πολίτευμα της Συνταγματικής Μοναρχίας, επιβάλλοντας στη θέση του την Προεδρική Δημοκρατία (με Πρόεδρο φυσικά τον... εαυτό του, που κάθε άλλο παρά δημοκρατικές αντιλήψεις είχε). Τα γεγονότα θα τον προλάβουν. Η Αθήνα θα επαναστατήσει μόνη της το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου και τότε ο Γρίβας δε θα διστάσει να συνεχίσει την εκστρατεία του κατά της... νέας αντιοθωνικής κυβέρνησης αυτή τη φορά… Δε θα προλάβει. Στις 24 Οκτωβρίου θα πεθάνει αιφνιδιαστικά (γράφτηκαν πολλά για τη «σύμπτωση»), παρασύροντας με το θάνατο του και το όραμα μιας αβασίλευτης Ελλάδας. Όμως η περίφημη αυτή εκστρατεία αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης, πολύ ενδιαφέρουσας, ιστορίας…
Φτάνουν τα «κακά μαντάτα»
Η κυβέρνηση της Αθήνας, με την αναχώρηση του βασιλιά, τα έχει τελείως χαμένα. Από παντού «βρωμάει μπαρούτι» και το «κακό» μπορεί να συμβεί ακόμα και μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα. Αρχίζουν ατελείωτα υπουργικά συμβούλια, κατά τα οποία οι υπουργοί ανταλλάσσουν πληροφορίες και χαράζουν σχέδια, τα περισσότερα αντιφατικά και ανεφάρμοστα. Ο υπουργός των Στρατιωτικών Σπυρομήλιος διαβεβαιώνει τους πάντες για τη «νομιμοφροσύνη» του στρατού, όντας τελείως έξω από την πραγματικότητα. Στις 6 Οκτωβρίου η κυβέρνηση παίρνει τα «κακά μαντάτα» για την επανάσταση του Γρίβα. Επικρατεί πανικός. Ετοιμάζεται ένα μήνυμα για το βασιλιά —δεν ήξερε τίποτα ακόμα— που στέλνεται τηλεγραφικά στην Τρίπολη, τον τελευταίο σταθμό του τηλέγραφου εκείνα τα χρόνια. Από την Τρίπολη, το μήνυμα παραλαμβάνει κάποιος καβαλάρης και ξεκινά για την Καλαμάτα, όπου βρίσκεται ακόμα ο βασιλιάς. Φτάνει εκεί στις 8 Οκτωβρίου. Το βασιλικό ζευγάρι ζούσε, τις στιγμές εκείνες, τη μεγαλύτερη ευτυχία του, πιστεύοντας ότι πέρασε ο αντιδυναστικός «εφιάλτης». Έτσι, τα «μαντάτα» συγκλονίζουν τόσο τον Όθωνα όσο και την Αμαλία. Νιώθουν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους. Βρίσκουν όμως τη δύναμη να κρατήσουν το «μυστικό» και να μην ανακοινώσουν τίποτα. Λες και μια επανάσταση θα μπορούσε να κρατηθεί για πολύ κρυφή… Άλλωστε τα πράγματα εξελίσσονται τώρα με αστραπιαία ταχύτητα. Στις 6 Οκτωβρίου επαναστατεί η Πάτρα (με ηγέτη το Μπενιζέλο Ρούφο), στις 7 το Αίγιο και η Ναύπακτος, στις 8 η Κόρινθος και στις 9 τα Μέγαρα. Οι βασιλικές αρχές καταλύονται παντού και τα διάσημα της δυναστείας πετιούνται στους δρόμους και ποδοπατιούνται από τον κόσμο. Η πυρκαγιά έχει αγκαλιάσει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας και τίποτα δεν μπορεί να τη σταματήσει. Μένει η Αθήνα, η καρδιά του κράτους, που τελικά θα δώσει και την αποφασιστική «χαριστική βολή» στο μισητό κυβερνητικό σύστημα του Όθωνα. Το πως αντέδρασε ο βασιλιάς στη νέα αυτή κατάσταση είναι και χαραχτηριοτικό της πολιτικής του «ευφυΓας». Αποφάσισε... να συνεχίσει κανονικά την περιοδεία του…
Ο Όθωνας ενισχύει... τους εχθρούς του
Ανάλογα «έξυπνη» ήταν και η αντίδραση της κυβέρνησης. Αντί να φροντίσει για την ενίσχυση της πρωτεύουσας με την υπάρχουσα στρατιωτική δύναμη, παίρνει δύο εμπορικά καράβια, το «Ύδρα» και το «Ομόνοια» και τα φορτώνει με ένα στρατιωτικό άγημα 700 ανδρών, επικεφαλής του οποίου βρίσκεται ο οθωνιστής συνταγματάρχης Λαζαρέττος. Σ' ένα από αυτά επιβιβάζεται και ο υπουργός... Παιδείας Χατζίσκος και όλοι μαζί ξεκινούν για την... Καλαμάτα. Φτάνουν εκεί τα χαράματα της 10ης Οκτωβρίου, όπου και βρίσκονταν ακόμα ο Όθωνας και η Αμαλία. Αμέσως μετά την άφιξη, το βασιλικό ζευγάρι αποφασίζει να ανέβει στο πλοίο για να δώσει θάρρος στους αξιωματικούς και στους στρατιώτες του αγήματος. Τους περιμένει εκεί ο Λαζαρέττος, που βγάζει σύντομο λόγο για τις «μεγάλες υπηρεσίες» του Όθωνα στην Ελλάδα. Μετά ζητά από τους αξιωματικούς να ορκιστούν μεγαλόφωνα πίστη στο βασιλιά. Κρίσιμη στιγμή… Παντού βουβαμάρα. Ο Λαζαρέττος τα χάνει, η Αμαλία δείχνει να εξοργίζεται και ο Όθωνας μένει τελείως απαθής. Λες και το περίμενε. Ο βασιλιάς, θέλοντας να μην υστερήσει και σε... στρατιωτική «ευφυΐα», επιμένει να στείλει το άγημα —που έμπρακτα είχε αποδείξει τον αντιβασιλισμό του— στην Πάτρα (ήταν άγνωστη ακόμα στην Καλαμάτα η επανάσταση του Ρούφου). Έτσι, τα δύο πλοία ξεκινούν για το «στόμα του λύκου».
Αγώνας δρόμου
Σχεδόν αμέσως μετά την αναχώρηση των δύο πλοίων, επιβιβάζεται το βασιλικό ζευγάρι στο «Αμαλία» για να συνεχίσει την περιοδεία του. Μετά από λίγη ώρα φτάνει στο Λιμάνι της Λακωνίας. Νέα οδυνηρή έκπληξη εδώ. Καταφθάνει από τον Πειραιά το πλοίο «Αφρόεσσα» και αναγγέλεται στον Όθωνα η εξέγερση της Πάτρας.
Ο ΘΟΔΩΡΑΚΗΣ ΓΡΙΒΑΣ, ΠΟΥ ΦΙΛΟΔΟΞΟΥΣΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ... ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ |
Αυτός νιώθει συντριβή. Όχι μόνο γιατί βλέπει εναντίον του τη μεγαλούπολη της Πελοποννήσου, αλλά και γιατί —αθέλητα— στέλνει και... ενίσχυση στους επαναστάτες. Διατάζει τον πλοίαρχο της «Αφρόεσσας» να τρέξει, να προλάβει τα δύο πλοία και να διατάξει την επιστροφή τους. Εκείνος του απαντά πως είναι αδύνατον κάτι τέτοιο. Το παιχνίδι έχει χαθεί. Ο Όθωνας και η Αμαλία καταλαβαίνουν επιτέλους ότι πρέπει να διακόψουν την περιοδεία τους και να επιστρέψουν στην πρωτεύουσα. Μόνο από εκεί θα μπορέσουν να ελέγξουν την κατάσταση... Σε λίγο το «Αμαλία» αρχίζε έναν εξοντωτικό αγώνα δρόμου —με όλα τα καζάνια του αναμένα— για να προλάβει την «καταστροφή» στην Αθήνα. Είναι όμως πια αργά. Στο μεταξύ το «Ύδρα» και το «Ομόνοια» φτάνουν στην Πάτρα. Η επαναστατημένη πόλη τα υποδέχεται με ενθουσιασμό και ζητωκραυγές. Οι εξελίξεις από δω και πέρα είναι... φυσιολογικές. Οι αξιωματικοί συλλαμβάνουν το διοικητή τους Λαζαρέττο και μαζί με τους άνδρες του αγήματος προσχωρούν στις επαναστατικές δυνάμεις…
Χωρίς κανένα έρεισμα
Ας επιστρέψουμε τώρα στην Αθήνα, όπου η κυβέρνηση νιώθει από παντού να δυναμώνει το επαναστατικό βουητό. Μετά την αναγγελία της εξέγερσης στην Ακαρνανία, αγωνίζεται να βρει διεθνή ερείσματα. Τις διπλωματικές επαφές αναλαμβάνει ο υπουργός Εξωτερικών Δραγούμης, που τρέχει να βρει τους επιτετραμένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Ρωσίας δεν κρύβουν τη χαρά τους για τις εξελίξεις, ενώ ο πρευσβευτής της Αγγλίας αντιμετωπίζει τον υπουργό με υπεροψία ισχυρού απέναντι σε «ξοφλημένο». Αρκείται να πει θυμοσοφικά και πικρόχολα:
— Αχ, πολύ ταλαιπωρούν το βασιλιά σας…
Ουσιαστικά οι Δυνάμεις αφήνουν πια το δρόμο ελεύθερο για την αντιοθωνική επανάσταση. Ο θρόνος βρίσκεται τώρα στην τραγικότερη απομόνωση, χωρίς —κυριολεκτικά— κανένα μα κανένα έρεισμα πουθενά. Στο μεταξύ, σ' όλη την πρωτεύουσα επικρατεί η γνωστή εκείνη σιωπή, που προηγείται της θύελλας. Η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη με τρομερή ένταση και η κυβέρνηση αγωνίζεται να συγκεντρώσει —μέσω των πρακτόρων της— πληροφορίες για το τι γίνεται. Τα ανάκτορα δίνουν την εντύπωση πολεμικού επιτελείου. Οι συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου γίνονται μέσα σε κλίμα πανικού. Ο υπουργός Σπυρομήλιος προτείνει, σαν δραστικό μέτρο, τη σύλληψη των πολιτικών ηγετών, και κυρίως του Βούλγαρη, του Ζαΐμη και του Δεληγιώργη. Ο Κολοκοτρώνης αντιδρά. Πιστεύει ότι με τις συλλήψεις αυτές, που άλλωστε είναι δύσκολο να γίνουν, θα οξυνθούν ακόμα περισσότερο τα πνεύματα, με απρόβλεπτες συνέπειες. Δε διστάζει μάλιστα να πει ότι η δυναστεία δεν μπορεί μόνιμα να βασίζεται πάνω στη βία των όπλων. Ο Σπυρομήλιος επιμένει, απειλεί με παραίτηση, και μαζί του συνασπίζονται και άλλοι υπουργοί. Ο πρωθυπουργός αναγκάζεται να υποκύψει και δίνεται η σχετική εντολή στα όργανα ασφαλείας του καθεστώτος να ενεργήσουν τις συλλήψεις. Για το τι ακολούθησε γράφτηκαν πολλά, αδύνατο σήμερα να διευκρινιστούν. Λέγεται ότι ο διευθυντής της Αστυνομίας Μπακάλογλου ενέργησε τελείως αντίθετα από τις διαταγές που πήρε και ειδοποίησε μάλιστα το Ζαΐμη ειδοποιήθηκε και ο Βούλγαρης κι έτσι ο καταδιωκτικός μηχανισμός της κυβέρνησης αδρανοποιήθηκε. Σημαντικό ρόλο λέγεται ότι έπαιξε, στις κρίσιμες αυτές στιγμές, και ο πρεσβευτής της Ιταλίας Μαμιάμι, που διατηρούσε κανονικές επαφές με τους αντιοθωνικούς πολιτικούς ηγέτες. Ο Γούδας, μάλιστα, δίνει κι αυτήν την αμφισβητούμενη μαρτυρία: «... εύρων (ο Μαμιόμι) μετά δυσκολίας τον Ζαΐμην εν τη κρύπτη του, εδήλωσεν αυτώ την πρωΐαν της 10ης 'Οκτωβρίου απροκαλύπτως, ότι, αν δεν σπεύσωσιν εντός της ημέρας την επανάστασιν εν Αθήναις, απολύονταν διότι οι πρέσβεις, προσέθηκεν, από στιγμής εις στιγμήν προσμένουσιν από των κυβερνήσεων των, διαταγάς υπέρ της δυναστείας του Όθωνος…)». Άσχετα με την ακρίβεια των πληροφοριών αυτών, καταλαβαίνει κανείς πόσο ανάγκη υπήρχε, να μην καθυστερήσουν καθόλου οι επαναστατικές εξελίξεις.
Η Αθήνα «βράζει»
Στις 7 Οκτωβρίου κυκλοφορούν φήμες σ' όλη την Αθήνα, ότι ο Γρίβας κινείται προς τα κει. Οι αντιδράσεις είναι φανερές: η κυβέρνηση (που δεν είχε κατοθρώσει να «βάλει στο χέρι» τους βασικούς πολιτικούς ηγέτες) βλέπει να σφίγγεται ο κλοιός γύρω της, ενώ οι οπαδοί της εκθρόνισης, στρατιωτικοί και πολίτες, ζουν στιγμές ενθουσιασμού και ανυπομονησίας. Το υπουργικό συμβούλιο αναθέτει στον Ελβετό στρατηγό Χαν —που είχε συντρίψει τη Ναυπλιακή Επανάσταση— να εγκατασταθεί με ισχυρή στρατιωτική δύναμη στα ανάκτορα. Στα ανάκτορα μεταφέρονται επίσης και 4.600.000 δρχ. του Δημόσιου Ταμείου, για να αποφευχτεί η αρπαγή τους από τους επαναστάτες.
Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ, ΣΦΟΔΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ. |
Ενεργοποιείται, ακόμα, η χωροφυλακή, είτε για να φρουρήσει τα ανάκτορα και άλλα δημόσια κτίρια, είτε για να προχωρήσει σε συλλήψεις και σε επίδειξη δύναμης. Τη νύχτα της 7ης προς 8η Οκτωβρίου επικρατεί ησυχία. Η ατμόσφαιρα τρομοκρατίας είναι έκδηλη. Αποσπάσματα χωροφυλάκων καταλαμβάνουν θέσεις - κλειδιά, συλλαμβάνονται στα «μουλωχτά» πλήθος πολίτες (κυρίως νεολαίοι) και γίνεται προσπάθεια για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των πολιτικών ηγετών. Κατάσχονται —τέλος— και πολλές εφημερίδες που επρόκειτο να κυκλοφορήσουν την επόμενη μέρα. Η 8η Οκτωβρίου ξημερώνει έτσι, με την Αθήνα στρατοκρατούμενη. Οι αντιδυναστικοί καταλαβαίνουν ότι πρέπει να δράσουν πιο γρήγορα και συντονισμένα, ενώ η κυβέρνηση αναθαρρεί, πιστεύοντας ότι τώρα μπορεί να ελέγξει την κατάσταση. Έχει όμως κάνει λάθος. Το ίδιο βράδυ γίνεται στο σπίτι του Μακρυγιάννη η αποφασιστική συγκέντρωση των συνομωτών, με «προεξάρχοντα» το Δ. Καλλιφρονά, που με θερμά λόγια τονώνει το επαναστατικό φρόνημα των εχθρών της δυναστείας και χαράζει σχέδια. Η συγκέντρωση τελειώνει γύρω στα μεσάνυχτα, την ώρα περίπου που τελειώνει και η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Το τελευταίο, βρίσκεται πια σε αναμονή του βασιλιά και διστάζει να προχωρήσει σε κλιμάκωση της έντασης. Η 9η Οκτωβρίου περνά μέσα σε αγωνία, αλλά χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Οι αντίπαλοι αναμετρούν τις δυνάμεις τους και παίρνουν τα τελευταία μέτρα. Κατά το βραδάκι, ο υπουργός Σπυρομήλιος διατάζει τμήμα πυροβολικού να παραταχτεί μπροστά στα ανάκτορα για κάθε ενδεχόμενο. Την ίδια ώρα αρχίζει και νέο πογκρόμ συλλήψεων. Πιάνονται αρκετοί νέοι (ανάμεσα τους ο Αχ. Παράσχος και ο Λ. Δεληγιώργης) και κλείνονται στο Μενδρεσέ (τις φυλακές τις πρωτεύουσας).
Το σύνθημα της εξέγερσης
Ξημερώνει επιτέλους η 10 Οκτωβρίου 1862, η μέρα που θα σημάνει και την τελική ανατροπή του οθωνικού καθεστώτος. Σ' όλη την πόλη κυκλοφορεί η φήμη πως έφτασε η στιγμή της ρήξης και πως η επανάσταση θα ξεκινήσει τις βραδινές ώρες. Ο κόσμος κλείνεται στα σπίτια του και οι περίπολοι των χωροφυλάκων κάνουν πιο εμφανή την παρουσία τους. Το σύνθημα των επαναστατών είναι «Ναύπλιο - Νίκη» και των κυβερνητικών «Τηλέμαχος - Τρωάς». Οι επαναστατικές εστίες εκείνης της μεγάλης βραδιάς ήταν δύο. Η μια στο πυροβολικό, όπου τον κύριο λόγο θα έπαιζε ο αντιοθωνιστής ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, και η άλλη στο χώρο της νεολαίας, που για χρόνια ολόκληρα αποτελούσε τη δύναμη κρούσης του αντιδυναστικού αγώνα. Οι πολιτικοί ηγέτες (Βούλγαρης - Ζαίμης κλπ.) εξακολουθούσαν να κρύβοντοι ενώ ο αθηναϊκός λαός κρατούσε στάση αναμονής, διστάζοντας —παρά τις αντιβασιλικές του διαθέσεις— να συγκρουστεί άμεσα με την εξουσία. Ιδιαίτερα σημαντική αποστολή είχε να επιτελέσει ο Καλλιφρονάς, που είχε σχεδιάσει να κατεβάσει στην πρωτεύουσα τους κατοίκους των γύρω χωριών, στους οποίους ασκούσε μεγάλη πολιτική επιρροή. Γύρω στις 8.30' η πόλη συγκλονίζεται από την έκρηξη ενός πολύ δυνατού βαρελότου, που είχε ριχτεί κοντά στην Ακρόπολη. Ήταν το σύνθημα της εξέγερσης. Ο Παπαδιαμαντόπουλος σημαίνει αμέσως συναγερμό στο στρατώνα του πυροβολικού, που βρισκόταν τότε στο Μεταξουργείο. Δίνει διαταγή να βγάλουν τα κανόνια έξω και να παραταχτούν οι άντρες του, σαν να ξεκινούσε κάποια εκστρατεία. Μετά τους βγάζει έναν ενθουσιώδη λόγο, με φωνή που τρέμει από συγκίνηση. Τους μιλά για τις συμφορές που έφερε ο Όθωνας στην Ελλάδα και για την ανάγκη της επανάστασης, που άλλωστε έχει πια αγκαλιάσει όλη τη Στερεά και ένα μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου. Μετά, φωνάζει με στεντόρια φωνή: « Ζήτω η Ελευθερία - Κάτω ο τύραννος». Οι στρατιώτες και οι βαθμοφόροι παραληρούν. Κραδαίνουν τα όπλα τους και απαντούν με συνεχείς κραυγές κατά της μοναρχίας. Η επανάσταση είχε αρχίσει. Ακούγονται τώρα πυροβολισμοί από διάφορα σημεία της πρωτεύουσας, που δεν αποτελούν παρά το σύνθημα για την καθολική λαϊκή εξέγερση. Ο Παπαδιαμαντόπουλος και οι άντρες του περιμένουν με αγωνία να δουν άλλα τμήματα στρατού, αλλά και το λαό να καταφθάνει σε ενίσχυση του πυροβολισμού. Περνά ώρα. Δεν εμφανίζεται κανείς. Μια ανησυχία διακατέχει την επαναστατημένη μονάδα, που κινδυνεύει τώρα να βρεθεί αβοήθητη και εκτεθειμένη σε μια ολοκληρωτική επίθεση των κυβερνητικών. Μπροστά στη δυσάρεστη αυτή τροπή, ο Παπαδιαμαντόπουλος διατάζει να ξαναμπούν τα κανόνια και τα πολεμοφόδια στο στρατώνα. Μετά, τοποθετούνται στην περιοχή ισχυρές επαναστατικές φρουρές και όλοι περιμένουν τις εξελίξεις με το δάχτυλο στη σκανδάλη… Την ίδια ώρα ο Καλλιφρονάς περιμένει τους χωριάτες του, που δεν εμφανίζονται και δε θα εμφανιστούν τελικά. Έτσι, με ένα επιτελείο 3 - 4 αφοσιωμένων οπαδών του, ξεκινάει για το χώρο της επαναστατικής συγκέντρωσης, κραυγάζοντας συνθήματα στους άδειους αθηναϊκούς δρόμους και κραδαίνοντας το σπαθί του…
«Έχω σπουδαιότερες δουλειές»
Με τον κρότο του βαρελότου, οι υπουργοί, με ένοπλες συνοδείες, σπεύδουν να συγκεντρωθούν στο υπουργείο Στρατιωτικών. Επικρατεί σύγχιση.
Ο πρωθυπουργός Κολοκοτρώνης δείχνει σημάδια έντονης ηττοπάθειας —καταλάβαινε πολύ καλά ότι όλα ήταν χαμένα για το θρόνο— και δεν θέλει με κανένα τρόπο να αιματοκυλίσει την πρωτεύουσα. Ο υπουργός Στρατιωτικών Σπυρομήλιος —αντίθετα— φαίνεται αποφασισμένος για βίαιη σύγκρουση. Ο Βώκος γράφει ότι ο Σπυρομήλιος, μόλις έμαθε για την εξέγερση του πυροβολισμού, έτρεξε να... συλλάβει τον Παπαδιαμαντόπουλο. Μαζί με λίγους χωροφύλακες πήγε στο στρατώνα του Μεταξουργείου, όπου ο φρουρός... του απαγόρευσε την είσοδο. Σε λίγο εμφανίστηκε εκεί κι ο Παπαδιαμαντόπουλος.
— Εν ονόματι του βασιλέως ακολουθήστε με, φώναξε ο υπουργός στον ταγματάρχη.
— Δυστυχώς, απάντησε αυτός, δε θα το κάνω. Ξέρετε έχω σπουδαιότερες δουλειές…
Ο Σπυρομήλιος τότε τον απειλεί με σύλληψη. Ο ταγματάρχης του λέει ειρωνικά:
— Δικαίωμα σας κύριε Σπυρομήλιο. Εγώ πάντως επιστρέφω κοντά στους άντρες μου, ανάμεσα στους οποίους μπορείτε, όταν το αποφασίσετε, να με συλλάβετε.
Και κάνει μεταβολή, φωνάζοντας συγχρόνως:
— Στα όπλα.
Ο υπουργός καταλαβαίνει ότι ο εντυπωσιασμός που επιδίωξε με την αιφνιδιαστική του εμφάνιση, είχε αποτύχει. Αποφασίζει λοιπόν να φύγει — κινδύνευε άλλωστε κι ο ίδιος— μα πιο πριν φωνάζει:
— Ταγματάρχα Παπαδιαμαντόπουλε, ελπίζω να συναντηθούμε ξανά…
— Και γω το ελπίζω, ακούγεται η απάντηση.
Μετά από λίγη ώρα ο υπουργός βρίσκεται και πάλι μαζί με τους συναδέλφους του. Μη θέλοντας να σπείρει την απογοήτευση, προσπαθεί να τους πείσει ότι ο Παπαδιαμαντόπουλος είναι απομονωμένος και ότι η εξέγερση θα κατασταλεί.
...Στρατολαός !
Από μια άποψη, η αισιοδοξία του Σπυρομήλιου δεν ήταν καθόλου παράλογη. Η ώρα περνούσε και αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα μικροεπεισόδια στην πόλη, ο κόσμος και οι άλλες στρατιωτικές μονάδες παρέμεναν αδρανείς. Η αγωνία, έτσι, μεγαλώνει κι όλα κρέμονται από μια τρίχα. Έστω κι αν η κατάσταση παραμένει στάσιμη, αυτό ωφελεί την κυβέρνηση, μια και την άλλη μέρα, με τον ερχομό του βασιλιά, όλα μπορούν ν’ ανατραπούν. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή εκδηλώνεται η έκρηξη της δεύτερης επαναστατικής εστίας, που ανατρέπει τους εφησυχασμούς της κυβέρνησης και αλλάζει το συσχετισμό των δυνάμεων. Ομάδες νέων, με αφετηρία το σπίτι του Μακρυγιάννη, ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας, χτυπώντας τις πόρτες και καλώντας τον κόσμο να ξεσηκωθεί. Λίγοι στην αρχή, και περισσότεροι όσο περνά η ώρα, πολίτες, ανταποκρίνονται στην έκκληση. Εμφανίζονται έτσι αρκετές ομάδες ενόπλων στους δρόμους, που κατευθύνονται προς το Μεταξουργείο. Ο Παπαδιαμαντόπουλος και οι πυροβολητές του ακούν από μακριά οχλοβοή και ανησυχούν. Μόλις καταλαβαίνουν ότι έρχονται λαϊκές δυνάμεις για να τους ενισχύσουν, ξεσπούν σε ιαχές ενθουσιασμού. Σε λίγα λεπτά, στρατός και λαός ενώνονται και ακολουθούν σκηνές αφάνταστης συγκίνησης. Όλοι κλαίνε από χαρά, φωνάζουν, τραγουδούν, χορεύουν. Πολλοί φωνάζουν «χριστός ανέστη». Κάποιος έχει μια μοναδική έμπνευση· φωνάζει:
— Αυτό δεν είναι στρατός και λαός, είναι σ τ ρ α τ ο λ α ό ς.
Η λέξη γίνεται σύνθημα. Τη φωνάζουν όλοι ρυθμικά. Λίγο αργότερα θα γίνει και παρατσούκλι του Παπαδιαμαντόπουλου, που ο κόσμος θα τον αποκαλεί «Στρατολαό». Ταυτόχρονα εκδηλώνεται και η εξέγερση και σε άλλες στρατιωτικές μονάδες, περιορισμένης όμως δυναμικότητας. Στο λόχο σκαπανέων έχει φτάσει μήνυμα από το Πυροβολικό, που διαβάζεται με συγκίνηση από τους υπαξιωματικούς. Σύσσωμη η μονάδα αποφασίζει να επαναστατήσει. Δυο επιλοχίες εμφανίζονται στον οθωνιστή διοικητή τους και τον καλούν να ταχτεί με το μέρος τους. Αυτός αρνείται και τον συλλαμβάνουν. Ίδιες είναι οι εξελίξεις και στο λόχο των πυροσβεστών, όπου απελευθερώνεται ο κρατούμενος αντιοθωνιστής λοχαγός Διαμαντίδης, που μπαίνει και... επικεφαλής της μονάδας. Σκαπανείς και πυροσβέστες, ενωμένοι με πλήθος λαού, κατευθύνονται κι αυτοί προς το στρατώνα του Πυροβολικού. Ακολουθούν νέες σκηνές επαναστατικού ενθουσιασμού.
«Ως πότε η ξένη ακρίδα»
Ο Παπαδιαμαντόπουλος νιώθει πια πως δεν μπορεί και δεν πρέπει αυτός ο χείμαρος να μείνει σε αμυντική στάση. Ξαναβγάζει τα κανόνια έξω από το στρατώνα, παρατάσει τις δυνάμεις του και δίνει την εντολή της εξόρμησης. Το ένοπλο πλήθος ξεπερνά τώρα τις 3.000 - 4.000. Στο μεταξύ ο Καλλιφρονάς το «φυσάει και δεν κρυώνει» για το «στήσιμο» που του είχαν κάνει οι οπαδοί του…
Από παντού ακούγονται κραυγές;
— Στου Βούλγαρη.
— Στου Ζαΐμη.
— Στου Δεληγιώργη.
Ο χείμαρος ανεβαίνει προς τα ανάκτορα. Πουθενά αντίσταση. Η κυβέρνηση έχει πια «εξατμιστεί». Ο υπουργός εξωτερικών Δραγούμης διηγείται μάλιστα ότι ο Σπυρομήλιος, μετά την αποτυχία του να πείσει τους οθωνιστές σε αντίσταση «μέχρις εσχάτων», πήγε απογοητευμένος... για ύπνο. Ανάλογη ήταν η... αντίδραση και του πρωθυπουργού Κολοκοτρώνη, ενώ η Αθήαν φλεγόταν από επαναστατικό μένος. Σε λίγο όλη η πρωτεύουσα αντηχεί από το τόσο γνωστό αντιβασιλικό τραγούδι:
Έως πότε η ξένη ακρίδα
έως πότε ο κουφός Βαυαρός
θα γυμνώνει τη δόλια πατρίδα
Εγερθήτε αδέλφια, καιρός.
Πέφτουν τα ανάκτορα
Τρία ήταν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν στην ιστορική εκείνη νύχτα. Το πρώτο ήταν η κατάληψη των ανακτόρων. Πρόκειται για μια επιχείρηση που είχε περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική σημασία μια και η ανατροπή της δυναστείας ήταν πια γεγονός. Δεύτερο ήταν η υπογραφή του επαναστατικού ψηφίσματος, που επισημοποιούσε την πολιτική αλλαγή. Τρίτο ήταν ο σχηματισμός επαναστατικής κυβέρνησης. Η κατάληψη των ανακτόρων υπήρξε αναίμακτη. Μόλις ο «στρατολαός» πλησίασε εκεί, άρχισε τις αποδοκιμασίες και κάλεσε τους χωροφύλακες της φρουράς να παραδοθούν. Καμιά απάντηση. Πολλοί από τους συγκεντρωμένους πετούν πέτρες. Βγαίνει στο μπαλκόνι ο ναύαρχος Σαχίνης, και —κατά το Φωτιάδη— γίνεται η ακόλουθη... συζήτηση:
— Τι θέλετε ωρέ, φωνάζει.
— Να παραδοθείτε, κραυγάζει ο λαός.
— Μπρε άντε ούρδε.
— Ανοίχτε τις πόρτες γιατί θα σας κάψουμε.
— Ντεν ανοίγω, το νοικοκύρη λείπει…
ΛΑΪΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ, ΠΟΥ ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΝ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΟΤΑΝ «ΑΠΕΙΘΑΡΧΟΥΣΑΝ» |
Ο κόσμος επιτίθεται, αρχίζει να χτυπάει με τσεκούρια την κεντρική πύλη. Ο διοικητής των ανακτόρων στρατηγός Χαν καταλαβαίνει επιτέλους ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη. Δίνει έτσι την εντολή της παράδοσης στους τρομοκρατημένους χωροφύλακες. Η πύλη ανοίγει. Το πλήθος ορμά και αφοπλίζει τους χωροφύλακες, πολλοί από τους οποίους προσχωρούν αμέσως στην επανάσταση. Ο Χαν κατορθώνει να ξεφύγει. Ορίζεται αμέσως «Επιτροπή επί των Ανακτόρων» για την αποφυγή λεηλασίας και καταστροφών. Συμμετέχουν σ’ αυτήν ο Ν. Σαρίπολος, ο Κ. Δόσιος, ο Ε. Κεχαγιάς, ο Π. Καλλιγάς και ο Α. Σούτσος.
Αθανάσιος Μιαούλης |
Γενναίος Κολοκοτρώνης |
Κατεβαίνουν επίσης από παντού οι θυρεοί, οι βασιλικές σημαίες και κάθε σύμβολο που θυμίζει Όθωνα και ποδοπατιώνται από τον κόσμο. Κόβονται τέλος, όλα τα... λουλούδια του κήπου. Διηγούνται πως όταν το πλήθος μπήκε στην αίθουσα των τελετών και έσπασε με μασιά τον ξύλινο επιχρυσωμένο θρόνο του Όθωνα, ο γιος του Μακρυγιάννη (που λεγόταν κι αυτός... Όθωνας) πήρε το Κα τεστραμένο στέμμα, το πήγε σπίτι του και το πέταξε στα πόδια του πατέρα του, ο οποίος αποτελούσε για το λαό και το σύμβολο του αντιδυναστικού αγώνα. Ενθουσιασμένος τότε ο γέρος, σηκώθηκε από το κρεββάτι του —ήταν βαριά άρρωστος— και ενώθηκε με το πλήθος, που τον αποθέωσε.
«Η βασιλεία του Όθωνα καταργείται»
Η περίφημη διακήρυξη της ανατροπής του Όθωνα γράφτηκε γύρω στις πρωινές ώρες της 11ης Οκτωβρίου, στο στρατώνα του Πυροβολικού. Είχε ως εξής:Σπυρίδων Σπυρομήλιος (1800, Χειμάρρα - 1880, Αθήνα) |
«ΨΗΦΙΣΜΑ
Τα δεινά της πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχίαι και η πρωτεύουσα συνενωθείσαι μετα του στρατού έθεσαν τέρμα εις αυτά
Ως κοινή δε απόφασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου, κηρύσσεται και ψηφίζεται:
Η βασιλεία του Όθωνος καταργείται.
Η αντιβασιλεία της Αμαλίας καταργείται.
Προσωρινή κυβέρνησις συνίσταται όπως κυβερνήση το Κράτος μέχρι συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως, συγκειμένη εκ των εξής πολιτών.
Δημητρίου Βούλγαρη, προέδρου.
Κωνσταντίνου Κανάρη.
Βενιζέλου Ρούφου.
Εθνική συντακτική συνέλευσις συγκαλείται αμέσως προς σύνταξιν της πολιτείας και εκλογήν ηγεμόνος.
Ζήτω το Έθνος, ζήτω η πατρίς
Εγένετο εν Αθήναις εν έτει σωτηρίω 1862, εν μηνί Οκτωβρίω και δεκάτη αυτού».
Γεώργιος Σαχίνης (1789, Ύδρα - 1864, Αθήνα) |
Σχετικά με τα όσα προηγήθηκαν του Ψηφίσματος αυτού, αναφέρουμε:Γύρω στις 3 το πρωί άρχισαν να συγκεντρώνονται στο χώρο του στρατώνα πυροβολικού οι διάφοροι πολιτικοί ηγέτες. Πρώτος έφτασε εκεί ο ηγέτης της νεολαίας Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, ο οποίος γράφει στο ημερολόγιο του: «Την 10ην 'Οκτωβρίου 1862. Η επανάστασις. Παπαδιαμαντόπουλος, ταγματάρχης πυροβολικού, ο επικεφαλής του κινήματος. Την 3ην μετά το μεσονύκτιον με εκάλεσεν εις τον στρατώνα πυροβολικού. Εκεί ουδείς των πολιτικών.
Moι είπεν ότι πρόεδρον απεφάσισαν Βούλγαρην, μέλος δε εμέ και να εύρωσι τρίτον. Ήλθον Βούλγαρης, Μαυρομιχάλης, Ζαΐμης, Κουμουνδούρος, Αυγερινός, Νικολόπουλος, Δ ιαμαντόπουλος…». Από το πολλά που γράφτηκαν για τις στιγμές εκείνες, συμπεραίνεται ότι οι ηγέτες των πολιτικών παρατάξεων — που σχεδόν όλοι απουσίαζαν από τις επαναστατικές επιχειρήσεις— κάθε άλλο παρά ομονοούσαν ως προς τις κατευθύνσεις που έπρεπε να ακολουθηθούν μετά την ανατροπή του Όθωνα. Ο Βούλγαρης, συγκεκριμένα, αρνείται πως πρέπει να διατυπωθεί ρητά η κατάργηση του Όθωνα. Ο Κουμουνδούρος διστάζει σ' ότι αφορά την κατάργηση συνολικά της δυναστείας (και επομένως των διαδόχων του Όθωνα από το βαυαρικό οίκο). Ο Ζαΐμης πιστεύει ότι κάθε επαναστατικό ψήφισμα πρέπει να εγκριθεί από νομότυπα εκλεγμένη εθνοσυνέλευση και όχι από το συγκεντρωμένο πλήθος λαού - στρατού. Ο Κανάρης φαίνεται έντονα προβληματισμένος, βλέποντας να συμμετέχουν στις πολιτικές διεργασίες άτομα, που κάθε άλλο παρά είχαν συμμετάσχει στον αντιδυναστικό αγώνα των τελευταίων μηνών. Είναι η κορυφαία στιγμή στην πολιτική ιστορία του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, που καταλαβαίνει ότι η επανάσταση κινδυνεύει τώρα να εκφυλιστεί, αμέσως μετά τη νίκη της. Προσπαθεί να πείσει τους πολιτικούς αρχηγούς ότι κάθε «μεσαία» λύση είναι ασύμφορη καί ίσως καταστροφική. Σε κάποια φάση, συντάσσεται ένα προσχέδιο της επαναστατικής διακήρυξης. Το υπαγορεύει ο Δεληγιώργης στο γραμματέα (η παράδοση λέει ότι γράφτηκε πάνω ο’ ένα κανόνι, πράγμα που δεν είναι αληθινό). Το προσχέδιο εκείνο έλεγε:
ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Ο λαός της πρωτευούσης λαβών τα όπλα προς απελευθέρωσιν της πατρίδος από της βασιλείας του Όθωνος, όπως έπραξαν και αι λοιπαί της Ελλάδος επαρχίαι, αφ’ ου πλέον ετελέσθη η μετά εν τη πρωτευούση εδρεύοντος στρατού συμφιλίωσις και συνδιαλλαγή κατά την νύκτα ταύτην.
Ψηφίζει
Η Βασιλεία του Όθωνος και η αντιβασιλεία της συζύγου αυτού Αμαλίας καταλύεται.
Η διαδοχή των οίκων των Βιτελσβαχιδών καταργείται.
Αμφοτέρων η περιουσία δημεύεται.
Η κυβέρνησις της πατρίδος εμπιστεύεται εις προσωρινήν κυβέρνησιν, συγκειμένην εκ των πολιτών...Η Βουλή και η Γερουσία καταργούνται.
Διατηρείται δε η Συνταγματική Μοναρχία ως το αιώνιον πολίτευμα του Ελληνικού Έθνους και συγκαλείται συνέλευσις συντακτική, όπως αναθεώρηση το υπάρχον σύνταγμα και εκλέξη νέον ηγεμόνα της Ελλάδος…».
Οι διαβουλεύσεις συνεχίζοντι και τα πνεύματα αρχίζουν να αγριεύουν. Ο Δεληγιώργης, βλέποντας ότι μπορεί να χαθούν όλα από στιγμή σε στιγμή, παίρνει μια μεγάλη απόφαση. Παρατάει τις συζητήσεις και βγαίνει στον κόσμο.
— Κάτω ο Όθωνας και η δυναστεία του, φωνάζει.
— Κάτω ο τύραννος και το σόι του, απαντά το πλήθος.
Μπροστά στη νέα αυτή τροπή των πραγμάτων, οι άλλοι πολιτικοί εγκαταλείπουν κάθε δισταγμό. Ο Δεληγιώργης έτσι, συντάσσει το τελικό κείμενο του ψηφίσματος - που αναφέραμε ήδη - παραλείποντας τα περί «αιωνίου πολιτεύματος της Συνταγματικής Μοναρχίας». Οι συγκεντρωμένοι το ακούν και ξεσπούν σε ζητωκραυγές. Με το ψήφισμα και την πρωτογενή έγκριση του από το ένοπλο εκλογικό σώμα, η επανάσταση ολοκληρώνεται. Μένει εκείνη η «λεπτομέρεια» για την «εκλογή νέου ηγεμόνος», που θα αποτελέσει και την «κερκόπορτα» για την εισβολή των Γλύξμπουργκ…
Μια κυβέρνηση-πρόβλημα
Η συγκρότηση της νέας κυβέρνησης γίνεται λίγο αργότερα στην αίθουσα της Γερουσίας, που στεγαζόταν τότε στο κτήριο του Πανεπιστημίου. Εκτός από την τριανδρία Βούλγαρη - Κανάρη - Ρούφου, διορίζονται οι ακόλουθοι υπουργοί: Εσωτερικών: Θ. Ζαΐμης, Οικονομικών: Τ. Μαγγίνας, Δικαιοσύνης: Α. Κουμουνδούρος, Ναυτικών: Δ. Καλλιφρονάς, Εκκλησιαστικών και Παιδείας: Β. Νικολόπουλος (γαμπρός του Βούλγαρη), Στρατιωτικών: Δ. Μαυρομιχάλης, Εξωτερικών: Α. Διαμαντόπουλος. Ήταν μια πραγματικά συντηρητική ηγεσία, με μέλη άτομα που ουσιαστικά δεν είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση.«...Έθραυσαν αρειμανίως τους φανούς της πρωτευούσης». |
— 'Οχι στη νέα κυβέρνηση. Θέλουμε υπουργό το Δεληγιώργη.
Η νεολαία χειροκροτεί με ενθουσιασμό και αρχίζει τα συνθήματα υπέρ του ηγέτη της. Έτσι, ο Βούλγαρης αναγκάζεται να κάνει «πίσω» και να δόσει στο Δεληγιώργη... μισό υπουργείο: το υπουργείο Παιδείας (το υπουργείο Εκκλησιαστικών το κράτησε ο γαμπρός του Νικολόπουλος).
Τα επινίκια
Οι επαναστατικές - εορταστικές εκδηλώσεις δεν σταμάτησαν με το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Ο κόσμος ξεχύθηκε μαζικά στους δρόμους, ανεμίζοντας κόκκινα λάβαρα και πανηγύρισε την έκπτωση του Όθωνα για αρκετές ώρες. Ιδιαίτερα αποθέωσε τον Α. Δόσιο —τον επίδοξο φονέα της Αμαλίας— καθώς και άλλους αγωνιστές, που η πρώην κυβέρνηση Κολοκοτρώνη κρατούσε μέχρι τότε στο Μενδρεσέ. Πολλοί νεολαίοι, μην έχοντας πια κανένας αντίπαλο, εκτονώθηκαν σπάζοντας τα φανάρια της πρωτεύουσας, γεγονός που έδωσε τροφή και για το παρακάτω σατιρικό δίστιχο: «Κυβερνήσεως πεσούσης / κι αντιστάσεως μη ούσης / έθραυσαν άρειμανίως / Τους φανούς της πρωτεούσης».Άλλο θαυμάσιο σατιρικό δίστιχο πλάστηκε και για τον Α. Καλό, που από κρατούμενος βρέθηκε απότομα... αρχηγός της αστυνομίας: «Η δεκάτη Οκτωβρίου / παραβαίνουσα τον νόμον / απ’ τον Μενδρεσέ τον πήρε / και τον έκανε Αστυνόμον». Κι ενώ γινόντουσαν όλα αυτά, ο πρώην πρωθυπουργός Γενναίος Κολοκοτρώνης, συνέχιζε ατάραχος τον... ύπνος του. Κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για , τη σύλληψη του…ΤΟΤΕ...
ΤΕΥΧΟΣ Νο 5
ΑΘΗΝΑ 1983
from ανεμουριον https://ift.tt/2rjkz1N
via IFTTT