του ΚΑΠ - Σ
Στην εφημερίδα «Πατρίς» της 10ης Ιουλίου 1928 - δηλαδή πριν 55 χρόνια - δημοσιεύτηκε το παρακάτω ρεπορτάζ, που αναφερόταν, στις... «συνδικαλιστικές» δραστηριότητες των ζητιάνων· Είναι μια μαρτυρία για την «άλλη» Αθήνα του Μεσοπολέμου και ένα «αφιέρωμα» στο μικρόκοσμο που χάθηκε, χωρίς ν’ αφήσει πίσω του κάποια μνήμη...
Σ’ ένα μονόροφο σπιτάκι επί της οδού Αλβανίας, (σ.σ. πρόκειται για τη σημερινή Βορείου Ηπείρου) παρά τον Κολωνόν, μαζεύονται κάθε βράδυ οι πλουσιώτεροι άνθρωποι της Αθήνας: είναι οι ζητιάνοι της πρωτευούσης και των προαστείων, παλαίμαχοι στο επάγγελμα, διά το οποίον κατέβαλον ως κεφάλαιον την απλωμένην παλάμην των και μερικάς ευχάς.
Εμπρός στο σπιτάκι της οδού Αλβανίας, γίνεται κάθε βράδυ, κατά τας δέκα, συναγερμός. Είχα την ευτυχία να οδηγηθώ έως εκεί, από ένα γέροντα ζητιάνον, τον Ιωάννην Αποστολάκην, από τα Χανιά της Κρήτης, που σταθμεύει μαζί με τη φισαρμόνικα και το μικρό ... γυιό του, έξω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου της Κολοκυνθούς.
Το σπιτάκι της οδού Αλβανίας, είναι ένα είδος ξενοδοχείο των ζητιάνων της Αθήνας, όπου, κάθε βράδυ, συνάζονται οι «διακονιαρέοι» και καταμετρούν τα έσοδα της ημέρας.
Ο συνοδός μου με ωδήγησε από τις γραμμές του Λαρισσαϊκού, και ανάμεσα σε σκοτεινά στενά, έως τη μικρή σιδερένια πορτούλα. Εμπήκαμε σε μια αυλή, με χαντάκια, στα οποία έτρεχαν ακάθαρτα νερά. Στην αυλή υπήρχαν πέντε πρόχειρα κρεββάτια καμωμένα από σανίδες και στρίποδα. Επάνω σ’ αυτά ανεπαύοντο φυσιογνωμίαι, που κάνουν «πιάτσα» από βαθείας πρωίας, εις τας γωνίας των αθηναϊκών οδών. Οι τυφλοί ζητιάνοι, οι χωλοί και άλλοι πένητες είχαν βγάλει τα γυαλιά τους, είχαν πετάξει τα δεκανίκια ή τις μαγκούρες τους και ερρογχάλιζαν μακαρίως, κάτω από μίαν θαυμασίαν πανσέληνον.
Ο οδηγός μου επροχώρησε, ανάμεσα από τα κρεββάτια και εισήλθε διά μιας ανοικτής θύρας, εις το πρώτο μικρό δωματιάκι της αυλής.
Μία λαμπίτσα πετρελαίου, με χαμηλό φως εφώτιζε εις το σκοτάδι. Και, κάτω από το φως αυτό διέκρινα στους τοίχους του δωματίου ζωγραφιές παντός είδους, που παρίσταναν ανθρώπους, ζώα, αγίους, ήλιους, την σελήνην, τ’ αστέρια, αριθμούς και άλλα μυστηριώδη πράγματα, καμωμένα με κάρβουνο και διακοσμημένα με κόκκινες πινελιές.
Κατά μήκος των τοίχων και στην άκρη και στη μέση του δωματίου, είναι στημένα περί τα δέκα κρεββάτια από σανίδια και στρίποδα. Στα μισά απ' αυτά κοιμώνται βαθύτατα άνθρωποι που φαίνονται υπερβάντες το εξηκοστόν έτος της ηλικίας των. Είναι σκεπασμένοι άλλοι με τσουβάλια ή με ράκη στρωμάτων. Σε δυο κρεββάτια κοιμώνται δυο γυναίκες. Ένα μωρό κλαυθμυρίζει. Τα υπόλοιπα κρεββάτια είναι άδεια, και περιμένουν να φιλοξενήσουν τους πελάτες των.
Το γραφείο
Ο άνθρωπος, που με συνοδεύει, ξεκρεμά τη λαμπίτσα από τον τοίχο του δωματίου, προχωρεί σε μια κλειστή πορτούλα, την ανοίγει, και μ’ ευγένεια και υποχρεωτικότητα με προσκαλεί:
— Περάστε.
Περνώ. Μπαίνουμε σ’ ένα μικρό δωμάτιο, σαν αυτό που αφήσαμε. Εδώ όμως δεν ευρίσκεται κανείς.
— Είναι το γραφείο μας, μου λέγει ο συνοδός μου.
— Ποιό γραφείο;
— Το γραφείο του συλλόγου!
— Τίνος συλλόγου;
— Των ζητιάνων.
— Η έκπληξίς μου ήταν δικαιολογημένη:
— Τι λες αδελφέ! Έχετε σύλλογο;
— Μάλιστα. Βλέπεις εδώ το γραφείο μας. Εδώ γύρω (και μου έδειξε τέσσαρες σανιδένιους πάγκους) κάθονταν οι διακονιαρέοι, όταν συνεδριάζη ο σύλλογος. Σ' αυτό το τραπέζι (και μου έδειξε έναν άλλο πάγκο, κάπως ψηλότερο) κάθεται ο πρόεδρος και μιλάει.
— Και κάθε πότε συνεδριάζετε;
— Κάθε Δευτέρα βράδυ.
— Και τι συζητείτε;
— Συμφωνάμε που θα κάνουμε πιάτσα την ερχόμενη βδομάδα, για να μην πέφτουμε πολλοί μαζί... Κατόπιν δίνουμε τη συνδρομή μας στον πρόεδρο, ο οποίος μας κανονίζει τα κρεββάτια μας, γιατί η αστυνομία δεν μας επιτρέπει να κοιμώμαστε έξω.
— Πόση είναι η συνδρομή;
— Ένα εικοσιπεντάρικο το μήνα.
— Ποιός είναι ο πρόεδρος;
— Ο Γεράσιμος Παπαδάτος, από την Κεφαλλονιά, διακονιάρης κι’ αυτός, όπως όλοι μας. Κάνει γύρο στον Άη Παντελέημονα και μπορείς να τον δης κάθε απόγευμα να τριγυρίζη τα σπίτια και τα καφενεία της συνοικίας. Την Κυριακή, μετά τη λειτουργία, στέκεται στη δεξιά πόρτα της εκκλησίας, μαζί με τη γυναίκα του και με το παιδάκι του, που τις καθημερινές πηγαίνει στο δημοτικό σχολείο. Έπρεπε να συναντήσω το Γεράσιμο Παπαδάτο, και μάλιστα το γρηγορώτερο. Αυτός, σαν πρόεδρος των ζητιάνων της Αθήνας, θα είχε να μου πη πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τη Δράσι του συλλόγου του. Ο συνοδός μου ηθέλησε να με διευκολύνη:
— Αύριο Σάββατο, μετά τον εσπερινό, μπορείς να τον δης στον Άη Παντελέημονα.
Και αίφνης, ως να ενθυμήθη κάτι, μου είπε;
— Έχεις σπίρτα;
— Ναι.
— Δος μου τα.
Τα πήρε. Άναψε ένα, ανέβηκε στον πάγκο όπου η έδρα του προεδρείου και εις το μικρό φως της λάμπας και του σπίρτου, τον είδα να κατεβάζη ένα καντηλάκι, το άναψε και το επανέθεσε μ’ ευλάβεια στη θέσι του. Στην αμφίβολη λάμψη του διέκρινα μια εικονίτσα αγίου.
— Ποιός είν’ ο άγιός σας;
— Ο Αηπαντελέημονας.
— Πάλι αυτός; Γιατί τόση προτίμησι;
— Είναι ο προστάτης μας, ο άγιος των φτωχών, που τους πάντας ελεεί, όπως το μολογάει και τόνομά του. Ο άγιος μας έζησε κι’ εμαρτύρησε, ελεώντας τους πτωχούς. Και μέσα από τη φυλακή του, περιμένοντας το θάνατο, ελεούσε τους αδυνάτους κι’ εβοηθούσε τους άλλους καταδίκους, που επερίμεναν κι’ αυτοί το μαρτύριο. Γι’ αυτό όλοι αγαπούμε τον Αηπαντελέημονα κι’ αποφασίσαμε να διακονεύη στη συνοικία του ο πρόεδρός μας.
— Τιμής ένεκεν;
Ο σύνοδός μου ενόμισε ότι τον ειρωνεύομαι. Και μου διέκοψε εδώ τη συνομολία. Εξαναπήρε τη λαμπίτσα, που την είχα αφήσει στην «έδρα» του προέδρου, και βγήκαμε από το «γραφείο». Μ’ εξεπροβόδησε έως τη σιδερένια εξώπορτα, κρατώντας πάντα τη μικρή λαμπίτσα στο χέρι.
— Φρόντισε να δης και τον πρόεδρο, μου είπε.
— Έρχεται εδώ;
— Κάθε πρωί. Γιατί αυτός κάθεται σε άλλο σπίτι. Έχει δικό του σπίτι, εκτός από τούτο, στην Κολοκυνθού. Αλλά θα τον βρης εκεί που σου είπα: στον Αηπαντελέημονα, το Σάββατο το απόγευμα.
— Κύριε Αποστολάκη είσαι υποχρεωτικώτατος.
Ο συνοδός μου άλλαξε όψι ξαφνικά, επήρε το τεθλιμμένο ύφος του ζητιάνου και με ικέτευσε:
— Δώσε μου τώρα ένα ταληράκι για τον κόπο μου...
Του το έδωσα προθύμως.
— Να συχωρεθούν τα πεθαμμένα σου.
— Τα δικά μου όχι. Το τάλληρο αυτό θα το περάσω στο λογαριασμό της εφημερίδας μου. Καληνύχτα.
Τι λέγει ο πρόεδρος
Χθες Σάββατο απόγευμα συνήντησα πραγματικά στη δεξιά πορτούλα της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονος, τον πρόεδρο του συλλόγου των ζητιάνων, Γεώργιον Παπαδάτον, από την Κεφαληνίαν. Είναι ένας άνθρωπος περισσότερο από εξήντα ετών, και φαίνεται καταπονημένος από τα βάσανα της ζωής.
— Πόσον καιρό είσαι ζητιάνος, Γεράσιμε τον ρώτησα σαν να τον γνώριζα. Και μου απήντησε χωρίς δυσκολία:
— Αφ’ ότου κάηκε το σπίτι μου στην Κεφαλληνία. Τα έχασα όλα, εκουτσάθηκα, και ήλθα εδώ για δουλειά, δεν ευρήκα όμως κι’ αναγκάστηκα να ζητιανεύω.
— Πόσα χρόνια πάνε;
— Δεκαπέντε. Αλλά, δεν βαρυέσαι ούτε ένα ξεροκόμματο δεν βγαίνει κάθε μέρα.
— Ο κόσμος δεν δίνει πια ελεημοσύνες;
— Που και που καμμιά δεκάρα... Προ του πολέμου, οι άνθρωποι ήσαν ποιό γαλαντόμοι. Έδιναν τότε πρόθυμα την πεντάρα ή τη δεκάρα, χωρίς να βαρυγκωμούν. Σήμερα δίνουν πάλι δεκάρες, αλλά οι δεκάρες δεν έχουν πια αξία.
— Εν τούτοις, φασούλι το φασούλι...
— Ναι, αλλά δεν δίνει ο κόσμος. Φτώχεια, βλέπεις, σ’ όλο το πόπολο. Κανένας δεν έχει, για να δώση. Την Κυριακή μονάχα, μετά τη λειτουργία, κάτι γίνεται... Αλλά, σου είπα, πενταροδεκάρες.
— Γιατί δε δουλεύεις Γεράσιμε;
— Δεν μπορώ. Υποφέρω από τα πόδια μου κι' από το στομάχι μου. Στην Κεφαλλονιά ήμουν τσαγκάρης. Η δουλειά αυτή μ' έβλαψε στο στομάχι, κι από τότε έγινα άχρηστος. Αναγκάστηκα να ζητιανεύω.
— Έχεις γυναίκα;
— Ναι. Κι’ ένα παιδάκι.
— Πότε παντρευτήκατε;
— Προ δέκα χρόνων.
— Ενώ, εζητιάνευες;
— Την επήρα για ν’ αλλάξη η τύχη μου, αλλά δεν βαρυέσαι... Τώρα ζητιανεύουμε κι’ οι δυο μας...
— Ποιος κερδίζει περισσότερα; Εσύ ή αυτή;
— Αυτή. Γιατί αυτή, βλέπεις, έχει χαλασμένο και το δεξί της μάτι...
— Και πόσα βγάζεται την ημέρα;
Ο πρόεδρος των ζητιάνων έδειξε μια δυσφορία, που μου έλεγε πως είμαι τουλάχιστον αδιάκριτος.
— Ας είναι, δεν επιμένω... Θέλω όμως να μου πης για το σύλλογό σας.
— Γι’ αυτό μάλιστα. Η καταδίωξη της αστυνομίας μας ανάγκασε να οργανωθούμε. Άλλους μας πιάνει καταμεσής του δρόμου και μας κλείνει στα μπουδρούμια για αλήτες, άλλους μας βγάζει από τα πόστα μας. Δεν επιτρέπει να κοιμώμαστε στο ύπαιθρο. Μας είπε: Ή θα βρήτε σπίτι ή θα σας δώσω εγώ, στο φρέσκο. Έτσι αναγκασθήκαμε να κάμουμε σύλλογο, για να κυττάξουμε πως θα ζήσουμε.
— Και είσαι ο πρόεδρός τους;
— Ναι. Επειδή είμαι εγγράμματος.
— Τι ξέρεις;
— Επήγα έως την τρίτη τάξι. Ξέρω όμως πολλά πράγματα.
— Πόσα μέλη έχει ο σύλλογος;
— Τριάντα. Είμαστε οι πιο παληοί της Αθήνας. Έχουμε και πέντε γυναίκες στο σύλλογο.
— Και ποιός είναι ο σκοπός σας;
— Πρώτα - πρώτα, να κοιμώμαστε τη νύχτα σε... κρεββάτι για να μη μας τραβάνε στις αστυνομίες. Τ’ άλλα είναι ζητήματα δικά μας. Δος μου τώρα ένα φραγκάκι, - έτσι να συχωρεθούν τα πεθαμένα σου.
Του έδωσα ένα τάλληρο. Θα το περάσω κι’ αυτό στο λογαριασμό της εφημερίδας μου.
ΤΟΤΕ...
ΤΕΥΧΟΣ Νο 2
ΑΘΗΝΑ 1983
from ανεμουριον https://ift.tt/2WKRXw4
via IFTTT