Στις 3 Νοεμβρίου 1968 η Αθήνα —και μαζί της όλη η Ελλάδα— ζει μια ιστορική μέρα: με αφορμή την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, ο ελληνικός λαός βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει την καθολική του αντίθεση στη δικτατορία. Ένα εκατομύριο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους της πρωτεύουσας και διαδηλώνει τα δημοκρατικά του φρονήματα, κουρελιάζοντας κυριολεκτικά όλους εκείνους τους μηχανισμούς τρομοκρατίας που επί ενάμιση χρόνο οικοδομούσε το καθεστώς για να στεριώσει τη θέση του. Το γεγονός αυτό θα συγκλονίσει την παγκόσμια κοινή γνώμη και θ' αποτελέσει την πρώτη και πιο τρανταχτή απόδειξη πως οι συνταγματάρχες δεν είχαν ριζώσει στο λαό και πως δε θα ρίζωναν ποτέ. Το νόθο δημοψήφισμα της 29ης Σεπτεμβρίου (που έδινε στη χούντα το... 92% των ψήφων) φαντάζει πια κωμικοτραγική φάρσα και τα όργανα προπαγάνδας του καθεστώτος παίρνουν την πιο αποστωμοτική απάντηση. Και το σπουδαιότερο: ο λαός αποκτά για πρώτη φορά συνείδηση της δύναμης του, ενώ η δικτατορία τη συνείδηση του αμυνόμενου. Πολλοί που στέκαν μέχρι τότε ουδέτεροι, κλίνουν με την πλευρά των δημοκρατικών δυνάμεων, ενώ μια σειρά πολιτικοί που κρατούσαν ακαθόριστη στάση, νιώθουν πως κάθε συνεργασία τους με τη χούντα θα σημάνει και το μελλοντικό πολιτικό τους θάνατο... Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι τα γεγονότα της 3ης Νοεμβρίου 1968 αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για το καθεστώς της 21ης Απριλίου, ένα καθεστώς που επί 7 χρόνια δεν μπόρεσε να βρει χώρο αναφοράς μέσα στον λαό και στον πολιτικό κόσμο...
Τις μέρες εκείνες δεν είχαν ακόμα κατασιγάσει οι συζητήσεις και τα σχόλια για το ανεκδιήγητο «δημοψήφισμα» που είχε πραγματοποιήσει η χούντα στα τέλη του Σεπτεμβρίου, θέλοντας να επισημοποιήσει το «Σύνταγμα» της. Για την ιστορία, αναφέρουμε τα «αποτελέσματα» που εμφάνισε: έγκυρα: 5.030.466 ΝΑΙ : 4.638.543 (91,87%)! ΟΧΙ : 391.923 (7,76%)! άκυρα : 18.515 αποχή : 1.467.304. Γέλασε βέβαια —με όση διάθεση υπήρχε τότε για γέλιο— ο κάθε πικραμένος, με τους αριθμούς αυτούς, που μόνο στο επίπεδο της... αποχής πλησίαζαν κάπως την αλήθεια. Ως προς τα ποσοστά του ΝΑΙ και του ΟΧΙ τα αποτελέσματα ήταν τόσο εξοργιστικά που ελάχιστοι έπεσαν στην παγίδα να τα μελετήσουν για να δουν τις διαθέσεις του ελληνικού λαού... Εκείνες τις μέρες, το δημοκρατικό περιοδικό «Ελεύθερη Πατρίδα» (εκδιδόταν στη Ρώμη) δημοσίευσε κάποια ανώνυμη ανταπόκριση από την Αθήνα. Οι αποκαλύψεις ήταν πολύ ενδιαφέρουσες: στην Αθήνα είχαν κρατηθεί στοιχειώδη προσχήματα (οι δικηγόροι—δικαστικοί αντιπρόσωποι ήταν όλοι κι όλοι 80, και μόνο στα δικά τους εκλογικά τμήματα μπορούσε να πάρει κανείς —αν είχε την τόλμη να το ζητήσει— το ΟΧΙ), ενώ στην επαρχία η βία κι η νοθεία ήταν απροκάλυπτη και τελείως ωμή. Στην Κεφαλλονιά π.χ. οι ψηφοφόροι δέχονταν άμεσες απειλές από τα παριστάμενα όργανα εξουσίας, χωρίς φυσικά να αντιδράσουν οι ΤΕΑτζήδες - δικαστικοί αντιπρόσωποι. Αναφέρεται μάλιστα ότι μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση κάποια γυναίκα — ετεροδημότης από την Αθήνα— τόλμησε να πει στο χωροφύλακα φρουρό:
- Χρειαζόταν να μας κουβαλήσετε μέχρι εδώ; δεν το ρίχνατε μόνοι σας να τελειώναμε;
Στην Καβάλα, δύο δικηγόροι-δικαστικοί αντιπρόσωποι... επέμεναν να δείνουν και το ΟΧΙ στους ψηφοφόρους. Πολλοί από αυτούς αντέδρασαν πανικόβλητοι και αρνούνταν και να το αγγίξουν. Έβριζαν μάλιστα τους δικηγόρους, που τους... εξέθεταν σε κίνδυνο. Τα παραπάνω είναι ενδεικτικά αυτής της ατμοσφαίρας που επεκράτησε σ' όλη τη χώρα κατά τη μέρα εκείνη... Κι ο ανταποκριτής, παραπέρα, σημειώνει: « Ώρα 12.20' (μετά τα μεσάνυχτα). Στη Λεωφόρο Κηφησίας, έξω από τον κινηματογράφο «Άνεσις», κάμποσοι περαστικοί γυρίζουν σπίτι τους ή ίσως απλώς χαζεύουν. Ξαφνικά μια εξαιρετική νευρικότητα καταλαμβάνει όλους τους παρευρισκόμενους χωροφύλακες. Ακούγεται η σειρήνα της Άμεσης Δράσης. Το περιπολικό περνά με αστραπιαία ταχύτητα, από πίσω δύο μοτοσυκλέτες της Ασφάλειας -κι αυτές με σειρήνα- και μετά η μοντέρνα νεκροφόρα του δικτάτορα. Όλα αστραπιαία! Πέρασε ο Παπαδόπουλος χωμένος βαθιά στο πίσω κάθισμα, σχεδόν άφαντος, σκεπασμένος με τη δόξα του 95,72% (όσο μετέδωσε μέχρι τώρα ο σταθμός). Δεν ακούγεται ούτε ένα χειροκρότημα για τον θριαμβευτή. Δεν έσκασε ούτε ένα χαμόγελο στα χείλια κανενός. Όλοι κοιταχτήκαμε σιωπηλοί. Ένας έξυσε το λάρυγγα του, ύστερα έφτυσε με θόρυβο. Πιο κει, ένας από τους σκοπούς αστυφύλακες κοίταξε το ρολόι του: 12.23'. Έφτιαξε το πηλήκιο του, προχώρησε σκυφτός, τόσο που λες και σήκωνε στις πλάτες του τα αμαρτήματα όλα της ντροπής της ατέλειωτης τούτης μέρας...»
Ο θάνατος του «Γέρου»
Ο γέρο-Παπανδρέου είχε πιαστεί από την πρώτη νύχτα του πραξικοπήματος και διαβιούσε σε καθεστώς περιορισμού. Η μεγάλη ηλικία του —ήταν τότε 79 χρόνων— τον είχε σώσει βέβαια από τις μεγάλες ταλαιπωρίες που έζησαν τότε άλλοι πολιτικοί ηγέτες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η κράτηση του ήταν ανώδυνη. Όσοι τον έζησαν στις δύσκολες εκείνες ημέρες της ζωής του, διηγούνται ότι παρ’ όλη την αγωνία του για την τύχη του τόπου —αλλά και των αγαπημένων του προσώπων— κατόρθωνε να διατηρεί και την αισιοδοξία και το χιούμορ του, και να τα διαχέει στο περιβάλλον του. Σ' αυτόν αποδίδεται και η περίφημη φράση «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών... Καθολικώς Διαμαρτυρομένων» που τόσο διασκέδασε το δημοκρατικό κόσμο... Στα τέλη Οκτωβρίου η ήδη κλονισμένη υγεία του «Γέρου» επιδεινώνεται. Μια ξαφνική γαστρορραγία θα υποχρεώσει τους δικούς του να τον μεταφέρουν στον «Ευαγγελισμό», όπου οι γιατροί καταβάλουν κάθε προσπάθεια για τη σωτηρία του. Στις 30 Οκτωβρίου ο Παπανδρέου εγχειρίζεται. Η επέμβαση κρατά 5 ώρες κι όλα δείχνουν ότι παρόλη τη σοβαρή του κατάσταση τελικά θα σωθεί. Στο προσκέφαλό του βρίσκεται ο γιος του Γεώργιος —ο Ανδρέας βρισκόταν στο εξωτερικό— κι η νύφη του Μαργαρίτα. Στις 2.05' (μετά τα μεσάνυχτα) όλα ανατρέπονται. Ένα ξαφνικό εγκεφαλικό επεισόδιο αιφνιδιάζει τους πάντες. Ο γιατρός Μπάκαλος αγωνίζεται με κάθε μέσο να τον διατηρήσει στη ζωή μα ο αγώνας είναι άνισος. Στις 2.20' ο Παπανδρέου αφήνει την τελευταία του πνοή. Ένας βουβός θρήνος απλώνεται στους διαδρόμους του «Ευαγγελισμού». Πάνω από τη σωρό του, κλαίει μ' αναφυλλητά ο γιος του...
Το νέο διαδίδεται αστραπιαία
Είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα κυκλοφορούσαν τότε μέσα στον λαό τα μεγάλα νέα. Θαρρείς πως ο κόσμος, μπροστά στη βουβαμάρα που είχε επιβάλει το καθεστώς, είχε αναπτύξει δικούς του μηχανισμούς πληροφόρησης. Με τον ψίθυρο, το τηλέφωνο, το μισόλογο οι ειδήσεις απλώνονταν με αστραπιαία ταχύτητα παντού, αφήνοντας έκπληκτους κι οργισμένους όλους εκείνους τους παράγοντες της δικτατορίας που προσπαθούσαν να φυλακίσουν την αλήθεια στα ανακοινωθέντα του ραδιοφώνου και στις «ειδήσεις» του φιμωμένου τύπου. Εκείνη τη νύχτα της 30ης Οκτωβρίου προς 1η Νοεμβρίου, μια ηλεκτρική εκκένωση διαπέρασε τους Αθηναίους. Λίγα λεπτά ακόμα μετά το θάνατο του «Γέρου» το νέο κυκλοφορούσε και στις πιο απόμακρες συνοικίες του λεκανοπέδιου. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν από κάποιο τηλεφώνημα ή από κάποιο χτύπημα της πόρτας τους από το γείτονα και μάθαιναν πως ο Παπανδρέου δεν υπήρχε πια στη ζωή. Και με τη σειρά τους έσπευδαν να πληροφορήσουν τους απληροφόρητους. Θα ήταν δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι ο ελληνικός λαός αποδεχόταν συνολικά το έργο και τις απόψεις του γέρο-Παπανδρέου. Οι δεξιοί —που τώρα βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη από το καθεστώς— είχαν κάθε λόγο να μήν τον συμπαθούν, ενώ οι αριστεροί —που φύσει και θέσει αποτελούσαν στόχο των συνταγματαρχών— δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ορισμένες οδυνηρές μεταπολεμικές εμπειρίες... Παρ' όλα αυτά, ο «Γέρος» φάνταζε τη στιγμή εκείνη στα μάτια όλου του λαού σαν σύμβολο των δημοκρατικών του κατακτήσεων. Κι η οδύνη για το θάνατο του, έδινε διέξοδο στην οργή του για την τυραννία και τον πρόσφατο εκλογικό του εμπαιγμό. Κι η πιο απλή σύγκριση, άλλωστε, ανάμεσα σ' αυτόν — το μεγάλο νεκρό— και τους δεσμώτες του, ήταν εξουθενωτικά συντριπτική για τους δεύτερους...
Από τον «Ευαγγελισμό» στη Μητρόπολη
Για το τι επακολούθησε αμέσως μετά την αναγγελία του θανάτου του, ανατρέχουμε σε επιστολή που δημοσιεύτηκε την εποχή εκείνη στο περιοδικό «Πορεία» στο Παρίσι. Έγραφε ο ανώνυμος επιστολογράφος, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων: «Η αίσθηση για τον θάνατο του Παπανδρέου ήταν βαθειά. Δειλά-δειλά μαζεύτηκαν λίγοι έξω από το εκκλησάκι του Ευαγγελισμού. Μέχρι το βράδυ, οι «λίγοι» έγιναν 2.000 μέχρι 2.500. Θα μετέφεραν το νεκρό στη Μητρόπολη στις 9.30' αλλά αυτό δεν ήταν ακόμα γνωστό. Το πρωί της ίδιας μέρας η κυβέρνηση έκανε πρόταση στους συγγενείς για κηδεία «δημοσία δαπάνη», οπότε ο γιος του Παπανδρέου ο Γεώργιος, έβγαλε κραυγή μπροστά στον υπουργό: «δολοφόνοι!». Βραδάκι Παρασκευής και ψύχρα. Κόσμος μπαινόβγαινε κλαίγοντας. Κάποια στιγμή η οδός Μαρασλή γέμισε αστυφύλακες που έσπρωχναν τον κόσμο μ' «ευγένεια» αλλά τόση λύσσα μέσα σ' αυτή την «ευγένεια» και περιφρόνηση. Στιγμές-στιγμές η «ευγένεια» ήταν όλο βρισιά. Ο κόσμος σιωπούσε αποτραβηγμένος 100 μέτρα, προς όλες τις διευθύνσεις. Φάνηκε το φέρετρο στην είσοδο.
Κι όπως ξεσπάει δυνατή μπόρα, έτσι ξέσπασαν θυελλώδη χειροκροτήματα και κραυγές: «ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ». Αλλά η νεκροφόρα, με ιλιγγιώδη ταχύτητα (σαν τη μεταφορά του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη) έφτασε, στη Μητρόπολη. Εκεί αποθέωση, 7.000 κόσμος. .. Χειροκροτήματα - κραυγές. Το λαϊκό προσκήνυμα δεν το άφησαν για πολλή ώρα...»
Το λαϊκό προσκύνημα
Η 2η του Νοέμβρη ξημέρωνε μέσα σε μια τρομερή ένταση. Ο νεκρός βρίσκεται στο εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου (δίπλα στη Μητρόπολη), όπου κυριολεκτικά πολιορκείται από χιλιάδες κόσμου. Η κυβέρνηση τάχει χαμένα και η αστυνομία προσπαθεί να κάνει όσο «διακριτικότερη» γίνεται την παρουσία της. Όχι βέβαια από καλοσύνη. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι εξέλιξη θά ‘παιρναν τα πράγματα... Ήδη γίνεται φανερό ότι στον κόσμο δρουν οργανωμένες δυνάμεις. Την τάξη γύρω από το εκκλησάκι έχουν αναλάβει νεολαίοι —οι περισσότεροι παλιά μέλη της Ε.Δ.Η.Ν., της νεολαίας του Κέντρου— ενώ ο κόσμος σχηματίζει ουρές για να προσκυνήσει το νεκρό. Επικρατεί η ατμόσφαιρα εκείνη της σιωπής πριν από την μπόρα. Οι άνθρωποι, με σφιγμένα τα χείλη, συνωστίζονται σ' εκείνο το ατελείωτο «κορδόνι» που δεν τελειώνει... Ένας λαός αναμετρά τις δυνάμεις του. Μπροστά στις φωτογραφικές μηχανές των οργάνων της εξουσίας, οι απλοί άνθρωποι δεν δείχνουν να κάμπτονται και κανείς δεν επιχειρεί να κρυφτεί πίσω από την πλάτη του άλλου... Μέσα στο εκκλησάκι κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι προσκυνητές πλησιάζουν στο φέρετρο —πολλοί κλαίνε— φιλούν το νεκρό και προχωρούν σιωπηλοί στην έξοδο. Κοντά στο φέρετρο η Μαργαρίτα Παπανδρέου με τα παιδιά της και άλλα μέλη της οικογένειας. Ο κόσμος που βγαίνει από το εκκλησάκι δε φεύγει. Σχηματίζει μικρούς ομίλους και συζητά χαμηλόφωνα: στα χείλια όλων η ίδια φράση «αύριο όλοι στη κηδεία».
Η «μεγαλοψυχία» των μικρόψυχων
Ο θάνατος συγκλόνισε και την ίδια τη χούντα. Ο μεγάλος της αντίπαλος ο Γ. Παπανδρέου, αποτελούσε —νεκρός πια— μια τεράστια απειλή για την «τάξη» που με τόσο κόπο είχε κατορθώσει να επιβάλει στη χώρα. Από στιγμή σε στιγμή κινδύνευαν να σωριαστούν σε ερείπια όλα τα προπαγανδιστικά «ατού» που είχαν κερδηθεί με το νόθο δημοψήφισμα και να γελοιοποιηθούν έτσι —σε διεθνές επίπεδο— όλες οι προφάσεις που είχε επικαλεστεί για να δικαιολογήσει την παραμονή της στην εξουσία. Από την άλλη μεριά, ήταν σαφής πια η απειλή να αποκαλυφθεί η γύμνια της από τη λαϊκή υποστήριξη, πράγμα που θα λειτουργούσε καταλυτικά για όλους εκείνους τους «διαδρομικούς» πολιτικούς, που καιροφυλακτούσαν και ζύγιζαν τα πράγματα, προκειμένου να εκδηλωθούν με το μέρος της. Κίνδυνοι ανατροπής του καθεστώτος δεν υπήρχαν βέβαια. Ήταν γερά στερεωμένο στις λόγχες και είχε την ανεπιφύλακτη υποστήριξη της «μεγάλης συμμάχου». Ο λαός όσο κι αν ήταν αντίθετος, δε διέθετε παρά μόνο τον όγκο του και την οργή του. Όμως δεν είχε ούτε την οργάνωση, αλλά ούτε και τα μέσα να επιβάλλει τη θέληση του... Οι πρώτες αντιδράσεις των συνταγματαρχών θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ψύχραιμες» και «πολιτισμένες». Γράφει σχετικά ο Σ. Γρηγοριάδης στην «Ιστορία της Δικτατορίας»: «Προσεπάθησε να επιδείξει (η δικτατορία) αξιοπρέπεια και γενναιοδωρία προς τον μεγάλο της αντίπαλο. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο αντιβασιλεύς Ζωϊτάκης έσπευσαν να εκφράσουν τα συλληπητηριά τους στη σύζυγο του, διάσημη ηθοποιό Κυβέλη, την οποία επεσκέφθη εκ μέρους τους και ο υφυπουργός Κ. Βοβολίνης. Και ανηγγέλθη ότι η κηδεία του θα γίνη δημοσία δαπάνη με τιμές τέως πρωθυπουργού, θα την παρακολουθούσε δε ο υφυπουργός οικονομικών Σιώρης. Πάντως η Κυβέλη δεν δέχτηκε να κηδευθή με δαπάνες του κρότους. Ζήτησε να τις αναλάβη η οικογένεια...» Και για μην παρεξηγήσει κανείς την τόση «ευγένεια», το καθεστώς έσπευσε να δώσει στον τύπο την παρακάτω απειλητική ανακοίνωση: «Η διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών ανακοινώνει ότι, κατ' ασφαλείς πληροφορίας, στοιχεία της άκρας αριστεράς εκμεταλλευόμενα την σημερινήν νεκρώσιμον ακολουθίαν και εκφορών της σωρού του τέως πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, θα προσπαθήσουν να προκαλέσουν ασχήμιας και έκτροπα προς εν συνεχεία δυσφημιστικήν εις βάρος της χώρας εκμετάλλευσιν… Επειδή η καθ' οιονδήποτε τρόπον βεβήλωσις της ιερότητας οιασδήποτε θρησκευτικής τελετής ή πομπής είναι άκρως αντίθετος προς τας ελληνοχριστιανικός παραδόσεις και τον εν γένει πολιτισμών μας και συνεπώς απαράδεκτος, αι αρμόδιοι αρχαί θα αναλάβουν τα αναγκαία νόμιμα μέτρα προς αποφυγήν εκδηλώσεων πάσης ασχήμιας».
Η κρίσιμη νύχτα
Όλη η νύχτα πέρασε σε αγωνία και για τις δύο πλευρές. Οι αντιστασιακές οργανώσεις —ανίσχυρες εκείνη την εποχή— έκαναν ότι μπορούσαν για να προσκαλέσουν όλο και περισσότερο κόσμο στην κηδεία. Το καθεστώς, από την άλλη μεριά, κινητοποίησε στο έπακρο τόν καταπιεστικό του μηχανισμό. Ανακάλεσε τις άδειες των στρατιωτικών και δραστηριοποίησε κάθε υπηρεσία των Σωμάτων Ασφαλείας. Το σύνολο σχεδόν των αντρών της αστυνομίας Πειραιά μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ανατέθηκαν καθήκοντα ακόμα και στους μαθητές των αστυνομικών σχολών, πολλοί από τους οποίους είχαν ξεκινήσει τη φοίτηση τους πριν ένα μόλις μήνα... Την ίδια νύχτα η Αθήνα κατακλύζεται από πλήθος ξένους δημοσιογράφους, που είχαν «μυριστεί» πως κάτι σημαντικό θα γινόταν την επόμενη μέρα. Και κάτι τραγικό. Η αστυνομία έχει «κλειδώσει» από νωρίς το βράδυ τις πόρτες του Αγίου Ελευθερίου κι είχε διώξει τους συγγενείς. Ο νεκρός Παπανδρέου θάμενε μόνος του... Ξημερώματα. Η ζώνη γύρω από τη Μητρόπολη δίνει την εντύπωση πολιορκημένης περιοχής. Ομάδες αστυνομικών έχουν πιάσει τις γωνίες ή περιπολούν, ενώ ένα πλήθος «μυστικών» είναι διασκορπισμένο στους γύρω δρόμους και «κόβει την κίνηση».
Οι «ευσεβείς πόθοι» της Αστυνομίας
Η Αθήνα στο μεταξύ είναι ξύπνια. Όλοι προετοιμάζονται για το μεγάλο «ραντεβού». Θαρρείς πως ο τρόμος έχει εξατμιστεί. Άνθρωποι που μέχρι τότε δείχναν να φοβούνται και τον ίσκιο τους ετοιμάζονται να ξεκινήσουν για το κέντρο της Αθήνας... Γύρω στις 7 φτάνουν στο χώρο της Μητρόπολης αρκετοί «θεοσεβούμενοι» νεολαίοι. Δεν μπορεί να τους εμποδίσει κανείς, πάνε να παρακολουθηθούνε τη ...θεία λειτουργία. Μπαίνουν στο ναό και καταλαμβάνουν θέσεις. Σε λίγο έρχονται κι άλλοι κι άλλοι, γεμίζουν τα στασίδια, ο γυναικωνίτης, ο διάδρομος, κάθε κενός χώρος. Οι παπάδες τα χάνουν. Πρώτη φορά βλέπουν τόσο πολλούς... θρησκευόμενους νέους να έχουν στριμωχτεί ο ένας πάνω στον άλλο μπας και χάσουν... τον όρθρο... Η ώρα περνά. Δειλά στην αρχή και πιο θαρρετά αργότερα, αρχίζουν να καταφτάνουν γύρω από τη Μητρόπολη άνθρωποι κάθε ηλικίας και φύλου.
Στέκονται στα πεζοδρόμια. Οι αστυνομικοί προσπαθούν να τους απωθήσουν «ευγενικά». Υπάρχει σχέδιο, ο κόσμος που έρχεται να εγκλωβίζεται σε ομάδες ελεγχόμενες από την αστυνομία, που να χωρίζονται μεταξύ τους με διαδρόμους. Έτσι πιστευόταν ότι θα είναι εύκολο να εκφυλιστεί κάθε κίνηση διαμαρτυρίας, κάθε σύνθημα...
Η Αθήνα στο πόδι!
Γύρω στις 9.30', γύρω από το ναό υπάρχει αδιαχώρητο. Η αστυνομία ελέγχει ακόμα την κατάσταση, με διπλές αλυσσίδες ανδρών της, που παρεμβάλονται μέσα στον κόσμο. Υπάρχει έντονη νευρικότητα. Οι συγκεντρωμένοι δείχνουν αποφασισμένοι μα δεν έχουν αποκτήσει ακόμα τη συνείδηση της μάζας. Μουρμουρίζουν, συζητούν συγκρατημένα και δεν δημιουργούν επεισόδια. Ανάμεσά τους κινούνται όργανα της Ασφάλειας —με πολιτικά— που μετρούν τις διαθέσεις του πλήθους και κάθε λίγο και λιγάκι απομακρύνονται και στέλνουν πληροφορίες στην υπηρεσία τους... Στο μεταξύ έρχεται όλο και περισσότερος κόσμος. Κλείνουν όλοι οι γύρω δρόμοι. Οι αστυνομικοί δείχνουν σημάδια φόβου. 'Οσο κι αν ελέγχουν την κίνηση μπροστά στο ναό, καταλαβαίνουν ότι με την πάροδο της ώρας τα πράγματα «σκουραίνουν». Μερικοί αξιω ματικοί τρέχουν σαν ζαλισμένοι από δω κι από κει σκορπίζοντας διαταγές. Ο κόσμος καταλαβαίνει τη σαστιμάρα τους και χαμογελάει χαιρέκακα. Αρχίζουν τα σχόλια, τα καλαμπούρια, οι πολιτικές συζητήσεις. Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους σπάνε το φόβο και ανταλλάσσουν κουβέντες, χαμηλόφωνα στην αρχή, δυνατότερα σε λίγο. Το μουρμουρητό γίνεται βοή. Γύρω στις 10 έρχονται πληροφορίες σ’ αυτούς που βρίσκονται μπροστά στη Μητρόπολη, ότι όλη η Αθήνα είναι στο πόδι. Ο κόσμος —λένε— απλώνεται από το Σύνταγμα μέχρι το Μοναστηράκι κι από την Πανεπιστημίου μέχρι την Πλάκα. Ενθουσιασμός... Η λειτουργία τελειώνει στην ώρα της, γύρω στις 10.30'. Με τό «Δι’ ευχών» διατεταγμένες ομάδες της Αστυνομίας εξορμούν μέσα στο Ναό και διώχνουν από μέσα τον κόσμο. Είναι κάτι πρωτοφανές. Ακούγονται φωνές διαμαρτυρίας. Οι «έξω» καταλαβαίνουν πως κάτι συμβαίνει και η βοή δυναμώνει. Πολλοί αστυνομικοί δείχνουν να χάνουν την ψυχραιμία τους και αρχίζουν να σπρώχνουν... Σε λίγο προβάλλουν στην είσοδο της Μητρόπολης οι νεολαίοι που είχαν μπει εκεί από το πρωί. Η αστυνομία δημιουργεί διάδρομο για να τους κατευθύνει μακριά από την πλατεία και ξεσπούν αντεγκλήσεις.
— Γιατί μας διώχνεται μακριά, θα μείνουμε εδώ.
Αρχίζουν οι απειλές. Ένας βαθμοφόρος, διανθίζει τις απειλές του με όχι και τόσο σεβάσμιες... θρησκευτικές εκφράσεις για το Χριστό και την Παναγία.
— Ντροπή σου, του φωνάζουν πολλοί.
Η κατάσταση οξύνεται αρκετά. Κάποια στιγμή, καμιά δεκαριά νεολαίοι αρχίζουν να σπρώχνουν κι αυτοί την αλυσσίδα των αστυφυλάκων, που σπάει μ' ευκολία. Οι «εκκλησιαζόμενοι» τρέχουν στα πεζοδρόμια και ενώνονται με τους άλλους συγκεντρωμένους, που χειροκροτούν.
— Να σπάσουμε τις αλυσσίδες, ακούγονται κραυγές. Δεν μπορούν να μας έχουν «μαντρωμένους» έτσι...
Κι αρχίζει το γνωστό «είι-οοπ». Τα κορδόνια των αστυνομικών που μέχρι τη στιγμή εκείνη έκοβαν εγκάρσια τις ομάδες του κόσμου, σπάνε σαν τραπουλόχαρτα. Οι αστυφύλακες, τσαλακωμένοι κι έντρομοι —κανένας δεν είχε χτυπηθεί— συγκεντρώνονται μπροστά από τον κόσμο και δημιουργούν νέα ισχυρή αλυσσίδα. Οι συγκεντρωμένοι αποτελούν όμως τώρα ενιαίο σύνολο. Κάποια στιγμή μια γυναίκα του λαού ξετρυπώνει ανάμεσα από τον κλοιό των αστυνομικών και πλησιάζει προς το ναό κρατώντας ένα στεφάνι.
Κάποιος «παλληκαράς» αστυφύλακας τρέχει την πιάνει και την τραντάζει βίαια. Η γυναίκα πέφτει κάτω και το στεφάνι κυλά στην άσφαλτο σκορπίζοντας τα λουλούδια του από δω κι από κει. Ο κόσμος εξαγριώνεται.
— Αίσχος, Αίσχος.
Ενας αξιωματικός τρέχει και τη σηκώνει από κάτω...
Τα πρώτα συνθήματα
Η νεκρώσιμη ακολουθία είναι ν' αρχίσει στις 11.30. Όσο περνά η ώρα, η ένταση μεγαλώνει. Ξαφνικά, οι συγκεντρωμένοι, στο χώρο της Μητρόπολης ακούν μια δυνατή βουή από τη Μητροπόλεως. Σαν σύνθημα. Οι συντηρητικότεροι από τους συγκεντρωμένοι ανησυχούν. — Φωνάζουν συνθήματα... μπορεί να χτυπήσει τώρα η Αστυνομία... Σε λίγο το σύνθημα απλώνεται όμοια με το άγιο φως της νύχτας του Πάσχα και πλησιάζει:
— Πα-παν-δρέ-ου, Πα-παν-δρέ-ου.
Ο φόβος σπάει. Όλοι φωνάζουν. Κι αυτοί που δίσταζαν πριν από λίγο. Οι αστυφύλακες έχουν γίνει πελιδνοί. Βλέπουν τις εξογκωμένες φλέβες και τα υψωμένα χέρια και ασυνείδητα κάνουν ένα-δύο βήματα πίσω. Το πλήθος καταλαμβάνει το κενό. Κι έρχεται νέο κύμα το δεύτερο σύνθημα, δυνατώτερο από το πρώτο:
— Δη-μο-κρα-τία.
Πολλοί κλαίνε. Όχι πια για τον Παπανδρέου που μοιάζει να έχει ξεχαστεί τις στιγμές αυτές... Είναι πια περασμένες 11. Τα συνθήματα δίνουν και παίρνουν. Όλοι θυμούνται το ψευτοδημοψήφισμά τους του Σεπτέμβρη. Κάποιος φωνάζει:
— Σήμερα ψηφίζουμε.
Η κραυγή του γίνεται σύνθημα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο άνεμος φέρνει νέα βοή.
— Να το 7 τοις εκατό!
Ο κόσμος φωνάζει ρυθμικά, ασταμάτητα, λυσσασμένα.
Χειροκροτήματα και αποδοκιμασίες
Με την προσέλευση των προσκεκλημένων στη νεκρώσιμη ακολουθία, οι κραυγές φουντώνουν. Έρχονται εκπρόσωποι του διπλωματικού σώματος —απουσίασαν οι διπλωμάτες των σοσιαλιστικών και των αραβικών χωρών— εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου, άνθρωποι της επιστήμης και της τέχνης, φίλοι της οικογένειας και άλλοι επίσημοι. Η κυβέρνηση είχε στείλει ως εκπρόσωπο της τον υπουργό Σιώρη, που ο κόσμος τον υποδέχτηκε με παγερή αποδοκιμασία. Σαν ανύπαρκτο. Ιδιαίτερα χειροκροτείται ο αρχηγός της ΕΡΕ και πρωθυπουργός κατά τη νύχτα του 21ης Απριλίου, Π. Κανελλόπουλος, που με δηλώσεις του —την προηγούμενη μέρα— είχε μιλήσει θερμά για το νεκρό αντίπαλο του... Στο μεταξύ, στην αριστερή πλευρά της Μητρόπολης έχουν συγκεντρωθεί αναρίθμητα στεφάνια, που τα κρατούν νεολαίοι της ΕΔΗΝ. Ανάμεσα τους υπάρχουν στεφάνια του Κ. Καραμανλή και του Μ. Θεοδωράκη. Όσο διαρκεί η προσέλευση τα συνθήματα συνεχίζονται:
— Ελευθερία!
— Δημοκρατία!
— Που είναι το ΟΧΙ μας!
— Μπερδέψατε τα νούμερα!
Μετά σιγή. Μερικοί αρχίζουν να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο που σε λίγο απλώνεται παντού. Η στροφή «γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκων' η σκλαβιά» επαναλαμβάνεται διαρκώς από τον κόσμο...
«Αντίπαλοι στο στίβο της δημοκρατίας»
Ο νεκρός του Γ. Παπανδρέου έχει ήδη μεταφερθεί μέσα στο ναό, που γεμίζει ασφυκτικά. Πολλοί κλαίνε. Η προσοχή είναι στραμμένη στο γιο του Γιώργο και στη νύφη του Μαργαρίτα, που βρίσκονται δίπλα στο φέρετρο.
Ο Γρηγοριάδης σημειώνει εδώ: «Μέσα στην Μητρόπολη διεδέχοντο ο ένας τον άλλο οι εύγλωττοι επικήδειοι του εκλιπόντος. «Οδήγησες μια μάχη απαράμιλλη για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Πάλαιψες κατά της τυραννίας» είπε ο τέως υπουργός Δικαιοσύνης Ν. Μπακόπουλος, ως εκπρόσωπος του κόμματος στο οποίο ανήκε ο νεκρός. «Ο Γ. Παπανδρέου έπεσε για τα δυο μεγάλα του ιδανικά: την Ελλάδα και το Λαό» και κατέληξε: «Η Δημοκρατία ποτέ δεν πεθαίνει». Ο ανώνυμος επιστολογράφος της «Πορείας» δίνει, εξάλλου, τούτη την εικόνα για την τελετή: «Κατάφερα και μπήκα στη Μητρόπολη. Όλος ο παλιός πολιτικός κόσμος εκεί (η ΕΔΑ χωρίς επίσημους αντιπροσώπους -είχε εμένα..). Συνένωση όλων των κομμάτων. Οι παπάδες είχαν ύφος βλοσυρό. Ο κόσμος έκλαιγε. Οι αστυφύλακες έσπρωχναν με γλυκύτητα. Στις 12 παρά 20 μπήκε ο Κανελλόπουλος. Αίσθηση (το πρωί η εφημερίδα του Κωνσταντόπουλου τον έβριζε). Ομιλία Μπακόπουλου (δεν μου άρεσε -χλιαρή). Ομιλία Κανελλόπουλου (παληκαρίσια). Τα τελευταία λόγια ήταν: «και τέλος... γιατί άλλωστε να το αποσιωπήσω κι αυτό, είμαστε αντίπαλοι, αλλά αντίπαλοι στο στίβο της Δημοκρατίας». Γκρεμίστηκε η Μητρόπολη από τα χειροκροτήματα...»
«Αθάνατος...»
Λίγο μετά τις 12 τελειώνει η τελετή. Ο κόσμος παραληρεί. Μόλις εμφανίζεται στην πόρτα της εκκλησίας ο Κανελλόπουλος, ξεσπούν ζητωκραυγές και δεκάδες νεολαίοι τον περικυκλώνουν και τον συγχαίρουν για το λόγο του. Η Αστυνομία δυναμώνει τις αλυσσίδες και μερικές μοτοσικλέτες μαρσάρουν προκλητικά. Μόλις ξεπροβάλλει το φέρετρο γίνεται πανζουρλισμός. Κραυγές από παντού, συνθήματα, χειροκροτήματα. Ξανά ο εθνικός ύμνος.
— Τώρα είσαι Ελεύθερος.
— Η Ελλάδα κλαίει.
— Αθάνατος.
Πολλοί πετούν λουλούδια. Όλοι αρχίζουν να κινούνται προς τα μπρος. Η πλατεία δίνει την εντύπωση ανταριασμένης θάλασσας. Οι αστυφύλακες κάθιδροι προσπαθούν να συγκρατήσουν το πλήθος, που αρχίζει πάλι το «εϊιι-όοοπ» σπρώχνοντας την αλυσσίδα.
— Σας παρακαλούμε, απαγορεύεται, ψελλίζουν μερικοί έντρομοι αστυνομικοί.
Όσο αυτοί δείχνουν φοβισμένοι, τόσο ο κόσμος θεριεύει. Κάποια στιγμή η αλυσσίδα σπάει. Ένας αστυφύλακας πέφτει κάτω. Τον περικυκλώνει απειλητικά ένα αγριεμένο πλήθος κι αυτός προσπαθεί να καλύψει το πρόσωπο του.
— Όχι, δεν πρέπει, φωνάζουν κάτι νεολαίοι, αφήστε τον, αυτό περιμένουν για να χτυπήσουν...
Ο αστυφύλακας σηκώνεται —δεν ξέρει κι αυτός πως σώθηκε— και τρέχει στους δικούς του. Ξεχνά το πηλήκιο του, που ο κόσμος το ποδοποτά με λύσσα... Οι όροι πια έχουν αντιστραφεί. Ο λαός δείχνει να έχει διώξει το φόβο, την ταφόπλακα που επί ενάμιση χρόνο βάραινε στο στήθος του. Σαρώνει εύκολα όλα τα κορδόνια των αστυνομικών μπροστά από τη Μητρόπολη και ετοιμάζεται για την πορεία. Εμφανίζονται ομάδες περιφρούρησης, που ελέγχουν το πλήθος...
Μια λαοθάλασσα στους δρόμους
Το φέρετρο είναι καλυμμένο με την ελληνική σημαία. Μπαίνει στη νεκροφόρα και τέσσερις πρώην βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, στενοί φίλοι του «Γέρου» κρατούν τις ταινίες. Αμέτρητα στεφάνια. Με δυσκολία ανοίγεται διάδρομος για να ξεκινήσει η πομπή προς το Σύνταγμα. Αδιαχώρητο. Κόσμος παντού, στο κατάστρωμα του δρόμου, στα πεζοδρόμια, στα μπαλκόνια, στις ταράτσες. Τα συνθήματα «αγριεύουν».
— Κάτω η Χούντα.
— Σήκω Γέρο να μας δείς.
— Σήμερα πεθαίνετε εσείς.
— Δεν περνάει ο Φασισμός.
Είναι αδύνατο να αποδώσει κανείς σ' ένα κείμενο, το τι συνθήματα ζούσαν τις στιγμές αυτές, όσοι βρίσκονταν εκεί. Δεν υπήρχε πια ούτε νεκρός, ούτε κηδεία, ούτε πένθος. Υπήρχε ενθουσιασμός, ζωντάνια και δάκρυα χαράς.
— Δεν έχουν κανένα, είναι μόνοι τους, έλεγε ο ένας.
— Θα πέσουν, δεν έχουν ελπίδα, συμπέρανε ο άλλος.
Εκείνη την ώρα ο λαός αποκτούσε τη βεβαιότητα ότι η δικτατορία δεν είχε ούτε στοιχειώδες λαϊκό έρεισμα. Ότι δεν ήταν τίποτα άλλο από ωμή βία. Ότι δε θα μπορούσε ποτέ να ριζώσει σ' αυτό τον τόπο. Κι όπως ο ενθουσιασμός είχε συνεπάρει, είχε μεθύσει το πλήθος, όλοι νιώθαν πως έφτασε και το τέλος της. Όμως δεν είχε φτάσει. Θα έμενε άλλα 5 χρόνια, 8 μήνες και 21 μέρες στην εξουσία...
«Πότε θα κάνει ξαστεριά»
Η ατμόσφαιρα στην Πλατεία Συντάγματος είναι απερίγραπτη. Ο τεράστιος χώρος είναι ασφυκτικά γεμάτος. Πολλοί λιποθυμούν. Αυτοί που βρίσκονταν ψηλά τα έχουν χάσει. Για πρώτη φορά βλέπουν "'τέτοια λαοθάλασσα. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πανό δίνει ακόμα περισσότερη μεγαλοπρέπεια στο θέαμα. Η αστυνομία έχει χαθεί, έχει βουλιάξει μπροστά σ' αυτή τη μυρμηγκιά του κόσμου. Κανένας δεν τη σκέφτεται και κανένας δεν τη φοβάται. Αν υπάρχουν χαφιέδες ανάμεσα στους συγκεντρωμένους, τόσο χειρότερα γι' αυτούς. Αυτοί θα φοβούνται τώρα κι ίσως προσπαθούν απεγνωσμένα να διώξουν από πάνω τους τη μικρή κίτρινη ταυτότητα... Συνθήματα και τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, σπάνε το ένα πάνω στο άλλο. Και πάλι ο εθνικός ύμνος. Το πλήθος επαναλαμβάνει κάπου είκοσι φορές το «γιατί τά 'σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», θέλοντας να βιώσει το σπάσιμο του τρόμου. Έπειτα τραγουδούν όλοι το «πότε θα κάνει ξαστεριά». Δυνατά, επιθετικά, άφοβα. Ο δικτάτορας εκείνη την ώρα βρισκόταν μέσα στο κτίριο της Βουλής, με μια ανίσχυρη φρουρά λίγων δεκάδων χωροφυλάκων. Δεν περίμενε αυτές τις εξελίξεις. Ο ίδιος θα ομολογήσει αργότερα πως φοβήθηκε. Αν ο κόσμος κινούσε κατά κει δε θα μπορούσε κανείς να τον συγκρατήσει... Όμως ο κόσμος ήταν ανοργάνωτος. Παρ' όλη τη δραστήρια δουλειά των αντιστασιακών οργανώσεων, δρούσε πρωτοβουλιακά, χωρίς κατεύθυνση, πρόγραμμα και σχέδιο επίθεσης...
Μικροσυμπλοκές και κωδωνοκρουσίες
Στην οδό Φιλελλήνων το στριμωξίδι είναι φοβερό. Πολλοί χάνουν τα παπούτσια τους, άλλων σκίζονται τα ρούχα. Ακούγεται το σύνθημα:
— Έρχεται ο Αντρέας.
Ο κόσμος το επαναλαμβάνει πολλές φορές. Θαρρείς πως πίστευε πως μ' αυτό θα ανάσταινε το νεκρό του ηγέτη. Εμφανίζονται και πάλι τα κορδόνια των αστυφυλάκων. Προσπαθούν απεγνωσμένα να κρατήσουν το πλήθος σε μια «κοίτη» και να αποκόψουν, όσους κινούνται αμφίδρομα. Τα πρόσωπα τους είναι τρομαγμένα. Ο κόσμος τους «λούζει» με κάθε είδους χαρακτηριστικά. Γίνονται δυο-τρεις μικροσυμπλοκές και πιάνονται μερικοί διαδηλωτές. Ακούγονται απειλές κι από τις δυο πλευρές, πολλοί ορμούν προς τους αστυφύλακες και σε λίγο απελευθερώνουν όσους είχαν πιαστεί. Κάποιος φωνάζει:
— Τα καπέλα παιδιά, βγάλτε τους τα καπέλα. Χωρίς αυτά είναι γυμνοί...
Υπάρχουν ήδη αρκετοί τραυματίες, οι περισσότεροι ποδοπατημένοι. Όμως ας δώσουμε εδώ και πάλι το λόγο στον επιστολογράφο της «Πορείας»: «Στη Φιλελλήνων συνέβη κάτι απίθανο. Κάποιο παλληκάρι ανέβηκε στη δεύτερη εκκλησούλα με το καμπαναριό, ένωσε την καμπάνα μ' ένα σκοινί κι άρχισε να την χτυπάει γιορτινά. Θρίαμβος-χειροκροτήματα. Δύο αστυφύλακες πήδηξαν μέσα.
- Αίσχος.
Η κραυγή του λαού τους περικύκλωσε. Ο κόσμος προχωρούσε, οι αστυνομικοί τώρα άρχισαν να βρίζουν, να σπρώχνουν. Δεν άφηναν τον κόσμο από τα πεζοδρόμια να μπει στο ποτάμι, αλλά ο κλοιός έσπασε από το ποτάμι κι έγινε θάλασσα. Μια αγριωπή θάλασσα...»
Η χούντα ετοιμάζει το χτύπημα
Οι μηχανισμοί καταστολής έχουν πια ξαναδραστηριοποιηθεί. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, ο δικτάτορας στέλνει εντολές να χτυπηθεί με κάθε μέσο η λαϊκή εκδήλωση. Η προσωπίδα της «μεγαλοψυχίας» πέφτει, ενώ δείχνει να τον ενδιαφέρουν τώρα οι αντιδράσεις που θα δημιουργηθούν διεθνώς, από μια άμεση σύγκρουση του με το λαό. Αυτό το λαό, που είχε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο «τσαλαπατήσει» τις εντυπώσεις από το νόθο δημοψήφισμα... Η αστυνομία αναπτύσσεται προσεκτικά και καταλαμβάνει πολλά σημεία κλειδιά. Μεγάλη δύναμη της κλείνει το χώρο μπροστά από το Α' Νεκροταφείο και σκορπίζεται στους γύρω δρόμους. Στρατιά πρακτόρων με πολιτικά εισχωρεί στο πλήθος για να το προσανατολίζει στις κατευθύνσεις που επιθυμούσε η Αστυνομία, ενώ ένα άλλο πλήθος «καλοθελητών» αναλαμβάνει να «τρομάξει» τον κόσμο, διαδίδοντας ότι θα γίνει «σφαγή». Ταυτόχρονα, κινητοποιούνται στρατιωτικές μονάδες γύρω από την πρωτεύουσα, για ενδεχόμενη επέλαση κατά του άμαχου πλήθους. Ο κόσμος διαισθάνεται την απειλή. Μα ο ενθουσιασμός του δε σπάει. Τα συνθήματα του δυναμώνουν και συνεχίζει την πορεία (ποια πορεία αλήθεια; ο κόσμος είχε γίνει ένας συμπαγής όγκος που απλωνόταν σε μήκος πολλών χιλιομέτρων…). Τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων «μυρίζονται» τα σχέδια της Ασφάλειας. Ξέροντας ότι είναι αδύνατη κάθε δυναμική αναμέτρηση με την εξουσία, αρχίζουν να προπαγανδίζουν μεθόδους παθητικής αντίστασης. Κάποιος φωνάζει:
— Να καθήσουμε όλοι κάτω και να μη σηκωθούμε αν δεν παραιτηθεί η χούντα...
Μπροστά στη Πύλη του Αδριανού γονατίζουν χιλιάδες άνθρωποι. Κάθονται έτσι αρκετή ώρα. Επικρατεί ασυνεννοησία, οι πίσω σπρώχνουν.
— Προχωρήστε, προχωρήστε.
Οι «βαλτοί» κατορθώνουν να αποκόψουν τμήματα κόσμου για να τα «οδηγήσουν» από πιο γρήγορο δρόμο προς το νεκροταφείο. Δεν πετυχαίνουν όμως και πολλά πράγματα. Μερικοί γίνονται αντιληπτοί και απομονώνονται. Οι φήμες στο μεταξύ δίνουν και παίρνουν.
— Έρχεται στρατός.
— Έχουν στήσει πολυβόλα.
— Θα ρίξουν στο ψαχνό.
Ο φόβος αρχίζει και πάλι να λειτουργεί μα —πράγμα παράξενο— ο κόσμος δε φεύγει. Σφίγγεται ο ένας πλάι στον άλλο, γίνονται αλυσσίδες, προβάλλουν καθοδηγητές. Και η πορεία συνεχίζεται.
Βάρβαρη επίθεση
Μπροστά στη μικρή πλατεία του Α' Νεκροταφείου είναι παραταγμένοι εκατοντάδες αστυφύλακες, πάνοπλοι και απειλητικοί. Η ώρα είναι κάπου 11.10'. Φτάνει η πομπή και ο νεκρός με τη συνοδεία του περνούν την πύλη. Έπειτα το κορδόνι των αστυνομικών κλείνει. Απαγορεύεται. Ο κόσμος φρακάρει στην οδό Αναπαύσεως, περνά με δυσκολία. Η Αστυνομία ελέγχει τώρα την κατάσταση. Κάποιος αστυνομικός παίρνει τον τηλεβόα:
— Διαλυθείτε ήσυχα γιατί θα σας διαλύσουμε βιαίως.
Ο κόσμος απαντά με συνθήματα και σφιγμένες γροθιές.
— Προσοχή θα κάνουν προβοκάτσια, φωνάζουν μερικοί.
Και δεν έχουν άδικο! Ήδη, μια μικρή ομάδα κουρεμένων νεαρών εμφανίζεται να βρίζει χυδαία μια ομάδα αστυνομικών κι αυτοί να μην τους προσέχουν, να κοιτούν αλλού και να περιμένουν το σύνθημα.Ο κόσμος πιάνει δύο προβοκάτορες και τους ξυλοκοπά άσχημα. Οι άλλοι, που μέχρι τότε παίζαν το ρόλο του «αγανακτισμένου δημοκρατικού» ξεσπαθώνουν:
— Κομμούνια θα πεθάνετε.
— Θα σας σκίσουμε.
Έπειτα, μερικοί πετούν πέτρες προς την πλευρά της αστυνομίας. Είναι το σύνθημα. Οι αστυνομικοί εξορμούν με προτεταμένα τα γκλόπς και χτυπούν στο ψαχνό. Πολλοί πέφτουν κάτω και ποδοπατιούνται. Η πλατεία γεμίζει αίματα. Ο κόσμος —ανοργάνωτος— υποχωρεί. Τρέχει από δω κι από κει. Πολλοί τρέχουν στους γύρω λοφίσκους, ενώ άλλοι κατευθύνονται προς τα πίσω παρασύροντας με την οπισθοχώρηση τους κι άλλους. Οι σειρήνες ουρλιάζουν. Την ίδια ώρα η αστυνομία χτυπά σε πολλά και διαφορετικά σημεία την πορεία. Ο κόσμος μπερδεύεται, δεν ξέρει που να πάει. Οι «βαλτοί» τον κατευθύνουν μακριά, τον διαλύουν έντεχνα. Είναι δύσκολο να γραφτούν με λεπτομέρειες όλες οι φάσεις της αστυνομικής εκείνης επέλασης. Αυτό που είναι γεγονός, είναι ότι όλος εκείνος ο τεράστιος όγκος λαού, δεν κατόρθωσε ν' αντέξει το χτύπημα. Μέσα σε λίγη ώρα είχε διαλυθεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Όμως μη γίνει παρανόηση. Ακόμα και μετά εκείνη την ήττα, κανείς δεν ένιωθε ηττημένος. Ομάδες-ομάδες εγκατέλειπε το κέντρο της πόλης μιλώντας —για πρώτη φορά μετά το πραξικόπημα— μεγαλόφωνα... Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι συνέλαβε 40 άτομα «ταραξίες». Πολλά από αυτά καταδικάστηκαν αργότερα σε βαριές ποινές από τα στρατοδικεία των συνταγματαρχών.
Στο Νεκροταφείο
Η ταφή έγινε μέσα σε συνθήκες μεγάλης τρομοκρατίας. Την ώρα που το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο όλοι γονάτισαν και τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο. Η αστυνομία την ίδια ώρα έπιανε πολλούς που είχαν μπεί «παράνομα» στο νεκροταφείο. Το φύλλο της «Πορείας» — που αναφέραμε— έγραφε: « Έγιναν συλλήψεις μέσα από το νεκροταφείο. Σειρήνες. Όταν βγήκα έξω είδα: σπασμένα τζάμια, τραπέζια, καρέκλες, (που τάχε στριμώξει ο φοβισμένος κόσμος) και πλήθος από παπούτσια. Κλούβες περνούσαν αδιάκοπα, φορτωμένες (...). Λουλούδια πατημένα, αίμα... Αυτή ήταν η πρώτη μέρα της ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ...»
«Εντυπώσεις» και πραγματικότητα
Χωρίς δόση υπερβολής, μπορούμε να πούμε ότι η κηδεία του Γ. Παπανδρέου αποτέλεσε αποφασιστικό σημείο καμπής για το αντιδικτατορικό κίνημα. Από τη μέρα εκείνη το καθεστώς θα προβάλει στα μάτια όλων σαν ένα καθεστώς ωμής βίας, απομονωμένο τελείως από κάθε λαϊκό και πολιτικό έρεισμα. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του τότε υφυπουργού Τύπου Β. Σταματόπουλου, που προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δήλωνε: «Ομιλούν περί δικτατορίας. Αλλά τίθεται και πάλιν το ερώτημα: εις ποίαν δικτατορίαν επιτρέπεται αυγκέντρωσις αντιφρονούντων και μάλιστα προκλητικώς φωνασκούντων ολίγα μέτρα από το γραφείο του «Δικτάτορος;» Αν δεν ήτο απρεπές δι' ημάς θα ελέγαμεν ότι έπαιξαν το παιχνίδι μας (...) Χωρίς να το θέλωμεν είχαμε άφθονα υμνητικά σχόλια, δια την εν Ελλάδι κατάστασιν εις τον παγκόσμιον Τύπον...» Απελπισμένη προσπάθεια εντυπωσιασμού, στην οποία ο διεθνής τύπος... δεν εννοούσε να πειθαρχήσει. Χαρακτηριστική είναι η παρουσίαση των γεγονότων από τη γαλλική «Μοντ» και την αμερικανική «Τάιμς» (σημ.: αποδελτίωση Σ. Γρηγοριάδη). Η πρώτη έγραφε: «Η πρώτη λαϊκή εκδήλωση -σαφώς στρεφόμενη κατά του ελληνικού καθεστώτος- έγινε την Κυριακή στην Αθήνα (...). Παρά τη γενική επιφυλακή και τα μέτρα των αρχών, ένα μεγάλο πλήθος, υπολογιζόμενο σε 300.000 άτομα έσπασε τους φραγμούς της αστυνομίας κραυγάζοντας συνθήματα κατά της εξουσίας της Χούντας...» Και οι «Τάιμς» συμπλήρωναν: «Χιλιάδες Ελλήνων μετέτρεψαν την κηδεία του Γ. Παπανδρέου στην Αθήνα μια προηγητική διαδήλωση κατά του στρατιωτικού καθεστώτος. Μεγάλο πλήθος κατέκλυσε τους δρόμους (...) Αγνοώντας τη στρατιωτική απαγόρευση όλων των πολιτικών εκδηλώσεων, το πλήθος απαίτησε επιστροφή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ήταν η πρώτη σημαντική διαδήλωση από την ημέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος…». Ο Γρηγοριάδης σημειώνει ότι οι περιγραφές του ξένου τύπου είναι υποτονικές. Κι έχει δίκιο. Ο κόσμος που κατέβηκε στο κέντρο της Αθήνας την ημέρα εκείνη ξεπερνούσε —χωρίς καμιά διάθεση υπερβολής— το ένα εκατομύριο και συμμετείχε ενεργά σ' όλες τις φάσεις της αποδοκιμασίας του καθεστώτος...
Ο θλιβερός ρόλος της Κυβέλης...
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρει κανείς το θλιβερό ρόλο που ανέλαβε να παίξει η ηθοποιός Κυβέλη —γυναίκα του νεκρού— για λογαριασμό του καθεστώτος. Η γυναίκα αυτή είχε χωρίσει από το 1948 με το «Γέρο» και δε διατηρούσε μαζί του επαφές. Στις 12 Νοεμβρίου στέλνει επιστολή στο Γ. Παπαδόπουλο, με την οποία τον ευχαριστούσε θερμά για «το ενδιαφέρον το επιδειχθέν υπό της υφ' Υμάς Εθνικής Κυβερνήσεως» για το Γ. Παπανδρέου. Και στη συνέχεια έλεγε τα εξής «ωραία»: «... 'Ατυχώς, τα ιδικά μου αγνά αισθήματα ηθέλησαν να καταδολιευθούν άγνωστα εις εμέ άτομα ως και ομάδες ανθελληνικώς ενεργούσαι. Μάλιστα, μερικοί, μεταξύ των οποίων και συγγενείς -και αυτό το γράφω μετά βαθύτατης θλίψεως- ασεβούντες εις την μνήμη του και εις το θείον μυστήριον της ταφής, επωφελήθηκαν της ιεροτελεστίας και επεδίωξαν ανίερον πολιτικήν εκμετάλλευσιν. Ούτω, ευρέθην προ μιας πλεκτάνης εις την οποίαν, βεβαίως, δεν ήτο δυνατόν να μετέχω εγώ ουδέ επί ελάχιστον και ουδέ καν να την διανοηθώ ηδυνάμην, πλεκτάνης την οποίαν μετά βδελυγμίας αποκηρύσσω. Ήτο τοιαύτη η αγανάκτησίς μου ώστε όταν είδον θορυβοποιούς τινάς φέροντας επιδεικτικώς εις την κηδείαν του Γ. Παπανδρέου ευρυθρούς λαιμοδέτας και ερυθρά μαντήλια, κρατούντες δε ερυθρό άνθη, και ασέμνως φωνασκούντας, ήνοιξα το παράθυρον του αυτοκινήτου μου και διεμαρτυρήθην κατά τον εντονώτερον τρόπον. Έκρινα το θέαμα ως αποκρουστικόν και την πράξιν ως υβριστικήν και απόδουσαν προς την στιγμήν εκείνην. Αυτά υπήρξαν τα ειλικρινή αισθήματα μου και αυταί αι αληθείς σκέψεις μου επί της κομμουνιστικής πλεκτάνης της εκδηλωθείσης την Κυριακήν 3 Νοεμβρίου 1968…». Το γράμμα της δεν εντυπωσίασε κανέναν. Ήταν κι αυτό στα πλαίσια της προπαγάνδας του καθεστώτος, που δεν είχε διστάσει να εκμαιεύσει την υποστήριξη της υπέργηρης καλλιτέχνιδας...
Μπορούσε να ανατραπεί η Χούντα;
Πολλοί υποστήριξαν ότι στις 3 Νοεμβρίου 1968 η χούντα θα μπορούσε να είχε ανατραπεί. Δε χρειαζόταν —λένε— παρά να εισβάλλει το πλήθος στα υπουργεία και στις δημόσιες υπηρεσίες και να καταλύσει τις αρχές. Μπορούσε, εξάλλου, — υποστηρίζουν— να είχε καταλάβει τη Βουλή και να εξοντώσει το δικτάτορα και το επιτελείο του. Η αστυνομία δε θα κατόρθωνε να προβάλει σοβαρή αντίσταση σε καθολική επίθεση του πλήθους, ενώ ο στρατός δύσκολα θα χτυπούσε, αν μάλιστα εμφανιζόταν μια κάποια επαναστατική κυβέρνηση, στην οποία θα συμμετείχαν εκπρόσωποι όλου του πολιτικού κόσμου... Ενδιαφέρουσες οπωσδήποτε απόψεις που δεν έχουν όμως σχέση με την πραγματικότητα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις της 3ης Νοεμβρίου ήταν μια έκρηξη οργής του ελληνικού λαού, που κατέπληξε και αιφνιδίασε τους πάντες. Ακόμα και τον ίδιο, που για πρώτη φορά αναμετρούσε τις δυνάμεις του. Οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν είχαν τη δυνατότητα να καθοδηγήσουν αυτήν την απρόσμενη κοσμοπλημμύρα, ενώ ο πολιτικός κόσμος δεν ήταν ούτε προετοιμασμένος αλλά ούτε αποφασισμένος για μια επαναστατική αναμέτρηση με το καθεστώς. Αν ο λαός συγκρούονταν δυναμικά με το καθεστώς εκείνη την ημέρα, το πιθανότερο ήταν να αιματοκυλιστεί άγρια και χωρίς άμεσο αποτέλεσμα. Ίσως μάλιστα το «χτύπημα» του δημοκρατικού κινήματος από μια τέτοια σύγκρουση να ήταν εξοντωτικό και ν' ανέ-στελε κάθε δραστηριότητα κατά της δικτατορίας. Η 3η Νοεμβρίου δεν μπορούσε να ανατρέψει τη δικτατορία. Μπορούσε όμως να της δώσει το πρώτο χτύπημα, που —αν όχι τίποτα άλλο— στάθηκε αποφασιστικό για τη λαϊκή της απομόνωοη... Πράγμα που έγινε.
Μια εκδρομή θαύμα
Το πολιτικό νόημα των γεγονότων εκείνων απεικονίζεται θαυμάσια σε τούτο το γράμμα που στάλθηκε από την Αθήνα στο Παρίσι εκείνες τις μέρες, και δημοσιεύτηκε κι αυτό στην «Πορεία». Η γλώσσα του είναι —όπως επέβαλαν οι εποχές— συνθηματική: «Η εκδρομή που κάναμε την Κυριακή ήταν θαύμα! Τι ωραία μέρα! Ποτέ δεν θα την ξεχάσω σ' όλη μου τη ζωή. Σε σκέφτομαι όλη την ώρα. Ήθελα να 'σουν και συ, γιατί δεν πίστευες πως υπάρχει τόσο ωραία φύση στην Ελλάδα. Τα βουνά γεμάτα δέντρα και πουλιά και λουλούδια, ποτέ μου δεν είδα τόσα λουλούδια. Ήταν ωραία τα βουνά! Και όλη η παρέα, τι κέφι, πόσο τραγουδήσαμε, πόσο χορέψαμε! Εγώ ανέβηκα ως την κορυφή. Μόνο όταν άρχισε να βρέχει και να βροντάει έφυγα. Μερικοί βράχηκαν πάρα πολύ. Τέλος πάντων. Ας ελπίσουμε ν' αρχίσουμε τώρα να πηγαίνουμε εκδρομές. Θα μας κάνει καλό!».
ΤΟΤΕ...
ΤΕΥΧΟΣ Νο 4
ΑΘΗΝΑ 1983
from ανεμουριον https://ift.tt/36sB4bL
via IFTTT