"Φυλλάδιο" - Η επίπεδη επιφάνεια της σφαίρας

Στις 30 Ιουνίου 1979 και ώρα 12.00 το μεσημέρι, ο δικαιούχος Γεώργιος Ιωάννου του Ιωάννου, συγγραφέας, υποβάλλει στο υπουργείο Εμπορίου διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Παπαγεωργίου το έντυπο κατάθεσης ημεδαπού σήματος (αρ. 75185) για το προς διάκρισιν προϊόν: «Φυλλάδιο - τριμηνιαίο περιοδικό με λογοτεχνική και πνευματική ύλη και με θέματα πνευματικής ζωής». Πλην όμως, το εν λόγω περιοδικό έχει ήδη κυκλοφορήσει δειλά από την άνοιξη του '78 ένα φτενό δεκαεξασέλιδο τεύχος με βυσσινί εξώφυλλο και τρία φύλλα κισσού για βινιέτα, που ο συγγραφέας - εκδότης του σπεύδει να χαρακτηρίσει ως «αδιαμόρφωτο πρώτο τεύχος», ενώ διευκρινίζει ότι «θα δημοσιεύονται σ' αυτό κυρίως δικά του κείμενα», χωρίς να αποκλείει «ένα τμήμα, όχι εκτεταμένο του περιοδικού να αφιερώνεται, αργότερα, σε κείμενα φίλων, λογοτεχνών και μη». Για ένα πράγμα πάντως είναι κατηγορηματικός: «Το «Φυλλάδιο» δεν θα ασχολείται ούτε με αριστουργηματολογίες ούτε με καλλιγραφίες […]. Θα καταπιάνεται με κείμενα ουσιαστικά και σοβαρά γραμμένα.» (Φυλλάδιο 1).

Ποια αδήριτη αναγκαιότητα υπαγορεύει, άραγε, την έκδοση του παρόντος ιδιότυπου περιοδικού - που ο Γιώργος Ιωάννου συγγράφει, εκδίδει και διανέμει με αποκλειστικά προσωπική του ευθύνη και φροντίδα - και ποια πιεστική συγκυρία τον ωθεί να επισπεύσει την έκδοση του πρώτου τεύχους;

Θα πρέπει να περιμένουμε έξι χρόνια ώς την έκδοση του βιβλίου του Η Πρωτεύουσα των προσφύγων (1984), στο τελευταίο κείμενο του οποίου - με τον αυρηλιανό τίτλο «Εις εαυτόν» - ο Γ. Ιωάννου, ανακεφαλαιώνοντας απολογιστικά την 30χρονη συγγραφική του δράση, επιστρέφει στην προσωπική επίθεση που δέχτηκε «από τον παλαιό γνώριμό του Δ. Μαρωνίτη» την άνοιξη του '77 και εξηγεί (σελ. 260) πώς «από τη μια η απόλυτη άρνηση [ορισμένων διευθυντών περιοδικών και εφημερίδων] - πού σε είδα πού σε ξέρω - να φιλοξενήσουν στα έντυπά τους την απάντησή [τ]ου κατά του Μαρωνίτη, κι από την άλλη κάποιες ευτυχείς συμπτώσεις, [τον] έκαναν να […] βγάλει κάπως βιαστικά το πρώτο τεύχος, για να γίνει η αρχή».

Για τα αδέσποτα κείμενα

Ιδού, λοιπόν, που ο Γ. Ιωάννου, παρακινούμενος από το παράδειγμα του φίλου του Βασίλη Διοσκουρίδη - που εξέδιδε στο ιδιωτικό τυπογραφείο του το περιοδικό Εκηβόλος - και την πολύτιμη βοήθεια του τυπογράφου Αιμίλιου Καλιακάτσου, βρίσκει, ως άλλος Pierre Mac Orlan, «στην άκρη ενός αδιέξοδου νόημα στο πεπρωμένο του» και επιδίδεται με θέρμη και προσωπικό μόχθο στη συγγραφή της σύνολης ύλης του Φυλλαδίου, απαλλαγμένος από τον «λύκο της δακτυλογράφου» - αφού τα γράφει όλα μόνος του και, δη, με το χέρι - και αρνούμενος κατηγορηματικά (παρά την αρχική του εξαγγελία) κάθε συνεργασία ή μοιρασιά στο πόνημα και στο φρόνημα που συνεπάγει. Άλλωστε, το εν λόγω αδιέξοδο δεν αφορά μόνο την ανωτέρω απαντητική επιστολή του, αλλά και σε πλείστες όσες καταγγελίες του δεν «θα έβλεπαν [ποτέ] το φως της δημοσιότητας στις στήλες των εφημερίδων», όπως επίσης και στην «κατάπνιξη της φωνής του», αφού άλλοι επιλέγουν ανάμεσα «στα προσκομιζόμενα σ' αυτούς κείμενα - ποια θα δουν το φως και ποια όχι» (στο ίδιο, σελ. 261).
Έτσι καθώς προχωρεί η διαδοχική έκδοση των τευχών του Φυλλαδίου -που μετά το 2ο τεύχος γίνονται διπλά και στοιχειοθετούνται στο τυπογραφείο του Χρήστου Μανουσαρίδη - η φυσιογνωμία του περιοδικού προσεγγίζει σταδιακά τις αρχικές προθέσεις του συγγραφέα και ως προς την αγωνιστική τους διάθεση και ως προς την προστατευτική τους προαίρεση για όσα κείμενά του ελέγχονται αδέσποτα, αζήτητα ή ανεπιθύμητα αλλού και αναζητούν στις σελίδες του περιοδικού στέγη και το δικό τους αναγνωστικό κοινό. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από τη μετάφραση ποιημάτων του Μελέαγρου ή του Στράτωνος από το XII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, καθώς και επιτυμβίων επιγραμμάτων από το VII βιβλίο της, που κοσμούν όλα τα εξώφυλλα του περιοδικού, και πέρα από αρκετά πεζά κείμενα που θα περιληφθούν αργότερα στα βιβλία του Το Δικό μας αίμα (1980), Επιτάφιος θρήνος (1980), Καταπακτή (1982), Εφήβων και μη (1982) και Πρωτεύουσα των προσφύγων (1984), - το καθαυτό καινοτόμο και αγωνιστικό στοιχείο εντοπίζεται από το 2ο τεύχος ήδη στους «θυσάνους», ένα κράμα αποτιμήσεων, εξομολογήσεων και τολμηρών σχολίων που, εν είδει «μικρού, έστω και πειρατικού, πομπού» (Φ. 3-4, σ. 46), συνιστούν χίλιες επιστολές διαμαρτυρίας, με τις οποίες ο Γ. Ιωάννου θίγει τα κακώς κείμενα στην πνευματική και πολιτική ζωή του τόπου, καταγγέλλει πράξεις, κατονομάζει ανθρώπους, στηλιτεύει, εξοργίζεται και επαναστατεί.

Οι «θύσανοι»

Το έλασσον, βέβαια, από τις αρχικές προθέσεις του έχει οριστικά χαθεί: ο χαρακτηρισμός «τρίμηνο περιοδικό πνευματικής ζωής» διαγράφεται οριστικά από τον υπότιτλο του τεύχους 5-6 (1982), που κυκλοφορεί τρία χρόνια μετά την προηγούμενη έκδοση του περιοδικού (1978-79). Αυτό που προέχει, όμως, για τον Γ. Ιωάννου είναι να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο στην αρχική ιδέα του για ένα περιοδικό «συνδεδεμένο με την ύπαρξή [τ]ου, [που] είτε τρίμηνο είτε εξάμηνο είτε ετήσιο είτε τυπωμένο είτε χειρόγραφο είτε νόμιμο είτε παράνομο είτε απ' την Αθήνα είτε απ' την επαρχία είτε απ' το εξωτερικό, […] θα βγαίνει πάντοτε [και θα] περιέχει κείμενα […] που δεν θα μπορούσαν, είτε ως πολύ προσωπικά είτε ως ενοχλητικά, να δημοσιευθούν στα περιοδικά και τις εφημερίδες» (στο ίδιο και Φ. 5-6, σ. 86). Αυτά τα «εξειδικευμένα» κείμενα -όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος- και οι «θύσανοι», που τους θεωρεί «μικρά πεζογραφήματά του» (στο ίδιο σ. 63), συνιστούν το μείζον για τον Γ. Ιωάννου, το οποίο έχει πλέον κατακτηθεί, καθώς τα άστεγα και ανεπίδοτα κείμενά του καλύπτουν όλο και περισσότερες σελίδες του περιοδικού, ενώ οι «θύσανοι» πολλαπλασιάζονται και ανδρώνονται, απειλώντας να αφομοιώσουν τον τίτλο του Φυλλαδίου κατά συνεκδοχήν. (Ενδεικτική είναι η περίπτωση αναγνώστη που σταματάει στον δρόμο τον συγγραφέα και τον ρωτάει «πότε θα βγούνε οι «θύσανοι»;», εννοώντας το Φυλλάδιο {στο ίδιο, σ. 32}). Μάλιστα, στο τεύχος 7-8, οι «θύσανοι» πολλαπλασιάζονται σε βαθμό που υποχρεώνουν τον Γ. Ιωάννου να τους κατατάξει σε κατηγορίες, αθροίζοντάς τους με τακτικούς αριθμούς και προτάσσοντάς τους τίτλους δηλωτικούς του περιεχομένου τους.

Μαχητικός

Η ενδελεχής μελέτη της εξέλιξης του Φυλλαδίου στην επταετία '78-'85, με τη σταδιακή επικράτηση των «εξειδικευμένων» κειμένων και, κυρίως, των «θυσάνων», προβάλλει, λοιπόν, εμφατικά μιαν άκρως μαχητική πλευρά του συγγραφέα, που δεν προϋποθέτει μόνο πολυμέρεια, πολυμάθεια και φιλαλήθεια εκ μέρους του, αλλά, πρωτίστως, προτάσσει το αξίωμα ότι «η λογοτεχνία δεν είναι διπλωματία. Είναι ακριβώς το αντίθετο» (από ανέκδοτο Θύσσανο). Eτσι, είτε υπογραμμίζει τις ανορθογραφίες του κόσμου στήνοντας επάλξεις και ανοίγοντας μέτωπα μεθοδικά και ανατρεπτικά, είτε ξεκαθαρίζει «τα του οίκου του» (από ανέκδοτο Θύσσανο), αυτοσαρκαζόμενος αφοπλιστικά, ο Γ. Ιωάννου δεν ακονίζει μόνο τη μνήμη αλλά και την μήνιν όσων απώλεσαν την πρώτη ή λείαναν τη δεύτερη με τον καιρό. Συνεπώς, το Φυλλάδιο, εν είδει αιχμής του δόρατος, αποδεικνύεται «φοβερό όργανο στα χέρια του, [καθώς] βάζει τάξη στον κόσμο του, μέσα του και έξω του» («Εις εαυτόν», ο.π. σ. 260) και αφυπνίζει συνειδήσεις. Δεν τον ενδιαφέρει, όμως, να εισακουστεί από τους «πολλούς και ακατατόπιστους», αλλά από τους λίγους κι εκλεκτούς, αφού δεν είναι στις προθέσεις του «το «Φυλλάδιο» να καταντήσει εμπορικό περιοδικό» (στο ίδιο, σ. 265)1. Θέλει να παραμείνει στα χίλια πεντακόσια αντίτυπα περίπου. «[…] Η πολεμική που ασκώ, δεν θα ήθελα να περιπέσ[ει] στα στόματα του πλήθους. Είναι φοβερό να ακούς αυτά που ξεστόμισες να τα επαναλαμβάνουν ανίδεοι» (Φ. 7-8, σ. 40), γράφει αντιπαραθέτοντας εαυτόν στην πλειοψηφία που «θέλει να ζει μέσα στην αιχμηρότητα της κορυφής», ενώ εκείνος προτιμά «να επωάζει μέσα σε μια καλοφτιαγμένη φωλιά» (από ανέκδοτο Θύσσανο).
Αυτήν τη φωλιά -ως καταφύγιο, κρυψώνα και ορμητήριο- συμβολίζει και το Φυλλάδιο στη συγγραφική πορεία του Γ. Ιωάννου. Μιαν αγκάλη προστατευτική, μια κιβωτό σφαιρική, όπου έστερξαν να βρουν απάγκειο όλα τα πτηνά της γραφής του: το ποίημα και το πεζογράφημα, το θεατρικό μονόπρακτο και το χρονογράφημα, το σχόλιο, η κριτική και το μετάφρασμα. Ο νους πηγαίνει αβίαστα στη «γυάλινη σφαίρα», που επικαλείται ο Τέλλος Aγρας ως «γραφική αλληγορία» για να εξεικονίσει το νόμο της βαρύτητας που αναζητεί κάθε έργο ως στήριγμα: «Oσο δε βρίσκει κανείς την επίπεδη επιφάνεια, η σφαίρα κυλά, - έρμαια, έκθετη, ανισορρόπητη, πάνω στο τραπέζι. Μα όταν [τη] βρη κανείς […], η σφαίρα στέκεται ορθή, βασίζεται, δε σαλεύει», γράφει εν έτει '33 (περιοδικό «Ρυθμός», τ. 9, Πειραιάς, σ. 280). Αυτήν την «επίπεδη επιφάνεια» -ως μυστική βάση μιας πολυμέριμνης και πολυειδούς γραφής- εικονίζει και το Φυλλάδιο στο σύνολο έργο του Γ. Ιωάννου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε αυτό σκόπευε «να περιοριστεί σιγά σιγά» στο μέλλον («Εις εαυτόν», ό.π. σ.261). 


Σημείωση:
1. Κι ας του καταλογίζει έγνοια «κονόμας» ο Ν. Χριστιανόπουλος σε μια πρόσφατη συνέντευξή του («Bηmagazino», στο «Βήμα της Κυριακής», Αθήνα, 12.12.04, σ. 40). Αλλά ο Γ. Ι. είχε προβλέψει και την περίπτωση αυτή: «Το «ο αποθανών δεδικαίωται» απέθανε. Και όχι βέβαια πως τέθηκε σε ισχύ το «ο αποθανών ξυλεύεται». Όχι », γράφει σε ένα χειρόγραφο ανέκδοτο «θύσανο» από τον φάκελο «Θάνατοι», που προόριζε για το τχ. 7-8.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 2005


from ανεμουριον https://ift.tt/39tV6UC
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη