O Μανώλης ο Τραμπαρίφας και άλλα τινά. Ευτράπελα και νοσταλγικά.



Αναπολήσεις από το καλό παρελθόν.



  Ο Μανώλης ήταν ένα καλοκάγαθο ανθρωπάκι. Ταξιτζής που έκανε πιάτσα στη αρχή της οδού Ασκληπιού. Τότε τα ταξί ήσαν λιγοστά στην Αθήνα και οι πιο πολλοί ταξιτζήδες ήσαν ώριμοι μεσήλικες, με ήθος και σεμνότητα. Λειτουργούσαν με γνωριμίες, κυρίως, και προσυμφωνημένες μισθώσεις. Π.χ. «Μανώλη, την Κυριακή στις  6΄ το απόγευμα  έλα να μας πάρεις απ’ το σπίτι. Έχουμε να πάμε σ’ ένα γάμο»! Εννοείται πως ο Μανώλης θα περίμενε καθ’ όλη τη διάρκεια του μυστηρίου γιά να μας επιστρέψει πίσω.
   Εκείνες τις εποχές το Ακροπόλ γνώριζε μεγάλες δόξες και πιέννες, οπότε όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος «προμηθευόταν» ρόδα από την πιάτσα της οδού Ασκληπιού. Έτσι εξηγείται το γιατί ο Μιχάλης Σουγιούλ, ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Μίμης Τραϊφόρος, η Σπεράντζα Βρανά και όλοι οι γίγαντες της  επιθεωρήσεως γνώριζαν τον «Τραμπαρίφα». Εννοείται πως το... Τραμπαρίφας ήταν παρατσούκλι που κάποιος απ’ το θέατρο του το κόλλησε.

   Ο Μανώλης  ήταν ένας γλυκύτατος Κρητικός, είχε ένα χαρακτηριστικό μπροστινό χρυσό δόντι που έλαμπε όταν γελούσε, κάτι που γινόταν συχνότατα, και διέθετε μία μεγάλη μαύρη Σεβρολέτα. Ήταν ψαρομάλλης, έμενε -αν δεν κάνω λάθος- κάπου κάτω από την πλατεία Βάθη και είχε μία, επίσης καλοκάγαθη, γυναικούλα που  στα παιδικά μου μάτια φάνταζε γριούλα.

   Με τον Μανώλη πηγαίναμε οικογενειακώς  -γύρω στο ΄52 +- στη Βουλιαγμένη. Εδώ αξίζει να αναφερθούν κάποια άκρως εντυπωσιακά στοιχεία που -σήμερα- φαντάζουν απιθανότητες, ενώ είναι, πέρα για πέρα,   πραγματικά.  Ο δρόμος τότε τελείωνε στην Λίμνη της Βουλιαγμένης και γιά να πας στη Βάρκιζα έπρεπε να στρίψεις πριν το Καβούρι αριστερά, να περάσεις τα ανύπαρκτα τότε Βλάχικα, τη Βάρη και να πέσεις Βάρκιζα, όπου εκεί τέλειωνε... ο κόσμος! Απ’ εκεί και πέρα ήταν... terra incognita και χρειαζόμασταν νέο Κολόμβο γιά να τα εξερευνήσει. Μάλιστα, γιά να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του... εξωτισμού των παραλιακών... εδαφών, αναφέρω πως στο τέρμα της οδού Συγγρού, γιά να συνεχίσεις  προς Φάληρο, αεροδρόμιο -Χασάνι το έλεγαν-  κ.λπ., πλήρωνες ένα είδος διοδίων, που το ονόμαζαν... «φόρο».
   Τότε δεν υπήρχε οδική σύνδεση μεταξύ Βουλιαγμένης και Λαιμού. Κατά μήκος της σημερινής οδού -Ωκεανίδα, κ.λπ. - υπήρχε ένα μεγάλο στρατόπεδο λοκατζήδων, οι οποίοι μεταξύ της όλης εκπαιδεύσεώς  τους έκαναν και ασκήσεις πάνω από τη Λίμνη. Σαν τώρα τους θυμάμαι, με δέος, να κατεβαίνουν γλιστρώντας από τον πίσω λόφο με κάτι σκοινιά, σαν μαϊμούδες!

   Από την παραλία της Λίμνης μπορούσες να πας απέναντι, στον Λαιμό, μόνο  με βάρκες, όπου ο βαρκάρης σε πήγαινε με... κουπιά! Στον Λαιμό γινόταν της κακομοίρας τα καλοκαίρια.  Στο ανατολικό ύψωμα, αριστερά όπως κοιτάμε τη θάλασσα, που ήταν ένας αμμόλοφος με πεύκα, υπήρχε ένας απίθανος  σκηνοσυνοικισμός, που θα τον ζήλευαν κι οι πιό εξαθλιωμένοι σημερινοί τουρκόγυφτοι. Χαρακτηριστικά, εκτός από την χαρούμενη και θορυβώδη   πιτσιρικαρία, θυμάμαι κρεμασμένα από χαμηλά κλαδιά πεύκων κάτι μικρά δοχειάκια με πομπέ μπροστινό σχήμα και βρυσούλες γιά πρωινό πλύσιμο προσώπου και στηριγμένα όρθια μικρά καθρεφτάκια γιά την... κόμμωση! Και στην απέναντι άκρη μάλλον  θα πρέπει να υπήρχαν κάποια αρχαία. Δεν τα θυμάμαι καλά γιατί απέφευγα εκείνη την πλευρά.
   Ακριβώς στο στένεμα του Λαιμού υπήρχαν δύο εστιατόρια που λειτουργούσαν σε κάτι άθλια παραπήγματα φτιαγμένα από λαμαρίνες.  Του ενός  εστιάτορα ο πατέρας είχε βαφτίσει την κόρη κι έτσι είχαμε απόλυτη προτεραιότητα στην όντως εξαιρετική περιποίηση, η οποία εξικνείτο  -πέραν από τις λαχταριστές τσιπούρες- μέχρι χορηγήσεως  κουβερτών γιά προγραμματισμένη διανυκτέρευση δίπλα στο κύμα, τα πιό ζεστά Σαββατοκύριακα. Γύφτοι κι εμείς, εν μέσω... ομοεθνών μας! Εννοείται πως ο Μανώλης  ήταν πάντα στην ώρα του την Κυριακή μπροστά στην Λίμνη, γιά να μας επαναφέρει στο σπίτι, στον Βούθουλα.
   Τελευταία φορά που θυμάμαι  τις υπηρεσίες του Τραμπαρίφα ήταν το καλοκαίρι του ’58. Κατά τις βλακώδεις προλήψεις της εποχής -ένα χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα- η χήρα-κοράκι  στο ντύσιμο, ώφειλε να κάθεται σπίτι, να σκούζει και πλαντάζει στο κλάμα. Έτσι, κάτι αυγουστιάτικα μεσημέρια που η Αθήνα καιγόταν, ο Μανώλης μας μετέφερε -μυστικά- στο έρημο, τότε,  Λινοβρόχι για ένα δροσερό διάλειμμα στα νερά του Σαρωνικού. Έκτοτε, δεν ξανάδα τον Μανώλη. Η ζωή συνέχισε τον δρόμο της με απώλειες και  η μνήμη -τώρα στο δικό μου γέρμα- έρχεται να τον ανασύρει νοσταλγικά και... βασανιστικά.



from Πίσω στα παλιά https://ift.tt/2wnzYAL
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη