Η διαμάχη που οδήγησε στην έκρηξη του Κριμαϊκού Πολέμου, ξεκίνησε το 1848, πολύ μακριά από την Κριμαία, στους Αγίους Τόπους. Το 1847 ξέσπασε σύγκρουση σχετικά με τον έλεγχο της εκκλησίας της Γεννήσεως, στη Βηθλεέμ. Εκείνη την εποχή μόνο οι ορθόδοξοι και προχαλκηδώνιοι Αρμένιοι είχαν τα κλειδιά του ναού, παραχωρώντας κατά το δοκούν τα δικαίωμα χρήσης του στους ρωμαιοκαθολικούς.
Κάποια στιγμή εκλάπη από το ναό ένα ασημένιο αστέρι, προσφορά των ρωμαιοκαθολικών σε αυτόν. Το γεγονός αυτό ενέτεινε τη σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών δογμάτων χριστιανών, η οποία όμως είχε ουσιαστικά ξεκινήσει από το 1845, όταν, για πρώτη φορά από το 1291, ο πάπας Πίος Θ’, έστειλε ρωμαιοκαθολικό πατριάρχη στην Ιερουσαλήμ.
Σταδιακά η διαμάχη των δογμάτων εξελίχθηκε σε πολιτική, με τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Πεδεμόντιο, το Βασίλειο της Νεαπόλεως και το Βέλγιο, να ασκούν διπλωματικές πιέσεις στους Οθωμανούς, υπέρ των ρωμαιοκαθολικών, στους Αγίους Τόπους. Η Γαλλία ειδικά, ανέλαβε τον ρόλο του προστάτη των ρωμαιοκαθολικών. Χάρη στην υποστήριξή της, ο πάπας άρχισε να εντείνει τις απαιτήσεις του, ζητώντας πλέον να έχει έλεγχο και στον ναό του Παναγίου Τάφου και στον τάφο της Παναγίας, στη Γεσθημανή.
Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους, αρχικά επέδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για τις διαμάχες των «απίστων», παρακολουθώντας τις, όχι χωρίς ευχαρίστηση. Όταν όμως η κατάσταση άρχισε να εκφεύγει συγκάλεσαν, στην Ιερουσαλήμ, το 1851, σύσκεψη εκπροσώπων των τριών χριστιανικών δογμάτων, η οποία όμως δεν κατέληξε πουθενά. Τελικά η απόφαση των Τούρκων να δώσουν κλειδιά του ναού της Γεννήσεως και στους ρωμαιοκαθολικούς, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ορθοδόξων.
Έτσι οι Τούρκοι άφησαν τα πράγματα να εξελιχθούν, θεωρώντας ότι με την πάροδο του χρόνου τη διαμάχη θα καταλάγιαζε. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο Λουδοβίκος Ναπολέων, ανεψιός του Μεγάλου Ναπολέοντος, ο οποίος, το 1852, έγινε αυτοκράτορας με το όνομα Ναπολέων Γ είχε την ιδέα εμπλοκής της Γαλλίας στους Αγίους Τόπους.
Η Βρετανία δεν είχε καμία συμπάθεια για τη Γαλλία. Τελικά όμως η Ρωσία αποδείχτηκε πιο επικίνδυνη για τα βρετανικά συμφέροντα. Η σύγκρουση Βρετανίας – Ρωσίας ήταν αρχικά εμπορικής φύσεως. Το τελευταίο που οι Βρετανοί επιθυμούσαν ήταν η περαιτέρω ισχυροποίηση της Ρωσίας. Κάθε, κατά συνέπεια, ρωσική απόπειρα εκμετάλλευσης της αδυναμίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θεωρείτο σοβαρή απειλή για τη Βρετανία. Οι Βρετανοί, ειδικά, δεν θα επέτρεπαν ποτέ στους Ρώσους να κυριαρχήσουν στα στενά των Δαρδανελίων και στην Περσία.
Στα τέλη του 1852 ο τσάρος Νικόλαος Α’ αποφάσισε να κλιμακώσει τις πιέσεις του κατά των Τούρκων, στο ζήτημα των Αγίων Τόπων, εμφανίζοντας τη Ρωσία, ως προστάτιδα δύναμη των ορθοδόξων. Βασικές αφορμές της ρωσικής πίεσης προς τους Τούρκους ήταν η παράδοση από αυτούς κλειδιών του ναού της Γεννήσεως στους ρωμαιοκαθολικούς, όπως αναφέρθηκε.
Ο τσάρος αποφάσισε ότι είχε έρθει η στιγμή να πραγματοποιήσει το προαιώνιο ρωσικό όνειρο, να διαλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να φέρει τη Ρωσία στις «θερμές» θάλασσες. Έτσι ο Νικόλαος ανέπτυξε μεγάλη διπλωματική προσπάθεια. Σε πρώτο χρόνο αποφάσισε να αποστείλει στην Κωνσταντινούπολη τον πρίγκιπα Αλεξάντρ Μέντσικοφ, με σκοπό να πιέσει ασφυκτικά τους Τούρκους.
Οι εντολές που έλαβε ο Μέντσικοφ ήταν σαφείς. Όφειλε να πιέσει τους Τούρκους να επιβεβαιώσουν όλα τα παλαιά προνόμια στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Αυτόν ήταν το έλασσον αίτημα και αποσκοπούσε στην ταπείνωση του σουλτάνου, αλλά και το Ναπολέοντα Γ’ της Γαλλίας, που εμφανιζόταν ως προστάτης των Ρωμαιοκαθολικών.
Το μείζων αίτημα ήταν όμως άλλο. Η Ρωσία απαιτούσε από τον σουλτάνο να την αναγνωρίσει, επισήμως, ως προστάτιδα δύναμη των ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αίτημα αυτό, αν γινόταν δεκτό, θα επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει, κατά το δοκούν, στα εσωτερικά του οθωμανικού κράτους. Κατά συνέπεια το αίτημα αυτό δεν μπορούσε, επισήμως, όπως ζητούσε η Ρωσία, να γίνει αποδεκτό.
Οι Τούρκοι αποδέχτηκαν τους “θρησκευτικούς” όρους των Ρώσων. Ωστόσο η όλη διαμάχη είχε εκφύγει από το θρησκευτικό πλαίσιο. Στις 5 Μαΐου 1853 ο Μέντσικοφ έθεσε στους Τούρκους ένα τελεσίγραφο, βάσει του οποίου είχαν πέντε ημέρες καιρό για να αποδεχθούν τη ρωσική «προστασία» επί των ορθοδόξων υπηκόων τους. Οι Τούρκοι όμως αρνήθηκαν να επιτρέψουν στη Ρωσία να αναλάβει τον ρόλο του προστάτη των Ορθοδόξων.
Η μη αποδοχή των όρων του εξόργισε τον τσάρο. Στις 2 Ιουλίου 1853 δύο ρωσικά σώματα στρατού, με συνολικά 50.000 άνδρες εισέβαλαν στην αποστρατιωτικοποιημένη Μολδαβία. Ως τις 15 Ιουλίου οι Ρώσοι είχαν προελάσει μέχρι το Βουκουρέστι, στο πριγκιπάτο της Βλαχίας, σχεδόν χωρίς αντίσταση. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν στη Βιέννη, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1853, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Έναντι της Ρωσίας αντέδρασαν έντονα Βρετανοί και Γάλλοι, οι οποίοι φοβούμενοι πιθανή ρωσική ενέργεια για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, συμφώνησαν να στείλουν τους μεσογειακούς στόλους τους εκεί, καλύπτοντάς την Πόλη από ρωσική επίθεση. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν την προστασία και το διπλωματικό βάρος που τους προσέδιδε η παρουσία των συμμαχικών στόλων στην Κωνσταντινούπολη, στέλνοντας τελεσίγραφο, στις 8 Οκτωβρίου 1853, στους Ρώσους. Οι Ρώσοι απλώς αγνόησαν το τουρκικό τελεσίγραφο και οι Τούρκοι τους κήρυξαν τον πόλεμο στις 4 Οκτωβρίου 1853. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι ακολούθησαν… χριστιανοί όντες.
from History-point.gr https://ift.tt/2wDLyrA
via IFTTT