Μετά την ανάρρηση στο θρόνο του Αβδούλ Χαμίτ, η αυταρχική εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης δεν μειώθηκε -αντιθέτως αυξήθηκε. Η απολυταρχία δεν ευνοούσε νεωτερισμούς. Ο Αβδούλ Χαμίτ επιζητούσε πάντοτε ευκαιρίες για να αποστερήσει τα ψιχία ελευθεριών που κάτω από ποικίλες περιστάσεις είχαν αποσπάσει διάφορες επιμέρους κοινότητες ή μειονότητες. Στην Κρήτη, ιδιαίτερα, βρήκε αφορμή από την κρίση του 1889 για να εκμηδενίσει τα συνταγματικά πλεονεκτήματα της συνθήκης της Χαλέπας, με την οποία βελτιωνόταν η θέση του χριστιανικού πληθυσμού του νησιού, εφόσον ως προς τις αρχές που την διήπαν είχε από συνταγματική άποψη δημοκρατικό χαρακτήρα.
Στις 25 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1889 εκδόθηκε το φιρμάνι με το οποίο καταπατούνταν τα προνόμια της συνθήκης της Χαλέπας. Το φιρμάνι έφερε πολλές αλλαγές για τους χριστιανούς κατοίκους του νησιού και μια καινούργια επανάσταση ήταν αναπόφευκτη. Ο πρωτεργάτης του νέου κινήματος Μανούσος Κούνδουρος δεν επιδίωξε ούτε υπολόγιζε στην υποστήριξη της Ελλάδος, αλλά έδειξε προτίμηση προς την Αγγλία. Ευκαιρία για δράση ξαναπαρουσιάστηκε με αφορμή τις σφαγές των Αρμενίων, το 1895. Με την ίδρυση, γύρω στα 1889-1890, του κουρδικού ιππικού με Γερμανούς οργανωτές, άρχισαν φοβερές βιαιότητες εναντίον των Αρμενίων που ήταν ο στόχος των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των Δυνάμεων (Γερμανίας - Ρωσίας - Αγγλίας). Η απαρχή έγινε με ένα υπόμνημα που συνέταξε ο Κούνδουρος. Με το κείμενο εκείνο οι μεταπολιτευτικοί επεδίωκαν ένα είδος μερικής αυτονομίας και όχι την ένωση με την Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν αντίθετοι προς αυτή. Επακολούθησαν συγκρούσεις και η κατάσταση χειροτέρεψε.
Πρώτες ένοπλες συγκρούσεις
Αποφασιστική για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος στάθηκε και η πολιορκία από τους Κρήτες επαναστάτες, της τουρκικής φρουράς του Βάμου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τις πρώτες μεγάλες σφαγές κατά των χριστιανών στα Χανιά. Οι πρόξενοι εξουσιοδοτήθηκαν από τις κυβερνήσεις τους να αρχίσουν συζητήσεις με τους πολιορκητές. Η Πύλη όμως δεν φαινόταν διατεθειμένη να δεχθεί τη μεσολάβηση των προξένων και ήταν αποφασισμένη να στραφεί στη γνώριμη τακτική της βίας. Για το σκοπό αυτό έδωσε διαταγή στο στρατηγό Αβδουλάχ, που είχε διορισθεί γενικός και στρατιωτικός διοικητής, να σπεύσει στην Κρήτη με αρκετό στρατό. Η ελληνική κυβέρνηση αρκέστηκε στο να ζητήσει την επαναφορά του καθεστώτος της Χαλέπας. Ο Αβδουλάχ ελευθέρωσε τους πολιορκημένους στο Βάμο. Ακολούθησαν άγριες σκηνές εκδικήσεως και πυρπολήθηκε όλο το χωριό. Οι τουρκικές βιαιότητες συνεχίστηκαν στο νησί.
Οι Δυνάμεις τελικά αποφάσισαν να ασκήσουν πίεση για να προβεί ο Σουλτάνος σε υποχωρήσεις. Συγκεκριμένα, ζήτησαν την εφαρμογή της συνθήκης της Χαλέπας και το διορισμό χριστιανού διοικητή. Όσο για τους Κρήτες βουλευτές, όταν πήραν καταφατική απάντηση από τους προξένους ότι μπορούσαν να τροποποιήσουν τη συνθήκη της Χαλέπας, συγκεντρώθηκαν στο Φρε του Αποκόρωνα, όπου καταρτίσθηκε σχέδιο αιτημάτων. Οι χριστιανοί βουλευτές τελικά ζήτησαν την καθιέρωση και εφαρμογή στην Κρήτη καθεστώτος παρόμοιου με της Σάμου. Στο μεταξύ ο τουρκικός στρατός άρχισε πάλι τις εχθροπραξίες.
ΣΤΙΣ 7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1897, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ, ΑΝΑΤΙΝΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΩΝ ΒΟΥΚΟΛΙΩΝ (ΛΑΪΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΕΠΟΧΗΣ—ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ). |
Οι ταραχές που ξέσπασαν στο Ηράκλειο είχαν ως αποτέλεσμα να επακολουθήσει έντονη διαμαρτυρία των πρεσβευτών στην Πύλη.
Στη συνέχεια ο βασιλιάς Γεώργιος υπέδειξε σε αντιπροσωπεία των επαναστατών που τον επισκέφθηκε στην Αθήνα ότι έπρεπε να παραιτηθούν από την ιδέα της ενώσεως, αλλά συμφώνησε στην αποστολή όπλων στην Κρήτη, ενώ ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης κράτησε στάση ουδέτερη. Τον Ιούλιο του 1896 ωστόσο, ο υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδος έκανε προκλητικές δηλώσεις και υποστήριξε ότι η Ελλάδα δεν φοβόταν, αλλά ευχόταν τις περιπλοκές. Τέλος, μετά την συνάθροιση στο Τζιτζιφέ του Αποκόρωνα στις 26 Ιουλίου και την επέμβαση των πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη, καταρτίστηκε ένα σχέδιο το οποίο, αφού μονογραφήθηκε από τις δυνάμεις, υποβλήθηκε στο Σουλτάνο. Η μονογραφή του προγράμματος παραχωρήσεων έγινε μέσα στην παραζάλη των ημερών εκείνων με τις αρμενικές σφαγές της 15ης Αυγούστου 1896 και ο Σουλτάνος εξαναγκάσθηκε να το δεχθεί. Επικράτησε μια περίοδος ανακωχής ως τον Οκτώβριο Σύντομα όμως ξέσπασε νέο κύμα δολοφονιών κι από τα μέσα Ιανουαρίου 1897, οι Τούρκοι άρχισαν να ξεσηκώνονται κατά των πολιτειακών μεταβολών.
Η κατάσταση έφθασε στα άκρα στις 23 και 24 Ιανουαρίου οπότε έγιναν φοβερές σφαγές στα Χανιά και εμπρησμοί στις χριστιανικές συνοικίες της πόλεως. Ο πρόξενος της Ελλάδος ζήτησε τότε για την προστασία των χριστιανών την αποστολή πλοίων «και στρατού κατοχής». Οι δυνάμεις είχαν αρνηθεί να αποβιβάσουν αγήματα από τα πλοία τους. Ο πρωθυπουργός όμως Δηλιγιάννης άφησε την ευκαιρία να χαθεί. Η κυβέρνηση δεν έκρινε σκόπιμο να αναμιχθεί. Ακολούθησε βίαιη επίθεση της αντιπολιτεύσεως. Ο Δ. Ράλλης στη ρύμη του λόγου του απειλούσε με εσωτερική επανάσταση: «κατά καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερον συντελεί ή να ζημιώνη τα εθνικά συμφέροντα». Τελικά έπειτα από σύσκεψη στα ανάκτορα, ο Δηλιγιάννης αποκάλυψε ότι δόθηκε διαταγή για αποστολή πλοίων στο νησί υπό την αρχηγία του δευτερότοκου πρίγκιπα Γεωργίου.
Διεθνής κατοχή
Η Πύλη στράφηκε προς τις Δυνάμεις ζητώντας να εμποδίσουν την ελληνική επέμβαση. Η κατάληξη ήταν να αποφασίσουν τη διεθνή κατοχή των τριών πόλεων, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η απόφαση ενόχλησε το βασιλιά Γεώργιο και την κυβέρνηση και αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ελληνική κατοχή του νησιού προλαμβάνοντας τη διεθνή. Ετσι ο βασιλιάς αποφάσισε να στείλει στην Κρήτη τον υπασπιστή του Τιμολέοντα Βάσσο με ένα σώμα στρατού. Η αποστολή του στρατού αργοπόρησε λίγες μέρες εξαιτίας της αναβλητικότητας του Δηλιγιάννη. Έτσι το σχέδιο του Γεωργίου για τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων δεν έγινε την κατάλληλη στιγμή. Στη διακοίνωση που επέδωσε η ελληνική κυβέρνηση στις Δυνάμεις ανέφερε ότι με την ενέργεια της αυτή ήθελε να αντισταθεί στην αποστολή νέων τουρκικών στρατευμάτων στο νησί και να εκφράσει την επιθυμία για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Στην ελληνοτουρκική κρίση η Ρωσία, μέχρι τότε, είχε δείξει απροθυμία να πάρει κάποια πρωτοβουλία. Οι οικογενειακοί δεσμοί του τσάρου με τον βασιλιά Γεώργιο εξανάγκαζαν τον πρώτο να μη βλάψει τον δεύτερο. Τέλος, έπειτα από πολλές εκκλήσεις της συμμάχου της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Αγγλίας, η Ρωσία πρότεινε να διατάξουν οι ναύαρχοι την αποβίβαση στρατού. Ύστερα από έγκριση της Τουρκίας αποφασίσθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1897 η αποβίβαση στα Χανιά εκατό ανδρών από κάθε δύναμη. Τις επόμενες μέρες η διεθνής κατοχή επεκτάθηκε και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Η Τουρκία αρκέσθηκε σε απλή διαμαρτυρία προς τις Δυνάμεις και την Ελλάδα, αλλά έστειλε τον ΕΤΕΜ πασά να εγκαταστήσει το στρατηγείο του. σε μια ώρα απόσταση από τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Ο Κάιζερ όταν έμαθε την αποβίβαση του Βάσσου κραύγασε: «Αυτός είναι πόλεμος! Γρήγορα το στόλο μπροστά στον Πειραιά, προτού είναι πολύ αργά». Πρέπει να σημειωθεί ότι τα έντονα αισθήματα αντιπάθειας του Κάιζερ κατά του αγγλόφιλου Γεωργίου συνδυάζονταν με απώτερες πολιτικές βλέψεις σχετικά με την Ελλάδα. Στις 14 Φεβρουαρίου έσπευσε να επισκεφθεί ο ίδιος τους πρεσβευτές στο Βερολίνο για να τους υποβάλει σχέδιο ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδος. Ο Μαυροκορδάτος από την Κωνσταντινούπολη ανέφερε ότι ο Κάιζερ εξωθούσε την Τουρκία σε πολεμικές προπαρασκευές. Όλα αυτά ήταν τα προεόρτια του βομβαρδισμού στο Ακρωτήρι από τα πολεμικά των Δυνάμεων που ξεσήκωσε κύμα διαμαρτυρίας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο ΤΙΜ. ΒΑΣΣΟΣ ΜΕ ΕΠΙΤΕΛΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΚΡΗΤΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΣΤΟΝ ΑΛΙΚΙΑΝΟ, ΟΠΟΥ ΜΕΤΕΦΕΡΕ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ (ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ). |
Ο Γεώργιος, πριν ακόμα φθάσουν τα δυσάρεστα νέα από το Ακρωτήρι, διαμαρτυρήθηκε στον Ρώσο πρεσβευτή και του ζήτησε να διαβιβάσει τη διαμαρτυρία του και στις άλλες Δυνάμεις. Στη συνέχεια, ο βουλευτής Γ. Φιλάρετος, ύστερα από πρόταση για έκκληση προς τους λαούς της Ευρώπης σχετικά με τον κανονιοβολισμό στο Ακρωτήρι, έκανε υπαινιγμό περί σκέψεως ηγεμονίας στην Κρήτη. Διέβλεπε στην πολιτική του Γεωργίου προσπάθεια να αποκαταστήσει τον γιο του στην Κρήτη. Ο Γεώργιος, ταραγμένος από τις διεθνείς εξελίξεις και τις προσωπικές επιθέσεις εναντίον του, κάλεσε τον φρούραρχο Αθηνών Μαμούρη και του ανέθεσε να ανακοινώσει στο στράτευμα ότι ο: «Βασιλεύς πεποίθε κατά τας παρούσας κρίσιμους περιστάσεις εις μόνην την συνδρομήν του Εθνους, των αξιωματικών και εν γένει του στρατού, εις ουδεμίαν δε ξένην Δύναμιν». Στα τέλη Μαρτίου, όμως, ο Γάλλος πρεσβευτής πληροφορούσε την κυβέρνηση του ότι δεν θα υπήρχαν 25 αξιωματικοί που να στέκονταν στο πλευρό του βασιλιά, ενώ σύμφωνα με τον Αγγλο πρεσβευτή οι περισσότεροι αξιωματικοί ανήκαν στην Εθνική Εταιρία. Οι βουλευτές από την άλλη μεριά, κυβερνητικοί και μη, εξανάγκαζαν την κυβέρνηση να δώσει λόγο για την απελπιστική βραδύτητα πολεμικής προπαρασκευής.
Ανάμεσα τους ήταν και ο Σκουλούδης, ένας από τους συμβούλους του βασιλιά.
Υστερα από συμβιβασμό οι Δυνάμεις αποφάσισαν η Κρήτη να μην προσαρτηθεί στην Ελλάδα, αλλά να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που θα οδηγούσαν στην αυτονομία. Ακόμη, ότι οι Ελληνες έπρεπε να αποσύρουν το στρατό τους, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα έπρεπε να μειωθούν και να συγκεντρωθούν στα φρούρια. Οι ταυτόσημες διακοινώσεις στην Ελλάδα και την Τουρκία δόθηκαν στις 18 Φεβρουαρίου/2 Μαρτίου. Η απάντηση της Τουρκίας στη διακοίνωση των Δυνάμεων θεωρήθηκε ως ικανοποιητική ενώ της Ελλάδος, όπως είχαν προβλέψει, περιείχε τις αξιώσεις ενός δημοψηφίσματος στην Κρήτη και τη διατήρηση των ελληνικών δυνάμεων εκεί, ως ειρηνευτικού σώματος.
ΚΡΗΤΗ. ΟΙ ΔΙΟΙΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΝΑΥΑΡΧΙΔΑΣ (ΦΩΤ.: ΑΡΧΕΙΟ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ). |
Οι απαντήσεις που στάλθηκαν στις 22/6 και 24/8 Μαρτίου δημιούργησαν μια γενική απαίτηση για λήψη μέτρων εναντίον της Ελλάδος. Οι ναύαρχοι είχαν συμβουλεύσει τον αποκλεισμό της Κρήτης και του Πειραιά, σχέδιο που η Γερμανία ανυπομονούσε νά τεθεί σε εφαρμογή. Ο πρεσβευτής της Αγγλίας όμως εξέφρασε φόβους για μια τέτοια ενέργεια, που θα σήμαινε εκθρόνιση του βασιλιά και αναπόφευκτο πόλεμο με την Τουρκία. Στο μεταξύ μεσολάβησε η παραίτηση του υπουργού στρατιωτικών Σμόλεντς, στις 19 Φεβρουαρίου, που βρισκόταν σε σύγκρουση με τον διάδοχο Κωνσταντίνο και η αντικατάσταση του από τον Ν. Μεταξά.
Όπως πληροφορούμαστε πάλι από τον Άγγλο πρεσβευτή μετά την αλλαγή αυτή, ο έλεγχος του στρατεύματος έφυγε από την κυβέρνηση και τη Βουλή και τέθηκε περισσότερο κάτω από την επιρροή του βασιλιά. Οι Δυνάμεις τελικά περιορίστηκαν σε μια διακήρυξη αποκλεισμού της Κρήτης, σαν προάγγελο παραχωρήσεως αυτονομίας και την αποστολή 600 ανδρών από κάθε Δύναμη, εκτός από τη Γερμανία και την Αυστρία, που δεν έστειλαν. Αργότερα, στις 6 Μαρτίου, οι ναύαρχοι πήραν εντολή να κηρύξουν τον αποκλεισμό και την αυτονομία συγχρόνως. Οι Κρήτες όμως δεν δέχθηκαν την αυτονομία, αλλά απαιτούσαν την ένωση, ενώ οι ναύαρχοι ζητούσαν την άμεση εξεύρεση ενός διοικητή για την Κρήτη. Οι Κρήτες έκαναν δημοψήφισμα κατά της αυτονομίας, αλλά οι Δυνάμεις προχώρησαν στην αποστολή διεθνούς στρατού.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΙΚΡΟΣ
Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997
from ανεμουριον https://ift.tt/2VtgPI9
via IFTTT