Θα ξεκινήσουμε με μια διευκρίνιση ενός όρου που δε συνηθίζεται στη γλώσσα μας. Του όρου Αντεθνισμός. Τι σημασία δίνουμε σ’ αυτό το νεολογισμό; Μα τι άλλο παρά την άρνηση της ιδέας του Έθνους. Την αντίθεση στον πατριωτισμό. (Μια κι η αγάπη προς το Έθνος και προς την Πατρίδα είναι ένα και το αυτό στην ευρύτερη θεώρηση των δύο εννοιών). Το ίδιο ασυνήθιστος στη γλώσσα μας, είναι κι ο όρος αντεθνιστής που εκφράζει εκείνον που πιστεύει στον αντεθνισμό. Αντιθέτως όμως, στη γλώσσα μας έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον το επίθετο «αντεθνικός -αντεθνική - αντεθνικό» και μάλιστα κυρίως από ζηλωτές της εθνικής ιδέας για να χαρακτηριστούν έτσι οι ιδέες ή οι ενέργειες των αριστερών. Ευσταθούν άραγε αυτοί οι χαρακτηρισμοί; Η απάντηση θα πρέπει να είναι: άλλοτε ναι και άλλοτε όχι.
Πέρα από πολιτική τοποθέτηση
Πώς θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αντεθνικές τις ενέργειες Ελλήνων που πολέμησαν τον ξένο καταχτητή τραγουδώντας το «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα» ή (με το χαρακτηρισμό του κομμουνιστή) αντιμετώπιζαν ένα γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο.
Και εξάλλου πώς θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει εθνικές και πατριωτικές ενέργειες Ελλήνων που δέχτηκαν να πάρουν όπλα από κατακτητές για να χτυπήσουν άλλους Έλληνες, επειδή οι τελευταίοι ήσαν κομουνιστές ή αργότερα ως τις μέρες μας, εν ονόματι του αντικομουνισμού συνταυτίζουν την «εθνικοφροσύνη» τους με την υποτέλεια σε ξένες δυνάμεις που τις χαρακτηρίζουν συμμαχικές;
Αλλά και πάλι πως θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει πατριώτες αυτούς που εκφράζανε την ιδεολογική τους τοποθέτηση τραγουδώντας:
«Εμπρός κι η μόνη μας ελπίδα / ΕΙΝ η σφιγμένη μας γροθιά / Κάτω οι πόλεμοι κι η Πατρίδα / Ζητώ, ζήτω η Εργατιά»;
Η ιδεολογική αυτή τοποθέτηση ήτανε ή δεν ήτανε αντεθνισμός;
Θεωρία...
Ο αντεθνισμός, δηλαδή η άρνηση του ελληνικού έθνους, (μια και μιλάμε για τον τόπο μας) αναπτύχθηκε στον ελληνικό χώρο στα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου κάτω από την επίδραση της Ρωσικής Επανάστασης και των θεωριών του ιστορικού υλισμού του Μαρξ. Ένας από τους κορυφαίους μαρξιστές και μεταφυτευτές αυτής της θεωρίας, ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, στον πρόλογο της «Νεοελληνικής Πολίτικης Ιστορίας» του, του 1925, τα λέει ξεκάθαρα:
«Το έθνος δεν είναι «ένωση ανθρώπων που σκέπτονται το ίδιο και ομιλούν την ίδια γλώσσα» ούτε «το σύνολο των ανθρώπων που συνδέονται με ένα χαρακτήρα, που στηρίζεται πάνω στη βάση της κοινής τύχης των ανθρώπων» ούτε πάλι « Έθνος είναι ένωση λαού που έχει κοινή καταγωγή, την ίδια γλώσσα και θρησκεία». Όπως δε και ο καπιταλισμός δεν υπήρξε πάντα και ούτε είναι αιώνιος, έτσι και το Έθνος, σαν ιστορικό φαινόμενο που είναι, θα λείψει μαζί με τον καπιταλισμό... Τα κινήματα του 1779, τα μεγαλοφάνταστα σχέδια του Ρήγα του Βελεστινλή, του Λάμπρου Κατσώνη η ανταρσία, καθώς και το Εικοσιένα, είναι ο ταξικός πόθος της αστικής τάξης να γίνει καθεστώς, να πάρει την πολιτική εξουσία, για να στερεώσει την κυριαρχία της την οικονομική, στη Βαλκανική και στη Μεσόγειο»
...και πράξη
Συνέπεια αυτής, της άποψης ήταν οι εξής θέσεις στα εθνικά θέματα:
Πρώτα το Μακεδονικό:
Στο Ριζοσπάστη, στις 14 Δεκεμβρίου του 1924, είναι γραμμένα τα εξής:
«Η ανεξαρτοποίηση της Μακεδονίας και Θράκης αποτελεί προϋπόθεση για την κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα».
Και λίγα χρόνια αργότερα ο «Νέος Ριζοσπάστης», στις 5 Μαρτίου του 1932, δημοσιεύει τη διακήρυξη της 4ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., που συνήλθε στη Χαλκίδα το Δεκέμβριο του 1931, όπου υποστηρίζει ότι:
«Η Ελλάδα είναι κράτος ιμπεριαλιστικό, που κατέκτησε δια της βίας ολόκληρες περιοχές κατοικημένες από άλλες εθνικότητες (Μακεδονία - Θράκη)... Η Ελλάδα αυτές τις άλλες εθνότητες τις καταπιέζει και τις υποβάλλει σε μια αποικιοκρατική εκμετάλλευση To Κ.Κ.Ε., εν ονόματι των βασικών αρχών του μπολσεβικισμού, διακηρύσσει για τη Μακεδονία και Θράκη, το σύνθημα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης μέχρι πλήρους αποχωρισμού από το Ελληνικό κράτος και ενεργά υποστηρίζει την επαναστατική πάλη του πληθυσμού αυτών των περιοχών για την εθνική τους απελευθέρωση».
Και τώρα το Μικρασιατικό. Στο Ριζοσπάστη, στις 12.7.35, είναι γραμμένα τα ακόλουθα:
«Αν δεν νικιόμασταν στη Μικρασία, η Τουρκία θάταν σήμερα πεθαμένη και μεις Μεγάλη Ελλάδα. Γι’ αυτό εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία, μα και την επιδιώξαμε!».
Περιορίζομαι σ’ αυτά τα λίγα αποσπάσματα έως εδώ.
Ο παγκόσμιος πόλεμος και η μεγάλη στροφή
Αυτά βέβαια συνέβαιναν προπολεμικά, θα πει κανείς.
Ήρθε όμως ο πόλεμος, η Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, ο Εμφύλιος, οι μεταπολεμικές εξελίξεις. Οι αντεθνιστές, ωστόσο, αμετακίνητα αντεθνιστές! Έστω κι αν συχνά μεταχειρίστηκαν για να συγκινήσουν τις ελληνικές μάζες, σαν σύνθημα τη μαγική λέξη «έθνος».
Στο μεταξύ, στην ίδια τη χώρα, που είχαν αρχίσει οι προσπάθειες για να μπουν στην πράξη οι μαρξιστικές θεωρίες, μετά τις πρώτες επαφές με την πραγματικότητα και πριν περάσει πολύς καιρός, άρχισε η αναθεώρηση των αρχικών δοξασιών. Η μια αναθεώρηση ακολουθούσε την άλλη. Πράγμα που για μια απόλυτη θεωρία, όπως ο μαρξισμός, ισοδυναμεί με τμηματική κατάργηση έως την εξαφάνιση.
Η πολιτική εφαρμογή του μαρξισμού — το σοβιετικό πείραμα — με το να ακολουθεί συνέχεια τη γραμμή «ένα βήμα μπρος — δυό βήματα πίσω» — δεν άργησε να καταλήξει στα 1943 στη διάλυση της Κομουνιστικής Διεθνούς και η Ρωσία να ξαναγίνει πατρίδα των Ρώσων κι ακόμα να αναστήσει και να αγκαλιάσει τις αυτοκρατορικές παραδόσεις της «Αγίας Ρωσίας».
Εδώ, όμως θα ανατρέξουμε σε ένα άλλο κείμενο, όχι γιατί είναι αποκαλυπτικό (σήμερα τουλάχιστον μόνο όσοι έχουν τύφλωση δεν μπορούν να τα δούνε) αλλά γιατί παρουσιάζει μια ιστορική πραγματικότητα κατά τον ωραιότερο τρόπο, που θα μπορούσε να εκφραστεί. Γράφτηκε και κυκλοφόρησε ανυπόγραφα και μυστικά στις αρχές του 1944 κατά πάσα πιθανότητα, από τον αείμνηστο δημοσιογράφο κι εθνικό αγωνιστή Λάζαρο Πηνιάτογλου, που μαζί με τους επίσης δημοσιογράφους Ντίνο Βοβολίνη και Μήλιο έβγαζαν τότε την παράνομη κατοχική εφημερίδα «Ελληνικόν Αίμα». Βγήκε σαν έκδοση του «Ελληνικού Αίματος» με αύξοντα αριθμό 21 και με τον τίτλο «Κομουνισμός 1944» και υπότιτλο «παρακμή και θάνατος μιας ιδεολογίας».
Η «φράξια των εκτελεσμένων»!
Μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που ανοίγει το κείμενο του φυλλαδίου:
«Κομουνισμός 1944.
Ενώ αντηχούν στη Μόσχα οι ομοβροντίες των εκατόν τόσων κανονιών, για ν’ αναγγείλουν μια ακόμα νίκη της «μανούλας Ρωσίας» και του Στρατάρχη Στάλιν εναντίον του προαιώνιου εχθρού, ποιά είναι τα σιωπηλό αυτά φαντάσματα, που συγκεντρώνονται γύρω στο κρυστάλλινο μαυσωλείο της Κόκκινης Πλατείας, όπου κείτεται χημικά άφθαρτος για την αιωνιότητα ο αρχηγός, ο ανθρωπάκος με τη σιδερένια θέληση και τα λοξό μάτια των αναρίθμητων ευρασιατικών επιμειξιών, που είχε όλες τις τύχες και προ πάντων του να πεθάνει στην κατάλληλη ώρα, πριν γίνει κι αυτός προδότης, σαν τους παλιούς συνοδοιπόρους του, που ήρθαν να τον συντροφέφουν; Είναι όλοι τους εδώ, τριγύρω στο Βλαδίμηρο Ίλιτς Λένιν, οι αγωνιστές της πρώτης ώρας, οι «γίγαντες του 1905 και του Οχτώβρη 1917, οι φανατικοί και οι οραματιστές, οι σκληροί και οι άτεγκτοι, οι άνθρωποι της θεωρίας και της δράσεως, αυτοί που πίστευαν ότι σφυρηλατούσαν έναν καινούργιο κόσμο, που έχτιζαν το λαμπρό οικοδόμημα του μέλλοντος και που δεν δίστασαν, σαν έφτασε η ώρα, να δώσουν το δικό τους αίμα για να στερεωθούν τα θεμέλιά του. Είναι εδώ ο Τρότσκι, ο δημιουργός του Κόκκινου Στρατού, ο «οργανωτής της Νίκης», που κυνηγήθηκε από τόπο σε τόπο, ώσπου τον βρήκε η δολοφονική σφαίρα στο μακρινό Μεξικό, είναι εδώ ο Ζηνόβιεφ, ο πρόεδρος των Σοβιέτ της Πετρούπολης τον Οχτώβρη του 1917, στα κρισιμότερα χρόνια αρχηγοί της Γ' Διεθνούς, ο Κάμενεβ πρόεδρος του Σοβιέτ της Μόσχας την ίδια εποχή, ο Ρίκοβ, πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων, ο Μπουχάριν, απόστολος Παύλος της Καινούργιας Θρησκείας, ο Σμυρνόβ, «Λένιν της Σιβηρίας» και άλλοι, πόσοι, πόσοι άλλοι, μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος στα ηρωϊκά χρόνια και πρωτοπαλίκαρα στην επανάσταση. Όλοι τους δέχτηκαν αγόγγυστα στο σβέρκο την πιστόλια της σταλινικής ορθοδοξίας. Και τώρα, μαζεύονται κάθε τόσο τα φαντάσματα αυτά σε κάποια μακάβρια συνέλευση, σε κάποια ολομέλεια του παλιού κόμματος, οι άνθρωποι που ήσαν κάποτε όλη η επανάσταση και που δεν είναι τώρα παρά η «φράξια των εκτελεσμένων». Με τα ανύπαρχτα μάτια τους κοιτάζουν, κοιτάζουν τριγύρω τους προσπαθώντας να προσανατολιστούν σ’ έναν κόσμο που τους φαίνεται ολότελα ξένος... Και βλέπουν ένα λαό αρματωμένο, δυνατό, επιβλητικό όσο ποτέ άλλοτε, να πολεμά για το χώμα του, τις παραδόσεις του, τα εθνικά του συμφέροντα. Βλέπουν έναν αρχηγό να οδηγεί, όπως άλλοτε ο Τσάρος, το λαό του, δίνοντας λόγο μόνο στον εαυτό του και στο Θεό. Βλέπουν τριγύρω τους μια Ρωσία, που δεν είναι αυτή για την οποία δούλεψαν και πέθαναν, μια Ρωσία που παραμένει η ίδια, ηί παλιό, η αιώνια Ρωσία και δεν καταλαβαίνουν...»
Το ίδιο αλλοίμονο, δεν καταλαβαίνουν κι οι ντόπιοι αγιάτρευτοι αντεθνιστές.
Εδώ όμως θα πρέπει να ανοίξω μια μικρή παρένθεση. Όταν λέω αντεθνιστές εννοώ αυτούς που αρνιούνται το έθνος και η άρνησή τους αυτή επεκτείνεται μέχρι και πέρα από την εχθρότητα, όπως άλλωστε σημείωσα και πιο πάνω.
Δεν πρέπει να γίνεται καμιά ταύτιση ή απλώς σύγχιση με την κοινωνικοπολιτική τοποθέτηση. Στη Ρωσία ίσως απέτυχε ο μαρξισμός. Δεν απέτυχε όμως η επανάσταση του μεγάλου Οκτώβρη. Απεναντίας υπήρξε το θεμέλιο της αναδημιουργίας του ρωσικού έθνους πάνω στα συντρίμια ενός σαπισμένου καθεστώτος. Στη ζωή μου απάντησα κομμουνιστές που στάθηκαν Έλληνες 100%. Γνώρισα όμως, αλλοίμονο και «εθνικό-φρονες» που το πολιτικό πάθος τους (ή ο φιλοτομαρισμός τους) τους οδήγησε και τους έσπρωξε στην εθελοδουλεία, στον αφε-θνισμό και κάποτε ακόμα παραπέρα.
Αυτό φυσικά δεν αποδείχνει ότι όλοι οι «αριστεροί» ήσαν πάντα καλοί πατριώτες κι όλοι οι «δεξιοί» κακοί Έλληνες. Παντού υπάρχουν καλοί Έλληνες και κακοί Έλληνες (σ’ όλες τις πολιτικές τοποθετήσεις, σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις), όπως υπάρχουν καλοί και κακοί πλούσιοι, όπως υπάρχουν καλοί και κακοί φτωχοί. Κι όταν λέμε, «καλοί» ή «κακοί» δεν εννοούμε για τον εαυτό τους αλλά για το εθνικό σύνολο. Άλλωστε όλα τα πολιτικοκοινωνικά συστήματα, λίγο-πολύ, στη θεωρία παρουσιάζονται καλά και άγια. Το πρόβλημα είναι κατά πόσον αποδείχνονται καλοί και άγιοι οι φορείς τους, αυτοί που θα προσπαθήσουν να τα θέσουν σε εφαρμογή. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν πάσχουμε από θεωρίες και συστήματα. Από ηγεσίες πάσχουμε. Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία...
Η διαμάχη ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ και οι Ρώσοι στρατιώτες
Ας κλείσουμε λοιπόν την παρένθεση για να γυρίσουμε στους δικούς μας αντεθνιστές. Όσο κι αν θα φανεί παράδοξο, είναι απολύτως πραγματικό ότι, σε πολλές περιπτώσεις, εκείνοι που δοκίμασαν να κάμουν τους Ελληνες αντεθνιστές, να σκεφτούν και να ενεργήσουν σαν Έλληνες και όχι αντεθνικά, ήσαν οι ίδιοι οι Ρώσοι κομουνιστές Και για να το αποδείξουμε θα αναφέρουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις, άλλες γνωστότερες και άλλες πολύ λίγο γνωστές. Κι αρχίζουμε με την περίπτωση των Ρώσων που υπηρετούσαν στις τάξεις του ΕΛΑΣ στα χρόνια της κατοχής. Δεν χρειάζεται να κάνουμε σχόλια, γιατί τα γεγονότα μιλάνε μόνα τους. Όπως ακριβώς τα περιγράφει στον τρίτο τόμο (σελ. 85) του έργου του «Το Αντάρτικο» ο παλιός αξιωματικός, διοικητής του 42 Συν/τος του ΕΛΑΣ και γνωστότατος ιστορικός συγγραφέας, Φοίβος Γρηγοριάδης-Βερμαίος:
«... «Απελεύθεροι, απελευθερωμένοι αιχμάλωτοι των Γέρμανών ήσαν εκείνοι οι Ρώσοι, που οπό δω και πέρα, όλο και θα πληθαίνουν στα αντάρτικα τμήματα. Τότε ακόμη, στα τάγματα Αττικοβοιωτίας ήσαν άοπλοι με την έλειψη οπλισμού που υπήρχε. Λίγο αργότερα οπλίζονται κι αυτοί... Πρέπει να σημειωθεί εδώ και κάτι άλλο ακόμη: Οι απελευθερωμένοι σοβιετικοί στρατιώτες υπηρετούσαν στον ΕΛΑΣ υπό έναν όρο, που αν δεν τον έθεταν μόλις κατέφυγαν σ’ αυτόν - χώρια, σκόρπιοι, σαστισμένοι - τον επεκαλούντο όμως όταν εκ των πραγμάτων ετίθετο. Όταν αργότερα συγκρούστηκε ο ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ - και τότε έφταναν σε πολλές εκατοντάδες - αρνήθηκαν διαρρήδην να εμπλακούν και οι ίδιοι. Κι έμειναν ακλόνητοι στο επιχείρημά τους: «Δεν μπορούμε ν' αναμιχθούμε εμείς σ' αυτή τη σύρραξη. Εμείς είμαστε σύμμαχοι των Άγγλων, οι Άγγλοι έχουν εδώ διασυμμαχική αρμοδιότητα, σ’ αυτούς υπαγόμαστε κι εμείς, κι εσείς και ο Ε.Δ.Ε.Σ. Πως θα πολεμήσουμε εμείς εναντίον τους;»... Πολεμούσαν το Γερμανό από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Μόνο το Γερμανό όμως, και όχι μια ελληνική οργάνωση που για μια χρονική περίοδο της κατοχής υπήρξε αντίπαλος του εαμικού στρατού. Ήσαν δε τόσο κατηγορηματικοί στην άρνησή τους εκείνη οι Ρώσοι, ώστε το Γενικό Στρατηγείο διέταξε τον αφοπλισμό και περιορισμό τους σε στρατόπεδο...».
Αυτά με τους Ρώσους στρατιώτες. Αλλά, για να τελειώνουμε με τα κατοχικά, θα μεταφέρουμε ακόμα ένα μικρό απόσπασμα από το φυλλάδιο «κομουνισμός 1944» που προανα φέραμε, όπου σε μια εποχή που η μισαλλοδοξία των αντεθνιατών είχε φτάσει στη μεγαλύτερη της έξαρση, μετά τις διασυμμαχικές διασκέψεις της Μόσχας και της Τεχεράνης, αναφέρεται:
«Ο «στρατάρχης» Στάλιν έστειλε πρεσβευτή A' τάξης στο Βασιλέα Γεώργιο και ο πρεσβευτής αυτός εξέφρασε στον πρωθυπουργό κ. Τσουδερό την ευχή και την ελπίδα της Κυβέρνησής του ότι οι προσπάθειες της νόμιμης ελληνικής κυβέρνησης για την ενοποίηση του αντάρτικού αγώνα, θα πετύχαιναν. Όλα αυτά ήσαν χαστούκια, που ο ίδιος ο Στάλιν έδινε στο ΚΚΕ».
ΕΣΣΔ και ΠΕΕΑ
Πως το δέχτηκε τότε αυτό η ηγεσία του ΚΚΕ;
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του τότε δεύτερου Γραμματέα του Κ.Κ.Ε. Γιάννη Ιωαννίδη, που ειπωθήκανε (και μαγνητοφωνηθήκανε) το Μάιο του 1965 στον (και από τον) Αλ. Παπαπαναγιώτου, για να εκδοθούν σε βιβλίο με τον τίτλο «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ».
«ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: Το Μάρτη (1944) ο Στάλιν έστειλε τηλεγράφημα στο Γεώργιο. Κατάλαβες; Επί τη επετείω της Εθνικής μας εορτής κλπ. Αναγνώριζε την ύπαρξη της κυβέρνησης, ενώ εμείς είχαμε γίνει κυβέρνηση. Και αναγνώριζε εκείνη την κυβέρνηση, δείγμα καθαρότατο ότι δεν επεδοκίμαζε τη δική μας, την ΠΕΕΑ. Γιατί, δεν μπορείς στις 25 του Μάρτη εσύ να στέλνεις τηλεγράφημα στο Γεώργιο και εμείς από τις 10 του Μάρτη να έχουμε κυβέρνηση... Γιατί, αγαπητέ μου, στέλνεις εσύ τηλεγραφήματα συγχαρητήρια στο βασιλιά, τον αναγνωρίζεις και του λες ότι εγώ εύχομαι κλπ. κλπ.; Δεν ... δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Αν μας αναγνώριζε εμάς, ή αν ήθελε να υπάρχουμε εμείς, θόκανε μόνο προς εκείνη την κατεύθυνση. Αλλά αυτό όχι.
» Αναγνωρίζανε και οι τρεις σύμμαχοι την κυβέρνηση του Καΐρου. Ήταν μία πραγματικότητα, που όσο να θέλουνε μερικοί να την παραγνωρίσουνε δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Και πρέπει νάχεις λίγο μυαλό, να σκέπτεσαι, να ξέρεις ορισμένα από τα σχήματα τα πολιτικό, να ξέρεις τέλος πάντων πώς ενεργούν, τι κάνουν οι Μεγάλοι και τα ρέστα, για να καταλάβεις ότι και αυτή η χειρονομία του Στάλιν ήταν μια έμμεση αποδοκιμασία ας πούμε... να μην την πω αποδοκιμασία; αλλά επιδοκιμασία της ύπαρξης αυτών (του βασιλιά και της κυβέρνησης στο εξωτερικό)».
Με τέτοιες αγανακτισμένες απορίες έβλεπε η κατοχική ηγεσία του Κ.Κ.Ε. — κι αλίμονο όχι μόνο η ηγεσία — τη στάση του Στάλιν και των Ρώσων.
Ότι κάθε εμφύλια διαμάχη μέσα στους μαχόμενους χώρους της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των Γερμανών (και των συμμάχων τους) έβγαινε σε τελευταία ανάλυση, προς όφελος των τελευταίων και ήταν μια από τις μεγαλύτερες δολιοφθορές, που θα μπορούσαν να γίνουν, εις βάρος του υπέρ όλων αγώνα των αγωνιστών της ελευθερίας και ιδιαίτερα των Σοβιετικών.
Σφαίρες Ελλήνων προορισμένες να πλήξουν τους κατακτητές χτυπούσαν Ελληνόπουλα, που ανεξάρτητα αν λεγόντουσαν Ελασίτες ή Εδεσίτες είχανε βγει στο κλαρί για τον ίδιο σκοπό: ν’ αγωνιστούν για τη Λευτεριά της Πατρίδας τους.
Και ασφαλώς με τις ίδιες σκέψεις ο Στάλιν τηλεγραφούσε στον Τίτο, σε μια ανάλογη διασπαστική ενέργεια του τελευταίου, την περίφημη ιστορική φράση του:
«Βόλτερ, με χτύπησες πισώπλατα».
(Βάλτερ ήταν το ψευδώνυμο του Τίτο στην αλληλογραφία του με το Στάλιν).
Διδάχτηκε τίποτα από τη ρωσική στάση η ηγεσία του Κ.Κ.Ε.; Την απάντηση την δίνουν όσα επακολούθησαν από τότε μέχρι σήμερα.
Η άψογη ουδετερότητα της ρωσικής αποστολής
Κάποτε φύγανε οι Γερμανοί, ... ήρθανε οι Εγγλέζοι ... και φτάσαμε στα Δεκεμβριανά. Είναι σ’ όλους γνωστή η άψογα ουδέτερη, αν όχι αρνητική για το Κ.Κ.Ε., στάση των επισήμων στρατιωτικών αντιπροσώπων της Σοβιετικής Ρωσίας κατά το Δεκεμβριανό κίνημα. Άλλωστε από την πρώτη στιγμή, που πάτησε εδώ το πόδι της η Σοβιετική Στρατιωτική αποστολή υπό το συνταγματάρχη Ποπόφ (τέλη Ιουλίου 1944) έδειξε ποιες ήσαν οι διαθέσεις της ρωσικής πολιτικής. Κι εδώ, θ’ ανατρέξουμε και πάλι στις «Αναμνήσεις» του Γιάννη Ιωαννίδη:
« Έρχονται ο Ποπόφ, ο Τσερνίτσεφ και οι άλλοι. Βλέπεις, είχε περάσει ήδη αρκετός καιρός που ο Ανδρέας Τζίμας βρισκόταν έξω. Συχνά μας τηλεγραφούσε ότι θα μας στείλουν πολεμικό υλικό και ρωτούσε αν πήραμε. Εμείς απαντούσαμε ότι δεν πήραμε ακόμα τίποτα. Ώσπου αποφάσισαν να μας στείλουν τη στρατιωτική αποστολή. Η στροφή των πραγμάτων ήταν πια καθαρή. Μας τη στείλαν στα τέλη του Ιούλη 1944. Τότε έφτασαν. Και ήσαν κουμπωμένοι μέχρι εκεί που δεν παίρνει... τους κατατοπίσαμε για όλα από την πρώτη στιγμή. Μ? αυτό μπορούσαν να δουν και έβλεπαν την ειλικρίνειά μας. Παρ' όλα αυτά αυτοί δεν ήθελαν να αναλάβουν καμιά υποχρέωση. Δεν ήταν πια ότι δεν μας είχαν εμπιστοσύνη. Αλλά ήταν ότι ήξεραν πως την Ελλάδα την είχαν αναλάβει υπό την επιρροή τους οι Άγγλοι».
Στη συνέχεια ο Ιωαννίδης εξιστορεί στους Ρώσους, πως, λόγω ορισμένων, αντιθέσεων που σημειώθηκαν στη Μέση Ανατολή, ανάμεσα στην ηγεσία του ΚΚΕ και στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου «οι σχέσεις μας με τους Εγγλέζους επιδεινώθηκαν». Και μας πληροφορεί ακόμα μια φορά και πιο συγκεκριμένα για τις ρωσικές διαθέσεις:
«Τότε ο Τσερνίτσεφ, όχι ο Ποπόφ, που ήταν στρατιωτικός, αλλά ο Τσερνίτσεφ, που είχε το ψευδώνυμο Νικολάεφ και παλιότερα δούλευε στη σοβιετική πρεσβεία της Αθήνας, μου λέει: «Και έχετε υπόψη σας να πολεμήσετε ενάντια στους Εγγλέζους;». Του λέω ότι αν παρουσιαστεί ανάγκη φυσικό θα πολεμήσουμε και με τους Εγγλέζους. Μου κάνει ένα μορφασμό πολύ χαρακτηριστικό. Τί εσή-μαινε αυτό; Αποδοκιμασία της απάντησής μου! Εγώ εκείνη τη στιγμή τα έχασα. Είδα ότι απο-δοκιμάζομαι. Ο Τσερνίτσεφ δεν μπορούσε να σου πει κάνε αυτό ή εκείνο. Σε καμία περίπτωση. Αλλά ο μορφασμός του έλεγε καθαρό. Τι μου λες τώρα εσύ. Στραπάτσο!... Και αυτοί δεν είχαν σκοπό να συγκρουστούν με τους Εγγλέζους. Σε καμιά περίπτωση. Ο πόλεμος διαρκούσε ακόμα. Δεν επρόκειτο ναρθούνε και να υπερασπιστούν εμάς».
Και πιο κάτω ξανά ο Ιωαννίδης υπογραμμίζει έντονα:
«Αυτός ο μορφασμός εμένα με έκανε άνω-κάτω!».
Και τώρα ας έρθουμε στον εμφύλιο ή στο δεύτερο αντάρτικο... Καθ’ όλη τη διάρκεια της τραγικής εκείνης, για τον ελληνισμό, περιόδου, υπήρχε διάχυτη η εντύπωση ότι ο ιθύνων νους, απ’ όπου εκκινούσαν τα νήματα της κομουνιστικής ανταρσίας, βρισκόταν στο Κρεμλίνο. Κι όλοι πιστεύαμε ότι αυτός που κινούσε αυτά τα νήμα τα ήταν ο τότε υπέρτατος αρχηγός του παγκοσμίου κομουνισμού, ο Ιωσήφ Στάλιν.
Ο «καθαρός ρόλος του Στάλιν»
Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι.
Στο τεύχος της 9ης Δεκεμβρίου 1976 του αθηναϊκού περιοδικού «Επίκαιρα» δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη του «Αρχιστρατήγου του Δημοκρατικού Στρατού» Μάρκου Βα-φειάδη, που δόθηκε στη δημοσιογράφο 'Αννα Μωραΐτη, στην Πέντζα της Ρωσίας, στα Ουράλια, όπου έμενε τότε ο Μάρκος, και δούλευε ρολογάς. Από τη συνέντευξη αυτή, που δημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες και άνα-φέρεται κυρίως στον εμφύλιο πόλεμο, περιοριζόμαστε να δώσουμε μια ερωτοαπόκριση που μας ενδιαφέρει:
Ερώτηση: - Νομίζεις, ότι ο Στάλιν έπαιξε τότε καθαρό ρόλο;
Απόκριση: - Ναι! Και θα σου πω γιατί. Όταν γινόταν η συζήτηση για τις εκλογές του *46, η καθοδήγηση του Κόμματος έστειλε τον Παρτσαλίδη, εδώ, στη Σοβιετική Ένωση. Μια ολόκληρη αντιπροσωπεία ήλθε εδώ και μια άλλη πήγε στην Αγγλία. Ανάμεσα στα ζητήματα πού έθεσαν στους σοβιετικούς συντρόφους ήταν και το ζήτημα των εκλογών. Ρώτησαν τί γνώμη έχουν εδώ σχετικό με τις εκλογές, γιατί η άποψη του Ζαχαριάδη και άλλων μελών του πολιτικού γραφείου, ήταν η αποχή από τις εκλογές. Εδώ, ο Στάλιν τους είπε ότι σωστό θα ’ναι να πάρετε μέρος στις εκλογές. Τη συμβουλή του ζήτησαν, την έδωσε. Και το μόνο που δεν έκαναν ήταν αυτό. Ο Παρτσαλίδης το είπε κάτω στο Ζαχαριό-δη και το κρότησαν κρυφό...».
Κι όπως είναι γνωστό η αποχή από τις εκλογές ήταν και το ξεκίνημα του εμφυλίου πολέμου. Μάλιστα η πρώτη προσβολή από κομουνιστική ανταρτοομάδα εναντίον κρατικών οργάνων, ήταν στο εκλογικό τμήμα του Λιτοχώρου, την ίδια μέρα της ψηφοφορίας, κι αυτό απετέλεσε και το σύνθημα για την έναρξη των επαναστατικών εκδηλώσεων.
Τα ίδια περίπου είχε δηλώσει παλαιότερα και ο Παρτσαλίδης, και ίσως και άλλοι. Παρουσιάζουν όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσα είπε σχετικά ο Γιάννης Ιωαννίδης στις «Αναμνήσεις» του:
«Ο Ζαχαριάδης βγήκε έξω το 1947... Όταν λοιπόν βγήκε έξω το 1947, στις αρχές, έκανε ένα ταξίδι στη Μόσχα.
Πήγε στη Μόσχα, ήρθε σε επαφή με το Ζντάνοφ και το Στάλιν... μιλήσανε... με τον Μολότοφ και το Ζντάνοφ ... ίσως εκείνη τη φορά να μην ήτανε ο Στάλιν, αλλά μου φαίνεται πως ήταν και αυτός, τέλος πόντων... Ο Ζντάνωφ ήταν, ήταν ο Μολότοφ. Ο Μολότοφ είπε στο Ζαχαριάδη:
- Τη Βάρκιζα καλά κάνατε και τη φκιάξατε. Έτσι έπρεπε να ενεργήσετε. Αλλά η αποχή από τις εκλογές ήταν λάθος μεγάλο, αποφασιστικό λάθος.
Γύρισε ο Ζαχαριάδης, μάλιστα βρισκόμασταν ακόμα στο Βελιγράδι, και μου λέει αυτό κι αυτό, έτσι μούπαν πάνω, ότι καλά κάνατε τη Βάρκιζα, αλλά κακώς κάνατε αποχή».
Και σε ένα άλλο σημείο, ο Ιωαννίδης, μιλώντας για τη ρωσική στάση κατά τον εμφύλιο, λέει τα εξής:
«Είχαμε και μιά άποψη του Στάλιν... δεν είναι σύμφωνος, δεν περιμένει τίποτα από αυτόν τον πόλεμο που κάνουμε εμείς εκεί πέρα. Κι αργότερα είχαμε και συγκεκριμένη απόφαση, όταν ήμουνα και γω εκεί. Απόφαση: Θα πότε εκεί πέρα, να κάνετε συμφωνία. Οπωσδήποτε θα πάψει η αιματοχυσία. Θα πάψει ο πόλεμος εκεί πέρα. Λοιπόν είχαμε και τέτοια πράγματα. Τώρα δεν τα ξέρουμε όλα. Εμένα μου ξεφεύγουν και τα λέω. Συνέχεια των πραγμάτων. Είχαμε τέτοια αυτή του ίδιου του Στόλιν, τον Απρίλη του 1949 ...Είδαμε και την εξέλιξη των πραγμάτων...»
Η μαρτυρία της Τζίλας
Δεν υπάρχουν όμως μόνο οι μαρτυρίες των κορυφαίων ηγετών του Κ.Κ.Ε., σχετικά με τη στάση της Ρωσίας απέναντι στον εμφύλιο. Πολύ μάλιστα πριν από τις αποκαλύψεις των Ελλήνων κομμουνιστών — και συγκεκριμένα το Νοέμβρη του 1961, ο άλλοτε υπαρχηγός του Τίτο Μίλοβαν Τζίλας εξέδωσε το βιβλίο «Συνομιλίες με τον Στάλιν», όπου, μεταξύ άλλων, περιγράφει μια σύσκεψη του σοβιετικού αρχηγού με ορισμένους Βαλκάνιους κομμουνιστές ηγέτες, που είχαν κληθεί στη Μόσχα, για διάφορα θέματα που αφορούσαν τα Βαλκάνια. Η σύσκεψη αυτή έγινε την εποχή του εμφυλίου, λίγο καιρό πριν από την αποστασία του Τίτο.
Γράφει λοιπον ο Τζίλας τα εξής:
«Ο Στάλιν έστρεφε ύστερα τη συζήτηση προς την εξέγερση στην Ελλάδα:
- Η εξέγερση στην Ελλάδα, είπε, πρέπει να κλείσει. Χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη, κλείνω. Ύστερα αφού στράφηκε προς τον Καρντέλι, είπε:
- Εσείς, πιστεύετε στην επιτυχία της εξεγέρσεως στην Ελλάδα:
- Αν η ξενική επέμβαση δεν αυξηθεί και αν δεν γίνουν σοβαρά πολιτικά και στρατιωτικά λάθη...
Ο Στάλιν προχώρησε, χωρίς να δώσει προσοχή στη γνώμη του Καρντέλι:
- Αν, αν. Όχι! Δεν έχει καμιά προοπτική να πετύχει. Τι πιστεύετε λοιπόν; Πως η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, το ισχυρότερο κράτος στον κόσμο, θα σας επιτρέψουν να κόψετε τις γραμμές, των επικοινωνιών τους στη Μεσόγειο; Ανοησίες! Η εξέγερση στην Ελλάδα πρέπει να σταματήσει. Και όσο το δυνατόν ταχύτερα.
Κάποιος θύμισε τις πρόσφατες επιτυχίες των Κινέζων κομμουνιστών. Αλλά ο Στάλιν έμεινε ανένδοτος:
- Ναι, οι Κινέζοι σύντροφοι πέτυχαν, αλλά στην Ελλάδα επικρατεί μια ολότελα διαφορετική κατάσταση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι άμεσα ανακατεμένες σ' αυτήν. Η Κίνα είναι μια διαφορετική υπόθεση, οι σχέσεις στην Άπω Ανατολή είναι διαφορετικές. Και εμείς, είναι αλήθεια μπορούμε να κάνουμε ένα λάθος. Όταν ο πόλεμος με την Ιαπωνία τελείωσε, καλέσαμε τους Κινέζους συντρόφους να έρθουν σε μιά συμφωνία πάνω σ’ ένα μόντους βιβέντι με τον Τσαγκ-Κάι-Σεκ. Συμφώνησαν μαζί μας με λόγια, αλλά στην πραγματικότητα έκαναν εκείνο που ήθελαν. Συγκέντρωσαν δυνάμεις και χτύπησαν. Αποδείχτηκε πως είχαν δίκιο εκείνοι και όχι εμείς. Αλλά στην Ελλάδα είναι μια περίπτωση διαφορετική - δε θα 'πρεπε να διστάσουμε, αντιθέτως πρέπει να βάλουμε τέρμα στην ελληνική εξέργερση».
Και παρατηρεί ο Τζίλας:
«Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω ποιά ήταν τα κίνητρα που υποχρέωσαν τον Στάλιν να εκδηλωθεί κατά της εξεγέρσεως στην Ελλάδα. Ίσως αντιλαμβανότανε πως η δημιουργία ενός ακόμα κομμουνιστικού κράτους στη Βαλκανική - της Ελλάδας - τη στιγμή που οι άλλοι δεν ήσαν αξιόπιστοι και πειθαρχικοί, για να μη μιλήσω για τις διεθνείς περιπλοκές, που έπαιρναν συνεχώς μια απειλητική μορφή και που μπορούσαν, αν όχι να τον ρίξουν σε πόλεμο, τουλάχιστον να βάλουν σε κίνδυνο τις θέσεις που είχε κερδίσει».
Ο ρωσικός πατριωτισμός
Δεν είμαι σε θέση να κρίνω την ορθότητα των επιχειρημάτων ούτε του Στάλιν, ούτε του Τζίλας. 'Ένα μόνο έχω να πω: Τί εμπιστοσύνη, τί εκτίμηση, τί συμπάθεια και τί υποστήριξη θα μπορούσε να δείξει σε μια πολιτική ηγεσία που τυφλωμένη' απ’ το κομματικό πάθος της έφτανε στον αντεθνισμό, ένας 'Αντρας σαν το Στάλιν, που ξανάφκιαξε την πατρίδα του πανίσχυρη αυτοκρατορία; Και που είχε αναγάγει τη φιλοπατρία σε κάτι περισσότερο από θρησκεία; Μια θρησκεία που εξακολουθεί να κυριαρχεί στις ρωσικές ψυχές;...
Δεν μπορώ όμως ν’ αγνοήσω ένα γεγονός (που χωρίς να ανατρέπει τις εκτιμήσεις του Στάλιν στην τότε διεθνή πραγματικότητα) βρίσκεται πολύ κοντά στις παρατηρήσεις του Τζίλας. Το γεγονός της στρατηγικής και της τακτικής που είχαν υιοθετήσει οι κομουνιστικές ηγεσίες της εποχής, στη Βουλγαρία, στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, οι οποίες συμπαραστάθηκαν ολόψυχα στην ελληνική κομουνιστική ηγεσία κατά τον εμφύλιο του 1946 - 49 αλλά και της κατάληξης αυτής της πολιτικής τους.
Ο μεν Δημητρώφ κλήθηκε στη Μόσχα και δεν ξαναγύρισε ζωντανός στη Βουλγαρία — πέθανε σε νοσοκομείο της Ε.Σ.Σ.Δ. Όσο για τον Τίτο και το Χότζα, είναι γνωστές οι διαδοχικές αποσπάσεις τους από το ρωσικό συνασπισμό.
Κι αν θυμηθούμε με πόση στοργή έγινε δεκτή η αντισοβιετική στάση της Λαϊκής Κίνας από τους Δυτικούς αργότερα, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, ότι οι προβληματισμοί του Τζίλας δεν απέχουν ίσως πολύ από την αλήθεια.
Κι ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια — πριν καλά-καλά παραλάβουν τη διπλωματική σκυτάλη της Δύσης οι μαθητευόμενοι μάγοι των Η.Π.Α. — ο κυριότερος αντίπαλος της σταλινικής Ρωσίας ήταν η (ακόμα τότε) Μεγάλη Βρετανία, που το μεγαλύτερο πολιτικό και διπλωματικό της όπλο υπήρξε ανέκαθεν το «διαιρεί και βασίλευε»· όπλο που το χειρίστηκε πάντα με μεγάλη μαεστρία και που κόστισε — σε εμάς τους Έλληνες αδιακρίτως πολιτικοκοινωνικών τοποθετήσεων — ουκ ολίγες πικρές εμπειρίες.
Δυστυχώς οι κατοχικοί και μετακατοχικοί πολιτικοί ηγέτες του ελληνικού λαού (αλλά και πολλοί οπαδοί τους) άργησαν να καταλάβουν αυτό το μακιαβελικότατο διπλωματικό παιχνίδι... και εάν το κατάλαβαν... όσοι το κατάλαβαν.
Οι αστοί πολιτικοί, δέσμιοι μιας παραδοσιακής παθολογικής αγγλοφιλίας αδυνατούσαν να συνειδοποιήσουν ότι οι Βρετανοί τους είχαν ρίξει στο στόμα του λύκου με μια επιστημονικά μεθοδευμένη πολιτική που θα τους παρουσίαζε σαν λυτρωτές, από μια κατάσταση που (οι ίδιοι οι 'Αγγλοι) είχαν παρασκευάσει για να επεκτείνουν και να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στον ελληνικό χώρο.
Οι αντεθνιστές της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν μπορούσαν να κάμουν τις σκέψεις, που συνεχώς τους υπέβαλαν οι Ρώσοι, ακριβώς γιατί ήσαν αντεθνιστές, γιατί δηλαδή δεν είχαν για την πατρίδα μας τον πατριωτισμό που είχαν οι Ρώσοι για τη δική τους πατρίδα.
Πριν από τρία χρόνια, βρισκόμουνα στο Κίεβο και πήγαμε με τους συνεκδρομείς μου να επισκεφθούμε μια παιδική κατασκήνωση πιονέρηδων (προσκόπων). Βγήκε να μας προϋπαντήσει στην πύλη ένας πιτσιρίκος με κόκκινο μαντήλι στο λαιμό κι αντί άλλου χαιρετισμού, φώναξε με δύναμη τη φράση:
- «Θα είμαι πάντα έτοιμος να πεθάνω για την πατρίδα μου!»
Και την ίδια μέρα, το απόγευμα, στην ίδια πόλη, ενώ βρισκόμαστε μπροστά στον τάφο του άγνωστου στρατιώτη — όπου φύλαγαν σκοποί με το αυτόματο αγόρια και κορίτσια του γυμνασίου, με άψογο στρατιωτικό παράστημα — άρχισαν να καταφθάνουν νιόπαντρα ζευγάρια για να καταθέσουν μπροστά στο μνημείο τα λουλούδια του γάμου τους!
Και μερικά χρόνια πρωτύτερα που είχα επισκεφθεί το Λένινγκραντ, την παλιά Πετρούπολη, εντυπωσιάστηκα αλλά και δοκίμασα έντονες εκπλήξεις από τη διάχυτη αυτοκρατορική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε παντού, από τα άφθονα αγάλματα των τσάρων που την κοσμούσαν, έως τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα, που με τόση φροντίδα — κάποτε σχολαστική — προσπαθούσαν, οι σοβιετικές αρχές να αποκαταστήσουν.
Μα και στη Μόσχα θα μου μείνει αλησμόνητο το περίφημο «Πανόραμα της μάχης του Μποροντίνο» με τον ανδριάντα του Στρατάρχου Κουτούζοφ, στον οποίο μάλιστα είναι αφιερωμένο ένα από τα μεγαλύτερα σοβιετικά παράσημα, όπως άλλωστε και στον παλαιότερο επίσης αυτοκρατορικό Στρατάρχη Σουβόροφ.
Κι όταν αναθυμούμαι όλα αυτά, κάνω συχνά την ίδια σκέψη:
«Τι το κοινό μπορεί να έχει η σημερινή Ρωσία με τους δικούς μας αντεθνιστές και τους αρνησιπάτριδες»;
Μπορεί όμως κάποιος να μου παρατηρήσει:
— Και οι μαρξιστικές θεωρίες που καλλιεργούσαν κάποτε τον αντεθνισμό (όπως τον προσδιορίσαμε στην αρχή του άρθρου μας);
— Μια απάντηση, που ίσως έχει σχέση με το βιβλίο του Λένιν «Αριστερισμός η παιδική αρρώστια του Κομουνισμού» ξεπηδάει μονάχη της:
Ναι, είναι αλήθεια ότι αυτές οι θεωρίες εξακολουθούν ακόμα να αποτελούν το ιδεολογικό βάθρο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μου θυμίζουν όμως την πάλαι ποτέ Αγία Ρωμαϊκή Γερμανική Αυτοκρατορία που, όπως έλεγε ο Βολταίρος, δεν ήταν ούτε Αγία, ούτε Ρωμαϊκή, ούτε Γερμανική.
ΔΗΜ. ΣΟΥΤΖΟΣ
ΤΟΤΕ...
ΤΕΥΧΟΣ Νο 22
ΑΘΗΝΑ
1985
1985
from ανεμουριον https://ift.tt/2uP4eUE
via IFTTT