Ο «ατυχής»ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 αποτελεί, πράγματι, ένα ιστορικό «παράδειγμα προς αποφυγήν» για τους Έλληνες. Η ήττα εκείνη της Ελλάδας δεν ήταν μόνο στρατιωτική. Γελοιοποίησε τη χώρα και κατέδειξε κατά τον πλέον οδυνηρό τρόπο τις πολύ μεγάλες εθνικές αδυναμίες εκείνης της εποχής, την ανικανότητα της τότε κυβερνώσας τάξης, και γι' αυτό, άλλωστε, τα θλιβερά αποτελέσματα του πολέμου του 1897 απετέλεσαν το υλικό, στη βάση του οποίου διαμορφώθηκε, λίγα χρόνια αργότερα, το σκηνικό της ανόρθωσης για τη «μεγάλη Ελλάδα» του 1910-20. Εφέτος, έναν αιώνα μετά από την οδυνηρή εμπειρία του 1897, το γεγονός έρχεται έντονα στη μνήμη μας. Και, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η επέτειος προσφέρει την ευκαιρία για σκέψεις και μελέτη ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος. Το οποίο αφορά μάλιστα τη στρατιωτική σύγκρουση με μια χώρα, την Τουρκία, που έκτοτε και έως τις ημέρες μας βρίσκεται διαρκώς σε αντιπαλότητα με την Ελλάδα.
Σήμερα, η περίπτωση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου είναι για μια ακόμη φορά κάτι που δεν μπορεί να θεωρείται απίθανη εξέλιξη, για λόγους που όλοι στην Ελλάδα γνωρίζουν. Στην Ελλάδα, στο χώρο της πολιτικής των πανεπιστημίων, των μέσων μαζικής επικοινωνίας και στην κοινωνία διατυπώνεται μια άποψη κατά την οποίαν, ένα γεγονός όπως αυτό του πολέμου του 1897 θα έπρεπε αυτή την εποχή να θυμίσει στους Έλληνες την τυχοδιωκτική εθνική ρητορική εκείνης της εποχής, προκειμένου να μην υπάρξει μια «επανάληψη του» στο σημερινό σκηνικό. Στο σκηνικό στο οποίο η Ελλάδα καλείται εκ των πραγμάτων και κάτω από μια συγκεκριμένη διεθνή συγκυρία να αντιμετωπίσει τις πολιτικές της Τουρκίας, κυρίως στο Αιγαίο, με ψυχραιμία, αντιμετωπίζοντας με «ρεαλισμό» τόσο τα αντικειμενικά δεδομένα στην περιοχή μας όσο και τη στρατιωτική δύναμη της επιθετικής γείτονος. Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, που δεν στερείται βεβαίως λογικών στοιχείων, γίνεται από ορισμένους κύκλους μια προσπάθεια να συγκριθούν οι σήμερα διατυπούμενες αντιρρήσεις σε μια «μετριοπαθή» πολιτική με την «εθνική ρητορική» του 1897, η οποία οδήγησε μια αδύναμη Ελλάδα σε σύγκρουση με μια πολύ ισχυρότερη Τουρκία έναν αιώνα πριν.
Η προσπάθεια αυτή, που είναι δυνατόν να προκαλέσει (όχι χωρίς πρόθεση), εμμέσως πλην σαφώς, μια ηττοπαθή στάση της ελληνικής κοινής γνώμης στην υπόθεση των τουρκικών διεκδικήσεων, έχει έναν άλλο στόχο: Να καλύψει τις αδυναμίες της συλλογιστικής των «μετριοπαθών» και την έλλειψη προετοιμασίας τους για στήριξη μιας «νέας πολιτικής» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Κανένα κοινό σημείο
Το 1997 δεν έχει τίποτε να κάνει με το 1897. Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι χώρα ευρισκόμενη σε πτώχευση, στην πολιτική σκηνή δεν υπάρχουν έξαλλοι ρήτορες ικανοί να παρασύρουν το λαό σε φιλοπολεμικό κλίμα, με αφορμή κάτι όπως ήταν πριν έναν αιώνα το Κρητικό Ζήτημα, δεν υπάρχουν κυβερνήσεις έρμαια αυλικών, όπως ήταν η κυβέρνηση Δηλιγιάννη το 1897, δεν υπάρχουν Ένοπλες Δυνάμεις ως «ένοπλος συρφετός» (όπως τον χαρακτήριζε τότε ο Θ. Πάγκαλος), δεν υπάρχει «Εθνική Εταιρία» παγιδευμένη από ξένους πράκτορες για να σύρει την Ελλάδα στον όλεθρο, δεν υπάρχει αρχηγός κράτους αφελής να δηλώνει σε δημοσιογράφους κάτι όπως αυτό που δήλωνε ο Γεώργιος Α' παραμονές εκείνου του πολέμου - ότι θα εκστρατεύσει εναντίον της Τουρκίας «με 300 χιλιάδες Έλληνες για να εκτελέσει την αποστολή του». Ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 αποτελεί, πράγματι, ένα ιστορικό «παράδειγμα προς αποφυγήν» για τους Έλληνες. Η ήττα εκείνη της Ελλάδας δεν ήταν μόνο στρατιωτική. Γελοιοποίησε τη χώρα και κατέδειξε κατά τον πλέον οδυνηρό τρόπο τις πολύ μεγάλες εθνικές αδυναμίες εκείνης της εποχής, την ανικανότητα της τότε κυβερνώσας τάξης, και γι' αυτό, άλλωστε, τα θλιβερά αποτελέσματα του πολέμου του 1897 απετέλεσαν το υλικό, στη βάση του οποίου διαμορφώθηκε, λίγα χρόνια αργότερα, το σκηνικό της ανόρθωσης για τη «μεγάλη Ελλάδα» του 1910-20. Εφέτος, έναν αιώνα μετά από την οδυνηρή εμπειρία του 1897, το γεγονός έρχεται έντονα στη μνήμη μας. Και, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η επέτειος προσφέρει την ευκαιρία για σκέψεις και μελέτη ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος. Το οποίο αφορά μάλιστα τη στρατιωτική σύγκρουση με μια χώρα, την Τουρκία, που έκτοτε και έως τις ημέρες μας βρίσκεται διαρκώς σε αντιπαλότητα με την Ελλάδα. Σήμερα, η περίπτωση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου είναι για μια ακόμη φορά κάτι που δεν μπορεί να θεωρείται απίθανη εξέλιξη, για λόγους που όλοι στην Ελλάδα γνωρίζουν. Στην Ελλάδα, στο χώρο της πολιτικής των πανεπιστημίων, των μέσων μαζικής επικοινωνίας και στην κοινωνία διατυπώνεται μια άποψη κατά την οποίαν, ένα γεγονός όπως αυτό του πολέμου του 1897 θα έπρεπε αυτή την εποχή να θυμίσει στους Έλληνες την τυχοδιωκτική εθνική ρητορική εκείνης της εποχής, προκειμένου να μην υπάρξει μια «επανάληψη του» στο σημερινό σκηνικό. Στο σκηνικό στο οποίο η Ελλάδα καλείται εκ των πραγμάτων και κάτω από μια συγκεκριμένη διεθνή συγκυρία να αντιμετωπίσει τις πολιτικές της Τουρκίας, κυρίως στο Αιγαίο, με ψυχραιμία, αντιμετωπίζοντας με «ρεαλισμό» τόσο τα αντικειμενικά δεδομένα στην περιοχή μας όσο και τη στρατιωτική δύναμη της επιθετικής γείτονος. Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, που δεν στερείται βεβαίως λογικών στοιχείων, γίνεται από ορισμένους κύκλους μια προσπάθεια να συγκριθούν οι σήμερα διατυπούμενες αντιρρήσεις σε μια «μετριοπαθή» πολιτική με την «εθνική ρητορική» του 1897, η οποία οδήγησε μια αδύναμη Ελλάδα σε σύγκρουση με μια πολύ ισχυρότερη Τουρκία έναν αιώνα πριν. Η προσπάθεια αυτή, που είναι δυνατόν να προκαλέσει (όχι χωρίς πρόθεση), εμμέσως πλην σαφώς, μια ηττοπαθή στάση της ελληνικής κοινής γνώμης στην υπόθεση των τουρκικών διεκδικήσεων, έχει έναν άλλο στόχο: Να καλύψει τις αδυναμίες της συλλογιστικής των «μετριοπαθών» και την έλλειψη προετοιμασίας τους για στήριξη μιας «νέας πολιτικής» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το 1997 δεν έχει τίποτε να κάνει με το 1897. Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι χώρα ευρισκόμενη σε πτώχευση, στην πολιτική σκηνή δεν υπάρχουν έξαλλοι ρήτορες ικανοί να παρασύρουν το λαό σε φιλοπολεμικό κλίμα, με αφορμή κάτι όπως ήταν πριν έναν αιώνα το Κρητικό Ζήτημα, δεν υπάρχουν κυβερνήσεις έρμαια αυλικών, όπως ήταν η κυβέρνηση Δηλιγιάννη το 1897, δεν υπάρχουν Ένοπλες Δυνάμεις ως «ένοπλος συρφετός» (όπως τον χαρακτήριζε τότε ο Θ. Πάγκαλος), δεν υπάρχει «Εθνική Εταιρία» παγιδευμένη από ξένους πράκτορες για να σύρει την Ελλάδα στον όλεθρο, δεν υπάρχει αρχηγός κράτους αφελής να δηλώνει σε δημοσιογράφους κάτι όπως αυτό που δήλωνε ο Γεώργιος Α' παραμονές εκείνου του πολέμου - ότι θα εκστρατεύσει εναντίον της Τουρκίας «με 300 χιλιάδες Έλληνες για να εκτελέσει την αποστολή του».
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΤΟΥΝ ΣΕ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ. ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ -ΤΟΣΟ ΔΙΗΡΚΕΣΕ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897- Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΗΤΤΑ. ΚΑΙ ΘΑ ΕΠΑΛΗΘΕΥΤΟΥΝ ΟΣΑ ΕΓΡΑΦΕ Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ Γ. ΑΣΠΡΕΑΣ, ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ, Θ. ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗΣ, ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΗ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ, ΕΜΦΑΝΙΣΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΗΡΥΞΕΙ ΠΡΩΤΗ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΑΓΚΑΣΜΕΝΗ, ΟΠΩΣ ΕΠΕΒΑΛΛΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ, ΝΑ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, «Η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΙΣ ΕΚΕΙΝΗ... ΚΑΤΕΧΕΙ ΣΕΛΙΔΑ ΕΝ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΩ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ ΤΗΣ ΠΑΝΤΕΛΟΥΣ ΕΡΗΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑΝ ΕΝΕΦΑΝΙΣΕ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΙΣ».
Και βεβαίως, θα πρέπει να υποθέσουμε βασίμως ότι δεν έχει η σημερινή πολιτική ηγεσία το φόβο να συρθεί από ξένες κυβερνήσεις σε μια «αιματηρή κωμωδία» με την Τουρκία, όπως χαρακτήρισε εκείνον τον πόλεμο ο Δ. Ράλλης, αντιληφθείς μετά από αυτόν, ότι το γεγονός ήταν «στημένο» και από ευρωπαϊκές δυνάμεις, για να ελεγχθεί αυστηρώς η Ελλάδα στην εκπλήρωση των διεθνών χρεών της («Quelle Machine Infernalle!», ανέκραξε ο Δ. Ράλλης, όταν αντελήφθη το άσχημο παιχνίδι ξένων δυνάμεων - που δυστυχώς συνεργάστηκαν και με Έλληνες).
Για αποφυγή...
Δεν ζητά κανείς σήμερα από την ηγεσία του τόπου να εκστρατεύσει εναντίον της Τουρκίας. Ούτε κατηγορεί κανείς την Ελλάδα για πρόθεση «διατάραξης της ειρήνης», όπως το έκαναν Γερμανοί, Γάλλοι, Ρώσοι και Αυστριακοί ομαδικώς το 1897. Ούτε διοργανώνονται από ανεύθυνους δημαγωγούς συλλαλητήρια αντι-τουρκικά. Σήμερα η Ελλάδα, με πολίτευμα προεδρευομένης δημοκρατίας, με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις που δεν διοικούνται βεβαίως από μαμόθρεπτους πρίγκηπες, χώρα μέλος του ΟΗΕ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του NATO και της ΔΕΕ, καλείται να αντιμετωπίσει μια στρατιωτικά ισχυρή, πλην καθυστερημένη πολιτικά και οικονομικά Τουρκία, η οποία επιχειρεί ξεκάθαρα να περιορίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο. Αυτό είναι το πρόβλημα. Το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία αναζητά σήμερα διπλωματικές μεθόδους για να «συνεννοηθεί» με την προβάλλουσα διεκδικήσεις στο Αιγαίο Τουρκία, δεν χρεώνει με «τυχοδιωκτισμό» εκείνους που επικρίνουν ή σχολιάζουν αρνητικά τους χειρισμούς της. Και αν κάποιοι από τους συμβουλεύοντες την πολιτική ηγεσία στις σημερινές πολιτικές της θεωρούν ότι στον αντίποδα των απόψεων τους υπάρχει μόνον η προοπτική μιας «ταπεινωτικής ήττας», όπως ήταν αυτή του 1897, τούτο αποδεικνύει ίσως, μόνον την ανεπάρκεια των επιχειρημάτων που στηρίζουν τις απόψεις τους.
Αν η χαμηλών, έως θλιβερών, ποιοτήτων ηγεσία του 1897 ενεπλάκη «τυφλά» στον πόλεμο με την Τουρκία, δεν τίθεται από την ιστορία ζήτημα για μια «τυφλή» διπλωματική «συνεννόηση» με την ίδια χώρα έναν αιώνα αργότερα, για την αποφυγή το 1997 μιας ήττας όμοιας με εκείνη του 1897.
Κ. Ι. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997
from ανεμουριον https://ift.tt/32CpaKY
via IFTTT