Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και Πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο ΚΚΕ, εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό ΧΑΡΑΥΓΗ (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, απ' όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Trionet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα.
Ποίηση: Σύμπτωση. Αθήνα, Πυρσός, 1939. / Κοντραμπάντο. Αθήνα, Δίφρος, 1959. / Θαλασσινά. Αθήνα, Δίφρος, 1962. / Σύμπτωση-Κοντραμπάντο-Θαλασσινά. Αθήνα, Κέδρος, 1966. Μυθιστορήματα: Δύσκολες νύχτες. Αθήνα, Γ. Ρόδης, 1938. / Θέλετε να χορέψομε Μαρία; Αθήνα, Πυρσός, 1940. / Εικοστός αιώνας. Αθήνα, Ίκαρος, 1946. Διηγήματα: Σύντροφοι, καλημέρα! Βουκουρέστι, εκδ. Νέα Ελλάδα, 1953. / Το Σπίτι μου. Αθήνα, Θεμέλιο, 1965. Αυτοβιογραφικά κείμενα: Η Κάδμω. Αθήνα, Κέδρος, 1972. Χρονικά: Απάντηση σε 5 ερωτήματα. Αθήνα, Μαρής-Κοροτζής, 1945. / Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας. Αθήνα, Ο Ρήγας, 1945. / Πρωτομαγιές 1886-1945. Αθήνα, Μαρής-Κοροτζής, 1945. Δοκίμια: Μια καταγραφή στην περιοχή της Λογοτεχνίας · δοκίμια. Αθήνα, Κέδρος, 1983.
ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Η πόρτα του έχει ρόπτρο. Και είναι ξεθωριασμένη. Από τον τοίχο κρέμεται ένα γρουσούζικο κομμάτι σα δέντρο, σα φυτό. Σαν ανθρωπάκι απαγχονισμένο και ξεψυχισμένο. Ο τελευταίος του ιδιοχτήτης είναι παλαιοημερολογίτης. Οι τελευταίοι του ενοικιαστές, δεν ξέρω. Βρίσκεται στην ουρά της πόλης κι έχει μπρος του χαντάκι. Ανάβαθο. Και για το ούρος χρησιμεύει και για το σκουπίδι. Κατά την κατοχή βρέθηκε κει ριγμένο κι ένα πολυτελέστατο γυναίκιο μεσοφόρι, μουλιασμένο στο αίμα. Τι ήτανε, μυστήριο! Βγήκαν και το ’δαν όλοι γύρω γύρω και ξαναμπήκαν βιαστικοί και διπλομανταλώθηκαν. Μύριζε στον αγέρα ο θάνατος.
Ήτανε τότε που τα σπίτια ήτανε σπάνια σαν τον κομήτη. Που ήταν έξυπνο να είχες δέκα, να συναλλάζεις κάθε τόσο και δεν είχες μήτε κιβούρι.
Τότε κάποιος εφώναξε: Ξέρετε έχω σπίτι! Σα να ’λεγε έχω έναν Πάπα. Και πέσανε απάνω του και του αλλάξανε τον Ανανία του. Και σου το καταντήσανε σαν που δώσ’ του κι αρμέγεις την έρμη κατσικούλα και την κατάφερες που να μη στέκει ορθή. Ας είναι.
Ήρθε βραδιά όπου κοιμόσαντε μέσα στο σπίτι οχτώ κι ο τελευταίος εφύλαε βάρδια, ν’ αφουγκράζεται τα πατήματα. Σου δίναν νύξη για να το ’βρεις να πας: «ρόπτρο θα δεις στην πόρτα, αλλά δε θα τ’ αγγίξεις, θα κάμεις μόνο στο ζερβί παράθυρο τακτάκ, τακτάκ και θ’ ανοίξει η πόρτα». «Σουσάμι, σουσάμι, άνοιξε!» που λέγανε και κάτι ωραία παλιά παραμύθια, και πώς τ’ αγαπούν τα παιδιά!
«Τακτάκ – σουσάμι άνοιξε» είπε κι ο Κώστας μια μέρα κι εμπήκε.
Ήβρε καθρέφτη κρεμασμένο και πήγε κατευθείας μπροστά του και στάθηκε κι έλεγε: «Ε μωρέ πώς τα χάσαμε κι εμείς τα νιάτα μας, δίχως κολάρο και δίχως αγάπη! Αλλά θα ’ρθει η λευτεριά, και τότε κι εμείς θα χαρούμε». Αλλά πριν να ’ρθει η λευτεριά ο Κώστας εχτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήτανε, λέει, γραμματέας του κάπα κάπα έψιλον. Ένας μεγάλος γραμματέας κι ένας κοντούλης άνθρωπος. Επήγαινε τότε στο σπίτι, αλλά το σπίτι δεν τον ήξερε.
«Τακτάκ – σουσάμι άνοιξε» είπε κι η Μαίρη μια μέρα κι εμπήκε. Βρήκε κρεβάτι κι έπεσε. Από τις τρεις μέχρι τρεις κι είκοσι την άφηκε η δουλειά να πέσει, πρόλαβε και ρουχάλισε και πετάχτηκε ολόρθη σα να ’ταν η ίδια η καρδιά της ξυπνητήρι και μας το δικαιολόγαγε: «Είμαστε μάχιμοι στρατιώτες, πέφτομε όπου τύχει κι όσες στιγμές προλάβομε».
Μια μέρα που ’φευγε είπε σ’ εκείνους που ’μεναν: «Θα ξανάρθω την Τρίτη». Εβάσταγε κι ένα κουβαδάκι, παιγνιδάκι της κόρης της. Την Τρίτη την περίμεναν αλλά δεν ξαναπέρασε. Στις 7.30 το πρωί πιάστηκε απ’ την Ειδική Ασφάλεια. Στην οδό Ελπίδας κάηκε ζωντανή. Η ιατροδικαστική της εξέταση, καταχωρημένη επίσημα, έχει αύξοντα αριθμό. Ήτανε, λέει, μια μεγάλη γυναίκα και μια μεγάλη μάνα. Ήτανε η Ηλέχτρα Αποστόλου. Επήγαινε τότε στο σπίτι, αλλά το σπίτι κι αυτήν δεν την ήξερε.
«Τακτάκ – ανοίξτε κι εμένα» είπε μια μέρα κι η Άννα κι ήρθε. Την κυνηγούσανε χίλιοι νομάτοι. Όπου έβρισκε κούρνιαζε. Σαν το ψωριάρικο γατούλι. Το σπίτι εκείνο της φάνηκε σίγουρο. Μας λέει: «Θα πάω να κουβαλήσω αύριο». Όπως θα λέγανε προπολεμικά σπιτικά: «Μετακόμιση έχομε στις τάδε».
Κι έτσι τότε η Άννα, η Άννα εκείνη η ξανθιά, που ήταν 26 χρονών, που ήταν μια εβραιοπούλα κυνηγημένη, η Άννα που ’χε τρεις πληγές στα πόδια απ’ την ξυπολυσά και τα τρεχαλητά και δεν είχε κουρέλι να τις κανονίσει, η Άννα η όμορφη απ’ τα Τρίκαλα, την άλλη μέρα «εκουβάλησε». Ένα γαλάζιο εμαγιέ κατσαρολάκι και μια κουτάλα φαγιού ξύλινη. Μεταχειρισμένα. Αυτά ήταν τα σώρουχα, τα ξώρουχα, τα μόμπιλα και οι φαγιάντσες της. Κι όπως ώρες ώρες οι άνθρωποι είναι χειρότεροι κι απ’ τα θεριά, κι εμείς είχαμε το κουράγιο τότε και την αρωτήσαμε, η Άννα με σαφήνεια το εξήγησε: «Είδανε πως δεν είχα τίποτα και κάτι φίλοι μου ’δωσαν αυτά. Μου ’πανε πάρ’ τα Άννα να κάμεις κάπως μιαν αρχή, να ξαναφιάξεις το νοικοκυριό σου».
Κυνηγήθηκε. Ποια ήτανε δεν έφυγε απ’ το σπίτι. Ξανά κυνηγήθηκε. Ποια ήτανε δεν έμαθα. Ζει, πέθανε δεν έμαθα. Το κατσαρόλι κι η κουτάλα της μας απόμειναν τότε. Το ’σουρε, το ’σουρε εδώ κι εκεί, κι εκεί το βιος πια το παράτησε.
Το τι εγίνηκε από τότε, πράγματα τρομερά. Φύγανε, να πούμε, οι Γερμανοί κι εμείς στουμπώσαμε τους δρόμους κι ανεμίζαμε φλάμπουρα τα κορμιά μας κι ωσάν τρελοί λέγαμε ζήτω. Έλεγα κι εγώ ζήτω τότε από τη μια μεριά, κι από την άλλη ο νους μου… στο κατσαρολάκι. Σίγουρο το ’χα ότι χρωστούσαμε λιγάκι και σ’ εκείνο την απελευθέρωση.
Μας βάρεσε ύστερα ο Δεκέμβρης κι όπως το κανονίδι του Λυκαβηττού λύσσαγε, γω συλλογιζόμουνα: άραγες θα πετύχει τώρα και το σπιτάκι εκείνο, να μας το λιώσει το κατσαρολάκι μας; Ο κάθε απόστολος κι ο πόνος του.
Κι όταν η καμπάνα εσήμανε και το ’να γήινο κομμάτι πρόσταζε στ’ άλλο γήινο κομμάτι: «Παρακαλώ παύσατε πυρ»… Κι όταν τόσοι μεγάλοι εστείλανε ραδιογραφικά φιλάκια αναμεταξύ τους και τόσην αβρότητα: «Δεχθείτε ευλαβέστατα, είσθε εσείς ο νικητής… Όχι δεν είμαι μόνο εγώ, είναι κι ο τάδε υπουργός… Όχι δεν είμαι μόνο εγώ, είναι και ο πρωθυπουργός…» τότε κι εγώ η αμαρτωλή, ξανάπεσα σ’ αμάρτημα και είπα:
«Οχ, αδερφάκι μου, λοιπόν! κι εκείνο δα το έρημο! Το έρημο σπιτάκι με το ρόπτρο! Και με το κατσαρολικό… ποιος να ’ταν ναν το στοχαστεί… πόσες ζωές ερούφηξε… πόσες νίκες ενίκησε… πόσες καμπανοκρουσίες και φιλάκια του πρέπουνε… και πόσα επίσημα τελεγραφίσματα – κι ας έλαβε από κάτι, «επίσημους» μονάχα κάτι που ’μοιαζε τόσο πολύ με μούτζες!»
Ατάραχο καθώς ταιριάζει σε γενναιότατους πολεμιστές, το σπίτι εκείνο επαρέμεινε.
Τώρα το σπίτι ενοικιάζεται. Κι αν το θέλει κανένας μπορεί να το πιάσει. Βρίσκεται στην ουρά της πόλης. Ανατολικά Του ’χουνε ξαναμπογιαντίσει όπως όπως την ξώπορτα. Του ’χουνε αναστηλώσει πρόχειρα τα τ’ ασβέστινα μοτίφια που κρέμουνται απ’ την πρόσοψη. Ένα ανάβαθο χαντάκι που ακόμα ωστόσο διακρίνεται, θα σας οδηγήσει ασφαλώς σ’ εκείνο το μέρος. Να προτιμήσετε να πάτε πρωί.
Κι αν δείτε κατσαρόλι θαλασσί, να κρέμεται αποξεχασμένο επάνω σε στραβόκαρφο πέστε στο σπίτι εκείνο και στο κατσαρόλι: «Έχετε πολλά πολλά χαιρετίσματα από τους συναγωνιστές σας και σας θυμούνται και δε σας ξεχνούν. Κι εκείνο που ελαχταρήσατε – τη νίκη – τη νικήσατε. Είστε κι εσείς τιμημένοι στρατιώτες».
Και πάρτε και βαστάτε και παράσημο, και να τους το καρφώσετε ψηλά πάνω στο στήθος. Είναι και πρέπον και σωστό.
[www.sarantakos.com]
from ανεμουριον https://ift.tt/2GNDXbH
via IFTTT