Λέλα Πατρικίου (1904, Αθήνα - 1975, Αθήνα)


Στην «Κάλπικη λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, έκανε την υποτακτική σύζυγο του τσιγκούνη σπιτονοικοκύρη Ορέστη Μακρή.
Στην ταινία « Έλα στο θείο» την «αειπάρθενο» θεία της Σμαρούλας Γιούλη και του Μίμη Φωτόπουλου με την προς πώλησιν ραπτομηχανή...
Γέννημα θρέμμα ηθοποιός ήταν η Λέλα Σταματοπούλου ή Λέλα Πατρικίου, όπως έμεινε στον κινηματογράφο και το θέατρο, ως ένδειξη αφοσίωσης στον σύζυγό της Σπύρο Πατρίκιο.
Γεννήθηκε το 1904 στην Αθήνα. Ήταν κόρη των ηθοποιών Παναγιώτη και Ευδοξίας Σταματοπούλου.
Το 1926, στη διάρκεια μιας περιοδείας στη Θεσσαλονίκη παντρεύεται τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο της Σπύρο Πατρίκιο, πρωταγωνιστή τότε του μουσικού θεάτρου.
Δύο χρόνια αργότερα γεννιέται ο γιος τους Τίτος Πατρίκιος, ο ποιητής.
Τη Λέλα Πατρικίου θα την προσεγγίσουμε μέσα από τα δικά του μάτια, κρατώντας από το χέρι τις αναμνήσεις του:
«Τη θυμάμαι πάντα νέα.
»Δεν έχω ζωντανές εικόνες της μητέρας μου γερασμένης.
»Κι όπως κανείς ψάχνει τον εαυτό του εκ των υστέρων έτσι κι εγώ ανακάλυψα ή παραδέχθηκα ότι είχα στα παιδικά μου χρόνια ένα εντονότατο οιδιπόδειο σύμπλεγμα με τη μητέρα μου. Της είχα μια παθολογική αδυναμία, η οποία συνδεόταν και με μια απέχθεια για τον πατέρα μου, η οποία βέβαια, όπως συνήθως συμβαίνει, δημιουργούσε ενοχές και ντροπές...
»Πέρασε καιρός για να τα ξεπεράσω όλ’ αυτά. Θυμάμαι πάντα αυτή την εκθαμβωτική μαγεία, που μου προξενούσε όταν την έβλεπα.
»Ωραία ντυμένη, όμορφη, δροσερή, φρέσκια, χαρούμενη. Αισθανόμουνα ένα ρίγος.
»Και με αυτή την εικόνα μου έμεινε.
»Δεν άκουσα ποτέ ή δε θυμάμαι να άκουσα παραμύθι από τη μητέρα μου.
»Έχω ακούσει όμως πάρα πολλά παραμύθια από τη γιαγιά μου, από τη μητέρα της που ήταν από τη Σίφνο, όπως κι από τη μητέρα του πατέρα μου, η οποία ήταν από ένα άλλο νησί των Κυκλάδων, την Τήνο.
» Έτσι έχω αποθησαυρίσει από μικρό παιδί και παραμύθια και λαϊκές ιστορίες, αλλά κυρίως αυτό το πλουσιότατο κυκλαδίτικο λεξιλόγιο, το οποίο είναι πάρα πολύ κοντά στο κρητικό. Σε τέτοιο σημείο, που, όταν για πρώτη φορά διάβασα “Ερωτόκριτο”, δε βρήκα καμιά δυσκολία στο λεξιλόγιό του. Όλες οι δύσκολες λέξεις ήταν λέξεις που είχα ακούσει είτε από τη μια είτε από την άλλη γιαγιά μου.
»Από τη μάνα μου όμως όχι. Δεν άκουσα παραμύθια.
»Η μάνα μου ήταν πάντα δοσμένη είτε στο θέατρο, είτε στη δουλειά, είτε στο να κουμαντάρει το σπίτι, να φροντίσει τον πατέρα μου και εμένα, οπότε δεν έμεναν και πολλά περιθώρια για αφηγήσεις.
»Ούτε εγώ της διάβασα ποτέ ποιήματα. Ούτε στον πατέρα μου έχω διαβάσει.
»Και γενικά οφείλω να πω, αισθάνομαι μια συστολή να διαβάζω ποιήματα στους πολύ κοντινούς μου ανθρώπους.
»Όμως η παρουσία της μητέρας μου και του πατέρα μου μέσα σε ποιήματα είναι πολύ έντονη.
»Όπως σε αυτό με τον τίτλο “Η Έξοδος”:
Κάθε που προσπαθώ να βγω απ’ τον λαβύρινθο του ποιήματος ονειρεύομαι τη μητέρα μου.
Τότε στα επτά μου χρόνια που ύστερα από την ένεση μου έσφιγγε σφιχτά το χέρι
όσο να βγούμε απ’ τους ατέλειωτους διαδρόμους του νοσοκομείου.
»Η μητέρα μου έπαθε μια μεγάλη φθορά στα τελευταία χρόνια της ζωής της.
»Την εικόνα της φθοράς περίπου την έχω βγάλει από τη μνήμη μου...»
Η Λέλα Πατρικίου εμφανίστηκε επισήμως στη σκηνή σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών το 1916 στην Τρίπολη.
Ήταν το «Κεράσι». Έτσι έλεγαν το νούμερό της στην επιθεώρηση «Πανόραμα» του Μωραϊτίνη...
Το ίδιο καλοκαίρι πηγαίνουν με την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της Αννα Σταματοπούλου στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, όπου παίρνουν μέρος στο έργο «Η καρδιά κυβερνά».
Εκείνη έκανε το αγοράκι.
Είχε υπέροχη φωνή και γρήγορα γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο μουσικό θέατρο και ειδικότερα στην οπερέτα.
Δάσκαλός της ήταν ο διάσημος τότε σκηνοθέτης Θωμάς Οικονόμου.
«Βγήκε πολύ μικρή στο θέατρο. Κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά», εξηγεί ο Τίτος Πατρίκιος, «μέσα στα χρόνια του Α' παγκοσμίου πολέμου και κυρίως εκείνη την περίοδο του Αποκλεισμού, που σχεδόν έχει ξεχαστεί.
»Τότε η Ελλάδα, υπό τον Βασιλέα Κωνσταντίνο είχε μια γερμανόφιλη κυβέρνηση. Διατηρούσε μια φιλική ουδετερότητα απέναντι στη Γερμανία.
»ΓΓ αυτό και οι σύμμαχοι την απέκλεισαν, της έκοψαν τον ανεφοδιασμό, και επακολούθησε μία μεγάλη πείνα.
»Μέσα σ’ εκείνες τις συνθήκες ο παππούς μου και η γιαγιά μου αναγκάστηκαν για να επιζήσουν να βγάλουν στο θέατρο και τις δύο μικρές τους κόρες, για να έχουν έναν πρόχειρο θίασο, ένα μπουλούκι θα λέγαμε σήμερα.
»Έτσι επιβίωσαν.
» Έκαναν περιοδείες στα χωριά, της Πελοποννήσου κυρίως.
»Αυτός ήταν ο λόγος που η μητέρα μου βγήκε τόσο νέα και όχι κάποια φαντασιακή μανία, ή πρόωρο πάθος για το θέατρο...
»Καμιά φορά που σκέφτομαι όλα τα πλοκάμια τα οικογενειακά, βλέπω πως το θέατρο είναι μέσα στη ζωή μου.
»Ακόμη κι όταν το ξεχνάω.
»Γιατί δεν περιορίζεται μόνο στον πατέρα μου και τη μητέρα μου. Επεκτείνεται στον παππού μου και τη γιαγιά μου, αλλά και στην αδελφή της μητέρας μου, η οποία δυστυχώς πέθανε νέα. Από τη μεριά του πατέρα μου άλλος ηθοποιός δεν υπήρχε.
»Όμως η αδελφή του, η ποιήτρια Αιλή Πατρικίου παντρεύτηκε τον ηθοποιό Μίχη Ιακωβίδη και κόρη τους είναι η Φραντζέσκα Ιακωβίδη, η γνωστή ηθοποιός και τραγουδίστρια. Ο Γιάννης Γκιωνάκης είναι μακρινός μου ξάδελφος γιατί η μητέρα του Γκιωνάκη και ο πατέρας μου ήταν πρώτα ξαδέλφια. Ακόμα κι όταν ζούσε, τα τελευταία χρόνια δε βλεπόμασταν γιατί δύσκολα βρίσκονται πλέον οι άνθρωποι, αλλά όταν ήμασταν παιδιά βλεπόμασταν πολύ συχνά.
»Κι από εκεί και πέρα είναι ένας άλλος άνθρωπος που έχει παίξει ρόλο στη ζωή μας, ένας αδελφικός φίλος του πατέρα μου, ο ηθοποιός Γιάννης Ιωαννίδης. Τον βλέπουμε κι αυτόν στις παλιές ταινίες.
»0 Γιάννης Ιωαννίδης ή ο κύριος Γιάννης, όπως τον έλεγα πάντα εγώ, ήτανε με τον πατέρα μου μαζί στο σχολείο στα Εξάρχεια.
»Μεγάλωσαν κι οι δυο στα Εξάρχεια. Μαζί φαντάροι, κατόπιν μαζί στο θέατρο. Κατοικούσε μαζί μας. Μέσα στο σπίτι μας είχε το δωμάτιό του. Ήτανε ένα μέλος της οικογένειας.
»Κι επειδή ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν ένας πολύ ανοιχτόκαρδος κι αγαπητός άνθρωπος, το σπίτι ήταν γεμάτο ηθοποιούς. Είτε από τη μεριά του πατέρα μου, είτε από τη μεριά της μητέρας μου, είτε από τη μεριά του Γιάννη Ιωαννίδη.
»Δεν υπάρχει ηθοποιός, κυρίως από αυτούς που βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες που να μην έχει όχι απλώς περάσει από το σπίτι μας, αλλά να μην είναι μόνιμος σχεδόν θαμώνας του σπιτιού.
»Δεν υπήρχε ούτε ένα μεσημέρι της ζωής μας, ακόμη και την τρομερά δύσκολη εποχή του εμφυλίου, που να μην υπήρχε στο τραπέζι ένας ακόμη άνθρωπος. Ποτέ δεν είχαμε φάει μόνοι.
»0 πατέρας μου, όταν ερχόταν το μεσημέρι στο σπίτι, θα ερχόταν πάντα με πάνω από έναν ή δυο φίλους.
»Η μάνα μου τράβαγε τα μαλλιά της γιατί δεν είχε έτοιμο φαγητό. Δεν είχε περισσευούμενο.
»Αλλά πάντα τα πράγματα τακτοποιόντουσαν. Πάντα το σπίτι μας ήταν ανοιχτό για τους φίλους που κυρίως ήταν ηθοποιοί...»
Ο Σπύρος Πατρίκιος γεννήθηκε στην Τήνο, και οι γονείς του τον προόριζαν για γιατρό. Εκείνος, όμως, είχε δείξει από τα σχολικά του χρόνια το πάθος του για το θέατρο.
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, το 1911, ο πατέρας του φρόντισε να τον προσλάβουν βοηθό λογιστή σ’ ένα καράβι.
Σε κάποιο του ταξίδι συναντήθηκε με τον ηθοποιό Λύσανδρο Λύτρα. Αυτός τον ώθησε να ακολουθήσει το θίασο της Αικατερίνης Βερώνη.
Δίπλα της κάνει την πρώτη του θεατρική εμφάνιση, το 1912, στην Κωνσταντινούπολη.
Τη σταδιοδρομία του διακόπτει προσωρινά ο Α' παγκόσμιος πόλεμος.
Πολέμησε το 1917 στο μέτωπο του Στρυμόνα και απολύθηκε το 1919.
Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους κωμικούς της εποχής του στην οπερέτα και την επιθεώρηση.
Νεότατος έγινε θιασάρχης.
Το 1925 συναντά τη Λέλα Πατρικίου, την παίρνει στον θίασό του κι από τότε δε χώρισαν ποτέ...
«Οι γονείς μου υπήρξαν από τα σπάνια θεατρικά ζεύγη που δε χώρισαν», λέει ο Τίτος Πατρίκιος.
«Αυτό δε σημαίνει ότι η συζυγική τους ζωή ήταν ανέφελη, ήρεμη και γλυκιά.
»Θυμάμαι από μικρό παιδί, μεγάλες συγκρούσεις ανάμεσά τους. Πολλές φορές μεγάλους καβγάδες, οι οποίοι βέβαια είχαν την αιτία τους στα δύο βασικά πράγματα της ζωής, είτε στα οικονομικά θέματα είτε στα αισθησιακά.
»Τους έχω στο μυαλό μου, τους βλέπω. Μεγάλους καβγάδες...
»Όταν ο πατέρας μου μερικές φορές είχε χάσει τα πάντα στα χαρτιά ή στον Ιππόδρομο, ή πάλι για τις εξωσυζυγικές σχέσεις του πατέρα μου, οι οποίες θα πρέπει να ήσαν περισσότερες από όσες ο ίδιος μπορούσα να καταλάβω.
»Θυμάμαι ότι πάνω από δύο φορές είχανε έρθει σε ρήξη.
» Έφυγε μάλιστα από το σπίτι η μητέρα μου, πήγε στη μητέρα της.
»Αλλά τελικά όλα εξομαλύνονταν και όλα ξανάρχιζαν με μεγαλύτερο πάθος απ’ ό,τι πριν.
»Ήταν ένας άνθρωπος πάντα αισιόδοξος η μητέρα μου. Ακολουθούσε, όμως, πάντα τις επιλογές του πατέρα μου.
»Είχε αντιρρήσεις. Είχε φοβίες. Είχε δισταγμούς.
»Αλλά έμενε πάντα δίπλα στον πατέρα μου...
»0 πατέρας μου στην Κατοχή έκανε μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του, η οποία επηρέασε τη ζωή όλων μας και τη δική μου.
»Από Κωνσταντινικός και Βασιλικός που ήταν έγινε αριστερός και δημοκρατικός, αγωνιστής της Αντίστασης.
»Γι’ αυτό και συγκρούστηκε πολύ με τους παλιούς του φίλους, όπως με έναν αδελφικό φίλο που είχε από τα νιάτα του, τον δημοσιογράφο, τον Νίκο τον Κρανιωτάκη, ο οποίος ζούσε μέσα στο σπίτι μας, ή αν θέλετε εμείς ζούσαμε μέσα στο δικό του σπίτι.
»Κάποια στιγμή επήλθε πλήρης ρήξη στη σχέση τους.
»Και σε αυτές τις μεγάλες ρήξεις που προκαλούσε και ζούσε μέχρι τέρμα ο πατέρας μου, η μητέρα μου βρισκόταν πάντα δίπλα του, όμως με μια μετριοπάθεια και μια συντηρητικότητα, η οποία ήταν απαραίτητη, γιατί αλλιώς, αν και οι δύο ήσαν το ίδιο απόλυτοι στις ρήξεις τους, δε θα είχαμε επιζήσει».
Ένα περίπου χρόνο μετά τη γέννηση του Τίτου Πατρικίου, οι γονείς του πάνε μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική (1929-1931), με θιασάρχη τον πατέρα του.
Την ίδια εποχή ο Σπύρος Πατρίκιος οργανώνει και την περιοδεία στην Αμερική του θιάσου πρόζας της Μαρίκας Κοτοπούλη, όπου μάλιστα έπαιζε και ο ίδιος βασικούς ρόλους μαζί με τους Βασίλη Λογοθετίδη, Κατίνα Παξινού και Αλέξη Μινωτή.
Επιστρέφοντας από την Αμερική, ο Σπύρος Πατρίκιος έφτασε, όπως γράφει ο Θεόδωρος Έξαρχος, στο κατακόρυφο της επιτυχίας του με την επιθεώρηση του Αντώνη Βώττη «Ο παπαγάλος».
Σε αυτήν ο Ορέστης Μακρής λανσάρισε για πρώτη φορά τον τύπο του μεθύστακα.
«Καθώς μεγάλωσα μέσα στο θέατρο», λέει ο Τίτος Πατρίκιος, «ανέπτυξα δύο αντιφατικά συναισθήματα που ίσως με καθόρισαν και στην υπόλοιπη ζωή.
»Από τη μια μεριά μια έλξη, μια μαγεία, κι από την άλλη έναν φοβερό φόβο, μια μεγάλη ανησυχία, γιατί η αβεβαιότητα ήταν πολύ μεγάλη. Την έζησα πάρα πολύ με τον πατέρα μου στα προπολεμικά χρόνια, όταν εγώ ήμουν ακόμη παιδί.
»Τη μια μέρα είχαμε πάρα πολλά, τα οποία ο πατέρας μου τα ξόδευε την ίδια στιγμή. Και την άλλη ώρα δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε το νοίκι. Δε γινόταν θίασος, δεν υπήρχε συμβόλαιο, δεν ξέραμε αν θα έχουνε δουλειά. Υπήρχε αυτή η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στην ευμάρεια, για να μην πω στην πολυτέλεια, και στην πλήρη έλλειψη, για να μην πω ένδεια.
»Αυτό το πράγμα ίσως με έκανε να μην μπω εγώ ο ίδιος μέσα στο θέατρο επαγγελματικά.
»Μέσα στη μυρουδιά των παρασκηνίων, των καμαρινιών, των σκηνικών, θέλεις δε θέλεις διαμορφώνεις τον χαρακτήρα σου, διαμορφώνεται η προσωπικότητά σου, διαμορφώνεται η αισθαντικότητά σου.
»Ένα από τα πράγματα, που εμένα τουλάχιστον με σφράγισαν, ήτανε η εκτυφλωτική -όπως την έβλεπα- ομορφιά των γυναικών του μουσικού θεάτρου, των γυναικών οι οποίες έπαιζαν στους θιάσους με τον πατέρα μου.
»Η Ηρώ Χαντά, λόγου χάρη, ήταν μια γυναίκα που σ’ όλα τα παιδικά μου χρόνια την έβλεπα και αισθανόμουνα συγκλονισμένος. Πολλές φορές την ξαναβλέπω και τώρα στα όνειρά μου. Η Ζωζώ Νταλμάς, από τα μυθικά πρόσωπα, η Μαρίκα Κρεβατά...
»Θυμάμαι την αίσθηση του πραγματικού θριάμβου που αισθάνθηκα για τον πατέρα μου και τη μητέρα μου το καλοκαίρι του 1946. Επικεφαλής του θιάσου ήταν ο πατέρας μου. Ένας θίασος καθαρά αριστερός έπαιξε την επιθεώρηση “Γιούπι-Γιούπι” του Ασημάκη Γιαλαμά στο θερινό θέατρο Σαμαρτζή. Οι ουρές κλείνανε το τετράγωνο. Μέσα δε, υπήρχε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού.
»Ήταν ίσως και η τελευταία στιγμή που ένιωσα τον θεατρικό θρίαμβο και του πατέρα μου και της μητέρας μου, γιατί αμέσως μετά άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Άρχισε ο διωγμός. Και τότε συνέβη ένα περίεργο ή μάλλον καθόλου περίεργο για την εποχή εκείνη φαινόμενο.
»0 πατέρας μου που ήταν παλιός αριστερός πρόεδρος του Σωματείου ηθοποιών υπέστη προσωπικά τη μεγάλη δίωξη κυρίως από τους παλιούς του φίλους, με τους οποίους συγκρούστηκε πολιτικά.
»Μείναμε κυριολεκτικά χωρίς να έχουμε να φάμε.
»Είναι περίεργο να το πει κανείς. Στην Κατοχή εμείς δεν πεινάσαμε, γιατί οι ηθοποιοί και δη οι πρωταγωνιστές, ήταν τόσο δημοφιλείς που οι θαυμαστές τούς φέρνανε συνέχεια δώρα λάδι, ψωμί ή αλεύρι ή κανένα μπουτάκι αρνίσιο.
»Και πεινάσαμε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου.
»Αλλά μας έσωσε η μητέρα μου. Εκείνη συντήρησε την οικογένεια τότε.
»Θυμάμαι ότι τον χειμώνα του ’47-’48 έπαιζε σε έναν περιοδεύοντα θίασο κάποιου ηθοποιού Αναστασίου που έπαιζε στο Περιστέρι, στο Αιγάλεω, στην Αγία Βαρβάρα και πήγαινε κι ερχότανε με τα πόδια.
»Εγώ είχα αρρωστήσει τότε από φυματίωση.
»0 πατέρας μου περίμενε κάθε στιγμή να τον συλλάβουν, όπως και μένα. Εκείνη δεν ήταν διωκόμενη, μπορούσε να βρει δουλειά. Στην αρχή στα μπουλούκια, όπως στα παιδικά της χρόνια.
»Όταν άρχισε να αναπτύσσεται ο Ελληνικός Κινηματογράφος οι παραγωγοί ευκολότερα παίρνανε τη μητέρα μου, παρά τον πατέρα μου.
»0 πατέρας μου έπαιξε σε λίγες ταινίες. Όταν τον ζητούσαν επενέβαινε η ασφάλεια και έλεγε:
»Τον Πατρίκιο δε θα τον πάρετε.
»Αυτός είναι ο λόγος που εξαφανίστηκε ο πατέρας μου κι από το θέατρο κι από τον κινηματογράφο. Ήτανε η αστυνομική παρέμβαση.
»Κι αυτός ήτανε ο λόγος, πέρα από το ταλέντο του ενός ή του άλλου, που η μητέρα μου ανέπτυξε μια νέα σταδιοδρομία στον κινηματογράφο κι έπαιξε σε τόσες πολλές ταινίες και αισθάνθηκε πραγματικά να ανοίγεται γι’ αυτήν ένας καινούργιος δρόμος...
»Οι ταινίες που είχε γυρίσει η μητέρα μου είναι πάρα πολλές. Καμιά φορά δεν τις ξέρω κι εγώ ο ίδιος.
»Αλλά πολλοί φίλοι μου, όπως ο ποιητής Γιάννης Κοντός, όταν παίζεται κάποια ταινία της, μου τηλεφωνούν αμέσως και μου λένε να ανοίξω την τηλεόραση να τη δω.
»Νομίζω πάντως εκείνες που αγαπούσε περισσότερο, πάνω από όλες ήταν η “Κάλπικη λίρα” και μετά “Το Σοφεράκι” κι ακόμη η παλιά ταινία “Η ανθισμένη αμυγδαλιά” με τον μύθο του ομώνυμου τραγουδιού, την ιστορία του ποιητή Δροσίνη που διαδραματίζεται στην Παλιά Αθήνα...»
«Η Λέλα Πατρικίου, η κυρία Λέλα όπως την έλεγα, όταν ήμουνα μικρή κοπέλα», καταθέτει την ανάμνησή της η συγγραφέας Αλκή Ζέη. Την είχα γνωρίσει τότε από τον μετέπειτα σύζυγό μου, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και άρχισα να πηγαίνω μαζί του στα θέατρα και τις επιθεωρήσεις για να τη βλέπω.
»Με είχε ενθουσιάσει, όσο δε με είχαν ενθουσιάσει μεγάλες πρωταγωνίστριες.
»Χωρίς να κάνει τίποτα από αυτό που λέμε αστείο στη σκηνή, έβγαζε το γέλιο από μια λέξη που έλεγε, από μια κίνηση που έκανε...
»Και την έχω, έτσι, ολοζώντανη μπροστά μου. Τόσο πολύ, που όταν γεννήθηκε η δεύτερη κόρη των Πατρικίων και είδα τη μικρή που ήταν τριών χρόνων είπα, η κύρια Λέλα. Γιατί είχε έτσι ένα αστείο μουτράκι και περπατούσε όπως περπατούσε η κυρία Λέλα.
»Είχε μια ευγένεια στο παίξιμό της.
» Έκανε ένα νούμερο μαζί με τον Σπύρο Πατρίκιο στο “Γιούπι-Γιούπι”, που θυμάμαι ίσαμε τώρα τα λόγια.
»Η δουλειά με κάνει βασιλιά/ η δουλειά και μόνο/ βασιλιά στο θρόνο...
»Όταν είμαστε στα μεγάλα μας μεράκια με τον Τίτο, ακόμη και τώρα, τους στίχους από αυτό το νούμερο τούς τραγουδάμε παράφωνα οι δυο μας...»
«Ο πατέρας μου έκανε κι αυτός ταινίες, συνεχίζει το Τίτος Πατρίκιος, αλλά λίγες και σε δευτερεύοντες ρόλους.
»Μια από αυτές είναι το “Διαγωγή μηδέν”...
»Τη βλέπω συχνά και τώρα ακόμη. Όχι απλώς με ευχαριστεί, με συγκινεί να τη βλέπω.
»Πρωταγωνίστρια ήταν η Λαμπέτη.
»Κάποια εποχή ερχόταν συχνά στο σπίτι μας με τον Μάριο Πλωρίτη.
»Μια άλλη ταινία του πατέρα μου ήταν “Το νησί του ανέμου” με τον Φούντα.
»Τον υπέρ αγαπούσε τον Φούντα.
»Ήταν από τους νεότερους ηθοποιούς, και του είχε αδυναμία...»
Ο Σπύρος Πατρίκιος ήταν μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών από την ίδρυσή του το 1917.
Το 1939, εκλέγεται αντιπρόεδρος και το 1940 πρόεδρος.
Σε όλη την ταραγμένη περίοδο που ακολούθησε βοήθησε αποτελεσματικά τους συναδέλφους του.
Το 1946, προσπαθεί να επανέλθει στο θέατρο και τότε ηγείται μουσικού θιάσου με την Καί τη Ντιριντάουα, τον Μίμη Φωτόπουλο και άλλους και θριαμβεύει με την επιθεώρηση «Γιούπι-Γιούπι»...
Τελευταία εμφάνισή του στο θέατρο είναι το 1952 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς. Ήταν επικεφαλής επιθεωρησιακού θιάσου με συνθιασάρχες τον Ορέστη Μακρή και τον Βασίλη Μεσολογγίτη.
Τον επόμενο χρόνο συνταξιοδοτείται.
«Η σταδιοδρομία του πατέρα μου τελείωσε ουσιαστικά με τον εμφύλιο πόλεμο.
» Έφυγε το 1958, σε ηλικία εξήντα τεσσάρων χρόνων μονάχα, από έναν καρκίνο που οφειλόταν όπως είπαν όλοι οι γιατροί, καθαρά στο κάπνισμα.
»Ήταν μανιώδης καπνιστής.
»Όπως μου έλεγε κάπνιζε από δεκατεσσάρων χρόνων. Ίσως και νεότερος.
»Τον θυμάμαι πάντα μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι...»
«Στα χρόνια της δικτατορίας η κυρία Λέλα ερχόταν στο Παρίσι να δει τον γιο της που τον είχε χάσει», θυμάται η Αλκή Ζέη.
«Ο Τίτος δεν μπορούσε να έλθει στην Ελλάδα. Έτσι ερχόταν εκείνη στο Παρίσι.
»Εκεί δεν είχε και πολλούς γνωστούς, γι’ αυτό επισκεπτόταν εμάς, τον σύζυγό μου τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και μένα. Μας έβλεπε και τα λέγαμε.
»Το σπίτι μας ήτανε μακριά. Γαλλικά δεν ήξερε. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερνε να πάρει το μετρό και να ’ρθει να μας συναντήσει, γιατί θαρρώ πως είχε μάθει να παίρνει το μετρό. Πώς αλλιώς θα ερχότανε;
»Η κυρία Λέλα παρά τα προβλήματα, που αντιμετώπιζε εκείνη την εποχή, ρωτούσε πάντα για μας.
»Πώς ζούμε, πώς τα καταφέρνουμε...
»Κι ενώ ήταν τόσο γλυκιά, καταλάβαινα ότι αυτή ήταν ο δυναμικός άνθρωπος. Αυτή ήταν που ένωνε τις άκρες, και οι Πατρίκιοι τα έβγαλαν πέρα με όλες τις δυσκολίες που είχαν...»
«Ακόμη κι εγώ», λέει ο γιος του Σπύρου και της Λέλας Πατρικίου «που νόμιζα ότι παρατηρώ προσεκτικά τα πράγματα, δεν είχα καταλάβει το πόσο μεγάλη ήταν η προσκόλληση της μητέρας μου στον πατέρα μου.
»Από την ώρα που έφυγε ο πατέρας μου, η μητέρα μου μπήκε σε μια διαδικασία συρρίκνωσης. Αφυδάτωσης.
»Δεν μπορούσε να ξανασταθεί στη ζωή, όπως ήταν πριν. Δεν μπόρεσε να ξαναγίνει ποτέ εκείνη που ήταν.
»Κι αυτή η διαδικασία φθοράς στην οποία μπήκε την έφτασε μέχρι το τέλος».
Αποχώρησε το 1975, σε ηλικία εβδομήντα ενός ετών.
Ο Τίτος Πατρίκιος έχει γράψει τους παρακάτω στίχους υπό τον τίτλο «Η ελλείπουσα λέξη»:
Πόσο θα ήθελα κάποιος να με βοηθούσε για να τελειώσω σωστά το ποίημα Σαν τότε που μου ψιθύριζε ο πατέρας μου τη λέξη που έλειπε για να λύσω το σταυρόλεξο.
Ο ίδιος βάζει τις λέξεις που λείπουν στους τίτλους, λίγο πριν από το Τέλος.
«Εγώ σήμερα δεν είμαι πολύ νεότερος κι από τους δύο και κάθε τόσο θυμάμαι έναν συγκλονιστικό στίχο του Τάσου Λειβαδίτη.
»Είναι από τα τελευταία βιβλία, από το “Βιολέτες για μια εποχή”, όπου συνομιλώντας με τον πεθαμένο πατέρα του λέει:
Μα πατέρα... Πάψε πια να με μαλώνεις.
Δεν καταλαβαίνεις ότι είμαστε πια συνομήλικοι;...
»Λοιπόν εγώ πια αισθάνομαι συνομήλικος, και όσο περνά ο καιρός μεγαλύτερος από τον πατέρα μου, τον οποίο φανταστικά, μπορώ κάποτε να τον μαλώνω πλέον.
»...Τη μητέρα μου, όχι...
»Γιατί είναι δύσκολο να μαλώνεις τη μητέρα σου...»
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧ. ΠΡΕΚΑΣ «ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...» ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» 2006


from ανεμουριον https://ift.tt/37So5R2
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη