Η Ελλάδα οδηγείτο μοιραία στον πόλεμο. Η Αγγλία στις 8/20 Μαρτίου αποφάσισε να αποσύρουν τα στρατεύματά τους η Ελλάδα και η Τουρκία 50 μίλια από τις δύο πλευρές των συνόρων. Στην περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν οι Δυνάμεις θα ήταν αναγκασμένες να λάβουν μέτρα εναντίον τους. Την άποψη αυτή υπέβαλε η Αγγλία στις άλλες Δυνάμεις στις 11 Μαρτίου. Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας, Σάλσμπουρι, αρνήθηκε να λάβει άλλα μέτρα. Αυτό οφείλεται στις αναφορές του Άγγλου πρεσβευτή Εγκερτον από την Αθήνα. Πράγματι, ο βασιλιάς είχε κάνει υπαινιγμό στον πρεσβευτή ότι αποκλεισμός της Ελλάδος θα αποτελούσε έναυσμα πολέμου. Ο Εγκερτον, επίσης, πληροφόρησε τον Σάλσμπουρι ότι η κατανομή του στρατού στα σύνορα σε 6 ταξιαρχίες δεν έγινε μόνο για λόγους αποτελεσματικότητας, αλλά για να εκτονωθούν οι πιέσεις προς την κυβέρνηση για πόλεμο, με τη σύνθεση που είχε ο στρατός προηγουμένως. Κάθε ταξιαρχία θα υπαγόταν στις διαταγές ενός αξιωματικού που θα ήταν της εμπιστοσύνης του βασιλιά και της κυβέρνησης.
Στις 22 Μαρτίου / 3 Απριλίου ο Εγκερτον υπέβαλε στο βασιλιά την ιδέα για τη δυνατότητα αυτονομίας στην Κρήτη, όπως στην περίπτωση της Βουλγαρίας, χωρίς να αποκαλυφθεί το όνομα του ηγεμόνα, που θα ήταν ο πρίγκιπας Γεώργιος. Στη συνέχεια ο Εγκερτον ανέφερε: «Στις νύξεις μου μου απάντησε ότι θα ακύρωνε τις διαταγές που είχε δώσει στο διάδοχο να “προχωρήσει”, πράγμα που σήμαινε ότι θα άφηνε τα άτακτα τμήματα (Εθνική Εταιρία) να διασχίσουν τα σύνορα». Τρεις ημέρες αργότερα οι Δυνάμεις έστειλαν στην Ελλάδα και στην Τουρκία διακοίνωση που περιείχε την εξής τελεσίδικη προειδοποίηση: «Οι Δυνάμεις σταθερόν έχουσαι απόφασιν να διατηρήσωσι την γενικήν ειρήνην, είναι διατεθειμέναι να μη επιτρεψωσιν, εν ουδεμιά περιπτώσει, όπως ο επιτεθείς καρπωθή το ελάχιστου όφελος εκ της επιθέσεώς του». Φαίνεται όμως, ότι μια μόνο δύναμη μπορούσε να επηρεάσει την κατάσταση, και αυτή ήταν η Ρωσία.
ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΗΤΑΝ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ. ΕΠΑΝΩ: ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ (ΦΩΤ.: ΑΡΧΕΙΟ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ). |
Ο βασιλιάς Γεώργιος παραπονιόταν ότι ο πρωθυπουργός της Ρωσίας, Μουράγιεφ, προσπαθούσε να παίξει τον ρόλο του Βίσμαρκ στην Ευρώπη και να ταπεινώσει την Ελλάδα. Μολοντούτο, η Ρωσία έκλινε στην απόφαση να αφεθούν οι Κρήτες να διαλέξουν τον ηγεμόνα τους, πράγμα με το οποίο συμφωνούσαν η Γαλλία και η Αγγλία. Η Αυστρία όμως, ενώ καταρχήν δεχόταν την ιδέα, την απέρριπτε ωστόσο ως προς το πρόσωπο του μελλοντικού ηγεμόνα, εφόσον ακολουθώντας την πολιτική της Γερμανίας δεν επιθυμούσε το πρόσωπο αυτό να είναι μέλος της ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Η Γερμανία ήταν ο βασικός παράγοντας εναντίον κάθε συμβιβασμού, γιατί επιδίωκε την ανατροπή του αγγλόφιλου Γεωργίου, την ανάρρηση στη θέση του του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου και την προστασία του Σουλτάνου. Έτσι ο Γεώργιος, ενώ αποδεχόταν το πρότυπο της βουλγαρικής διοικήσεως, αισθανόταν ότι δεν του απέμενε καμία άλλη διέξοδος εκτός από το να αγωνισθεί εναντίον μιας ισχυρότερης δυνάμεως και τελικά να υποκύψει.
ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟ ΑΛΥΤΡΩΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΟΜΑΔΑ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ (ΦΩΤ.: ΑΡΧΕΙΟ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ) |
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα γεγονότα ακολούθησαν την αναπότρεπτη πορεία τους όπως τα είχαν δημιουργήσει το διπλωματικό αδιέξοδο, οι οικονομικοί υπολογισμοί και τα προσωπικά πάθη που χώριζαν τη γερμανική και την ελληνική Αυλή. Δεν είναι παράξενο ότι πίσω από τους Τούρκους στον πόλεμο δεν ήταν μόνο η σκιά των Γερμανών εκπαιδευτών του τουρκικού στρατού που είχε εξοπλιστεί από τη γερμανική βιομηχανία, αλλά και η αυτοπρόσωπη παρουσία των Γ ερμανών «παρατηρητών», που εργάζονταν για τον θρίαμβο των γερμανικών μεθόδων. Όπως εξήγησε ο Κάιζερ στον Τσάρο, όσον αφορά τη στάση του απέναντι στην Αγγλία, δεν ήθελε να είναι το πόδι ενός ζώου άνευ οπλής.
Έναρξη πολέμου
Στα τέλη Μαρτίου 3.000 ένοπλοι της Εθνικής Εταιρίας εισέβαλαν στη Μακεδονία. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και χαρακτηρίσθηκε ως ανειλικρινής πράξη, ενώ στην Τουρκία έδωσε την αναζητούμενη αφορμή πολέμου. Την 5/17 Απριλίου η Πύλη ανακοίνωσε τη διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Στη Βουλή ο Έλληνας πρωθυπουργός, Θ. Δηλιγιάννης, μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα εμφάνισε την Τουρκία να έχει κηρύξει πρώτη τον πόλεμο «τον οποίον καθήκον έχομεν να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν». Όπως γράφει ο ιστορικός Ασπρέας επιγραμματικά: «η συνεδρίασις εκείνη... κατέχει σελίδα εν τη συγχρόνω πολιτική ιστορία, από της απόψεως της παντελούς ερημιάς της συναισθήσεως της πραγματικότητος, την οποίαν ενεφάνισε και η κυβέρνησις και η αντιπολίτευσις».
Προσθήκη λεζάντας |
Η εδαφική διαμόρφωση της περιοχής των συνόρων υπαγόρευε την ύπαρξη δυο ανεξάρτητων θεάτρων πολέμου, του Θεσσαλικού και του Ηπειρωτικού, λόγω της παρεμβολής της οροσειράς της Πίνδου και των Τζουμέρκων. Ο πόλεμος θα κρινόταν στο Θεσσαλικό μέτωπο και δικαίως η προσοχή της ελληνικής διοίκησης είχε στραφεί προς αυτό το μέτωπο. Η περιοχή των βορείων συνόρων της Θεσσαλίας καλυπτόταν από ορεινούς όγκους. Υπήρχαν τρεις κύριες διαβάσεις από την Μακεδονία στη Θεσσαλία: η διάβαση του Νεζερού α-νατολικότερα, η διάβαση της Μελούνας και η διάβαση Ρεβενιού.
Θεσσαλικό μέτωπο
Η θεσσαλική στρατιά διαιρέθηκε σε δυο μεραρχίες, που αποτελούνταν από δυο ταξιαρχίες η καθεμιά, χωρίς όμως να καθορισθούν από το βασιλικό διάταγμα της 9ης Μαρτίου και τα σώματα που θα συγκροτούσαν αυτές τις μονάδες. Η συνολική δύναμη του στρατού Θεσσαλίας υπολογιζόταν στα τέλη Μαρτίου σε 42.000 άνδρες με 96 πυροβόλα και 600 ιππείς. Την αρχηγία των δυνάμεων του θεσσαλικού μετώπου ανέλαβε ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος ανεχώρησε από την Αθήνα στις 15 Μαρτίου. Αρχηγός του επιτελείου ήταν ο συνταγματάρχης του πυροβολικού Κ. Σαπουτζάκης, ο οποίος θεωρούνταν από τους περισσότερο μορφωμένους ανώτερους αξιωματικούς. Στο στρατηγείο υπηρετούσαν ο λοχαγός του μηχανικού Β. Δούσμανης και οι υπολοχαγοί Ιωαν. Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός. Μετά την ανάληψη της αρχιστρατηγίας από το διάδοχο, οι μεραρχίες είχαν τεθεί η πρώτη υπό τον υποστράτηγο Ν. Μακρή και η δεύτερη υπό τον συνταγματάρχη πεζικού Γ. Μαυρομιχάλη. Επικεφαλής στις 4 ταξιαρχίες βρίσκονταν ο συνταγματάρχης πεζικού I. Δημόπουλος, ο συνταγματάρχης του πυροβολικού X. Μαστραπάς, ο συνταγματάρχης του πυροβολικού Κ. Σμολένσκης και συνταγματάρχης γενικών επιτελών Μάρκος Αντωνιάδης. Λίγο πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών συστήθηκε και 5η ειδική ταξιαρχία υπό τον συνταγματάρχη πεζικού Γ. Κακλαμάνο.
Το σχέδιο του Ν. Μακρή για την άμυνα του στρατηγού στηριζόταν στη γραμμική παράταξη. Η παράταξη αυτή δεν κρίθηκε από τον Κωνσταντίνο ότι ανταποκρινόταν προς τις δυνάμεις του στρατεύματος ή προς την διάταξη των συνόρων. Έτσι στις 19 Μαρτίου διέταξε την αναπροσαρμογή της διατάξεως του στρατού σε βάθος, ώστε να γίνει η συγκέντρωσή του σε ισχυρότερες μονάδες στα πιθανά σημεία εισβολής των Τούρκων. Η μεταβολή αυτή λίγες ημέρες πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών προσέκρουσε σε μεγάλες δυσκολίες και οι μετακινήσεις δεν είχαν συμπληρωθεί τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Στο μέτωπο της Ηπείρου που εθεωρείτο δευτερεύον είχαν διατεθεί 2 ταξιαρχίες με 12.000 άνδρες. Η παράταξη του στρατού είχε γίνει κατά μήκος των συνόρων από το Άκτιο μέχρι τους Καλαρρύτες. Ο αγώνας όμως δεν επρόκειτο να κριθεί ούτε στο ηπειρωτικό μέτωπο ούτε στη θάλασσα όπου ο ελληνικός στόλος υπερείχε, αλλά στη Θεσσαλία. Ακόμα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κατάσταση του στρατού ήταν πάρα πολύ κακή και ότι εκτός από τους πολιτικούς ευθύνονταν και οι στρατιωτικοί. Επικεφαλής του τουρκικού στρατού ήταν ο αρχιστράτηγος Ετέμ πασάς με επιτελάρχη τον Σεφκέτ πασά. Το γενικό στρατηγείο των Τούρκων ήταν στην Ελασσόνα. Η συνολική δύναμη του τουρκικού στρατού υπολογιζόταν σε 62.000 πεζούς, 1.300 ιππείς και 204 πυροβόλα. Οι δυνάμεις είχαν χωρισθεί σε 7 μεραρχίες από τις οποίες η 1η βρισκόταν στο Δομένικο, η 2η στη Σκόμπα Γρεβενά, η 3η και η 4η στην Ελασσόνα, η 5η στην περιοχή Δεσκάτης, η 6η στην περιοχή Λεπτοκαριάς και η 7η (ιππικού) στην περιοχή Ορμανλή. Εφεδρίες ακόμα υπήρχαν στην Ελασσόνα.
Λάθη
Μετά τις πρώτες αψιμαχίες, την 6η Απριλίου, άρχισαν οι εχθροπραξίες στο δυτικό τμήμα της ελληνοτουρκικής μεθορίου, στον κεντρικό τομέα της Μελούνας. Μέσα σε πέντε μέρες ο τουρκικός στρατός είχε καταλάβει όλες τις διαβάσεις που οδηγούσαν στη θεσσαλική πεδιάδα. Τους λόγους θα πρέπει να αναζητήσουμε και στις οργανωτικές ατέλειες της Ανώτατης Ελληνικής Διοίκησης, τη στρατηγική των υποχωρήσεων, του συνταγματάρχη Μαστραπά -με τον οποίο συμφωνούσε και ο Μακρής και τ’ ανάπαλιν-, την αδικαιολόγητη σύγχυση στις επικοινωνίες μεταξύ του Κωνσταντίνου, του Μαστραπά και του Μακρή (όλοι μεταξύ τους βρίσκονταν σε απόσταση 15 χιλ.), την υπερβολική απαισιοδοξία των μεράρχων Μαυρομιχάλη, Μακρή και του συνταγματάρχη Μαστραπά για την ανάληψη οποιοσδήποτε επιθετικής ενέργειας και την πεισματική επιχειρηματολογία του Μακρή για υποχώρηση του στρατού στη Λάρισα. Η υποχώρηση μετά τη μάχη στα Δελέρια του ελληνικού στρατού τη νύχτα της 11ης προς τη 12η Απριλίου πραγματοποιήθηκε με αταξία και σε αρκετές περιπτώσεις πήρε τη μορφή φυγής, ενώ εγκαταλείφθηκαν σημαντικές ποσότητες πολεμικού υλικού.
Οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της θεσσαλικής πεδιάδας. Αυτό προκάλεσε και την υποχώρηση των μικρών τμημάτων προκαλύψεως που βρίσκονταν στην περιοχή Βελεμίστη. Στις 12 Απριλίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Τύρναβο και στις 13 τη Λάρισα που είχε εγκαταλειφθεί από τον ελληνικό στρατό. Στις 14 Απριλίου ο Κωνσταντίνος καθυστερημένα διέταξε τον Σμολένσκη να μετακινηθεί από τα Φάρσαλα στο Βελεστίνο, για να προστατέψει τον Βόλο και τη σιδηροδρομική γραμμή προς τα Φάρσαλα.
Έλλειψη πραγματικής διοικήσεως
Στις 15 οι Τούρκοι κινήθηκαν για να καταλάβουν τον Βόλο, αλλά στο Βελεστίνο ο Σμολένσκη τους κράτησε μέχρι τις 24 Απριλίου. Στις 23 Απριλίου μια τουρκική φάλαγγα προσέβαλε τις ελληνικές προφυλακές στα βόρεια των Φαρσάλων. Οι διαταγές του διαδόχου προς τις προφυλακές της 14ης και 16ης αποδεικνύουν αναποφασιστικότητα και ταλάντευση αν έπρεπε να δεχθεί ή να αποφύγει τη μάχη και ότι από την αρχή δεν σκόπευε να αμυνθεί σοβαρά. Έτσι δεν είναι παράξενο ότι το αρχηγείο τη νύχτα της 24ης Απριλίου διέταξε γενική σύμπτυξη στο Δομοκό. Η μάχη των Φαρσάλων χαρακτηρίζεται από έλλειψη πραγματικής διοικήσεως.
Ο πόλεμος του 1897 θα κρινόταν στο Θεσσαλικό μέτωπο, όπου δικαίως στράφηκε η προσοχή της ελληνικής διοίκησης. Οι αψιμαχίες στο δυτικό τμήμα της ελληνοτουρκικής μεθορίου άρχισαν την 4η και 5η Απριλίου. Την επόμενη άρχισαν οι εχθροπραξίες. Στις 12 Απριλίου οι Ελληνες υποχώρησαν έως τα Φάρσαλα και το Βόλο, αφήνοντας τον τουρκικό στρατό κύριο της θεσσαλικής πεδιάδας. Τρεις μέρες μετά οι Τούρκοι επιχείρησαν να καταλάβουν το Βόλο, αλλά η ταξιαρχία Σμολένσκη τους κράτησε μέχρι τις 24 Απριλίου. Ο Βόλος καταλήφθηκε τελικά στις 26 Απριλίου και στις 5 Μαΐου δόθηκε η τελευταία μεγάλη μάχη του πολέμου στο Δομοκό. Οι Ελληνες υποχώρησαν μέσα από τα περάσματα της Οθρυος, δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής. Η ανακωχή υπο-γράφηκε στις 7 Μαΐου πάνω στη γέφυρα του Αραχθου. Στο Ηπειρωτικό μέτωπο οι Ελληνες ανέπτυξαν επιθετική πρωτοβουλία, αλλά με πολύ περιορισμένες δυνάμεις για να έχουν σημαντικά αποτελέσματα. Οι Τούρκοι κράτησαν τα ελληνικά εδάφη στα βόρεια και ανατολικά της γραμμής ανακωχής μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1897. Τότε υ-πεγράφη στην Κωνσταντινούπολη η συνθήκη ειρήνης με όρους που εξασφάλιζαν στην Τουρκία συνοριακές βελτιώσεις στη θεσσαλική μεθόριο, συνολικής εκτάσεως 395 τ.χ. Στα εδάφη αυτά βρισκόταν και το χωριό Κουτσούφλιανη, που οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν πιο νότια μέσα στο ελληνικό έδαφος. Παρόλα αυτά ο νέος πρωθυπουργός Δ. Ράλλης, που πριν από λίγες ημέρες κατήγγειλε στο λαό ότι οι πρίγκιπες προδίδουν, συνεχάρη εκ μέρους του υπουργικού συμβουλίου τον διάδοχον, τον στρατόν και τον πρίγκιπα Νικόλαον. Οπως γράφει ο Πάγκαλος, αξιωματικοί και στρατιώτες άκουσαν έκπληκτοι την ημερησία διαταγή των κυβερνώντων. «Η διαταγή αυτή και ο πόνος που αισθάνθηκε κάθε τίμια ελληνική ψυχή που την άκονσε ήταν ο σπόρος, από τον οποίο εφύτρωσε μετά δέκα έτη η εθνοσωτήριος επανάστασις στο Γουδί».
Η μάχη του Δομοκού
Στις 26 Απριλίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Βόλο. Ο Δομοκός είναι άριστη αμυντική τοποθεσία, όπου ο ελληνικός στρατός θα μπορούσε να αντιταχθεί αποτελεσματικά στην εχθρική επίθεση, εφόσον μάλιστα από την τελευταία υποχώρηση έως τη μάχη της 5ης Μαΐου, μεσολάβησαν 10 μέρες. Η μάχη του Δομοκού κρίθηκε από τη δεξιά πτέρυγα. Εφόσον ο Κωνσταντίνος περίμενε επίθεση από τα δεξιά έπρεπε να αναθέσει την άμυνα των διαβάσεων του Κασιδιάρη στην ταξιαρχία του Δημόπουλου κι όχι στην ταξιαρχία του Μαστραπά ή τουλάχιστον να τον αντικαταστήσει. Για την ανικανότητα του τελευταίου είχε αρκετά δείγματα η Ανώτατη Διοίκηση. Παρόλα αυτά τίποτα δεν έγινε κι οι Έλληνες υποχώρησαν και πάλι μέσα από τα περάσματα της Όθρυος καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην αριστερή πτέρυγα αγωνιζόταν το ανεξάρτητο σώμα του Τερτίπη με τους Γαριβαλδινούς και τη φάλαγγα των φιλελλήνων. Ο αγώνας στην αριστερή πτέρυγα έληξε όταν έπεσε το σκοτάδι και υπήρξε η μόνη φωτεινή εξαίρεση επιθέσεως από ελληνικές μονάδες στην οποία συμμετείχον και οι Γαριβαλδινοί. Στο Ηπειρωτικό μέτωπο οι Έλληνες ανέπτυξαν επιθετική πρωτοβουλία αλλά δεν είχαν επαρκείς δυνάμεις για να έχουν σημαντικά αποτελέσματα.
Πολεμικό ναυτικό
Το πολεμικό ναυτικό, παρόλο που το 1897 ήταν και ισχυρό και αξιόμαχο, εξαναγκάστηκε σε αδράνεια, λόγω ελλείψεως συντονισμού ενεργειών από την πλευρά της ηγεσίας. Ο υπουργός των Ναυτικών Ν. Λεβίδης στους λόγους παραιτήσεως που πρόβαλε στις 14 Απριλίου έγραφε: «Γνώμαι υπ’ εμού προταθείσαι, όεν εισακούσθησαν, δεν εισακούονται, ούτε εισακουσθήσονται. Διαταγαί μου δεν εκτελούνται υπό ενίων, αναμενόντων την άλλοθεν έγκρισιν».
Ο υπαινιγμός στρέφεται εμφανέστατα εναντίον των ανακτόρων. Η παρουσία, εξάλλου, του πρίγκιπα Γεωργίου ανάμεσα στα σκάφη της μοίρας αφήνει να εννοηθούν καλύτερα τα λόγια του Λεβίδη.
Διεθνής οικονομικός έλεγχος
Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν στις 5 Μαΐου και η ανακωχή υπεγράφη στις 7 Μαΐου πάνω στη γέφυρα του Αράχθου Οι Τούρκοι κράτησαν τα ελληνικά εδάφη στα βόρεια και στα ανατολικά της γραμμής ανακωχής μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1897. Αποτέλεσμα του πολέμου του 1897 υπήρξε και η υποβολή στην Ελλάδα Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997
ΑΘΗΝΑ 1997
from ανεμουριον https://ift.tt/3ckUfas
via IFTTT