Η Κατερίνα Αγγελάκη γεννήθηκε στην Αθήνα στα 1939. Μετά το Γυμνάσιο σπούδασε ξένες γλώσσες και φιλολογία στη Γαλλία και την Ελβετία. Αποφοιτώντας από τη Γενεύη, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποιήσεως της πόλης της Γενεύης. Την έχει βαφτίσει ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος και μεταγενέστερα, λίγο πριν πεθάνει, της είχε στείλει ενθουσιώδες γράμμα για ποιήματα της δημοσιευμένα στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή». Με τα ποιήματα αυτά έκανε την εμφάνιση της στο χώρο των Γραμμάτων η Κατερίνα Αγγελάκη, και προκάλεσε ευμενή σχόλια στους φιλολογικούς κύκλους.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Η ανορεξία της ύπαρξης. Αθήνα, Καστανιώτης, 2011. Σελ.: 52. - Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2005. Σελ.: 37. - Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος. Αθήνα, Καστανιώτης, 2003. Σελ.: 51. - Η ύλη μόνη. Αθήνα, Καστανιώτης, 2001. Σελ.: 45. - Φωτοζωή. Αθήνα, Ολκός, 2000. Σελ.: 81. - Ποιήματα 1986-1996. Αθήνα, Καστανιώτης, 1999. Σελ.: 184. - Ποιήματα 1978-1985. Αθήνα, Καστανιώτης, 1998. Σελ.: 168. - Ποιήματα 1963-1977. Αθήνα, Καστανιώτης, 1997. Σελ.: 224. - Ωραία έρημος η σάρκα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1995. Σελ.: 52. - Λυπιού. Αθήνα, Νέο Επίπεδο & Χειροκίνητο, 1995. Σελ.: 27. - Άδεια φύση. Αθήνα, Κέδρος, 1993. Σελ.: 62. - Επίλογος αέρας. Αθήνα, Κέδρος, 1990. Σελ.: 76. - Οι μνηστήρες. Αθήνα, Κέδρος, 1988. Σελ.: 69. (1η έκδοση: 1984) - Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας. Αθήνα, Κέδρος, 1987. Σελ.: 82. (1η έκδοση: 1978) - Ενάντιος έρωτας. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ.: 56. (1η έκδοση: 1982) - Όταν το σώμα. Αθήνα, Ύψιλον, 1988. Σελ. 170. - Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης. Θεσσαλονίκη, Εγνατία / Τραμ, 1977. Σελ.: 24. - Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό. Αθήνα, Ερμής, 1974. Σελ.: 55. - Ποιήματα '63 - '69. Αθήνα, Ερμείας, 1971. Σελ.: 80. - Λύκοι και σύννεφα. Αθήνα, Ζάρβανος, 1963. Σελ.: 87.
ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ
Η ποίηση της, έκφραση της εποχής του ταραγμένου μεταπολεμικού κόσμου. Το σήμερα ταλαντεύεται εναγώνια ανάμεσα στο αύριο και στο χθες κι ακροβατεί στ’ ακρόχειλα της αβύσσου. Η υπόσχεση της ελπίδας σχηματοποιείται πάνω από ενδεχόμενους αιμάτων ωκεανούς. Ο φόβος του χθες καταπιέζει με βαρύγδουπες ερπύστριες, απαλών τεθωρακισμένων, και απροσμέτρητος θάνατος καλπάζει σε πολυκέφαλους πυρηνικούς πυραύλους. Και ο ευαίσθητος άνθρωπος, αισθάνεται την απόγνωση ως το μεδούλι της ψυχής και του κοκκάλου του. Και καθώς το άτομο αισθάνεται ξεμοναχιασμένο και αδύναμο μπροστά στις τρομερές δυνάμεις της κοινωνικής και παγκόσμιας πολιτικής πραγματικότητας συνειδητοποιεί περισσότερο τη βιολογική του ειμαρμένη τού προσωπικού αφανισμού. Και ίσως μ’ έναν υποσυνείδητο δόλο τού «εγώ» εξαίροντας και υπογραμμίζοντας το μηδέν και τη ματαιότητα των πάντων και ευτελίζοντας τα πάντα και μηδενίζοντας τα πασκίζει να παρηγορηθεί για την αδυναμία του, και για τον ανελέητα τρομαχτικό χαρακτήρα της εποχής του (εξόν από τους μυημένους στη μεγάλη μέθη της εποχής, πού οραματίζονταν την έλευση ενός άλλου ήλιου. Και η αμφιβολία γίνεται αγωνία και κατασταλάζει σε ποίηση αντίστοιχη. Τέτοια κι η ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρούκ μέσα σε όλη την πολυχρωμία της και τον πλούτο των εικόνων και των μεταφορών της:
«Έρωτας και θάνατος
τρέφουν τον ίδιο Μανδραγόρα»
και αλλού:
«Για τα ερωτήματα
είπαμε κάτι το κοινό,
πώς δε νικούν το θάνατο
για τις εκστρατείες
κάτι παλιό πως δεν νικούν το χώμα…»
και άλλου:
«Τινάζεσαι
η πλάτη μόνο θυμίζει την περιπέτεια
ζαρώνεις
σου φιλώ ένα-ένα
τα μέλη που μαραίνονται
κατεβαίνεις
όπως τίμια εξαφανίζονται τα σκουλήκια
όπως βρωμάει σάπιος ο καρπός.
Ακολουθώ τους ήρωες
ως τον τάφο, είπα
μα ο τάφος δεν τελειώνει.
Κάθε μέρα ανοίγει
με νέα τεχνάσματα
πλαταίνει
τα μικρά αγόρια βοηθούν
έχουν τα μαλλιά σου
όταν κατέβαινες
τη δημοσιά της Πέλλας,
έχουν τα χέρια μου που
μάθαιναν μαζί σου
τους στρατιώτες και τα ζώα
κι ο τάφος δεν τελειώνει»
και
«Κυκλοφορώ στους δρόμους τους εξοχικούς
εκεί που θάμαι πάντα σαν σκόνη...
Τί σιωπή στα ολάνθιστα λουλούδια!
Με τον πόθο
μεγαλώνει ο φόβος για το σώμα.»
Μα ή ποιήτρια δε μένει μέσα στην εφιαλτική μηδενιστική θεώρηση του κόσμου. Η ορμή της ζωής, αόμματη ιερή φωτιά, σπάζει τους μαύρους τοίχους του μηδενισμού και με όραση παρθένα, κι ανύποπτη θαρρείς αντικρύζει τη ζωή και τη φύση:
«Αχ! η λιτότητα των αγρών.
Ακράτητο το κατσίκι
πηδάει φως
πηδάει θάνατο
κι ορμούν τα πρώτα φύλλα της συκιάς
για ν’ απαντήσουν Πάσχα»
και
«Ολόκληρο το φεγγάρι
σε σπρώχνει στα ξημερώματα
Ελλάδα
κορφές δέντρων προχωρούν στη σκιά
μαλακιά η παλάμη τού άνεμου
κράτα τη θάλασσα σ’ ευδαιμονία.
Ελλάδα ώρα μετά το λύχνο
μετριέσαι με τα δειλινά άνθη
μετριέσαι με τις πέτρες
κι ας λένε πως ακίνητες
συμβολίζουν το θάνατο.»
Τέλος φτάνει ως το βάθος να κατανοεί την καταξίωση της χαράς και της ομορφιάς από το θάνατο, με την ποιητική της ενόραση και τις ψυχικές της συγκλονισμένες εμπειρίες:
«Ηλικίες!
Είναι όλες φτωχές οι ηλικίες
κι αυτά τα δεκαοχτώ
τόσο λίγο φωτίζονται από το άλλο θαύμα
τόσο λίγο γεύονται το σκοτάδι
κι ούτε πού ζυγίζουν τού ζώου την αξία
τού ζώου τη φύση την αιώνια...
Κάτι σαν τύφλωση ή αθωότητα».
Αντιφατική η θεώρηση τής ζωής; Ισως. Και γι’ αυτό πιο αληθινή. Αντιφατική κι η ζωή και δισυπόστατη. Μα η Αγγελάκη φαινομενικά αντιφατική. Είναι η φωτιά η ζώσα, το «λάλο πυρ» της ζωής, που κατακαίει την απόγνωση και ορμάει ν’ αγκαλιάση τη ζωή. Κι είναι η ζώσα φωτιά της ζωής ορμητικώτερη, όσο ο νους διαπιστώνει το φευγαλέο και πρόσκαιρο των πραγμάτων. Και τα πράγματα μέσα στην προσωρινότητα και τη θανάσιμη μοίρα τους προβάλλουν ντυμένα την αίγλη τού τραγικού.
Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
Η ΑΛΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.
Εκεί στο παλάτι του νησιού
με τους φτιαχτούς ορίζοντες
μιας γλυκερής αγάπης
και το πουλί απ’ το παράθυρο
να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο
είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης
την προσωπογραφία του έρωτα.
Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο
βαστώντας μια κούπα καφέ
πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός
να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.
Η σκιά του στον τοίχο
σημάδι από έπιπλο που μόλις το σήκωσαν
αίμα από αρχαίο φόνο
μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη
στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.
Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος
όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά
το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ' τα χέρια
η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο
το χώμα και το φτυάρι
το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.
Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα
την υποβλητική μουσική του φόβου
τα κρουστά της παραίτησης
το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας
χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου
τις περίπλοκες συγχορδίες
μιας άπειρης ευγνωμοσύνης
για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται
νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα
όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα
αγγίγματα και δαγκώματα
φωνούλες στα σκοτάδια
μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.
Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός
και του ’κλείσε την πόρτα.
«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το ποίημα»
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το ποίημα»
κι' η γραμμή της ζωής μου αυτοδιαγράφεται.
Ρωτάω ανθρώπους καθαρούς σαν το νερό
για την ησυχία των προβάτων
στα παιδικά τοπεία,
τον θόρυβο που κάνει η νύχτα
όταν μπαίνει...
Πλατάνια μεσ' το σύννεφο χαμένα
κι' ο φοβισμένος βοσκός
να λικνίζεται στον αέρα
θαρρώντας ότι τραγουδάει.
Θεέ μου, μικρά,
εσύ που αγαπούσες τους μεγάλους πιο πολύ
κύττα για πόσο λίγα ενθουσιαζόμαστε,
πόσο λίγα μας αφήνουν
τα κάρβουνα μάτια του χρόνου.
Θεέ μου, μικρέ,
ας ήταν το πάθος στα μέτρα μου
να μην ποθώ ξαφνικά
ολόκληρη την ημέρα
σε ύψωμα με φλογέρα
κι ανασηκωμένα τα φουστάνια στο πράσινο.
«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το ποίημα»,
η ζωή μου αυτή την τελεία.
Κι έπειτα μια παύλα -
στο άσπρο στήθος
κείνου του πουλιού,
του πολύ παλιού αγαπημένου
που τρίφτηκε και κιτρίνισε
μέσα μου σα χώμα.
Πάντα μια άλλη ζωή φαίνεται
πιο ελεύθερη, πιο ζωή απ' τη δική μου:
ο βοσκός στην απόλυτη ερημιά του γάλακτος
όταν η μάνα υπάρχει μόνο κοπαδιαστά
όπως η αγάπη στις βαθειές καρδιές
αυτών που ξέρουν.
(Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό)
from ανεμουριον https://ift.tt/2QlBw5E
via IFTTT