Το τραγούδι των Φώτων
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλ
Πηγή φωτο: https://volosmagnisia.files.wordpress.com/
Οι παρέες των αγοριών που θα τραγουδούσαν μαζί τα Φώτα είχαν κανονιστεί από μέρες. Είχαν συμφωνήσει ποιος θα μεταμφιεστεί αρκουδιάρης, μαϊμούλι, νύφη, γαμπρός, παπάς. Έπρεπε να γίνουν και οι αυτοσχέδιες προσωπίδες, τα καπέλα και να βρεθούν μεγάλα κυπριά και κουδούνια.
Ξημερώνοντας του Σταυρού, παραμονή των Φώτων, περνούσε πρώτα ο παπάς με το Σταυρό, τον αγιασμό και το βασιλικό, να αγιάσει τα σπίτια και τους ανθρώπους. Ύστερα το χωριό γέμιζε απ’ τις φωνές των παιδιών που τραγούδαγαν τα κάλαντα των Φώτων.
Το βράδυ μόλις τέλειωναν τις δουλειές με τα ζωντανά, έπαιρναν τη σκυτάλη οι άντρες. Οι άντρες, που γίνονταν για λίγο παιδιά, έβγαιναν στα σοκάκια του χωριού κρατώντας αυτό το σπάνιο έθιμο. Δυο-τρεις μεγάλες παρέες αναστάτωναν το χωριό, απ’ τις φωνές, το τραγούδι και τα κουδούνια. Ακόμα και τα σκυλιά λούφαζαν μπροστά σ’ αυτόν τον χαμό! Μπάσες φωνές ακούγονταν απ’ τον πέρα μαχαλά, έτσι όπως τις έφερνε ο αέρας.
Μόλις κοντοζύγωναν στο σπίτι, οι πρώτοι της παρέας, άρχιζαν το τραγούδι.
«Αύριο είν’ τα Φώτα κι ο φωτισμός και οι χαρές μεγάλες το Κύριο μας…»
Οι άλλοι έρχονταν παραπίσω απ’ αγάλια-αγάλια κι έπιαναν θέση δεξιά-ζερβά στη ξώπορτα. Κάποιοι απ’ αυτούς κράταγαν κουδούνια και κυπριά κι άλλοι είχαν στον ώμο τα τροβάδια για το σιτάρι και τις κλούρες που τους έδιναν. Ακουμπισμένοι στις γκλίτσες τους τραγουδούσαν τα Φώτα κι ανάμεσά τους έμπαιναν οι μασκαρεμένοι. Ο αρκουδιάρης με τις προβιές, την προσωπίδα και το ψηλό καπέλο, να κρατάει το σκοινί με το οποίο είχε δεμένο απ’ τη μέση το μαϊμούλι. Το μικρόσωμο μαϊμούλι ήταν όλο σκανταλιές. Πείραζε τα παιδιά, χόρευε, έκανε τούμπες και άλλα καμώματα. «Αγκαζέ» η νύφη και ο γαμπρός ήταν πιο σοβαροί και συνοδεύονταν από φουστανελοφόρους. Ένας ντύνονταν παπάς. Κράταγε ένα μπακράτσι με νερό κι ένα κλωνί βασιλικό κι έδιωχνε τάχα τα παγανά, που μαγάριζαν το χοιρινό και τα λουκάνικα.
Η πόρτα άνοιγε κι έβγαινε πρώτος ο αφέντης, πίσω η κυρά και παραπίσω τα παιδιά λίγο φοβισμένα και πολύ περίεργα να δουν τους μασκαράδες. Κι άρχιζαν τα παινέματα για το νοικοκύρη και οι παροτρύνσεις για κεράσματα.
«Καλά είπαμε τα φώτα μας, να πούμε του αφέντη
Αφέντη μ’ κι αφεντίτσε μου, πέντε βολές αφέντης
πέντε βολές αφέντεψες και πάλι αφέντης είσαι.
Δε σου πρεπε, δε σου μοιαζε, να είσαι απάν’ στην Πόλη
να κοσκινίζεις τα φλουριά, να δερμονάς τα γρόσια
Κέρνα τα αφέντη μ’ κέρνα τα, τα λασποκοπιασμένα».
Καμάρωνε ο αφέντηςκι άνοιγε το πουγκί του δίνοντας χρήματα στην παρέα.
Ακολουθούσαν τα παινέματα για την κυρά.
«Καλά είπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε της κυράς μας
Κυρά μ’ όντας στολίζεσαι να πας ταχιά στα Φώτα
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη
και την οχιά την παρδαλή, γιορτάνι στο λαιμό σου…»
Οι παρέες γνώριζαν αν υπήρχαν αγόρια ή κορίτσια σε κάθε σπίτι και προσάρμοζαν ανάλογα το τραγούδι τους. Για τα κορίτσια έλεγαν:
«Χαμομηλιές, χαμοροδιές, χαμοπεριστερούλες,
αυτού πατάς και στέκεσαι, τη γειτονιά μαραίνεις,
μαραίνεις και τον άγορα, που θέλει να σε πάρει».
Για τα αγόρια έλεγαν:
«Εδώ είναι δυο καλά παιδιά και δυο καλά ξεφτέρια.
Το ‘να χαλεύει να παντρευτεί, τ’ άλλο ν’ αρραβωνιάσει.
Παίρνει την αρριβώνα του και πάει ν’ αρραβωνιάσει.
Στο δρόμο που επήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει
βρίσκει παιδιά που παίζανε, που ρίχναν το λιθάρι.
Ποιος είναι αξιός κι αγλήγορος να ρίξει το λιθάρι
εγώ ειμ’ αξιός κι αγλήγορος να ρίξω το λιθάρι».
Και το τραγούδι των Φώτων έκλεινε με τα παινέματα για το σπίτι.
«Καράβι είναι το σπίτι σου και πέλαγο η αυλή σου
Όσα κουπιά ‘χει η θάλασσα κι η πόλη παραθύρια,
τόσες υγειές, τόσες χαρές του φέτου και του χρόνου».
Η νοικοκυρά που είχε φτιάξει απ’ την προηγούμενη μέρα κλούρες, έδινε στην παρέα μια κλούρα και μια γαβάθα στάρι. Κάποιοι νοικοκύρηδες τους έδιναν και καμιά θηλιά λουκάνικο για το γλέντι που θ’ ακολουθούσε στο μαγαζί τ’ Καραμπούλα. Ακόμη κι όταν είχε τελειώσει το τραγούδι, ο αρκουδιάρης επέμενε να χαλεύει ένα λουκουμάκι τάχα για το μάιμο! Έπαιρνε τότε η νοικοκυρά τα λουκουμάκια και τους κέρναγε. Κι αφού φτάναμε ως εκεί, έβγαινε και το τσίπουρο να ζεστάνει τις ψυχές μέσα στο καταχείμωνο. Ύστερα κούναγαν τα κυπριά και τα κουδούνια κάνοντας θόρυβο τρανό να φύγουν τα καρκατζούλια και τράβαγαν γι’ άλλη πόρτα.
Μετά τον πρωταγιασμό, που είχε γίνει την ημέρα του Σταυρού, ξημέρωναν τα Φώτα κι ο μεγάλος αγιασμός των υδάτων. Όταν είχε καλό καιρό, ο αγιασμός γινόταν έξω στην αυλή της εκκλησίας. Ο παπάς έβγαζε πρώτα τις εικόνες μια-μια απ’ το τέμπλο και τις έδινε να τις κρατήσουν οι χωριανοί που πρόσφεραν χρήματα στο βακούφι, επικαλούμενοι την προστασία και τη βοήθειά του. Οι επάργυρες αυτές εικόνες βρίσκονται απ’ την παλιά ακόμα εκκλησία και ήταν δωρεές των τσελιγκάδων του χωριού. Μπροστά στη μαρτυρία των αγίων γίνονταν ο μεγάλος αγιασμός των υδάτων. Κι ο παπάς μεγαλόφωνα έψελνε το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Οι χωριανοί έπαιρναν όλοι αγιασμό, ράντιζαν μ’ αυτόν το σπίτι, τα ζώα, τα χωράφια, τ’ αμπέλι και φύλαγαν και λίγο στο εικονοστάσι μέχρι την επόμενη χρονιά. Το άγιο Δωδεκαήμερο των γιορτών έκλεινε με τα Φώτα.
Έθιμα πανάρχαια που οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων και φτάνουν μέχρι τις Διονυσιακές γιορτές. Κάτω απ’ όλα αυτά κρύβονται συμβολισμοί. Τα κουδούνια με το θόρυβό τους να θέλουν να ξυπνήσουν τη φύση απ’ το λήθαργό της. Η νύφη και ο γαμπρός να συμβολίζουν την αναπαραγωγή και τη συνέχεια της ζωής. Γιορτές δεμένες με την πίστη μας και την παράδοση του λαού μας. Έτσι πορεύτηκε το χωριό μας με τα ήθη και τα έθιμά του και με παρηγοριά και καταφύγιο την Αγια-Παρασκευούλα και τον Αη-Γιωράκο, όπως τους έλεγαν χαϊδευτικά, σα να μιλούσαν για τα παιδιά τους.
Γιώργος Ζούγρος
Δάσκαλος-Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
from Φθιωτικός Τυμφρηστός https://ift.tt/2tx9DP0
via IFTTT