Γεννήθηκε στα 1916 στο Αρχασόν της Ρωσίας, στον Καύκασο, από γονείς Έλληνες. Στην Ελλάδα ήρθε με τη μητέρα του νεαρός και γκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για να σπουδάσει αναγκάστηκε να παίζει φλάουτο σε νυκτερινά κέντρα. Ήταν τύπος φιλέρημος και μοναχικός με πάσχουσα αισθαντικότητα, απροσάρμοστη στη ζούγκλα των ανθρώπων, παιδί της ρέμβης και των ποιητικών οραμάτων. Είχε την ευτυχία να συνδεθεί φιλικά με τον Τέλλο Άγρα. Η ποιητική του Άγρα έχει σφραγίσει, ως ένα βαθμό, την ποίηση του Γιάννη Αηδονόπουλου, προσδίδοντας της μια θελκτική θλίψη, με την ελεγειακή κάπως ατμόσφαιρα. Ο Γιάννης Αηδονόπουλος μετά από μια βασανισμένη και πικρή ζωή πέθανε το Νοέμβρη του 1944 στην Αθήνα, στην αρχή της απελευθέρωσης. Την εμφάνιση του στα Γράμματα την έκανε στα 1937 με την ποιητική συλλογή του «Ειδύλλια», αν και, δύο χρόνια πριν, το λογοτεχνικό περιοδικό «Αργώ» είχε δημοσιεύσει ποιήματα του. Στα 1939 κυκλοφορεί τη μελέτη του «Δύο Ρώσοι ρομαντικοί», αισθητική ανάλυση των μεγάλων Ρώσων ποιητών Πούσκιν και Λέρμοντωφ. Στη μελέτη αυτή παραθέτει και ποιήματα των δύο Ρώσων σε δική του μετάφραση, από τα ρωσικά. Το 1943 κυκλοφόρησε και τη συλλογή διηγημάτων: «Ο έβδομος ουρανός». Ό Αηδονόπουλος άφησε πεθαίνοντας και ανέκδοτη εργασία, πεζογραφική και ποιητική πού δεν ήρθε ακόμα στο φως της δημοσιότητας. Ο Γιάννης Αηδονόπουλος είναι ποιητής ταλαντούχος. Η ποίηση του είναι σφραγισμένη από τον τρόπο της ζωής του: τα βάσανα και τις έγνοιες, τη σκληρότητα μιας απάνθρωπα εγωκεντρικής κοινωνίας, την αδιαφορία των ανθρώπων. Άλλοι αιχμάλωτοι της προσωπικής τους οδύνης, άλλοι αιχμάλωτοι της ευημερίας τους, όλοι κλεισμένοι ερμητικά στον εγωισμό τους, προσπερνούν αδιάφοροι κι' ίσως ούτε πού βλέπουν την οδύνη του πλαϊνού τους. Κι' ό ποιητής μ΄ ένα εύθραυστο πουλί στο στήθος υποφέρει. Γίνεται μοναχικός και σύγχρονα οδυνάται και από τη μοναξιά του.
«Τίποτα δε μπορεί να με μαγέψη / κι η ανάμνηση σας, σαν την αντηλιά, / που φεύγει απ΄ τη γαλάζια ακρογιαλιά, / χωρίς το καλοκαίρι να επιστρέψη... / Χωρίς να ξαναφέρη την παλιά / θέρμη, στα χειμωνιάτικα τα κρύα, / τώρα που με κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά / η φτώχεια, η μοναξιά κι η αδιαφορία...»
Ο Γιάννης Αηδονόπουλος νέος 28 χρονώ, το 1944, μόλις, άφησε την απάνθρωπη αυτή πραγματικότητα, όπου οι γνήσιοι ποιητές σπάνια έχουν δυο πήχες ήλιο νά φυτέψουν ένα όνειρο. Και οι ατάλαντοι ή μικροτάλαντοι καταφερτζήδες με ξένες ανεμόσκαλες και άτυπες εταιρίες αλληλολιβανισμάτων σκαρφαλώνουν στη διασημότητα και στην ευημερία, γράφοντας μαζικής παραγωγής αχυροποίηση για ένα μέρος του κοινού πού έχει χάσει την αισθητική του γεύση. Στη βασανισμένη ζωή και στον πρόωρο θάνατο, θα μπορούσαμε νά βρούμε αντιστοιχία με τον Κώστα Κρυστάλλη, πού πέθανε στα πρώτα κι΄ ωραία ποιητικά του βήματα. Κι΄ ό Αηδονόπουλος με τη λεπταίσθητη εικονοπλασία του, με την πηγαία και βιωματική ποίηση του, με το λαγαρό λυρικό του πηγάδι, όπου ό λόγος ανάβρυζε βαθύς και καίριος πολλές φορές, με τους τολμηρούς στιγμές-στιγμές συνειρμούς του, χάθηκε στην αρχή τής ακμής του και στέρησε την Νεοελληνική Γραμματεία από μια ολοκληρωμένη -σε μέγεθος- προσφορά που θα ήταν από τις πιο αξιόλογες.
Η ΦΩΝΗ
Δεν είναι εδώ η φωνή που περιμένει / να τραγουδήσει, μόλις θα φανώ. / Τα κύματα σ’ ένα θαλασσινό / Κογχύλι την κρατούν φυλακισμένη. / Στο μικρό χάος του μέσα στον παλμό της / δόνησε η τρικυμία με στεναγμούς, / κι η θάλασσα της έμαθε ρυθμούς, / που άκουσεν η καρδιά μου στ’ όνειρο της. / Τ’ όραμα των κυμάτων και των κρίνων / στη δέσμια ηχώ της έδωσε φτερά / και μου φυλάει, καθώς με καρτερά, / τη μελωδία της άρπας των Σειρήνων. / Και μου φυλάει τραγούδια που αντήχησαν, / για να τ’ ακούσει μόνο ο βυθός, / από ναυτίλους, που έθαψε ο καιρός, / κι έχουν ξενητευθεί, μα δεν γυρίσαν… / Μια τραγική αρμονία της έχει μάθει / το ερωτικό τραγούδι της σιωπής / στη ξαφνική χορδή μιας αστραπής, / που εχάθηκε στων ουρανών τα βάθη, / κι ήρθε μέσα στην κόγχη της αγέρας / μελωδικός, για να της πει δειλά, / πως η ψυχή της γης χαμογελά / στους μοιρομένους τόπους της χίμαιρας. / Πλανιέμαι!… Όσο θα ζω, το πεπρωμένο / σε ίχνη, χαμένα πάντα, μ’ οδηγεί. / Μα όταν το βήμα μου άθελα θα βγει / στη μεθυσμένη ακτή που περιμένω, / κι όταν το καλωσόρισμα απ’ το γλάρο / γίνει πάνω στους ώμους μου φτερό, / θα γονατίσω μέσα στον αφρό, / το Κογχύλι στα χέρια μου να πάρω, / κι η μοναξιά μου, που είναι θάνατος μου / κ’ έχει ίσκιος μου για πάντα οριστεί, / σαν έκθαμβο παιδί θ’ αφουγκραστεί, / μεσ’ από αυτό, τη συμφωνία του κόσμου!
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ
from ανεμουριον https://ift.tt/2QlKxf3
via IFTTT