Ο Γιάννης Αγγέλου γεννήθηκε στην Αθήνα στα 1915. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Αγγέλου επιδόθηκε στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία. Υπήρξε διευθυντής του γνωστού περιοδικού ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, και επίσης διευθυντής τη καθημερινής αθηναϊκής εφημερίδας ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. Ακόμη χρημάτισε πολλά χρόνια μέλος του διοικητικού συμβουλίου και ταμίας τη ιστορικής ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ. Ο Γιάννης Αγγέλου είναι διηγηματογράφος. Στα Γράμματα παρουσιάστηκε με τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες των γαλάζιων ωρών», στα 1943. Στα 1948 εξέδωσε το μυθιστόρημα «Φαντασία» με ήρωες παιδιά. Στα 1952 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων «Το μεσημέρι». Επίσης εξέδωσε τη συλλογή παιδικών διηγημάτων και παραμυθιών: «Τα παραμύθια της Αγνής». Στα 1974 εξέδωσε μία ακόμη συλλογή παιδικών διηγημάτων από τις εκδόσεις ΕΡΜΗΣ. Ο Γιάννης Αγγέλου είναι ταλαντούχος πεζογράφος. Το διήγημα του «Το παλιό ρολόι» και μερικά άλλα είναι από τα καλύτερα τη νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Αγγέλου συνθέτει, με επιτυχία τη θλίψη από τη χρονικότητα των πάντων με τους ρεαλιστικούς καθορισμούς της αντικειμενικής πραγματικότητας και την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου. Μια συμπλοκή δύσκολη. Και την πετυχαίνει και προσδίνει ιδιαίτερο αισθητικό βάρος στα διηγήματα του. Η έκφραση του έχει μια στέρεα λιτότητα. Η πρόταση ακολουθεί το νόημα ή τη συγκίνηση που εμπεριέχει. Και το μέγεθος τη ποικίλλει. Το μάκρος της πρότασης είναι αντιστρόφως ανάλογο προς το μέγεθος της εκφραζόμενης συγκίνησης από ψυχολογικούς καθορισμούς. Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε συγκινησιακή ένταση δε μπορεί να πλέξη μεγάλη πρόταση, με πολλά κόμμα και συνδέσμους και προθέσεις και αντωνυμίες. Η πρόταση βγαίνει κοφτή, κομματιασμένη και σε στιγμές που η συγκίνηση κορυφώνεται καταλήγει μονολεκτική. Και στιγμές-στιγμές ολιγοσύλλαβη. Η λαχανιασμένη ψυχή με τις οργανικές τη επιπτώσεις ούτε το νου αφήνει ήρεμο, ούτε το στόμα αφήνει ανεμπόδιστο να ανοιγοκλείνει για να προφέρει πολλές λέξεις δίχως σύντομα σταματήματα του λόγου, ανακουφιστικά, δίχως ανάσες (δηλαδή τελείες). Η περιγραφική του ικανότητα συχνά ανεβάζει την περιγραφή σ' ένα ύφος υψηλό και επιβλητικό, ταυτιζόμενο με το περιεχόμενο του λόγου:
«Άνοιξε το καπάκι για να κουρδίσει το παλιό ρολόι του τοίχου. Εκεί πίσω, έγραφε με γράμματα που είχαν ξεθωριάσει από το χρόνο, Biel 1862. Ωστόσο το ρολόι αυτό αποτελούσε μία θύμηση του περασμένου καιρού, όπως όλα τα παλιά και τα περασμένα. Έμοιαζε μ’ ένα καλόβολο ζωντανό, χωρίς στομάχι κι ανάγκες, καθώς έβλεπες να κουνιέται ρυθμικά το εκκρεμές και να μετατοπίζονται οι δείχτες. Χτυπούσε βαριά κι επιβλητικά, κι ο ήχος του γέμιζε με την επισημότητα των ωρών όλο το σπίτι. Φαινόταν σαν τη μοίρα, που παράστεκε από ψηλά στη γέννηση και στον αναπόφευκτο θάνατο όλων που έζησαν εκεί μέσα».
Το «υψηλό» της περιγραφής μας παρασταίνει: ολοσώματα μπροστά μας το υψηλό του χρόνου. Μας διεγείρει δηλαδή το συναίσθημα του υψηλού μπροστά στο χρόνο, τον αδάμαστο, καθώς μάλιστα τον συσχετίζει με τη μοίρα και με το θάνατο. Και μπροστά στο φοβερό μεγαλείο του χρόνου μένουμε με έμφοβο θαυμασμό, καθώς γνωρίζουμε τη δική μας αγιάτρευτη χρονική μικρότητα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:ΑΦΟΙ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΙ
from ανεμουριον https://ift.tt/2MWdhZH
via IFTTT