Ο Άλκης Αγγελόγλου γεννήθηκε στη Σάμο, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός. Μετά την αποφοίτησή του από το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο της Σάμου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1940. Εργάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών και στο Υπουργείο Προεδρίας. Από το 1953 ως το τέλος της ζωής του έζησε στο Λονδίνο, εργαζόμενος στο B.B.C. και στη συνέχεια στο Γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας, θέση από την οποία παραιτήθηκε αμέσως μετά την κήρυξη της Απριλιανής δικτατορίας του 1967. Στην Ελλάδα επέστρεψε για έξι μόνο χρόνια, από το 1975 ως το 1981, οπότε συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση του Μορφωτικού Συμβούλου που κατείχε. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1937 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στα περιοδικά Πνευματική Ζωή, Νεοελληνικά Γράμματα και Νέα Εστία αλλά και σε περιοδικά της Σάμου. Πέντε χρόνια αργότερα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Εαρινό. Συνεργάστηκε με τον Αστέρη Κοββατζή στην έκδοση και σύνταξη των περιοδικών Φιλολογικά Χρονικά (1946) και Ελληνική Δημιουργία (1948), όπου δημοσίευσε κριτικά άρθρα και δοκίμια για τη λογοτεχνία, καθώς επίσης με τις εφημερίδες Ελευθερία και Η Καθημερινή. Το λογοτεχνικό έργο του Άλκη Αγγελόγλου τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής πεζογραφία.
Πεζογραφία: Εαρινό. Αθήνα, Άλφα, 1943 / Αμαρτωλοί. Αθήνα, έκδοση του περ. Φιλολογικά Χρονικά, 1944 / Κυπαρισσόμηλα. Αθήνα, Ίκαρος, 1948 / Ρωμιοσύνη · Μέρος πρώτο · Ο Ταχυδρόμος. Αθήνα, Ίκαρος, 1952 (και β’ έκδοση συμπληρωμένη Αθήνα, Μαυρίδης, 1984).
Δοκίμια - Ταξιδιωτικά κείμενα: Ταξίδι χωρίς χάρτες. Αθήνα, Ίκαρος, 1961. / Σημειώσεις στα περιθώρια. Αθήνα, Μαυρίδης, 1978. / Επιλογή 1952-1982. Αθήνα, έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, 1982. / Αναπολήσεις και Ρεμβασμοί · Παπαδιαμάντης, Τέλλος Άγρας, Κλέων Παράσχος. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1987. / Επιστροφή. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1989. / Δέκα άγγλοι συγγραφείς. Αθήνα, Σοκόλης, 1990.
Συγκεντρωτικές εκδόσεις: Εγκόσμια · Εισαγωγή Μιχάλης Γ. Μερακλής. Αθήνα, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος και Σία, 1983.
✭ ✭ ✭
Παρ’ όλο που δεν υπήρχε βέβαια καμιά αμφιβολία ότι το λεωφορείο που επιβαίναμε κατευθυνόταν προς τη Σπάρτη, και από κει στο Μυστρά, που πήγαινα να ξαναϊδώ έπειτα από πολλά χρόνια - παρακινημένος και απ' το βιβλίο που έγραψε τελευταία για τη θρυλική βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου ο Ράνσιμαν - η μουσική και τα τραγούδια που μετέδιδε σ' όλη σχεδόν τη διάρκεια της διαδρομής το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, μου δημιούργησαν για μια στιγμή την εντύπωση και σιγά σιγά και την υποψία ότι από κάποιο ανεξήγητο ίσως λάθος, είχαμε ξεστρατίσει προς άλλη κατεύθυνση - πηγαίναμε προς τις Ινδίες και τη Μέση Ανατολή;
Αλλ' όταν περάσαμε τον Ισθμό της Κορίνθου και είδα ότι στην πραγματικότητα τραβούσαμε προς τον κάμπο του Άργους, οι ανησυχίες μου διαλύθηκαν. Κατάλαβα ότι είχα παραπλανηθεί απ' τη μουσική και ίσως και απ' τα κτίσματα και τη νέφωση του αττικού τοπίου, κι επείσθηκα τελικά ότι εξακολουθούσαμε να βρισκόμαστε επί ελληνικού εδάφους.
Οι αργείτικες σούστες που είχε τραγουδήσει παλαιότερα ο Αναπλιώτης, είχαν φυσικά εξαφανιστεί. Το κρασί της Νεμέας το είχαν αντικαταστήσει τα «Σέβεν απ» και οι «Κόκα κόλες», και τα άλογα και τα γαϊδουράκια οι γιαπωνέζικες μοτοσυκλέτες «Σουζούκι». Αλλά δεξιά μας και αριστερά μας υπήρχαν πάντα ξινόδεντρα, κατάφορτες πορτοκαλιές, δεντρόκηποι με οπωροφόρα, στις αυλές των σπιτιών υπήρχαν κατηφέδες, μαντζουράνες και γεράνια, και στα σκαλιά τους κάθονταν συλλογισμένες γριές, τυλιγμένες σε μαύρα και κανελιά τσεμπέρια και θα μπορούσε να στοιχηματίσει αλήθεια κανείς με βεβαιότητα ότι ψηλά στην Ακροκόρινθο εξακολουθούσε να βρίσκεται ο Λέων Σγουρός, και ότι πέρα στα Δερβενάκια τα σκοίνα και τα πουρνάρια και οι απαλές γραμμές των βουνών δεν είχαν αλλάξει και πάρα πολύ απ' την εποχή του Κολοκοτρώνη.
Κάποιος απ' τους επιβάτες είδε μέσα στο λεωφορείο ένα γνωστό του και του φώναξε από κει που καθόταν: «Τι στο διάολο γίνεται μωρέ Παναή, μ' εκείνα τα οικόπεδα του Συνεταιρισμού; Τα βάλανε στο Σχέδιο Πόλεως, είτε κατάλαβαν ότι έχουν να κάμουν με αχμάκηδες και με κορόιδα σαν και τα μας και μας το τραινάρουν από χρόνο σε χρόνο; Στην τελευταία γενική συνέλευση μας είπανε ότι το διάταγμα είχε υποβληθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για υπογραφή».
«Με τούτο το δαίμονα το καβουρντιστήρι», απάντησε ο Παναής απ' τη θέση του, «δεν ακούω για ποια λες. Λες γι' αυτά της Χαλκιδικής, είτε γι' αυτά που έχουν καταπατήσει στο Λαγονήσι;»
«Γι' αυτά που έχουν καταπατήσει στο Λαγονήσι», φώναξε λίγο πιο δυνατά ο άλλος.
Στους Μύλους, όπου σταθμεύσαμε για είκοσι περίπου λεπτά της ώρας και όπου οι επιβάτες επέπεσαν ακάθεκτοι στα σουβλάκια, σαν να ακούστηκαν φωνές απ' το μέρος της θάλασσας, κάποιος φώναζε ότι ο στόλος του Ιμπραήμ είχε φανεί στα ανοιχτά και ότι έπρεπε να παρατούσαμε τα σούρτα φέρτα, το φαγοπότι και τις παράτες και να τρέχαμε να ενισχύαμε την αδύνατη ντάπια του Μακρυγιάννη, αλλά δεν κουνήθηκε κανείς, και καθώς έριξα μια ματιά στα τραπέζια από περιέργεια, κανείς δεν είχε παραγγείλει κρασί Νεμέας - όλοι επέμεναν στην «Κόκα κόλα» και στο «Σέβεν απ».
Όταν κορνάρισε το αυτοκίνητο για να φύγουμε, ο μόνος επιβάτης που πήγε κι έριξε την χαρτοπετσέτα του στον ντενεκέ των σπουπιδιών ήταν ένας ξερακιανός ξένος, που άλλοι έλεγαν ότι ήταν Νορβηγός και άλλοι Σουηδός. «Για να κάνει τον πολιτισμένο και τον ευγενή», είπε στα πίσω καθίσματα ένας επιβάτης, «κόντεψε να χάσει ο χαζός το λεωφορείο».
Απ' τον Κηφισό που ξεκινήσαμε έως που φθάσαμε στον Ευρώτα, τα συνθήματα στους δρόμους, στους τοίχους και στα σπίτια, μας ακολουθούσαν με την ίδια ομοιομορφία και με την ίδια επιμονή: ΠΑΣΟΚ - Λαϊκή συμμετοχή - Έξω οι βάσεις του θανάτου - Κάτω οι ψεύτες - Με ΕΟΚ ΚΑΙ ΝΑΤΟ δε γίνεται αλλαγή - , αλλά κανένας δε φαινόταν να τα πολυπροσέχει ή να δίνει μεγάλη σημασία εύκολα μπορούσε να παρασυρθεί κανείς και να φανταστεί ότι είχαν γραφτεί για καμιά γειτονική μας χώρα, ή ότι αφορούσαν πράγματα που συνέβαιναν στο Πακιστάν και στη Χιλή.
Οι πηχυαίοι τίτλοι των εφημερίδων που κρέμονταν στα περίπτερα των πόλεων και των χωριών απ' όπου περνούσαμε, βεβαίωναν ότι βαδίζαμε με μαθηματική ακρίβεια προς τον όλεθρο. Αλλ' όσο για μας, παρ' όλο που ο Παπαρηγόπουλος ισχυρίζεται στην ιστορία του ότι είμαστε ένας λαός που δεν τιμά το τιμής άξιο, «Ο οδηγός μας», επαναλάμβαναν κάθε τόσο πολλοί συνταξιδιώτες, «είναι προσεκτικός και πεπειραμένος».
Ο τρόπος με τον οποίο μας πέρασε αλήθεια από στενωπούς και χαράδρες, από απότομες και επικίνδυνες στροφές, και η επιδεξιότητα με την οποία μας ανέβασε στο βουνό, διέσχισε την κορυφογραμμή και μας κατέβασε στην απέναντι πεδιάδα, ήταν ικανά να αποστομώσουν οποιοδήποτε καλοθελητή. «Αδερφέ», του φώναξε δυνατά ένας επιβάτης που καθόταν μια δυο θέσεις πιο πίσω του, «κανένας δεν μπορεί να σε κατηγορήσει ότι διορίστηκες με πλάγια μέσα. Ή ότι σε πήρανε γιατί ήσουν συγγενής κανενός διευθυντή».
«Κανένας», είπαν κι ένα δυο άλλοι.
Ένας επιβάτης σηκώθηκε και προσέφερε στο Σουηδό ένα τσιγάρο, αλλά εκείνος του έδειξε το σήμα ότι απαγορευόταν το κάπνισμα, και ο δικός μας προσπάθησε να τον πείσει με γνεψίματα και με αγγλικά, γερμανικά και ελληνικά μονοσύλλαβα ότι αυτά τα έχουν μόνο για την πόλη και ότι δεν ισχύουν όταν το λεωφορείο περνάει μέσα από εξοχή.
Το τοπίο ήταν πάντα εναλλασσόμενο, άλλοτε αυστηρό και δραματικό και άλλοτε απαλό και λυρικό, ο αγέρας πιπέριζε απ' τη μυρουδιά της αλισφακιάς, της άγριας μέντας, των πουρναριών και των σκοίνων, ακούγονταν φλογέρες και αυλοί και κουδούνια από κατσίκες και τράγους, και δεν ξέρω αν είχα μια στιγμή μισοκοιμηθεί, αλλά πίσω απ' τις πυκνές συστάδες των δέντρων, καθώς περνούσαμε τα βουνά της Αρκαδίας, μου φάνηκε ότι τριγύριζαν ακόμα μεθυσμένοι Σάτυροι και Σειληνοί που κυνηγούσαν θεόγυμνες νύμφες, και λίγο πιο κει, μνήσθητί μου Κύριε, σαν να πήρε το μάτι μου τον ίδιο το Βάκχο, όπως τον δείχνουν τα αγγεία του πέμπτου αιώνα. Είχε πιει μοναχός του ένα ολόκληρο βαρέλι παλιό μπρούσικο κρασί και τρέκλιζε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια με τον Όλυμπο και τους Δώδεκα Θεούς του, με τους ανέμους που εξαπέλυσε ο Αίολος, και με την καινούργια τάξη του κόσμου. Κάτω απ' τη μύτη του Δία, ο τόπος είχε γεμίσει πρατήρια βενζίνης, σνακ μπαρ, πιτσαρίες, σπαγγεταρίες και μπυραρίες - στο κοντινό Αλεποχώρι ο περισσότερος κόσμος ξεπέζεψε απ' τα άλογα και καβαλίκεψε γιαπωνέζικες μοτοσυκλέτες «Σουζούκι», παντού απ' όπου είχε περάσει τον τελευταίο καιρό μιλούσαν κι έγραφαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε και που ηχούσε ξένη στ' αυτί του, και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Απόλλωνας άφησε τον Οράτιο να παρασύρει τις Μούσες στην Ιταλία. Ολόκληρη η Πιερία κι ο Ελικώνας έρημη χώρα.
Περπατούσε και τρέκλιζε, μια έκανε να πέσει εδώ και μια παρακάτω, και οι οργισμένες φωνές που ακούγονταν στο βάθος, καθόλου απίθανο να προέρχονταν από Μαινάδες και Ερινύες που ήταν εκεί κοντά και τον ακούγανε, κι έκαναν και οι ίδιες επικλήσεις στους θεούς να τιμωρούσαν σκληρά τους ενόχους. Ήταν φανερό ότι θα είχαν κι αυτές απ' όλα αυτά εκμανεί. «Ολόκληρη η Πιερία και ο Ελικώνας έρημη χώρα».
Απ' την εποχή που ο Σατωβριάνδος ταξίδευε με τον υπηρέτη του τον Γιουσούφ και ο Πουκεβίλ μασκαρευόταν για κάθε ενδεχόμενο σε Τούρκο, τα πράγματα είχαν βέβαια αλλάξει, τα φεστιβάλ και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις όπως μπορούσε να ιδεί κανείς, απλώνονταν στις πολιτείες και στα χωριά της Ελλάδας με την ταχύτητα που εξαπλώνονταν οι μολυσματικές αρρώστιες σε περίοδο επιδημίας.
Τα τεράστια πανώ που συναντούσαμε κάθε τόσο στο δρόμο μας, πληροφορούσαν το κοινό ότι στο Τρίτο Πολιτιστικό Δεκαήμερο της Τριπόλεως θ' ανεβαζόταν «Ο Ντίλης ο Μεγαλοπρεπής» και η «Ντενεκεδούπολη», και με πηχυαίους και πάλι τίτλους οι τοπικές εφημερίδες που κρέμονταν απ' τα περίπτερα της αρκαδικής πρωτεύουσας, απ' όπου περάσαμε και σταθήκαμε κι εκεί για κανένα τέταρτο της ώρας, ανήγγελναν ότι έγινε ξαφνική δίωρη συνάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού, ότι απέτυχε το Ετήσιο Συνέδριο των Γεχωβιτών, και ότι είχε αποκαλυφτεί «μεγάλη απάτη σε βάρος του Δεσπότη Αιγίου».
Στην κεντρική πλατεία όπου ήταν στημένο το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, χρωματιστές αφίσες πληροφορούσαν το κοινό ότι αντίκρυ απ' το Μαλλιαροπούλειο Θέατρο θ' άνοιγε την προσεχή Τετάρτη, στις 18, ένα καινούριο σούπερ μάρκετ, όπου θα ' βρίσκε κανείς και του πουλιού το γάλα - από μαύρο χαβιάρι ίσαμε καπνιστό σολομό - και στο τουριστικό γραφείο, που ήταν λίγο πιο κει απ' την προτομή του Πλαπούτα, διαφήμιζαν δεκαπενθήμερες εκδρομές στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία με υπερπολυτελή λεωφορεία, που διέθεταν ασύρματο τηλέφωνο, κλιματισμό και ανατρεπόμενα βελουδένια καθίσματα. Απέναντι απ' το Δικαστικό Μέγαρο, μεγάλες μακρόστενες ρεκλάμες βεβαίωναν ότι το Κένγουντ Μίξερ ήταν ο πολυτιμότερος βοηθός της νοικοκυράς, και στον αντικρινό τοίχο, από κει που είχε σταθμεύσει το λεωφορείο μας, κάποιοι είχαν γράψει με μαύρα, κεφαλαία γράμματα: Θάνατος στους δολοφόνους του Καρυωτάκη, φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους.
«Του διαιτητή», γύρισε και είπε ένας σ' έναν άλλον, καθώς ξαναμπαίναμε στο λεωφορείο για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, «του χρειαζόταν ένα γερό γερό ξύλο. Ήταν παιχνίδι αυτό που έκανε η Παναχαϊκή;»
Και πάλι πιο κάτω συνθήματα - Λαϊκή συμμετοχή, ΠΑΣΟΚ, Ανεξαρτησία Αλλαγή, Κάτω οι ψεύτες, Έξω οι βάσεις του θανάτου - η γεωγραφική και χρονική φυλακή του «εδώ» και του «τώρα», που είχε αρχίσει απ' τον Κηφισό και μας συνόδευε μαζί με τα τραγούδια και τη μουσική του ραδιοφώνου, ίσαμε που φτάσαμε στον Ευρώτα.
«Για να λογαριάσεις», στράφηκε και είπε μια στιγμή σ' έναν άλλον ο πλαϊνός μου, «μ' ένα χιλιάρικο εκείνο τον καιρό, απ' αυτά που είχαν το Γεώργιο Σταύρο, μπορούσες ν' αγοράσεις ολάκερη την περιοχή. Απ' του Μπεκιράκη τη βρύση, ίσαμε τον παλιό νερόμυλο του Χρήστου του Κατριμπάνου. Τώρα γυρεύουν πέντε εκατομμύρια το στρέμμα».
Όταν μπήκαμε στη Σπάρτη, είχε αρχίσει πια να βραδιάζει. Ο Ταΰγετος υψωνόταν στο βάθος σκοτεινός και απειλητικός με τη δύση του ηλίου υπέθετε κανείς ότι οι είλωτες θα είχαν κλειστεί κιόλας στα παραπήγματα τους, και στο δυτικό μέρος της πόλης είχαν βγει μια δυο περίπολοι με βαρείες ασπίδες και με ασήκωτα δόρατα, και ακούγονταν στο πλακόστρωτο τα αργά βήματα τους.
Καθώς έπεφτε η νύχτα, παντού είχε απλωθεί σιωπή και μαζί μια ατμόσφαιρα δέους.
Στο ξενοδοχείο όπου πήγα να μείνω για να σηκωθώ την επαύριο και να πάω να επισκεφτώ το Μυστρά, ανησύχησα μια στιγμή που δεν είχα απάνω μου ταυτότητα, καθώς ακούγονταν ολοένα και πιο κοντά η κλαγγή που έκαναν τα δόρατα και τα ξίφη των στρατιωτών της περιπολίας. Φαντάστηκα ότι στο εστιατόριο δε θα υπήρχαν παρά τσίγκινα πιάτα και κουτάλια και μέλας. ζωμός, ότι έπειτα απ' το κουραστικό ταξίδι θα μ' έβαζαν να κοιμηθώ σε ξύλινο κρεβάτι με αχυρένιο στρώμα και θα μου έδιναν μαξιλάρι χωρίς μαξιλαροθήκη.
Έσφιγγα στα χέρια μου το βιβλίο του Ράνσιμαν για τη θρυλική βυζαντινή πολιτεία και - τί περίεργο αλήθεια! - η συγκίνηση που αισθανόμουν που βρισκόμουν και πάλι σ' ένα χώρο γεμάτο ιστορία, μνήμες και ομορφιά και που μου έφερνε δάκρυα στα μάτια, και μαζί κάποια αμηχανία, μ' έκανε να μη θέλω να καταδικάσω τον διακεκριμένο Βρεταννό συγγραφέα, που παρ' όλη την αγάπη του για το Βυζάντιο και τον παλιό πολιτισμό της Ελλάδας, δυσπιστούσε προς τη δημοκρατική κοινωνία της αρχαίας Αθήνας και προτιμούσε τις σπαρτιατικές αρετές και την αυστηρή και πειθαρχική κοινωνία της Σπάρτης.
Την επαύριο, ο Ταΰγετος φάνηκε που υψωνόταν στο βάθος, απρόσιτος, γκρίζος, απειλητικός, σκεπασμένος με φθινοπωρινά, ετοιμόγεννα σύννεφα, και κάτω χαμηλά, στην κοιλάδα του Ευρώτα, απ' τη μεριά που άρχιζαν οι νότιες παρυφές του Μυστρά, σαν να επρόβαλαν μια στιγμή σιδερόφρακτοι Φράγκοι, με αναπεπταμένα λάβαρα και με σημαίες, «Σταυροφόροι ήρωες σωτήρες του Σωτήρος», όλοι τους καβάλα πάνω σε καστανές, καλοταϊσμένες φοράδες, και στάθηκαν και κοίταζαν το κάστρο του Βιλλαρδουΐνου, όπου κυμάτιζε ο Δικέφαλος Αετός των Παλαιολόγων.
Φαινόταν η Παντάνασσα και η Περίβλεπτος, η Πύλη του Ναυπλίου, τα ερειπωμένα αρχοντικά του Φραγκόπουλου και του Λάσκαρη, και πιο ψηλά, το Παλάτι των Δεσποτών. Θαρρούσε κανείς ότι όπου ήταν, Βυζαντινοί αξιωματούχοι με κατάμαυρες γενειάδες και με μακριές, μεταξωτές ρόμπες, θα γέμιζαν απ' τη μια στιγμή στην άλλη τη μεγάλη, εγκαταλειμένη αυλή του, για να υποδεχτούν τον Ιωάννη Καντακουζηνό ή για να αποχαιρετήσουν τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα που έφευγε εσπευσμένα για την καταδικασμένη Κωνσταντινούπολη. (11 Δεκεμβρίου 1983).
(από το βιβλίο του Άλκη Αγγελόγλου με τίτλο ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, 1989)
from ανεμουριον https://ift.tt/35jJEI5
via IFTTT