Αθηναίοι φωτογράφοι του Μεσοπολέμου

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΑΛΑΣ (1885-1956)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΑΛΑΣ : ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΑ ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ. ΑΘΗΝΑ, ΠΕΡ. 1930

Γεννήθηκε στη Χάλκη των Πριγκιποννήσων το 1885. Πατέρας του ήταν ο φωτογράφος Νικόλαος Γεωργαλάς, κοντά στον οποίο έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας. Φωτογραφίες του από τις αρχές του 20ού αιώνα πιστοποιούν πως λειτούργησε φωτογραφείο στη Χάλκη, για σύντομο χρονικό διάστημα (1904-1905;). Τα επόμενα χρόνια έφυγε για το Παρίσι, για να αποφύγει τη στράτευσή του στον τουρκικό στρατό και για να σπουδάσει πιο σχολαστικά τη φωτογραφία. Δουλεύοντας για αρκετά χρόνια κοντά σε φωτογράφο του Παρισιού, απέκτησε την απαιτούμενη πείρα. Το 1909 ήρθε στην Ελλάδα και μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Γεώργιο, άνοιξαν το πρώτο τους φωτογραφείο στην οδό Αιόλου 63. Ο I. Γεωργαλάς ασχολήθηκε τα πρώτα χρόνια και με την έκδοση φωτογραφικών καρτ-ποστάλ. Μία από τις σειρές του είχε θέμα τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Δεν είναι όμως εξακριβωμένο αν τα θέματα των καρτών είχαν τραβηχτεί από τον ίδιο. Διαφήμιση του «Φωτογραφείου των Αδελφών Ν. Γεωργαλά» σε Εμπορικό Οδηγό3 αναφέρει ότι είχαν τη «μεγαλύτερην κατανάλωσιν εις κάρτ-ποστάλ. Τα 12 δρχ. 3». Το 1917 ή 1918 ο I. Γεωργαλάς έφυγε για το Παρίσι, κάτι που συνήθιζε να κάνει αφού είχε ζήσει εκεί συνολικά 12 χρόνια. Στις 5 Αυγούστου 1920 φωτογράφισε την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Εκεί γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο και συνδέθηκε μαζί του με προσωπική φιλία, μολονότι ο ίδιος ήταν βασιλικός. Επιστρέφοντας οριστικά στην Ελλάδα, γύρω στα 1920, άνοιξε δύο φωτογραφικά καταταστήματα στην οδό Σταδίου, το «Φώτο-Ράδιο» και το «Φώτο-Σπορ», σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο (Σταδίου 36 και 42). Τα χρόνια 1920-1935 ήταν η περίοδος της μεγάλης ακμής για τον φωτογράφο. Διατηρούσε τότε τέσσερα φωτογραφεία, τρία στο κέντρο της Αθήνας και ένα στην οδό Εμμ. Ρέπουλη 136 στον Πειραιά και απασχολούσε συνολικά 25 υπαλλήλους. Πολλοί από τους βοηθούς του άνοιξαν αργότερα δικά τους καταστήματα και διέπρεψαν στη φωτογραφία. Για ένα διάστημα είχε δουλέψει εκεί, ως ρετουσέρ, και ο Σπύρος Μελετζής. Το 1927 ο I. Γεωργαλάς αγόρασε και το φωτογραφείο του Κάβρα, το οποίο λίγο αργότερα το έκλεισε. Απέκτησε ειδίκευση στη φωτογράφιση μικρών παιδιών, που αποτέλεσαν μεγάλο μέρος της πελατείας του. Για να μειώσει το χρόνο της έκθεσης μέσα στο στούντιο, αφού τα μικρά παιδιά δεν μπορούσαν να σταθούν ακίνητα για πολύ ώρα, χρησιμοποιούσε φλας μαγνησίου. Για να αποφύγει τον πυκνό άσπρο καπνό που δημιουργούσε κάθε πυροδότησή του, είχε απομονώσει το φλας πίσω από τζαμαρία. Φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που χρησιμοποίησε φλας μαγνησίου μέσα σε στούντιο, με τη μέθοδο αυτή.
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΑΓΟΡΙΟΥ ΜΕ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ | ΑΘΗΝΑ | 1920 C.
ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ | ΑΘΗΝΑ | 1920 C.
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΓΥΝΑΙΚΑΣ | ΑΘΗΝΑ | 1930 C.
ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΒΑΡΒΑΚΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ | ΑΘΗΝΑ
ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΒΑΡΒΑΚΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ | ΑΘΗΝΑ
ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΒΑΡΒΑΚΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΕΝ ΩΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ | ΑΘΗΝΑ
ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ | ΑΘΗΝΑ
ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΣΕ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟ ΣΤΗ ΜΕΣΗ | ΑΘΗΝΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΚΑΡΖΗΣ | ΑΘΗΝΑ | ΠΕΡ. 1930
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ | ΑΘΗΝΑ | ΠΕΡ. 1917
Η ΑΜΑΛΙΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΗ ΣΕ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ | ΑΘΗΝΑ | ΠΕΡ. 1911
Το «μαγνησιακό φως», όπως ονόμαζαν τότε την καύση του μαγνησίου για τη δημιουργία έντονου φωτός, συνέχισε να χρησιμοποιείται για τη φωτογράφιση τη νύχτα, καθώς και για ορισμένες λήψεις σε κλειστούς χώρους. Οι επαγγελματίες φωτογράφοι απέφευγαν να το χρησιμοποιούν στα πορτρέτα, επειδή δημιουργούσε σκληρές αντιθέσεις, και προτιμούσαν να δουλεύουν με φυσικό φωτισμό, που μπορούσαν να τον κατευθύνουν όπως ήθελαν. Το φλας μαγνησίου, «το καταδικάζουν ασυζητητί και το χαρακτηρίζουν ως απλήν παιδιάν κατάλληλον δι' αρχαρίους ερασιτέχνας [...] και το πολύ-πολύ να παραδεχτούν ότι δύναται να προσφέρη υπηρεσίας μίαν νύκταν Χριστουγέννων [.. .]». Αν ξεπεραστούν όμως τα προβλήματα του καπνού και της ανάγκης ειδικού υλικού για τη λήψη, τότε είναι δυνατόν με τη βοήθεια μιας διάχυτης επιφάνειας (ημιδιαφανούς χαρτονιού, θαμπού τζαμιού ή ενός λευκού σεντονιού) να μειωθούν και να μαλακώσουν οι σκιές. Ο Γεωργαλάς έκανε επίσης εξαιρετικούς επιχρωματισμούς στις φωτογραφίες του με παστέλ και λάδια και είχε πειραματιστεί με ειδικές τεχνικές πάνω στο γυαλί και το χαρτί. Λόγω της κατεδάφισης των κτιρίων όπου στεγάζονταν τα δύο φωτογραφεία του στην οδό Σταδίου, υποχρεώθηκε να τα ενοποιήσει στο φωτογραφείο της οδού Αιόλου 63α. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1952. Εξαιτίας όμως της κακής οικονομικής διαχείρισής του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το φωτογραφείο του στην Αθήνα και να περιοριστεί σε ένα μικρό φωτογραφείο στην Ελευσίνα.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ (1893-1963)
ΕΥ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ. ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΑΘΗΝΑΙΑΣ, 1955.
Γνωστός πορτρετίστας φωτογράφος των Αθηνών, που εργάστηκε με επιτυχία περισσότερο από σαράντα χρόνια. Γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του φωτογράφου Μιχαήλ Ευαγγελίδη, κοντά στον οποίο διδάχτηκε τη φωτογραφία. Στην Αθήνα διατηρούσε το φωτογραφείο «Photo Evans». To 1933 έλαβε μέρος στην έκθεση Ελλήνων Φωτογράφων με έξι φωτογραφίες του. Τον Οκτώβριο του 1938 συμμετείχε στην έκθεση φωτογραφίας που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της 13ης Διεθνούς Έκθεσης. Για ένα διάστημα, μετά το 1940, εργάστηκε κοντά του ο εξάδελφός του Ιωάννης Ευαγγελίδης (Ιωάννης Κάλτσας). Για μια μεγάλη περίοδο ήταν ένας από τους φωτογράφους «της μόδας», ειδικά για πορτρέτα. Το 1946 ήταν μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου Ελλήνων Φωτογράφων (ΣΕΦ), που προέβη στη ριζική τροποποίηση του καταστατικού του Συνδέσμου. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος για πολλά χρόνια, και αργότερα επίτιμος πρόεδρός του.

ΝΙΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ (1881-1967)
ΝΙΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ. ΠΟΡΤΡΕΤΟ, ΠΕΡ. 1935.
Ο Νίκος Ζωγράφος θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες φωτογράφους του Μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1881. Σπούδασε φωτογραφία στο Παρίσι και το 1905 επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου άνοιξε φωτογραφείο. Μετά την Καταστροφή του 1922, βρέθηκε πρόσφυγας στην Αθήνα. Το υψηλό ποιοτικό του επίπεδο ως καλλιτέχνη φωτογράφου τού επέτρεψε να καθιερωθεί σύντομα στη νέα του πατρίδα. Άρχισε να εκθέτει δείγματα της φωτογραφικής δουλειάς του, στην αρχή πορτρέτα και λίγο αργότερα τοπία. Όπως αναφέρει το περιοδικό Εικονογραφημένη της Ελλάδος, το 1925, «τα έργα του προσήλκυσαν την εκτίμησιν και τον θαυμασμόν τής αθηναϊκής κοινωνίας». Από το ίδιο άρθρο γίνεται γνωστό πως ο Ζωγράφος, ενώ βρισκόταν ήδη στην Ελλάδα, πήγε στο Βερολίνο για να ενημερωθεί για τις τελευταίες τεχνικές εξελίξεις γύρω από τη φωτογραφία. Μια τέτοια ενέργεια που έγινε σε μία περίοδο τόσο δύσκολη υποδηλώνει την έντονη διάθεση του γνωστού ήδη καλλιτέχνη να βελτιώνεται διαρκώς, καθώς και τον ανήσυχο και δημιουργικό χαρακτήρα του. Αν και ήταν ευρύτερα γνωστός ως πορτρετίστας φωτογράφος, ο Ζωγράφος δεν περιορίστηκε μόνο στον κλειστό χώρο του στούντιο. Από τα πρώτα βήματα της νέας του σταδιοδρομίας στην Αθήνα άρχισε να φωτογραφίζει στην ύπαιθρο. Δεν αρκέστηκε δε μόνο στα τοπία, αλλά κατέγραψε και τους ανθρώπους της υπαίθρου, τη ζωή τους και τις σκληρές συνθήκες δουλειάς τους. Ο Ζωγράφος, όπως και η Nelly's, εξέδωσε και καρτ-ποστάλ, κυρίως τοπία, που τυπώθηκαν με τη μέθοδο της βαθυτυπίας. Σε καρτ-ποστάλ είναι γνωστό επίσης ένα μόνο γυμνό του στο στούντιο. Το Νοέμβριο του 1932 κυκλοφόρησε το πρώτο εικονογραφημένο φωτογραφικό περιοδικό, η Καινούργια Τέχνη. Αυτονόητη ήταν η συμμετοχή του Ν. Ζωγράφου σε αυτό.
ΝΙΚΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ. ΠΟΡΤΡΕΤΟ, ΠΕΡ. 1930.
Εικόνες της υπαίθρου και τοπία ήταν τα θέματα που δημοσίευε. Είναι απορίας άξιον όμως γιατί δεν δημοσίευσε και πορτρέτα του, αφού αυτός ήταν ο κύριος τομέας του. Στις 19 Νοεμβρίου 1933, στο πλαίσιο στων εκδηλώσεων της Διαρκούς Έκθεσης Ελληνικών Προϊόντων, έγιναν στο Ζάππειο Μέγαρο τα εγκαίνια έκθεσης Ελλήνων φωτογράφων που είχε διοργανωθεί από το Σύνδεσμο Ελλήνων Φωτογράφων. Σε αυτή την έκθεση έλαβαν μέρος επαγγελματίες αλλά και ερασιτέχνες φωτογράφοι από όλη την Ελλάδα. Ο Ν. Ζωγράφος συμμετείχε με τέσσερις φωτογραφίες του: «Κοπάδι στα κυπαρίσσια», «Το λιμάνι της Ύδρας», «Πορτραίτο δίδος Φ.» και «Πορτραίτο γραίας». Το τελευταίο είχε γίνει με την τεχνική της βρωμοελαιοτυπίας (bromoil), γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Ζωγράφος εργάστηκε και με αυτή τη τεχνική. Φωτογράφισε επίσης ελληνικές αρχαιότητες και δημιούργησε χειροποίητα λευκώματα με φωτογραφίες τους. Σε τεύχος του 1933 του περιοδικού Καινούρια Τέχνη δημοσιεύτηκε στο εξώφυλλο μία φωτογραφία του, που σχολιάζεται στις σελίδες της: «Είναι μια χαριτωμένη όσο και αφελής σκηνή τής ελληνικής ζωής, "Το Τρατάρισμα". Κι άλλοτε μιλήσαμε για το ηθογραφικό έργο τού κ. Ζωγράφου, ο οποίος χωρίς να λυπηθή δαπάνες, έχει συγκεντρώσει υλικό τέτοιο, που ασφαλώς δεν θα κατορθώσουν να συγκεντρώσουν και οι πιο βαθείς παρατηρηταί τής ζωής του ελληνικού λαού. Χωρίς να υπολογίζουμε και την πραγματικά καλλιτεχνική του αξία». Γύρω στα 1935 συνεργάστηκε με τον Γ. Συρίγο, ο οποίος ταξίδευε στην Ελλάδα και φωτογράφιζε για λογαριασμό του Ζωγράφου τοπία και αρχαιότητες. Ήταν μια ανεπίσημη συνεργασία που δεν έγινε ευρύτερα γνωστή. Αποδεικνύει όμως ότι από την περίοδο αυτή ο φωτογράφος δεν έδινε πια την ίδια βαρύτητα στις εξωτερικές λήψεις του, αφού μαζικοποίησε την παραγωγή τους και εμπιστευόταν κάποιον άλλο να φωτογραφίζει. Στα τέλη της δεκαετίας του '30 και λίγο πριν κηρυχθεί ο πόλεμος, η καλλιτεχνική δραστηριότητα του Ν. Ζωγράφου περιορίζεται. Είναι γνωστό όμως ότι συνέχισε να εργάζεται στο πορτρέτο, στο στούντιο. Οι φωτογραφίες του από την περίοδο αυτή διαθέτουν τεχνική αρτιότητα και άψογο και ευρηματικό φωτισμό, που τις αναδεικνύει. Έχουν ευαισθησία και προβάλλουν την προσωπικότητα των φωτογραφούμενων, διασήμων και ασήμων. Η δυναμική ματιά του φωτογράφου φαίνεται έντονα σε αυτές, άσχετα αν αποτελούσαν επαγγελματική δουλειά. Μετά τον πόλεμο η ποιότητα των φωτογραφιών του δεν ήταν πια η ίδια. Διατήρησε τη φίρμα του και συνέχισε να εργάζεται, αλλά το φωτογραφείο πέρασε σταδιακά στα χέρια συνεργατών του. Μέχρι τα βαθιά γεράματά του όμως δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τη φωτογραφία, την οποία υπηρέτησε με επιτυχία για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Πέθανε στην Αθήνα το 1967, σε ηλικία 86 ετών. Ο Νίκος Ζωγράφος είχε την ατυχία να συμπέσει χρονικά με δύο «μεγάλους» της ελληνικής φωτογραφίας: τη Nelly's και τον Γεώργιο Μπούκα. Ο πληθωρικός χαρακτήρας τους και η δυναμική προβολή τους επισκιάσαν των χαμηλών τόνων Νίκο Ζωγράφο, γεγονός στο οποίο πρέπει να αποδοθεί η καθυστερημένη αναγνώριση του έργου του.

ΜΙΧΑΗΛ Α. ΚΑΛΙΑΜΠΕΤΣΟΣ (1874-1957)
Ο Μιχαήλ Καλιαμπέτσος ξεκίνησε τη δράση του ως φωτογράφος σχεδόν από τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά παρέμεινε ενεργός και κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Προερχόταν από αγροτική οικογένεια που καταγόταν από τη Ρούμελη. Εργάστηκε από μικρός σαν γυρολόγος στις εμποροπανηγύρεις όπου πούλαγε υφάσματα, καθρέφτες, κάδρα και κορνίζες. Στις αρχές του 20ού αιώνα αποφάσισε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, που μέχρι τότε δεν τη γνώριζε. Γύρω στο 1907 διέθεσε όλες τις οικονομίες του για να ανοίξει ένα μεγάλο φωτογραφείο στην οδό Σταδίου 54-56, στη γωνία με τη Γεωργίου Σταύρου. Παράλληλα λειτουργούσε στην αυλή μία βιοτεχνία κατασκευής κορνιζών και πλαισίων. Στην αρχή έφερε στο φωτογραφείο έναν Ιταλό τεχνίτη ο οποίος εκπαίδευε νεότερους βοηθούς. Αργότερα προσέλαβε και έναν ρετουσέρ. Είχε ιδιαίτερη εμμονή με την Αμερική, γι' αυτό και ονόμασε το φωτογραφείο το «Μέγα Αμερικανικόν Φωτογραφείον Καλλιτεχνικών Μεγενθύσεων». Αν και συνεργαζόταν με Ιταλούς και διέθετε γαλλικά και γερμανικά μηχανήματα, σε διαφημίσεις του ανέφερε: «Το φωτογραφείον τούτον πλουτιαθέν εσχάτως διά νεωτάτων μηχανημάτων Αμερικανικής εφευρέσεως κατέστη το τελειότατον των εν Ελλάδι [...]». Η αύξηση της πελατείας τον οδήγησε να καλέσει κοντά του τον αδελφό του Λεωνίδα, στον οποίο δίδαξε τη φωτογραφία, για να τον βοηθάει. Στο διάστημα 1909-1914 δούλεψε εκεί και ο Ευστάθιος Μπούκας. Ο Καλιαμπέτσος, με εξαίρεση κάποιες πρώιμες λήψεις του, δεν ασχολήθηκε καθόλου με λήψεις τοπίων και γενικά με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Υπήρξε όμως ένας συνεπής επαγγελματίας ο οποίος επιδίωξε να παρέχει στους πελάτες του την καλύτερη δυνατή ποιότητα.
Από το 1916 το ατελιέ του αναλάμβανε και φωτοτσιγκογραφικές εργασίες. To 1919 λόγω οικογενειακών διαφορών αποχώρησε ο Λεωνίδας Καλιαμπέτσος, ο οποίος άνοιξε δικό του φωτογραφείο, πολύ κοντά στον αδελφό του. Τότε , περίπου πρέπει να εργάστηκε συνεταιρικά μαζί του ο φωτογράφος L. Lemoine (Λ. Λεμουάν). Η συνεργασία αυτή δεν κράτησε για πολύ διάστημα. Το 1927, όταν χρειάστηκε να λείψει στο εξωτερικό για έξι μήνες, άφησε τη διεύθυνση του φωτογραφείου του στον Παναγιώτη Σακελλαρίδη. Ο Καλιαμπέτσος είχε αρκετό προσωπικό (λογιστές, τεχνικούς κ.ά.), που δεν μπορούσε εύκολα να τους ελέγχει. Όταν αποφάσισε να κάνει έλεγχο, η πληροφορία διέρρευσε και ένα βράδυ το φωτογραφείο του αλλά και η βιοτεχνία στο Γκάζι κάηκαν από πυρκαγιά.
Παρά το βαρύ πλήγμα που υπέστη, προσπάθησε ξανά, το 1934, να λειτουργήσει ένα φωτογραφείο σε συνεργασία με τον Κ. Αδαμόπουλο στην οδό Αιόλου 96. Σύντομα όμως το φωτογραφείο έκλεισε, και από τότε ασχολήθηκε μόνο με την παραγωγή και την εμπορία κορνιζών. Πέθανε σε ηλικία 83 χρονών, το 1957, ενώ είχε ήδη αποσυρθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΔΙΑΚΙΔΗΣ (1883-1958)
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΔΙΑΚΙΔΗΣ (ΟΡΘΙΟΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ) ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΤΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ. ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΑΤΕΛΙΕ, Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ-ΚΟΜΜΩΤΡΙΑ, Ο ΡΕΤΟΥΣΕΡ ΚΑΙ Ο... ΚΛΗΤΗΡΑΣ ΜΠΑΡΤΟΝ ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΟ ΠΗΛΗΚΙΟ ΜΕ ΤΗ ΦΙΡΜΑ «ΦΩΤΟ ΚΑΡΔΙΑΚΙΔΟΥ».
Γεννήθηκε στον Τσεσμέ (ελληνική Κρήνη), στα παράλια της Μικρός Ασίας. Τελείωσε μόνο τις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού και κατόπιν πήγε στη Σμύρνη, όπου έκανε πρόχειρες δουλειές. Κυνηγώντας μια καλύτερη ζωή πέρασε στο Τηγάνι της Χίου και δούλεψε παραγιός σε έναν φωτογράφο. Με τα χρήματα που συγκέντρωσε άνοιξε εκεί δικό του φωτογραφείο. Βλέποντας όμως ότι είχε πολλές ελλείψεις, αποφάσισε, το 1912, να πάει στο Παρίσι για να τελειοποιηθεί. Στην Ελλάδα επέστρεψε λίγο μετά την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εργάστηκε τότε στο φωτογραφείο του Αναστάσιου Γαζιάδη. Εκτιμώντας τις ικανότητές του, ο Γαζιάδης του ανέθεσε τη διεύθυνση του φωτογραφείου του στον Πειραιά, όταν εκείνος άνοιξε φωτογραφείο στην Αθήνα. Οι διωγμοί των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων και των Αρμενίων ώθησε τον Καρδιακίδη να επιστρέψει στην Κρήνη. Εκεί συνελήφθη από τους Τούρκους, που τον ανάγκασαν να καταταγεί στον τουρκικό στρατό. Με μεγάλους κινδύνους λιποτάκτησε και με περιπετειώδη τρόπο κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Το 1919, ενώ ετοιμαζόταν να ανοίξει το δικό του φωτογραφείο, άρχισε η Μικρασιατική Εκστρατεία. Αποφάσισε τότε να επιστρέφει στη Σμύρνη, αν και θεωρούνταν λιποτάκτης από τους Τούρκους. Ακολουθώντας τον ελληνικό στρατό, φωτογράφιζε τους στρατιώτες που ήθελαν να στείλουν ένα ενθύμιο της εκστρατείας στις οικογένειές τους και κατόρθωσε έτσι να συγκεντρώσει πολλά χρήματα. Παράλληλα όμως κατέγραφε με τη φωτογραφική μηχανή του συγκλονιστικές σκηνές από τις φρικαλεότητες των Τούρκων. Από τα ντοκουμέντα αυτά διασώθηκαν μόνο ορισμένες φωτογραφίες, ενώ τα αρνητικά καταστράφηκαν. Επέστρεψε στην Αθήνα στα τέλη του 1920 και νοίκιασε τον πρώτο όροφο του διώροφου κτιρίου της οικογένειας Τρικούπη, που υπάρχει ακόμα στην αρχή της οδού Πατησίων. Μια στριφτή ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο γραφείο της γραμματέως και αμέσως μετά στην αίθουσα αναμονής, που ήταν διακοσμημένη με μεγάλες φωτογραφίες πάνω σε καβαλέτα. Ύστερα υπήρχε ένα δωμάτιο όπου γινόταν το ρετούς στα αρνητικά και στα χαρτιά. Ακολουθούσε το στούντιο, που είχε μήκος 15 μέτρα και πλάτος 7 μέτρα, με τζαμαρίες από τη μία πλευρά και στο ταβάνι, που τις κάλυπταν πολλές λουρίδες από κουρτίνες. Πιο πίσω βρισκόταν ο σκοτεινός θάλαμος και το χημείο. Το φωτογραφείο είχε τεράστια εμπορική επιτυχία από το ξεκίνημα της λειτουργίας του. Ο Καρδιακίδης συμμετείχε σε δύο παγκόσμιες εκθέσεις, στη Ρώμη και στο Παρίσι, όπου βραβεύτηκε με το Medailles d'Or (Χρυσό Μετάλλιο) και το Grand Prix (Μέγα Βραβείο) αντίστοιχα. Ασχολήθηκε αποκλειστικά με το πορτρέτο στο στούντιο και δεν φωτογράφισε καθόλου τοπία ή άλλες εξωτερικές λήψεις. Ήταν όμως άριστος στους φωτισμούς στο στούντιο και πειραματιζόταν συνεχώς με νέους. Του άρεσε ιδιαίτερα ο φωτισμός τύπου Rembrandt, ένας δραματικός φωτισμός που απαιτούσε μαύρο φόντο και είχε μεγάλες αντιθέσεις άσπρων και μαύρων. Εκμεταλλευόμενος την κεντρική θέση του φωτογραφείου του, είχε βάλει έναν προβολέα σε ένα μπαλκόνι να προβάλει το βράδυ κάθετα πάνω στο πεζοδρόμιο μαυρόασπρες διαφάνειες με έργα του. Το φωτογραφείο του κατόρθωσε να ξεπε-ράσει τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το θάνατο του φωτογράφου, το 1958.!

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Μ. ΜΠΟΥΚΑΣ (1870-1960)
Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΜΠΟΥΚΑΣ
Ο Ευστάθιος Μπούκας συγχέεται συχνά με τον Γεώργιο I. Μπούκα (Βουγιούκα), αφού και οι δύο έδρασαν την ίδια περίοδο στην Αθήνα. Γεννήθηκε το 1870 και ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του Μιλτιάδη Μπούκα. Ο Μιλτιάδης καταγόταν από την Ήπειρο και ήρθε στην Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα, μαζί με τον φίλο και συντοπίτη του Γεώργιο Σταύρου, που ίδρυσε αργότερα την Εθνική Τράπεζα. Το 1875 ο Μπούκας κυκλοφόρησε τον πρώτο Εμπορικό Οδηγό της Ελλάδας. Τα παιδιά έμειναν ορφανά από τους γονείς τους πολύ μικρά. Ο Ευστάθιος από μικρός εργαζόταν και ζούσε στο φαρμακείο του Γιάννη Κάτσαρη, κοντά στο Πολυτεχνείο. Εκεί απέκτησε ικανές γνώσεις χημείας, που του φάνηκαν χρήσιμες στη μετέπειτα φωτογραφική του σταδιοδρομία. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών και, όταν αποφοίτησε, διορίστηκε καθηγητής Ιχνογραφίας και Καλλιγραφίας στη Βαρβάκειο Ακαδημία. Το επάγγελμα αυτό συνέχισε να το ασκεί μέχρι τη συνταξιοδότησή του παράλληλα με τη φωτογραφία. Δεν σταμάτησε όμως να ζωγραφίζει με παστέλ, ακουαρέλες και λάδια, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις και τοπία. Στη φωτογραφία, με την οποία ασχολήθηκε γύρω στα 1893, είχε δάσκαλό του τον Ιωάννη Λαμπάκη. Φαίνεται ότι οι γνώσεις και οι εμπειρίες που είχε αποκομίσει μέχρι τότε αρκούσαν για να πείσουν τον Νικόλαο Μπίρκο να συνεταιριστεί, το 1895, μαζί του στον Πειραιά στο «Καλλιτεχνικόν Φωτογραφείον Ν. Μπίρκος - Ε. Μπούκας». Για ένα χρόνο ο Μπούκας ήταν υπεύθυνος γι' αυτό και για το κεντρικό του στην Αθήνα, όταν ο Μπίρκος επισκεπτόταν το άλλο κατάστημά του στην Πάτρα. Εκτός των άλλων, επιχρωμάτιζε και τις προσωπογραφίες όταν οι πελάτες των φωτογραφείων αυτών το ζητούσαν. Το 1897 εργάστηκε κοντά στον Carl Merlin, μέχρι το θάνατο του τελευταίου, τον Απρίλιο του 1898.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΜΠΟΥΚΑΣ. ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΜΠΟΥΚΑ.
Από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής ενασχόλησής του με τη φωτογραφία, ο Ε. Μπούκας ανέπτυξε έντονη συνδικαλιστική δράση. Το 1905 εξελέγη γραμματέας του Συνδέσμου των εν Ελλάδι Φωτογράφων (ΣΕΦ), γεγονός που αποδεικνύει ότι το σωματείο αυτό ιδρύθηκε το 1905 και όχι το 1916. Μέχρι το 1915 ο Μπούκας εργαζόταν στην αφάνεια, γι' αυτό και δεν αναφέρεται ως φωτογράφος στους Εμπορικούς Οδηγούς. Αυτό οφειλόταν στο ότι ήταν υπάλληλος στο Δημόσιο, γεγονός που δεν του επέτρεπε να εμφανίζεται και ως ελεύθερος επαγγελματίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα συνεργάστηκε με τον Μιχαήλ Καλιαμπέτσο στο «Μέγα Αμερικανικόν Φωτογραφείον» του τελευταίου. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 1914, χρονιά κατά την οποία δημοσίευσε καλλιτεχνικές φωτογραφίες του στο περιοδικό Ελλάς του Σπόρου Ποταμιάνου. Το 1915 άνοιξε δικό του φωτογραφείο στην οδό Σταδίου 53. Ένα μέρος του εξοπλισμού του προερχόταν από το φωτογραφείο του C. Merlin, το οποίο είχε αγοράσει όταν έκλεισε. Στον πρώτο όροφο ήταν το φωτογραφείο, το ατελιέ ζωγραφικής και η αίθουσα για ρετούς. Στον δεύτερο ήταν το σπίτι του φωτογράφου.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ. ΑΘΗΝΑ 1920 C. ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΕΛΙΑ.
Το 1916, με την ανασύσταση του Συνδέσμου Ελλήνων Φωτογράφων, εξελέγη και πάλι γραμματέας του. Το φωτογραφείο του σύντομα έγινε το στέκι πολιτικών, στρατιωτικών και διανοουμένων που ανήκαν στον δημοκρατικό χώρο, οι οποίοι ταυτόχρονα φωτογραφίζονταν στο ατελιέ του. Ανάμεσά τους ο Ε. Βενιζέλος, ο Ν. Πλαστήρας, ο Α. Παπαναστασίου, ο Δ. Γούναρης, ο Α. Χατζηκυριάκος κ.ά. Στη μακρόχρονη καριέρα του ο Ε. Μπούκας ασχολήθηκε αποκλειστικά με το πορτρέτο στο στούντιο. Το έργο του χαρακτηρίζεται από μια λιτότητα που έντεχνα συντελεί στην προβολή των μοντέλων του. Οι πόζες που τους δίνει δεν είναι στατικές, επιδιώκοντας πρωτότυπες προσεγγίσεις. Πολλές φορές εκμεταλλεύεται το «φλου αρτιστίκ», για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα. Ο Μπούκας απέκτησε τέσσερα παιδιά από τα οποία ο Γεώργιος και ο Φίλιππος έγιναν φωτογράφοι. Συνταξιοδοτήθηκε το 1943, αλλά συνέχισε να πηγαίνει στο φωτογραφείο το οποίο είχε πια αναλάβει ο γιος του Γεώργιος.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΜΠΟΥΚΑΣ (1879-1941)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΟΥΚΑΣ : ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΠΡΟΦΙΛ, ΠΕΡ. 1935
Ο Γεώργιος Βουγιούκας γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή της Μυτιλήνης. Το 1896 ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών όταν έφυγε με τον αδελφό του Ευστάθιο για την Αγγλία. Ο Γεώργιος Βουγιούκας διδάχθηκε τη φωτογραφία κοντά στους φωτογράφους με τους οποίους δούλεψε. Σύμφωνα με μαρτυρίες, φοίτησε και σε μια σχολή ζωγραφικής. Αργότερα άνοιξε το δικό του ατελιέ στον αριθμό 120 της οδού Μάιλ Εντ, στο Ηστ Εντ. Από τότε άρχισε να χρησιμοποιεί, για συντομία, το επώνυμο Μπούκας (Geo Boucas), με το οποίο και έγινε γνωστός. Στο φωτογραφείο του ανέπτυξε και τις ζωγραφικές του ικανότητες χρωματίζοντας τις μεγεθύνσεις των φωτογραφικών πορτρέτων όταν του το ζητούσαν οι πελάτες του. Παράλληλα ζωγράφιζε και πίνακες, κυρίως προσωπογραφίες, με λάδια και κάρβουνο. Το 1912 άνοιξε φωτογραφείο στη Σμύρνη, διατηρώντας παράλληλα το φωτογραφείο του Λονδίνου. Στην εφημερίδα Αμάλθεια της Σμύρνης, το 1912, υπάρχει ειδοποίηση για την έναρξη των εργασιών του φωτογραφείου του: «Γ. Μπούκας. ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ (ΑΡΤΙ ΑΦΙΧΘΕΙΣ ΕΚ ΛΟΝΔΙΝΟΥ). ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΧΝΙΚΗ, ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΦΕΥΡΕΣΕΩΝ. ΟΔΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ (ΕΝΑΝΤΙ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ)». Το 1914, με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκε να κλείσει το φωτογραφείο του στη Σμύρνη επειδή ήταν Βρετανός υπήκοος και να επιστρέφει στο Λονδίνο. Το 1917 όμως, όταν η Ελλάδα με το κίνημα της Εθνικής Άμυνας της τριανδρίας Βενιζέλου/Δαγκλή/Κουντουριώτη προσχώρησε στην παράταξη της Αντάντ, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άνοιξε φωτογραφείο στο τέρμα της
ΑΥΤΟΠΟΡΤΡΕΤΟ ΜΕ ΚΑΡΒΟΥΝΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΟΥΚΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΟΥΚΑΣ : ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΝΗΠΙΟΥ ΜΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΤΟΥ
οδού Φιλελλήνων απέναντι από την αγγλικανική εκκλησία. Πολύ σύντομα, βοηθούμενος και από τη διεθνή φήμη που είχε αποκτήσει, έγινε ο φωτογράφος των διανοουμένων της Αθήνας καθώς και των προσωπικοτήτων της πολιτικής ζωής του τόπου. Ο Μπούκας, εκτός από καλός φωτογράφος, ήταν και καλλιτέχνης με ευρύτερα ενδιαφέροντα. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου το φωτογραφείο του έγινε εντευκτήριο καλλιτεχνών. Από τους πιο τακτικούς ήταν οι ζωγράφοι Β. Γερμενής, Λουκάς και Απόστολος Γεραλής, ο λογοτέχνης Δημοσθένης Βουτυράς, ο ηθοποιός Αιμίλιος Βεάκης κ.ά. Πελάτες του ήταν επίσης πολιτικοί και άλλες γνωστές προσωπικότητες. Ανάμεσά τους ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο Παύλος Κουντουριώτης και ο Ανδρέας Ζαΐμης. Ήταν φυσικό επακόλουθο να γίνει και ο επίσημος φωτογράφος του βασιλιά, αφού ο ίδιος ήταν δηλωμένος βασιλικός. Εκτός από τους βασιλείς, όμως, φωτογράφισε την Αυλή και πολλούς πρίγκιπες.
Ο Μπούκας είχε μια μοναδική ικανότητα να πλησιάζει το μοντέλο του και να κατορθώνει όχι απλά να το φωτογραφίζει, αλλά να αποδίδει την εσωτερικότητά του, να φτιάχνει δηλαδή ένα ψυχογράφημά του. Απέφευγε να χρησιμοποιεί ηλεκτρικούς προβολείς και προτιμούσε τον φυσικό φωτισμό, τον οποίο ήλεγχε με παραπετάσματα και κουρτίνες που βρίσκονταν πίσω από τη γυάλινη οροφή του φωτογραφείου του. Η διαδικασία αυτή ήταν πολύπλοκη και απαιτούσε τέλεια γνώση του φωτισμού για να μπορέσει κανείς να την ελέγξει. Μαθητής και βοηθός του, κατά την περίοδο 1931-1937 περίπου, υπήρξε ο γνωστός φωτογράφος Σπύρος Μελετζής, ο οποίος μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον αυστηρό Δάσκαλο που του έμαθε να «βλέπει» το φως. Ο Μπούκας διατήρησε για μεγάλο διάστημα το φωτογραφείο του στη Βρετανία, τη διεύθυνση του οποίου είχε αναλάβει ένας συνεργάτης του.
Κατά διαστήματα έκλεινε το φωτογραφείο της Αθήνας και ταξίδευσε στο Λονδίνο για να παρακολουθήσει την πορεία των εργασιών του εκεί φωτογραφείου του. Μια πρωτότυπη για την εποχή της δίκη που έγινε στο Λονδίνο έκανε τον Μπούκα περισσότερο γνωστό στο εξωτερικό. Το 1927 η Αγγλίδα Annie Besant (Αννι Μπέζαντ), πρόεδρος της Παγκόσμιας Θεοσοφικής Εταιρείας, παρουσίασε έναν 25χρονο τότε Ινδό ονόματι Κρισναμούρτι, του οποίου είχε αναλάβει την επιμέλεια, την ανατροφή και τη μόρφωση από τότε που ήταν μικρός. Και αυτό γιατί οι θεοσοφιστές πίστευαν ότι ο νεαρός Κρισναμούρτι αποτελούσε την ενσάρκωση του αναμενόμενου «παγκόσμιου εκπαιδευτή». Είχε ανακηρυχθεί αρχηγός του Τάγματος του Αστέρος (που ο ίδιος διέλυσε το 1929) και είχε αποκτήσει σε πολύ λίγο χρόνο πάρα πολλούς πιστούς οπαδούς. (Ο Κρισναμούρτι είχε έρθει και στην Ελλάδα το 1930 και το 1933.). Ο Μπούκας είχε κάνει στο στούντιο του ένα φωτογραφικό πορτρέτο του Κρισναμούρτι. Αργότερα, κάποιοι οπαδοί του έδωσαν τη φωτογραφία αυτή σε άλλον φωτογράφο για να την αντιγράψει και να εκτυπώσει μια μεγάλη σειρά αντιτύπων. Ο Μπούκας, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, διεκδίκησε τα πνευματικά δικαιώματά του για τη χρήση της αρχικής φωτογραφίας του. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που προέκυπτε τέτοιο θέμα στο χώρο της φωτογραφίας. Η δίκη είχε πολλές αναβολές και κράτησε τέσσερα χρόνια. Λόγω της πρωτοτυπίας που παρουσίαζε η υπόθεση, απασχόλησε συχνά τις εφημερίδες. Έτσι, όταν στο τέλος δικαιώθηκε και αναγνωρίστηκαν τα πνευματικά δικαιώματά του, με το σκεπτικό ότι η φωτογραφία είναι έργο τέχνης και πνευματικής δημιουργίας, η δημοσιότητα που είχε δοθεί εκτόξευσε τη φήμη του Μπούκα, του οποίου η πελατεία αυξήθηκε, ιδιαίτερα ανάμεσα στην καλή κοινωνία του Λονδίνου. Ο Μπούκας υπήρξε εξαιρετικός πορτρετίστας φωτογράφος, ο καλύτερος κατά τη γνώμη του γράφοντος, στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Όπως αναφέρθηκε, δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τεχνητό φωτισμό ή άλλους νεωτερισμούς, και αυτό είναι το μόνο σημείο για το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί «κλασικός». Στην απόδοση όμως της προσωπικότητας των φωτογραφούμενων έχει τη μοναδική ικανότητα να δημιουργεί «ψυχογραφήματα» και όχι απλές φωτογραφίες. Η ικανότητά του αυτή δεν περιοριζόταν μόνο στους διάσημους και επώνυμους που φωτογράφιζε, αλλά επεκτεινόταν και στον κάθε άνθρωπο, με ιδιαίτερη έμφαση και ευαισθησία στα μικρά παιδιά. Το αυστηρά λιτό περιβάλλον και τα μονόχρωμα φόντα ήταν τα μέσα του χρησιμοποιούσε στο στούντιο του, ενώ το καθημερινό περιβάλλον του σπιτιού ή του γραφείου αποτελούσε το φόντο για τα περιβαλλοντικά πορτρέτα του. Ο Παύλος Νιρβάνας, ο σύγχρονός του λογοτέχνης, έγραψε στην Εστία, το 1930, το πρώτο του αισθητικό δοκίμιο στη θέση του καθημερινού του χρονογραφήματος με τίτλο «Είναι τέχνη η φωτογραφία». Ως κύριο παράδειγμα για την τεκμηρίωση του δοκιμίου του ήταν ο φωτογράφος Γεώργιος Μπούκας:



Κατά περιόδους οργάνωνε στο φωτογραφείο του εκθέσεις, όπως αυτή που αναγγέλλεται σε ολοσέλιδη διαφήμιση στην τελευταία σελίδα του περιοδικού Εβδομός το 1932: «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΚΘΕΣΙΣ Γ. ΜΠΟΥΚΑ. ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ. ΤΕΡΜΑ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡ. 28». Ο Μπούκας πέθανε το 1941 σε ηλικία 62 χρονών μέσα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Οι φωτογραφίες του είναι δυσεύρετες, γιατί δεν τις είχε παραγάγει σε μεγάλο αριθμό. Το πολύ σημαντικό αρχείο του δόθηκε από τη δεύτερη γυναίκα του σε μια βιοτεχνία που χρησιμοποίησε τις αρνητικές γυάλινες πλάκες του για να κατασκευάσει καθρεφτάκια. Εκτός από φωτογράφος, υπήρξε και δάσκαλος για πολλούς φωτογράφους που εργάστηκαν κατά διαστήματα κοντά του. Η θεωρητική του κατάρτιση του επέτρεψε να διαμορφώσει συνθετικές και αισθητικές απόψεις που τις υλοποιούσε μέσα από τα πορτρέτα του. Δίκαια λοιπόν θα τον αποκαλούσα τον Hugo Erfurth της Ελλάδος. Ο Erfurth (Χούγκο Έρφουρτ, 1874-1948) υπήρξε ο πιο σημαντικός Γερμανός πορτρετίστας φωτογράφος την περίοδο του Μεσοπολέμου και ο τρόπος που φωτογράφιζε πορτρέτα έχει πολλά κοινά σημεία με την τεχνοτροπία του Γεωργίου Μπούκα.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΑΚΗΣ (1880-1945)
Η ΕΛΕΝΗ ΞΑΝΘΑΚΗ, Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ, ΠΟΖΑΡΕΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΤΕΡΑΣΤΙΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ.
Ένας ακόμα δυναμικός φωτογράφος ο οποίος ασχολήθηκε κυρίως με το πορτρέτο στο στούντιο. Γεννήθηκε στη Σύρο το 1880. Από νεαρή ηλικία εργάστηκε στην Ηλεκτρική Εταιρεία της Σύρου, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις Καλές Τέχνες. Έγραφε ποιήματα και θεατρικά έργα, ζωγράφιζε και έφτιαχνε σκίτσα. Ασχολήθηκε επίσης με τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία, αρχικά ερασιτεχνικά, ενώ μετά το 1907 περίπου άρχισε να εργάζεται για μεγάλα διαστήματα στο φωτογραφείο του γνωστού φωτογράφου της Σύρου Ιωάννη Κόκκινου, παράλληλα με την πρωινή του εργασία. Γύρω στα 1920 άνοιξε δικό του φωτογραφείο στην πλατεία Μιαούλη. Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στην οδό Ρόμβης 22.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΑΚΗΣ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ, ΣΕ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟ ΦΕΙΓ-ΒΟΛΑΝ, ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΥ ΕΘΕΣΕ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ.
Από πολύ νωρίς ανέπτυξε ενεργό συνδικαλιστική δράση και το 1927 εκλέχτηκε πρόεδρος των Ελλήνων Φωτογράφων. Την περίοδο του Μεσοπολέμου εναλλασσόταν στην προεδρία του σωματείου με τον φωτογράφο Δημήτριο Σπίγγο, ο οποίος ήταν ο μεγάλος του αντίπαλος στο συνδικαλισμό. Διετέλεσε επίσης μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και ανεξάρτητος υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο δήμο της Αθήνας. Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας είχαν δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στέγης, με αποτέλεσμα ο φωτογράφος να μετακινείται συχνά, στην προσπάθειά του να βρει τον κατάλληλο χώρο για το ατελιέ του. Το 1935 μεταστεγάστηκε στο ισόγειο του Μεγάρου Δεμερτζή, στην οδό Σταδίου 7α, και τελικά στον α' όροφο του ίδιου κτιρίου. Λόγω των γνώσεων που είχε αποκτήσει στην Ηλεκτρική Εταιρεία, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε ηλεκτρικά φώτα στο στούντιο του. Στο φωτογραφείο του εργάστηκαν και εκπαιδεύτηκαν φωτογράφοι όπως ο Αριστείδης Χατζηαριστείδης και ο Αναστάσιος Κουτσούκος. Κατά τη δεκαετία του '30 η καλλιτεχνική του παρουσία ήταν εμφανής. Το 1933 δημοσίευσε καλλιτεχνικές φωτογραφίες του σε τεύχη του περιοδικού Καινούργια Τέχνη και το 1938 συμμετείχε στη
I. ΞΑΝΘΑΚΗΣ. Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ. ΕΠΙΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ.
I. ΞΑΝΘΑΚΗΣ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥ, Η ΟΠΟΙΑ ΛΕΥΚΑΝΘΗΚΕ ΧΗΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΠΙΖΩΓΡΑΦΙΣΤΗΚΕ.
φωτογραφική έκθεση που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Πειραματίστηκε με όλες τις πρωτοποριακές τεχνικές που ήταν στη μόδα εκείνη την εποχή, όπως η βρωμοελαιοτυπία (bromoil), η ανθρακοτυπία, η φωτοζωγραφική κ.ά. Δούλεψε ακόμα και την έγχρωμη φωτογραφία, που τότε βρισκόταν ακόμα σε πειραματικό στάδιο, με τεχνικές όπως η Duxochrome και η Pinatype. Ο I. Ξανθάκης πέθανε στις 4 Μαρτίου 1945. Το φωτογραφείο του ανέλαβε ο γαμπρός του Γεώργιος Σαλλούστρος, ο οποίος όμως δεν είχε σχέση με τη φωτογραφία, σε συνεργασία με τη σύζυγο του φωτογράφου Ελένη Ξανθάκη.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΑΚΗΣ (ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΘΙΣΤΟΣ) ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ Ο ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ.
Το ανέλαβε κατόπιν ο πρώην βοηθός του Αναστάσιος Κουτσούκος, που το κράτησε μέχρι το 1948. Κατόπιν ήρθε ο Σωκράτης Σπαβέρας μέχρι το 1950 και, τέλος, ο φωτο-γράφος Νικόλαος Ρίζος. Το φωτογραφείο έκλεισε οριστικά στις 30 Ιουνίου 1955, όταν το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν κατεδαφίστηκε. Μέχρι το τέλος διατηρούσε την επωνυμία «Φώτο Ξανθάκης».

Φωτογραφίες του Ιωάννη Ξανθάκη από τις ψηφιοποιημένες συλλογές του Ε.Λ.Ι.Α.





ΕΛΛΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (1906-1993)
Η Έλλη Παπαδημητρίου είναι μία ακόμη Ελληνίδα φωτογράφος που δραστηριοποιήθηκε κατά το Μεσοπόλεμο. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1906, μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε γεωπονική στην Αγγλία. Ο πατέρας της, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος και ήταν εκείνος που τη μύησε στη φωτογραφία. Την περίοδο 1925-1936 εργάστηκε στην Επιτροπή Αποκατάστασης των Προσφύγων, που υπαγόταν στην Κοινωνία των Εθνών. Παράλληλα συνεργαζόταν με τον Ootave Merlier (Οκτάβιο Μερλιέ) και τη σύζυγό του, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Η δουλειά αυτή τής επέτρεπε να ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα. Μέρος του φωτογραφικού της έργου, που είναι λιγότερο γνωστό, εκδόθηκε τη δεκαετία του 70 σε τρία λευκώματα με τον γενικότερο τίτλο Παλιές φωτογραφίες από τις εκδόσεις Ερμής: Ήπειρος-Μακεδονία (1977), Νησιά και Αθήνα-Καισαριανή-Πειραιάς. Ενδιαφέρθηκε λιγότερο για τη δημιουργία φωτογραφιών τέχνης και περισσότερο για τη διάσωση διαφόρων μορφών λαϊκής έκφρασης. Αναγνωρίζοντας την καταγραφική αξία των φωτογραφιών της το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη απέκτησε, ήδη από το 1976, ικανό αριθμό αρνητικών της. Το σύνολο του φωτογραφικού της αρχείου δωρήθηκε στο Μουσείο το 1998. Στον πρόλογο του βιβλίου της Ήπειρος-Μακεδονία η ίδια γράφει σχετικά: «Οι φωτογραφίες αυτές έχουν τραβηχτεί '28-'31 μεσοπολεμικά, σε περιοδείες για την προσφυγική αγροτική αποκατάσταση. Χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, "... βάστα λίγο το μουλάρι..“.. .κάντε λίγο παρά δω...", θέματα έτοιμα, πλήθος, σκηνοθεσία καμία. Μηχανή ένα κουτί KODAK 6 1/2 x 77, πότε-πότε και μια της υπηρεσίας 8x10 πιο περίπλοκη, δανεικιά. Μερικές μεγεθύνσεις, τυχαίες κι αυτές, ζωντανέψανε ωστόσο χτίσματα, τοπία, μορφές, συνήθειες, κάτι μαστοριές της εποχής εκείνης και την αδρή ουσία τους σωστά. Η συστάδα τούτη, δικαιώνει πιστεύω την έκδοση τούτη. Σήμερα μάλιστα που η τουριστική αξιοποίηση αλλοιώνει ασύδοτα, συχνά και γελοιογραφεί την όψη της χώρας. Όπως και την ιστορία μας. Όπως και την πραγματική μας ανάπτυξη». Οι φωτογραφίες της Παπαδημητρίου είναι «άμεσες», χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης του χώρου και των ανθρώπων του. Πρόκειται για φωτογραφίες ρεαλιστικές, μερικές φορές λίγο «σκληρές» στον τρόπο προσέγγισης των θεμάτων, αλλά πάνω απ' όλα αληθινές. Η Φανή Κωνσταντίνου, υπεύθυνη του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, και η Ειρήνη Μπουντούρη, επιμελήτρια του ίδιου Μουσείου, σε άρθρο τους αναφέρουν: «[...] Οι 1.000 λήψεις της Έλλης Παπαδημητρίου, διάσπαρτες επιλογές στο χρόνο και το χώρο της Ελλάδας του 20ού αιώνα, δεν ακολουθούν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο καταγραφής. [...] Απαλλαγμένες από κάθε λαογραφική προσέγγιση και πρόθεση συγκέντρωσης και ταξινόμησης, μαρτυρούν τη ζωή των ανθρώπων και του τόπου με μοναδικό άξονα την πορεία προς την καρδιά των πραγμάτων. Σπαράγματα του χρόνου και του χώρου, όπου διαφαίνεται ωστόσο το ενασκημένο μάτι που διακρίνει το αυθεντικό, το αξιόλογο, το αναγκαία ωραίο. Το πλαισίωμα της φωτογραφίας είναι τυχαίο, το θέμα ενίοτε απόκεντρο, η "μαγική στιγμή" αδιάφορη. Το τοπίο δεν εξυμνείται ειδικά, η ανθρώπινη παρουσία δεν προβάλλεται ως ύψιστη αξία [...]». Η Έλλη Παπαδημητρίου είναι περισσότερο γνωστή ως δόκιμη συγγραφέας και ποιήτρια. Σημαντικό έργο της είναι ο Κοινός Λόγος (εκδ. Ερμής, 2003), για το οποίο ο Αλ. Κοτζιάς έγραψε στην Καθημερινή: «Πολύτιμο απόκτημα, άξιο να διαβαστεί όσο πιο πλατιά γίνεται, αλλά και να μελετηθεί σοβαρά από μια σειρά ειδικών: κοινωνιολόγους, πολιτικούς, λογοτέχνες, ψυχολόγους, γλωσσολόγους, κ.λπ.». Μέσα στον πόλεμο κυκλοφόρησαν και οι ποιητικές συλλογές της Απόκριση και Ποιητική γνώση, καθώς και το θεατρικό της ποίημα Ανατολή.










ΜΑΡΙΑ ΧΡΟΥΣΑΚΗ (1899-1972)
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1899, την ίδια χρονιά με τη Nelly's, αλλά η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν κόρη του εύπορου εισοδηματία Ιωάννη Χρουσάκη και της Κλεονής Αθηνογένη. Θείος της ήταν ο Στέφανος Σκουλούδης, το μέγαρο του οποίου βρισκόταν μέχρι το 1936 στην πλατεία Συντάγματος, στη θέση του ξενοδοχείου «King George». Δάσκαλός της στην καλλιτεχνία ήταν ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος. Με τη φωτογραφία ασχολήθηκε ερασιτεχνικά. Η Χρουσάκη ταξίδεψε συστηματικά στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 1932 υπήρξε εθελόντρια του ΕΕΣ, και πρόσφερε τις υπηρεσίες της ως νοσοκόμα στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στο αλβανικό μέτωπο, στον Εμφύλιο και τα χρόνια της Ανασυγκρότησης. Οι εμπειρίες της καταγράφηκαν με το φακό της μηχανής της, δημιουργώντας μια πολύ σημαντική συλλογή φωτογραφικών εικόνων. Το 1949 συμμετείχε με φωτογραφίες της στην έκθεση ελληνικών φωτογραφιών και λαϊκής τέχνης που διοργανώθηκε στο Λονδίνο. Φίλη με τη Βούλα Παπαϊωάννου, ταξίδεψε μαζί της σε πολλές από τις φωτογραφικές περιηγήσεις της. Μεταξύ άλλων, φωτογραφίες της από της αρχαιότητες της Ελλάδας έχουν δημοσιευτεί σε ένα μικρό διαφημιστικό λεύκωμα στα αγγλικά, με τίτλο Greece-American Express (εκδ. Πυρσός, 1938). Το γεγονός ότι η ίδια απέφευγε να δημοσιεύει και να εκθέτει το έργο της την κράτησε στην αφάνεια μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα. Διετέλεσε μέλος της ΕΦΕ και το 1968 τιμήθηκε με τον τίτλο AFIAP. Το 1971 το φωτογραφικό της αρχείο, αποτελούμενο από 15.000 αρνητικά και 25 λευκώματα με μαυρόασπρες φωτογραφίες, δωρήθηκε από την ίδια στην Εθνική Πινακοθήκη. Πέθανε στην Αθήνα έναν χρόνο αργότερα. Τον Απρίλιο του 2000, η Εθνική Πινακοθήκη, παράλληλα με την έκθεση του έργου της, κυκλοφόρησε ένα λεύκωμα με τίτλο Μαρία Χρουσάκη - Φωτογραφίες 1917-1958. Αναφερόμενος σε αυτό, σε άρθρο του στην Καθημερινή, με τον τίτλο «Εικόνες από τη μέσα Ελλάδα», ο Νίκος Βατόπουλος αναφέρει: «Η Μαρία Χρουσάκη φωτογραφίζει άλλοτε ιδεαλιστικά και άλλοτε αισθαντικά μία αληθινή πτυχή της ελληνικής περιπέτειας. Ακόμα κι όταν προσέρχεται αθώα για να αποτυπώσει απλώς τη στιγμή, ο φακός της αιχμαλωτίζει έναν ολόκληρο κόσμο, την ιστορία εν τω γενάσθαι, τους ανθρώπους στο μεταίχμιο, μεταξύ φθοράς και ελπίδας [...]».
Άλκης Ξ. Ξανθάκης


from ανεμουριον https://ift.tt/34OMvJS
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη