Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στο χωριό Βιζώ ή Βιζύη της Θράκης το 1849. Καθώς έμεινε ορφανός από πολύ μικρός, σε ηλικία 12 ετών έφυγε για την Πόλη για να μάθει ραπτική κοντά σ’ ένα θείο του. Ο θείος του πέθανε σε λίγον καιρό και τον έστειλαν συστημένο στην Κύπρο. Έτσι το 1867 βρέθηκε υποτακτικός του δεσπότη, να ασκείται και να κάνει θελήματα, φορώντας ράσο και το σκούφο τού αναγνώστη. Αλλά ένα ερωτικό επεισόδιο έγινε αφορμή να φύγει από τον δεσπότη. Ο Βιζυηνός πήγε τότε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και μαθήτευσε κοντά στον τυφλό ποιητή Τανταλίδη. Αρχισε να συνθέτει και τα ποιητικά του πρωτόλεια, που η έκδοσή τους έγινε αφορμή να κερδίσει την εύνοια και την υποστήριξη του πλούσιου Γ. Ζαρίφη. Με έξοδα του Ζαρίφη σπούδασε στο αθηναϊκό Πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (Γκέττινγκεν, Βερολίνο, Λειψία) και υπήρξε μαθητής του Λότζε και φίλος του Βουντ. Παράλληλα με τις σπουδές του, της φιλοσοφίας και της αισθητικής, απέκτησε ευρύτερη κουλτούρα ταξιδεύοντας σε διάφορες πόλεις, επισκεπτόμενος μουσεία και εμβαθύνοντας στη μουσική. Τα ποιήματά του, που άρχισαν να δημοσιεύονται στα περιοδικά της Αθήνας, προκαλούσαν αίσθηση. Το 1874 ο Βιζυηνός κατέβηκε στην ελληνική πρωτεύουσα. Βραβεύθηκε στο σχετικό διαγωνισμό για το θεατρικό του έργο «Ο Κόδρος» και νίκησε τον Ραγκαβή και τον Άγγελο Βλάχο στον Βουτσιναίο διαγωνισμό με τις «Βοσπορίδες Αύρες» του. Το 1882 έφυγε στο Παρίσι και το 1883 πήγε στο Λονδίνο. Ο Βιζυηνός, εκτός από το θεατρικό του έργο και τις «Βοσπορίδες Αύρες», τις «Ατθίδες Αύρες» (1884) και τα «Ποιήματα» (1916), έγραψε και τα διηγήματα «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» (που γράφτηκε στο Λονδίνο και δημοσιεύθηκε στην «Εστία»), «Ποιος ήτο ο Φονεύς του Αδελφού μου», «Το Μόνον της Ζωής του Ταξίδιον», «Μοσκώβ Σελήμ» και «Αι Συνέπειαι μιας Παλαιάς Ιστορίας». Ποιητής, πεζογράφος και αισθητικός, αρχίζοντας με την καθαρεύουσα και προσανατολισμένος στη δημοτική, ο Βιζυηνός πέρασε ανάμεσα από τα πρόσωπα και τα πράγματα της εποχής του φορώντας την ασπίδα της ευρωπαϊκής του καλλιέργειας, πράγμα που τον προφύλαξε από τα ρομαντικά ψεύδη, τους πατριωτικούς στόμφους και τις γλωσσικές υπερβολές. Ωστόσο, ο θάνατος του χορηγού του Ζαρίφη διέκοψε απότομα τις ευκαιρίες για ξέγνιαστη περιπλάνηση στα διεθνή κέντρα. Γύρισε στην Ελλάδα όπου επιδίωξε να γίνει καθηγητής του Πανεπιστημίου, αλλά συνάντησε επίμονες αντιδράσεις. Η απώλεια του πολύτιμου χορηγού του, η μικρότητα των Ελλήνων αντιζήλων του, η ξαφνική αλλαγή της ζωής του, τον έρριξαν σε απότομες μεταπτώσεις μελαγχολίας, που επιτάθηκαν από έμμονες ιδέες, όπως η εκμετάλλευση ενός μεταλλείου στην πατρίδα του, κ.λπ. Έγινε καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών κι ερωτεύθηκε τη μικρή μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη. Ήταν ένας έρωτας μυστικός και απελπισμένος, που όταν η ψυχοπάθειά του έφτασε στο κατακόρυφο, αποπειράθηκε να τον εξωραΐσει με μια απαγωγή κι ένα γάμο. Οι φίλοι του, που πήγαν να τον παραλάβουν από το δωμάτιό του, τον βρήκαν έτοιμο γαμπρό, ανάμεσα σε αναμμένες λαμπάδες και σκορπισμένα ροδόφυλλα. Τον έπεισαν πως ο γάμος θα γινόταν σ’ ένα γραφικό ξωκλήσι, όπου τάχα τον περίμενε η Μπετίνα. Τον έβαλαν σ’ ένα αμάξι και, αντί για το εκκλησάκι τον οδήγησαν στο Δρομοκαΐτιο. Έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια, ώς το θάνατό του, στις 15 Απριλίου 1896. Στο ψυχιατρείο γράφηκε το περίφημο ποίημά του που κάνει την τραγική διαπίστωση:
Στίχοι τοῦ φρενοκομείου
Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά,
έτσι σε μιαν ώρα,
μες σ'αυτή την χώρα
όλα αλλάξαν τώρα!
Και απο τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.
Νιοί και νιές που περπατούν
και φαιδρά με χαιρετούν,
η φαιδρότη των θα λείψη
άμα ιδούνε να προκύψη
η ιδική μου θλίψη.
Ως και τα μικρά παιδιά
που έχουν εύθυμη καρδία
κάμνουν πρόσωπο θλιμμένο
σαν με βλέπουν να διαβαίνω
τον ορφανεμένο.
Εις τον πρίνο, στην ελιά
τα γλυκόφωνα πουλιά,
που 'ναι για να κελαηδούνε,
και τον ίσκιο μου να ιδούνε
σιωπούνε.
Και ο γαλάζιος ουρανός
σαν τον βλέπω, ορφανός
όψη στρέφει·
φως τα ωραία του νέφη
δεν τα στέφει.
Και η θάλασσα η πλατιά,
δίχως μάτια, δίχως 'φτιά
όταν νιώση το αργό μου βήμα,
ησυχάζει πια το κύμα,
σαν να κλαίη: Αχ, τι κρίμα!
Στο λιβάδι το βαθύ
η φωνή μου να ακουσθή,
τα φαιδρά τα πεταλούδια
παραιτούνε τα λουλούδια,
τα τραγούδια!
Και το ρυάκι, που λαλεί
παραμύθια και π' λαλεί,
στην σκιάν μου σαν διαβαίνη,
σιωπά και μένει
και δεν κρένει.
Και το αγέρι το φαιδρό,
εις το φύλλωμα το αδρό,
σαν με νιώση,
δεν μπορεί πλέον να δώση
αρωμάδα τόση.
Μον' ο άγριος ο βοριάς
κρύος, μελανής θωριάς,
καβαλάρης πάνω στ'ατι
μου σφυρίζει στ΄αυτί κάτι
και διατάττει:
Μες στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά·
σερνώ το βαρύ μου βήμα
σ' ενα μνήμα!
Τον σταυρό τον αψηλό
αγκαλιά γλυκοφιλώ
το μυριάκρυβο ονομά της,
κι απ' τα χώματα της
η φωνή της η χρυσή
μου φωνάζει “έλα και σύ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου
και κοιμήσου!”
Τα έργα του Βιζυηνού είναι: «Ποιητικά Πρωτόλεια», 1873. «Ο Κόδρος», επικόν ποίημα, 1874, «Ατθίδες Αύραι», 1883, «Το Αμάρτημα της μητρός μου», «Ποιος ήταν ο Φονεύς του Αδελφού του», «Το Μόνον της Ζωής του Ταξίδιον», «Μοσκώβ Σελήμ» (μαζί με άλλα στο περιοδικό «Εστία», 1883-1895), «Τα Λυρικά», 1953.
ΛΑΜΨΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ
ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 20 ΑΙΩΝΩΝ
from ανεμουριον https://ift.tt/2QrZgUz
via IFTTT