Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Γ' Δούκα η εξουσία περιήλθε στην χήρα του Ευδοκία, η οποία επετρόπευε τους τρεις ανήλικους συμβασιλείς Μιχαήλ, Ανδρόνικο και Κωνσταντίνο. Στην πραγματικότητα, όμως, την εξουσία ασκούσαν ο Μιχαήλ Ψελλός και ο αδελφός του Κωνσταντίνου Δούκα, καίσαρ Ιωάννης Δούκας. Η Ευδοκία, ο Μιχαήλ και ο Ιωάννης Δούκας συνέχισαν την αντιστρατιωτική πολιτική του προκατόχου τους: οι σπατάλες των προηγούμενων αυτοκρατόρων είχαν εξαντλήσει οικονομικώς το κράτος. Ο στρατός είχε υποβαθμιστεί και σε αριθμό και σε πειθαρχία. Η κατάσταση στα σύνορα της Αυτοκρατορίας είχε γίνει κρίσιμη ιδιαίτερα μάλιστα στα ανατολικά, όπου οι Τούρκοι συνέχισαν με μεγαλύτερη ακόμα ένταση τις επιδρομές τους. Η στρατιωτική αντιπολίτευση και η κοινή γνώμη (ιδιαίτερα της Κωνσταντινουπόλεως) παρακολουθούσαν με ανησυχία την κατάσταση και είχαν καταλήξει στη σκέψη ότι ήταν αδήριτη ανάγκη να περιέλθει η αυτοκρατορική εξουσία σε έναν ικανό άνδρα και μάλιστα σ' έναν έμπειρο στρατιωτικό ο οποίος θα μπορούσε να αναδιοργανώσει το στρατό και να δυνηθεί να αποκρούσει τους εχθρούς και μάλιστα τους Σελτζούκους που ήταν οι πιο επικίνδυνοι. Στην αρχή έγινε σκέψη για τον Νικηφόρο Βοτανειάτη. Αλλά η Ευδοκία προτίμησε τελικά τον ωραίο και γενναίο Ρωμανό Διογένη τον οποίο συμπαθούσε εξαιρετικά2 και σχεδίαζε να τον καταστήσει σύζυγο της. Η Ευδοκία αφού απαλλάχτηκε από κάθε κώλυμα, προχώρησε στην εκτέλεση της απόφασης της (να παντρευτεί τον Ρωμανό) με τη συναίνεση και των παιδιών της και του ανδραδέλφου της, του καίσαρα Ιωάννη Δούκα, ο οποίος όμως συμφώνησε χωρίς τη θέληση του και ο οποίος έτρεφε πάντοτε εχθρικά αισθήματα για τον Ρωμανό. Το σχέδιο των δύο ερωτευμένων εφαρμόστηκε ταχύτατα. Τη νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου ο Ρωμανός Διογένης ένοπλος εισέβαλε στα ανάκτορα, όπου αμέσως τελέστηκε ο γάμος του με την Ευδοκία και το πρωί της επομένης 1ης Ιανουαρίου 1068 στέφθηκε αυτοκράτορας με το όνομα Ρωμανός Δ’. Κατάσταση του κράτους.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Οταν ο Ρωμανός Δ' ανήλθε στο θρόνο είχε να αντιμετωπίσει τεράστια εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Ομως ευθύς εξαρχής ο ικανότατος κατά τα άλλα αυτοκράτορας διέπραξε ένα πολύ μεγάλο σφάλμα. Διατήρησε στην εξουσία τον Μιχαήλ Ψελλό, τον καίσαρα Ιωάννη και τους ανθρώπους τους, οι οποίοι όχι μόνο τον αντιπολιτεύονταν αλλά και καραδοκούσαν να τον ανατρέψουν και να τον καταστρέψουν. Ο Ρωμανός υπήρξε άνθρωπος δραστήριος και αποφασιστικός. Δεν απορροφήθηκε από τα θέλγητρα της όμορφης Ευδοκίας, ούτε από την ανακτορική χλιδή3, αλλά με καταπληκτική δραστηριότητα έσπευσε να οργανώσει το στρατό, ο οποίος βρισκόταν σε πλήρη σχεδόν διάλυση.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Οταν ο Ρωμανός Δ' ανήλθε στο θρόνο είχε να αντιμετωπίσει τεράστια εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Ομως ευθύς εξαρχής ο ικανότατος κατά τα άλλα αυτοκράτορας διέπραξε ένα πολύ μεγάλο σφάλμα. Διατήρησε στην εξουσία τον Μιχαήλ Ψελλό, τον καίσαρα Ιωάννη και τους ανθρώπους τους, οι οποίοι όχι μόνο τον αντιπολιτεύονταν αλλά και καραδοκούσαν να τον ανατρέψουν και να τον καταστρέψουν. Ο Ρωμανός υπήρξε άνθρωπος δραστήριος και αποφασιστικός. Δεν απορροφήθηκε από τα θέλγητρα της όμορφης Ευδοκίας, ούτε από την ανακτορική χλιδή3, αλλά με καταπληκτική δραστηριότητα έσπευσε να οργανώσει το στρατό, ο οποίος βρισκόταν σε πλήρη σχεδόν διάλυση.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να στρατολογήσει μισθοφορικό κυρίως στρατό, που όμως δεν ήταν αξιόμαχος . Τόπος συγκεντρώσεως των στρατευμάτων ορίστηκε η περιοχή της Φρυγίας. Ενώ ο Ρωμανός παρασκεύαζε τα στρατεύματα του, ο μέγας σουλτάνος των Τούρκων, ο Αλπ - Αρσλάν (=δυνατό λιοντάρι), είχε ήδη καταλάβει τις ανατολικότερες επαρχίες του Βυζαντίου(Αρμενία, Πόντος, Καππαδοκία).
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΕΛΤΖΟΥΚΩΝ - ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ (1071) Ο Ρωμανός Δ' πραγματοποίησε τρεις εκστρατείες κατά των Σελτζουκων. Περί των εκστρατειών αυτών λεπτομερή περιγραφή μάς παρέχει ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης στην Ιστορία του. Η πρώτη εκστρατεία (1068) η οποία ήταν συγχρόνως και επιθεώρηση των διαφόρων φρουρών και φρουρίων, ξεκίνησε από τη Φρυγία (θέμα των Ανατολικών). Από εκεί ο Ρωμανός προχώρησε προς τη Σεβάστεια και την Τεφρική, τις οποίες απάλλαξε από τις εχθρικές επιδρομές. Από εκεί προχώρησε νότια και έφτασε στη Γερμανίκεια της Βόρειας Συρίας, στις αρχές Οκτωβρίου το 1068. Η σύντομη αυτή εκστρατεία στη βόρεια Συρία απέβλεπε στη χαλάρωση της πίεσης4 που ασκούσαν στην Αντιόχεια οι Αραβες του Χαλεπίου και οι Σελτζούκοι Τούρκοι. Ο αυτοκράτορας αφού ελευθέρωσε την Ιεράπολη της Συρίας, προχώρησε διά των στενών του Ταύρου στην Κιλικία και από εκεί στην Καππαδοκία, όπου άφησε το στρατό του να διαχειμάσει και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη κατά τα τέλη Ιανουαρίου του 1069 για να εξετάσει από κοντά τα διάφορα επείγοντα ζητήματα του κράτους. Η δεύτερη εκστρατεία του Ρωμανού άρχισε την άνοιξη του 1069, αφού προηγουμένως ο Ρωμανός αντιμετώπισε με επιτυχία την ανταρσία του αρχηγού των Φράγκων μισθοφόρων, του Ροβέρτου Κρισπίνου. Από το Δορύλακο ο αυτοκράτορας άρχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Προχώρησε προς την Καισαρεία και τη Λάρισα της Καππαδοκίας. Από εκεί ο γενναίος Ρωμανός επανειλημμένα διέσχισε τη χώρα και έφθασε μέχρι τον Ευφράτη και τη Μελιτηνή διασπείροντας το φόβο και τον τρόμο στους Τούρκους. Επειτα αφού στράφηκε προς τα βόρεια έφτασε μέχρι την Κελτζηνή της λεγομένης κατά την αρχαιότητα Μικράς Αρμενίας και διά μέσου της Κολωνείας στη Σεβάστεια του Πόντου. Στη συνέχεια από τη Σεβάστεια διά μέσου των Τυάνων και της Κυβίστρας έφτασε στην Κλαυδιούπολη της Κιλικίας. (Ζακυθηνός, Ιστορία σελ. 490). Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι σε μια αντεπίθεση τους κατέστρεψαν το Ικόνιο (αρχές του 1069), το οποίο ήταν τότε μια ακμάζουσα πόλη με πολλούς κατοίκους και κοπάδια πολλών ζώων5. Με τις δύο πρώτες εκστρατείες κατόρθωσε ο Ρωμανός να ξεκαθαρίσει τη Μικρά Ασία από τους Τούρκους επιδρομείς, δεν μπόρεσε όμως να καταφέρει εναντίον τους αποφασιστικό πλήγμα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο απεφάσισε να επιχειρήσει και τρίτη εκστρατεία που να είναι καλύτερα προετοιμασμένη. Η τρίτη εκστρατεία του Ρωμανού Δ' κατά των Σελτζουκων του Αλπ-Αρσλάν άρχισε στα τέλη Μαρτίου του 1071. Ο Ρωμανός αποβιβάστηκε στην Ελενόπολη της Βιθυνίας και αφού πέρασε τους ποταμούς Σαγγάριο και Αλυ διά μέσου της Σεβάστειας έφτασε στην Θεοδοσι-ούπολη (σημερινό Ερζερούμ της Αρμενίας). Ο στρατός του Ρωμανού ήταν πολυάριθμος. Οι Ελληνες ιστορικοί της εποχής (Μιχαήλ Ατταλειάτης, Συνεχιστής του Σκυλίτζη, Νικηφόρος Βρυέννιος) τον υπολογίζουν σε 100.000, ενώ οι αραβικές πηγές ομιλούν για μια τεράστια στρατιά 300.000 ανδρών. Ο στρατός αυτός αποτελείτο από Ελληνες (Μακεδόνες και Μικρασιάτες), από Ρώσους (Βαράγγους που αποτελούσαν την αυτοκρατορική φρουρά), Αρμενίους, Χαζάρους Τούρκους, Ούζους, Αλανούς, Ιβηρες, Βούλγαρους, Πατσινάκες, Σλάβους, Φράγκους και άλλους. Ενα ανομοιογενε'ς σύνολο που δεν ήταν δυνατόν να δράσει οργανωμένα" γιατί η συγκρότηση του ήταν χαλαρή και η πειθαρχία του λίαν ευάλωττη. Από τη Θεοδοσιούπολη (σημερινό Ερζερούμ της Αρμενίας) ο Ρωμανός προχώρησε μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του και έφτασε κοντά στην αρμενική πόλη Μαντζικέρτ βόρεια της λίμνης Βαν (αρχαία Θωσπίτις) στη νοτιοανατολική Αρμενία 130 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από τη Θεοδοσιούπολη. Συγχρόνως διε'πραξε δύο αποφασιστικά σφάλματα: πρώτον, χώρισε το στρατό του σε τρία τμήματα. Στο ένα τμήμα ήταν επικεφαλής ο ίδιος, ενώ τα άλλα δύο τμήματα στάλθηκαν το ένα μετά το άλλο υπό την ηγεσία των στρατηγών Ουρσέλιου7 και Ιωσήφ Ταρχανειώ-τη ή Τραχανιώτη για να καταλάβουν την πόλη Χλιάτ που ήταν κοντά στο Μαντζικέρτ. Το δεύτερο σφάλμα του Ρωμανού ήταν το γεγονός ότι αμέλησε να στείλει αγήματα κατασκόπων και ανιχνευτών για να πληροφορηθεί τις θέσεις και τις κινήσεις των αντιπάλων του. Εν τω μεταξύ ο Ρωμανός πολιόρκησε το Μαντζικέρτ και μετά από σφοδρές επιθέσεις ανάγκασε τη φρουρά να συνθηκολογήσει. Ενώ ο Ρωμανός προχωρούσε προς την Αρμενία και κατελάμβανε το Μαντζικέρτ, ο σουλτάνος Αλπ-Αρσλάν βρισκόταν στην Οστρονινή και στη βόρεια Συρία. Δεν είχε αντιληφθεί τη μεγάλη βυζαντινή εκστρατεία.8 Ο Τούρκος σουλτάνος δεν σκεφτόταν να συγκρουστεί με τους Βυζαντινούς. Αντίθετα, μάλιστα ήθελε να έχει φιλικές σχέσεις. Ο άμεσος σκοπός του τώρα ήταν να πολεμήσει κατά των Φατιμί-δων της Αιγύπτου που είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Συρίας. Ενώ, λοιπόν, ο Αλπ-Αρσλάν πολιορκούσε την Εδεσσα, δέχτηκε έναν πρεσβευτή του Ρωμανού, ο οποίος πρότεινε ειρήνη. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή ο σουλτάνος είχε ανάγκη ειρηνικών σχέσεων με το Βυζάντιο. Ομως ,όταν έμαθε την προέλαση των Βυζαντινών στην Αρμενία και στη συνέχεια την πτώση του Μαντζικέρτ, στράφηκε προς τα βόρεια για να υπερασπιστεί τις κτήσεις του στην περιοχή του αρμενικού Βασπουρακάν. Ξαφνικά έφτασε κοντά στο Μαντζικέρτ και άρχισε να παρενοχλεί τους Βυζαντινούς με μικροσυμπλοκές και μικροεπιθέσεις. Ο Ρωμανός απέκρουσε τις πρώτες επιθέσεις και επειδή αποφάσισε να δώσει την κρίσιμη μάχη κατά των Τούρκων στο Μαντζικέρτ ειδοποίησε τα στρατεύματα που είχε στείλει στο Χλιάτ να σπεύσουν να τον ενισχύσουν. Αλλά οι στρατηγοί αυτών των στρατευμάτων Ιωσήφ Ταρχανειώτης ή Τραχανιώτης και ο Νορμανδός Ουρσέλιους είτε από εχθρότητα προς τον Ρωμανό, είτε γιατί βρέθηκαν μπροστά σε ανώτερες εχθρικές δυνάμεις δεν υπάκουσαν στη διαταγή του αυτοκράτορα αλλά επέστρεψαν διά της Μεσοποταμίας στο βυζαντινό έδαφος. Εν τω μεταξύ επειδή ο Ρωμανός δεν γνώριζε την προδοσία των στρατηγών του, τους περίμενε να έρθουν πλησίον του και γι' αυτό ανέβαλε την επίθεση του κατά των Τούρκων. Ενώ συνέβαιναν αυτά, πρεσβευτές του Σελτζούκου σουλτάνου έφτασαν στο στρατόπεδο του Ρωμανού κομίζοντας προτάσεις για συνεννόηση και ειρήνη. Τότε ο Ρωμανός έκανε το τρίτο μεγάλο σφάλμα, το οποίο ήταν βαρύτερο από τα προηγούμενα: επειδή θεώρησε τις προτάσεις του αντιπάλου του ως ένδειξη αδυναμίας ή ως πρόφαση για να κερδίσει χρόνο, δέχτηκε καταρχάς μεν να διαπραγματευθεί, στη συνέχεια όμως παρακινούμενος από τους στρατηγούς του άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να επιτεθεί αυτός πρώτος χωρίς να περιμένει την επιστροφή των Τούρκων πρέσβεων.1’ Η τελική αποφασιστική σύγκρουση έγινε κοντά στο Μαντζικέρτ στις 26 Αυγούστου του 1071. Πρώτος επιτέθηκε ο Ρωμανός με ορμή και αποφασιστικότητα1" αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Ομως η φυγή των Τούρκων ήταν προσποιητή. Ο Αλπ-Αρσλάν υιοθετώντας τη συνηθισμένη νομαδική τακτική προσποιήθηκε αρχικά υποχώρήση αποκόβοντας ε'τσι τον αυτοκράτορα από την οπισθοφυλακή του.11 Εδώ ακριβώς συντελείται το τέταρτο και βαρύτατο σφάλμα του Ρωμανού• είχε διορίσει αρχηγό της οπισθοφυλακής τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του καίσαρα Ιωάννη Δούκα άσπονδου εχθρού του στην Κωνσταντινούπολη. Οπως αργότερα αποδείχτηκε και οι δυο μαζί (πατέρας και γιος) είχαν συνωμοτήσει με σκοπό την ήττα και την καταστροφή του Ρωμανού.12 Η καταδίωξη των τουρκικών δυνάμεων από τις δυνάμεις του Ρωμανού συνεχίστηκε όλη την ημέρα μέχρι αργά το απόγευμα. Επειδή ο Ρωμανός διεπίστωσε ότι δεν ήταν δυνατόν να τους φθάσει και να τους αναγκάσει να δώσουν μάχη, επειδή επίσης φοβόταν μήπως οι Τούρκοι τον παρασύρουν σε ενέδρα και επειδή είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει, διέταξε τη βασιλική σημαία να στραφεί προς τα πίσω. Την απλή αυτή μετακίνηση της βασιλικής σημαίας έσπευσε να την εκμεταλλευτεί ο Ανδρόνικος Δούκας που ήταν αρχηγός της οπισθοφυλακής διαδίδοντας ψευδώς τη φήμη ότι τάχα είχε σημάνει υποχώρηση μετά από την δήθεν σύλληψη και δολοφονία του αυτοκράτορα. Η ψευδής αυτή φήμη διαδόθηκε αστραπιαία στους στρατιώτες της οπισθοφυλακής προκαλώντας τους ακατάσχετο πανικό και από αυτούς στους στρατιώτες της μεσαίας γραμμής που βρίσκονταν πίσω από τον Ρωμανό, που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή.Ο πανικός γενικεύθηκε και μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Εις μάτην ο γενναίος αυτοκράτορας προσπάθησε να συγκρατήσει τους πανικόβλητους στρατιώτες, που δεν αποτελούσαν συγκροτημένο στρατό αλλά συνονθύλευμα έτοιμο να διαλυθεί στην πρώτη δυσκολία.Ηδη προηγουμένως σε κάποια στιγμή της μάχης οι Ούζοι και οι Πατσινάκες αυτομόλησαν προς τους Σελτζούκους, ενώ ο έμπιστος στον αυτοκράτορα στρατηγός Νικηφόρος Βασιλάκης συνελήφθη αιχμάλωτος.Οι άλλοι μισθοφόροι του Ρωμανού - Αρμένιοι, Φράγκοι, Βούλγαροι κ.λπ. - αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού στρατού διασκορπίστηκαν. Ο Ρωμανός έμεινε μόνος με λίγους ανδρείους. Οταν οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τη φυγή των βυζαντινών στρατευμάτων σταμάτησαν την υποχώρηση τους και στράφηκαν εναντίον του αυτοκράτορα, ο οποίος μόνος και εγκαταλειμμένος από όλους μάχεται ηρωικά, στην αρχή έφιππος και έπειτα πεζός μετά την εξόντωση του ίππου του από βροχή βελών. Με το σπαθί στο χέρι συνεχίζει τη μάχη χτυπώντας και φονεύοντας πολλούς εχθρούς. Κάποια στιγμή τραυματίζεται στο χέρι από χτύπημα σπαθιού. Ομως δεν υποχωρεί αλλά συνεχίζει τη μάχη μέχρις ότου εξαντλημένος και αιμόφυρτος μετά από πολύωρο αγώνα έπεσε στα χέρια των πολυάριθμων εχθρών. Ολόκληρη τη νύχτα την πέρασε ξαπλωμένος στο έδαφος μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους. Την επόμενη μέρα οδηγήθηκε ενώπιον του σουλτάνου Αλπ-Αρσλάν, ο οποίος δοκίμασε μεγάλη χαρά όταν διαπίστωσε ότι είχε συλλάβει τον αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ομως ο Αλπ-Αρσλάν ήταν άνθρωπος συνετός. Σκέφθηκε το ευμετάβολο της ανθρώπινης μοίρας. Οταν λοιπόν του έφεραν κοντά του σιδηροδέσμιο τον Ρωμανό και τον έριξαν μπροστά του, αφού τυπικά τον πάτησε στο λαιμό σε ένδειξη της νίκης του, όπως υπήρχε συνήθεια, στη συνέχεια τον σήκωσε από κάτω, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Επειτα προσπάθησε να τον παρηγορήσει για το ατύχημα του και διέταξε να αποδώσουν βασιλικές τιμές και περιποιήσεις. Του παρεχώρησε δική του σκηνή με βασιλική ακολουθία, του έδωσε βασιλικά ενδύματα, έτρωγε μαζί του κάθε μέρα και τέλος μετά από οκτώ μέρες τον άφησε ελεύθερο μαζί με την ακολουθία του αφού συνομολόγησαν συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τους εξής όρους:
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΕΛΤΖΟΥΚΩΝ - ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ (1071) Ο Ρωμανός Δ' πραγματοποίησε τρεις εκστρατείες κατά των Σελτζουκων. Περί των εκστρατειών αυτών λεπτομερή περιγραφή μάς παρέχει ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης στην Ιστορία του. Η πρώτη εκστρατεία (1068) η οποία ήταν συγχρόνως και επιθεώρηση των διαφόρων φρουρών και φρουρίων, ξεκίνησε από τη Φρυγία (θέμα των Ανατολικών). Από εκεί ο Ρωμανός προχώρησε προς τη Σεβάστεια και την Τεφρική, τις οποίες απάλλαξε από τις εχθρικές επιδρομές. Από εκεί προχώρησε νότια και έφτασε στη Γερμανίκεια της Βόρειας Συρίας, στις αρχές Οκτωβρίου το 1068. Η σύντομη αυτή εκστρατεία στη βόρεια Συρία απέβλεπε στη χαλάρωση της πίεσης4 που ασκούσαν στην Αντιόχεια οι Αραβες του Χαλεπίου και οι Σελτζούκοι Τούρκοι. Ο αυτοκράτορας αφού ελευθέρωσε την Ιεράπολη της Συρίας, προχώρησε διά των στενών του Ταύρου στην Κιλικία και από εκεί στην Καππαδοκία, όπου άφησε το στρατό του να διαχειμάσει και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη κατά τα τέλη Ιανουαρίου του 1069 για να εξετάσει από κοντά τα διάφορα επείγοντα ζητήματα του κράτους. Η δεύτερη εκστρατεία του Ρωμανού άρχισε την άνοιξη του 1069, αφού προηγουμένως ο Ρωμανός αντιμετώπισε με επιτυχία την ανταρσία του αρχηγού των Φράγκων μισθοφόρων, του Ροβέρτου Κρισπίνου. Από το Δορύλακο ο αυτοκράτορας άρχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Προχώρησε προς την Καισαρεία και τη Λάρισα της Καππαδοκίας. Από εκεί ο γενναίος Ρωμανός επανειλημμένα διέσχισε τη χώρα και έφθασε μέχρι τον Ευφράτη και τη Μελιτηνή διασπείροντας το φόβο και τον τρόμο στους Τούρκους. Επειτα αφού στράφηκε προς τα βόρεια έφτασε μέχρι την Κελτζηνή της λεγομένης κατά την αρχαιότητα Μικράς Αρμενίας και διά μέσου της Κολωνείας στη Σεβάστεια του Πόντου. Στη συνέχεια από τη Σεβάστεια διά μέσου των Τυάνων και της Κυβίστρας έφτασε στην Κλαυδιούπολη της Κιλικίας. (Ζακυθηνός, Ιστορία σελ. 490). Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι σε μια αντεπίθεση τους κατέστρεψαν το Ικόνιο (αρχές του 1069), το οποίο ήταν τότε μια ακμάζουσα πόλη με πολλούς κατοίκους και κοπάδια πολλών ζώων5. Με τις δύο πρώτες εκστρατείες κατόρθωσε ο Ρωμανός να ξεκαθαρίσει τη Μικρά Ασία από τους Τούρκους επιδρομείς, δεν μπόρεσε όμως να καταφέρει εναντίον τους αποφασιστικό πλήγμα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο απεφάσισε να επιχειρήσει και τρίτη εκστρατεία που να είναι καλύτερα προετοιμασμένη. Η τρίτη εκστρατεία του Ρωμανού Δ' κατά των Σελτζουκων του Αλπ-Αρσλάν άρχισε στα τέλη Μαρτίου του 1071. Ο Ρωμανός αποβιβάστηκε στην Ελενόπολη της Βιθυνίας και αφού πέρασε τους ποταμούς Σαγγάριο και Αλυ διά μέσου της Σεβάστειας έφτασε στην Θεοδοσι-ούπολη (σημερινό Ερζερούμ της Αρμενίας). Ο στρατός του Ρωμανού ήταν πολυάριθμος. Οι Ελληνες ιστορικοί της εποχής (Μιχαήλ Ατταλειάτης, Συνεχιστής του Σκυλίτζη, Νικηφόρος Βρυέννιος) τον υπολογίζουν σε 100.000, ενώ οι αραβικές πηγές ομιλούν για μια τεράστια στρατιά 300.000 ανδρών. Ο στρατός αυτός αποτελείτο από Ελληνες (Μακεδόνες και Μικρασιάτες), από Ρώσους (Βαράγγους που αποτελούσαν την αυτοκρατορική φρουρά), Αρμενίους, Χαζάρους Τούρκους, Ούζους, Αλανούς, Ιβηρες, Βούλγαρους, Πατσινάκες, Σλάβους, Φράγκους και άλλους. Ενα ανομοιογενε'ς σύνολο που δεν ήταν δυνατόν να δράσει οργανωμένα" γιατί η συγκρότηση του ήταν χαλαρή και η πειθαρχία του λίαν ευάλωττη. Από τη Θεοδοσιούπολη (σημερινό Ερζερούμ της Αρμενίας) ο Ρωμανός προχώρησε μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του και έφτασε κοντά στην αρμενική πόλη Μαντζικέρτ βόρεια της λίμνης Βαν (αρχαία Θωσπίτις) στη νοτιοανατολική Αρμενία 130 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από τη Θεοδοσιούπολη. Συγχρόνως διε'πραξε δύο αποφασιστικά σφάλματα: πρώτον, χώρισε το στρατό του σε τρία τμήματα. Στο ένα τμήμα ήταν επικεφαλής ο ίδιος, ενώ τα άλλα δύο τμήματα στάλθηκαν το ένα μετά το άλλο υπό την ηγεσία των στρατηγών Ουρσέλιου7 και Ιωσήφ Ταρχανειώ-τη ή Τραχανιώτη για να καταλάβουν την πόλη Χλιάτ που ήταν κοντά στο Μαντζικέρτ. Το δεύτερο σφάλμα του Ρωμανού ήταν το γεγονός ότι αμέλησε να στείλει αγήματα κατασκόπων και ανιχνευτών για να πληροφορηθεί τις θέσεις και τις κινήσεις των αντιπάλων του. Εν τω μεταξύ ο Ρωμανός πολιόρκησε το Μαντζικέρτ και μετά από σφοδρές επιθέσεις ανάγκασε τη φρουρά να συνθηκολογήσει. Ενώ ο Ρωμανός προχωρούσε προς την Αρμενία και κατελάμβανε το Μαντζικέρτ, ο σουλτάνος Αλπ-Αρσλάν βρισκόταν στην Οστρονινή και στη βόρεια Συρία. Δεν είχε αντιληφθεί τη μεγάλη βυζαντινή εκστρατεία.8 Ο Τούρκος σουλτάνος δεν σκεφτόταν να συγκρουστεί με τους Βυζαντινούς. Αντίθετα, μάλιστα ήθελε να έχει φιλικές σχέσεις. Ο άμεσος σκοπός του τώρα ήταν να πολεμήσει κατά των Φατιμί-δων της Αιγύπτου που είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Συρίας. Ενώ, λοιπόν, ο Αλπ-Αρσλάν πολιορκούσε την Εδεσσα, δέχτηκε έναν πρεσβευτή του Ρωμανού, ο οποίος πρότεινε ειρήνη. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή ο σουλτάνος είχε ανάγκη ειρηνικών σχέσεων με το Βυζάντιο. Ομως ,όταν έμαθε την προέλαση των Βυζαντινών στην Αρμενία και στη συνέχεια την πτώση του Μαντζικέρτ, στράφηκε προς τα βόρεια για να υπερασπιστεί τις κτήσεις του στην περιοχή του αρμενικού Βασπουρακάν. Ξαφνικά έφτασε κοντά στο Μαντζικέρτ και άρχισε να παρενοχλεί τους Βυζαντινούς με μικροσυμπλοκές και μικροεπιθέσεις. Ο Ρωμανός απέκρουσε τις πρώτες επιθέσεις και επειδή αποφάσισε να δώσει την κρίσιμη μάχη κατά των Τούρκων στο Μαντζικέρτ ειδοποίησε τα στρατεύματα που είχε στείλει στο Χλιάτ να σπεύσουν να τον ενισχύσουν. Αλλά οι στρατηγοί αυτών των στρατευμάτων Ιωσήφ Ταρχανειώτης ή Τραχανιώτης και ο Νορμανδός Ουρσέλιους είτε από εχθρότητα προς τον Ρωμανό, είτε γιατί βρέθηκαν μπροστά σε ανώτερες εχθρικές δυνάμεις δεν υπάκουσαν στη διαταγή του αυτοκράτορα αλλά επέστρεψαν διά της Μεσοποταμίας στο βυζαντινό έδαφος. Εν τω μεταξύ επειδή ο Ρωμανός δεν γνώριζε την προδοσία των στρατηγών του, τους περίμενε να έρθουν πλησίον του και γι' αυτό ανέβαλε την επίθεση του κατά των Τούρκων. Ενώ συνέβαιναν αυτά, πρεσβευτές του Σελτζούκου σουλτάνου έφτασαν στο στρατόπεδο του Ρωμανού κομίζοντας προτάσεις για συνεννόηση και ειρήνη. Τότε ο Ρωμανός έκανε το τρίτο μεγάλο σφάλμα, το οποίο ήταν βαρύτερο από τα προηγούμενα: επειδή θεώρησε τις προτάσεις του αντιπάλου του ως ένδειξη αδυναμίας ή ως πρόφαση για να κερδίσει χρόνο, δέχτηκε καταρχάς μεν να διαπραγματευθεί, στη συνέχεια όμως παρακινούμενος από τους στρατηγούς του άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να επιτεθεί αυτός πρώτος χωρίς να περιμένει την επιστροφή των Τούρκων πρέσβεων.1’ Η τελική αποφασιστική σύγκρουση έγινε κοντά στο Μαντζικέρτ στις 26 Αυγούστου του 1071. Πρώτος επιτέθηκε ο Ρωμανός με ορμή και αποφασιστικότητα1" αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Ομως η φυγή των Τούρκων ήταν προσποιητή. Ο Αλπ-Αρσλάν υιοθετώντας τη συνηθισμένη νομαδική τακτική προσποιήθηκε αρχικά υποχώρήση αποκόβοντας ε'τσι τον αυτοκράτορα από την οπισθοφυλακή του.11 Εδώ ακριβώς συντελείται το τέταρτο και βαρύτατο σφάλμα του Ρωμανού• είχε διορίσει αρχηγό της οπισθοφυλακής τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του καίσαρα Ιωάννη Δούκα άσπονδου εχθρού του στην Κωνσταντινούπολη. Οπως αργότερα αποδείχτηκε και οι δυο μαζί (πατέρας και γιος) είχαν συνωμοτήσει με σκοπό την ήττα και την καταστροφή του Ρωμανού.12 Η καταδίωξη των τουρκικών δυνάμεων από τις δυνάμεις του Ρωμανού συνεχίστηκε όλη την ημέρα μέχρι αργά το απόγευμα. Επειδή ο Ρωμανός διεπίστωσε ότι δεν ήταν δυνατόν να τους φθάσει και να τους αναγκάσει να δώσουν μάχη, επειδή επίσης φοβόταν μήπως οι Τούρκοι τον παρασύρουν σε ενέδρα και επειδή είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει, διέταξε τη βασιλική σημαία να στραφεί προς τα πίσω. Την απλή αυτή μετακίνηση της βασιλικής σημαίας έσπευσε να την εκμεταλλευτεί ο Ανδρόνικος Δούκας που ήταν αρχηγός της οπισθοφυλακής διαδίδοντας ψευδώς τη φήμη ότι τάχα είχε σημάνει υποχώρηση μετά από την δήθεν σύλληψη και δολοφονία του αυτοκράτορα. Η ψευδής αυτή φήμη διαδόθηκε αστραπιαία στους στρατιώτες της οπισθοφυλακής προκαλώντας τους ακατάσχετο πανικό και από αυτούς στους στρατιώτες της μεσαίας γραμμής που βρίσκονταν πίσω από τον Ρωμανό, που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή.Ο πανικός γενικεύθηκε και μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Εις μάτην ο γενναίος αυτοκράτορας προσπάθησε να συγκρατήσει τους πανικόβλητους στρατιώτες, που δεν αποτελούσαν συγκροτημένο στρατό αλλά συνονθύλευμα έτοιμο να διαλυθεί στην πρώτη δυσκολία.Ηδη προηγουμένως σε κάποια στιγμή της μάχης οι Ούζοι και οι Πατσινάκες αυτομόλησαν προς τους Σελτζούκους, ενώ ο έμπιστος στον αυτοκράτορα στρατηγός Νικηφόρος Βασιλάκης συνελήφθη αιχμάλωτος.Οι άλλοι μισθοφόροι του Ρωμανού - Αρμένιοι, Φράγκοι, Βούλγαροι κ.λπ. - αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού στρατού διασκορπίστηκαν. Ο Ρωμανός έμεινε μόνος με λίγους ανδρείους. Οταν οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τη φυγή των βυζαντινών στρατευμάτων σταμάτησαν την υποχώρηση τους και στράφηκαν εναντίον του αυτοκράτορα, ο οποίος μόνος και εγκαταλειμμένος από όλους μάχεται ηρωικά, στην αρχή έφιππος και έπειτα πεζός μετά την εξόντωση του ίππου του από βροχή βελών. Με το σπαθί στο χέρι συνεχίζει τη μάχη χτυπώντας και φονεύοντας πολλούς εχθρούς. Κάποια στιγμή τραυματίζεται στο χέρι από χτύπημα σπαθιού. Ομως δεν υποχωρεί αλλά συνεχίζει τη μάχη μέχρις ότου εξαντλημένος και αιμόφυρτος μετά από πολύωρο αγώνα έπεσε στα χέρια των πολυάριθμων εχθρών. Ολόκληρη τη νύχτα την πέρασε ξαπλωμένος στο έδαφος μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους. Την επόμενη μέρα οδηγήθηκε ενώπιον του σουλτάνου Αλπ-Αρσλάν, ο οποίος δοκίμασε μεγάλη χαρά όταν διαπίστωσε ότι είχε συλλάβει τον αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ομως ο Αλπ-Αρσλάν ήταν άνθρωπος συνετός. Σκέφθηκε το ευμετάβολο της ανθρώπινης μοίρας. Οταν λοιπόν του έφεραν κοντά του σιδηροδέσμιο τον Ρωμανό και τον έριξαν μπροστά του, αφού τυπικά τον πάτησε στο λαιμό σε ένδειξη της νίκης του, όπως υπήρχε συνήθεια, στη συνέχεια τον σήκωσε από κάτω, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Επειτα προσπάθησε να τον παρηγορήσει για το ατύχημα του και διέταξε να αποδώσουν βασιλικές τιμές και περιποιήσεις. Του παρεχώρησε δική του σκηνή με βασιλική ακολουθία, του έδωσε βασιλικά ενδύματα, έτρωγε μαζί του κάθε μέρα και τέλος μετά από οκτώ μέρες τον άφησε ελεύθερο μαζί με την ακολουθία του αφού συνομολόγησαν συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τους εξής όρους:
α) Διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος όπως είχε πριν από τη μάχη.
β) Εγινε ανταλλαγή αιχμαλώτων.
γ) Ο Αλπ-Αρσλάν υποσχέθηκε πως θα έκανε ό,τι του ήταν δυνατόν για να σταματήσουν οι σελτζουκικές επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη.
δ) Ο Ρωμανός υποσχέθηκε ετήσιο φόρο στο σουλτάνο των Σελτζούκων μαζί με ένα εφάπαξ χρηματικό ποσό που θα κατέβαλε αμέσως ως λύτρα εξαγοράς της ελευθερίας του.
ε) Σύμφωνα με τις αραβικές πηγές ο Ρωμανός ανελάμβανε την υποχρέωση να παρέχει στρατιωτική βοήθεια προς το σουλτάνο και να απέχει από κάθε εχθρική ενέργεια κατά των Τούρκων.
στ) Τέλος ορίστηκε ότι δεσμοί κηδεστίας θα συνέδεαν τους δύο βασιλικούς οίκους.
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ. ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Δ' ΔΙΟΓΕΝΗ Η ήττα του Μαντζικέρτ υπήρξε από τις σημαντικότερες της βυζαντινής ιστορίας και από τα σπουδαιότερα και δραματικότερα γεγονότα της ευρωπαϊκής ιστορίας.13 Και τούτο γιατί άνοιξε για τους Σελτζούκους ο δρόμος όχι μόνο για τη λεηλασία αλλά και για την κατάκτηση της Μικράς Ασίας. Η ήττα του Μαντζικέρτ σημειώνει την αρχή του τέλους της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή. Τότε αρχίζει το δράμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού το οποίο επρόκειτο να ολοκληρωθεί το 1922 με το ξερίζωμα του. Επομένως, όπως σημειώνει ο καθηγητής Αμαντος, «τα αποτελέσματα της ήττης αισθανόμεθα μέχρι σήμερον».14 Ο Ρωμανός μετά την απελευθέρωση του από τον γενναίο και ιπποτικό Αλπ-Αρσλάν μετέβη μαζί με την ακολουθία του στην Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) και από εκεί ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Οταν όμως έφτασε στο Μελισσοπέτριο του θέματος της Κολω-νείας πληροφορήθηκε ότι η κλίκα των Δουκών ή Λουκάδων (ο καίσαρ Ιωάννης Δούκας και ο γιος του Ανδρόνικος) και ο Μιχαήλ Ψελλός τον είχαν κηρύξει έκπτωτο, ότι είχαν αναγορεύσει αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Ζ' Δούκα, γιο του μακαρίτη αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Γ Δούκα'και μαθητή του Μιχαήλ Ψελλού. Τότε ο Ρωμανός Δ' αφού κατέλαβε το οχυρό φρούριο της Δουκείας άρχισε να συγκεντρώνει στρατό για να ξαναπάρει το θρόνο του. Επειδή όμως ηττήθη δύο φορές κατέφυγε στα Αδανα, όπου πολιορκήθηκε από τον Ανδρόνικο Δούκα (γιο του καίσαρα Ιωάννη). Ο Ρωμανός βλέποντας ότι ήταν μάταιο να επιμείνει στον εμφύλιο πόλεμο δέχθηκε να συνθηκολογήσει με τους εχθρούς του αφού έλαβε την υπόσχεση ότι δεν θα πάθει τίποτε αρκεί να παραιτηθεί από το θρόνο και να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Τη συμφωνία αυτή είχαν προσεπικυρώσει με όρκο και τρεις μητροπολίτες. Δυστυχώς όμως οι νικητές του μεγάλου Ρωμανού ήταν μικρόψυχοι και ανέντιμοι. Δεν υπήρξαν συνεπείς στα συμφωνημένα. Οταν ο Ρωμανός έφτασε στο Κοτυάειον (σημερινή Κουτάχεια) τον συνέλαβαν και τον τύφλωσαν παρά τις ένορκες υποσχέσεις τους ότι δεν θα τον πειράξουν. Στη συνέχεια τον μετέφεραν στη νήσο Πρώτη της Προποντίδος, όπου μετά από μερικές ημέρες άφησε την τελευταία του πνοή. Κηδεύτηκε με τιμές από τη σύζυγο του Ευδοκία, η οποία είχε περιβληθεί κι αυτή το μοναχικό ένδυμα. Ο Ρωμανός υπήρξε άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες (γενναιότητα, ήθος, φιλοπατρία, ευθύτητα χαρακτήρα), θα αναδεικνυόταν ίσως ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου αν δεν τον πολεμούσαν με λυσσώδη τρόπο οι Δούκες και γενικότερα η πολιτική αριστοκρατία της πρωτεύουσας. Στην πτώση του Ρωμανού συνέβαλε και ο Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος αν και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σοφούς του Βυζαντίου, ως άτομο διακρινόταν για την μικρότητα του, τον εγωισμό του και την ακόρεστη φιλοδοξία του. Η στάση του απέναντι στον Ρωμανό υπήρξε αχαρακτήριστη. Δεν ντράπηκε να στείλει επιστολή στο μελλοθάνατο Ρωμανό στην οποία λέει «πως δυσκολευόταν να πιστέψει πώς ένας τόσο αγνός και καλόψυχος ηγεμόνας που θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί στους άγιους μάρτυρες είχε τόσο πολύ αδικηθεί από τη μοίρα!». Και συνεχίζει γράφοντας «πως ο θεός είχε αποφασίσει να του στερήσει το φως των ματιών του γιατί τον είχε κρίνει άξιο για άλλο υψηλότερο φως!»15 Και ενώ στην παραμυθητική του επιστολή υμνεί την αρετή του Ρωμανού, αντίθετα στη «Χρονογραφία» του γράφει πως ο Ρωμανός είχε τιμωρηθεί από τη θεία Πρόνοια γιατί είχε επιδιώξει να επιβάλει τυραννικό καθεστώς στο Βυζάντιο! Ιδού ο φαρισαϊσμός του αφιλοσόφητου «υπάτου των φιλοσόφων»!
Ηλίας Λάσκαρης
Βυζαντινοί αυτοκράτορες
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ. ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Δ' ΔΙΟΓΕΝΗ Η ήττα του Μαντζικέρτ υπήρξε από τις σημαντικότερες της βυζαντινής ιστορίας και από τα σπουδαιότερα και δραματικότερα γεγονότα της ευρωπαϊκής ιστορίας.13 Και τούτο γιατί άνοιξε για τους Σελτζούκους ο δρόμος όχι μόνο για τη λεηλασία αλλά και για την κατάκτηση της Μικράς Ασίας. Η ήττα του Μαντζικέρτ σημειώνει την αρχή του τέλους της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή. Τότε αρχίζει το δράμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού το οποίο επρόκειτο να ολοκληρωθεί το 1922 με το ξερίζωμα του. Επομένως, όπως σημειώνει ο καθηγητής Αμαντος, «τα αποτελέσματα της ήττης αισθανόμεθα μέχρι σήμερον».14 Ο Ρωμανός μετά την απελευθέρωση του από τον γενναίο και ιπποτικό Αλπ-Αρσλάν μετέβη μαζί με την ακολουθία του στην Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) και από εκεί ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Οταν όμως έφτασε στο Μελισσοπέτριο του θέματος της Κολω-νείας πληροφορήθηκε ότι η κλίκα των Δουκών ή Λουκάδων (ο καίσαρ Ιωάννης Δούκας και ο γιος του Ανδρόνικος) και ο Μιχαήλ Ψελλός τον είχαν κηρύξει έκπτωτο, ότι είχαν αναγορεύσει αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Ζ' Δούκα, γιο του μακαρίτη αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Γ Δούκα'και μαθητή του Μιχαήλ Ψελλού. Τότε ο Ρωμανός Δ' αφού κατέλαβε το οχυρό φρούριο της Δουκείας άρχισε να συγκεντρώνει στρατό για να ξαναπάρει το θρόνο του. Επειδή όμως ηττήθη δύο φορές κατέφυγε στα Αδανα, όπου πολιορκήθηκε από τον Ανδρόνικο Δούκα (γιο του καίσαρα Ιωάννη). Ο Ρωμανός βλέποντας ότι ήταν μάταιο να επιμείνει στον εμφύλιο πόλεμο δέχθηκε να συνθηκολογήσει με τους εχθρούς του αφού έλαβε την υπόσχεση ότι δεν θα πάθει τίποτε αρκεί να παραιτηθεί από το θρόνο και να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Τη συμφωνία αυτή είχαν προσεπικυρώσει με όρκο και τρεις μητροπολίτες. Δυστυχώς όμως οι νικητές του μεγάλου Ρωμανού ήταν μικρόψυχοι και ανέντιμοι. Δεν υπήρξαν συνεπείς στα συμφωνημένα. Οταν ο Ρωμανός έφτασε στο Κοτυάειον (σημερινή Κουτάχεια) τον συνέλαβαν και τον τύφλωσαν παρά τις ένορκες υποσχέσεις τους ότι δεν θα τον πειράξουν. Στη συνέχεια τον μετέφεραν στη νήσο Πρώτη της Προποντίδος, όπου μετά από μερικές ημέρες άφησε την τελευταία του πνοή. Κηδεύτηκε με τιμές από τη σύζυγο του Ευδοκία, η οποία είχε περιβληθεί κι αυτή το μοναχικό ένδυμα. Ο Ρωμανός υπήρξε άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες (γενναιότητα, ήθος, φιλοπατρία, ευθύτητα χαρακτήρα), θα αναδεικνυόταν ίσως ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου αν δεν τον πολεμούσαν με λυσσώδη τρόπο οι Δούκες και γενικότερα η πολιτική αριστοκρατία της πρωτεύουσας. Στην πτώση του Ρωμανού συνέβαλε και ο Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος αν και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σοφούς του Βυζαντίου, ως άτομο διακρινόταν για την μικρότητα του, τον εγωισμό του και την ακόρεστη φιλοδοξία του. Η στάση του απέναντι στον Ρωμανό υπήρξε αχαρακτήριστη. Δεν ντράπηκε να στείλει επιστολή στο μελλοθάνατο Ρωμανό στην οποία λέει «πως δυσκολευόταν να πιστέψει πώς ένας τόσο αγνός και καλόψυχος ηγεμόνας που θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί στους άγιους μάρτυρες είχε τόσο πολύ αδικηθεί από τη μοίρα!». Και συνεχίζει γράφοντας «πως ο θεός είχε αποφασίσει να του στερήσει το φως των ματιών του γιατί τον είχε κρίνει άξιο για άλλο υψηλότερο φως!»15 Και ενώ στην παραμυθητική του επιστολή υμνεί την αρετή του Ρωμανού, αντίθετα στη «Χρονογραφία» του γράφει πως ο Ρωμανός είχε τιμωρηθεί από τη θεία Πρόνοια γιατί είχε επιδιώξει να επιβάλει τυραννικό καθεστώς στο Βυζάντιο! Ιδού ο φαρισαϊσμός του αφιλοσόφητου «υπάτου των φιλοσόφων»!
Ηλίας Λάσκαρης
Βυζαντινοί αυτοκράτορες
from ανεμουριον https://ift.tt/36Gz27x
via IFTTT