Στη δίφυλλη σιδερόπορτα του κτιριακού συγκροτήματος της Μονής Καλογραιών Καλαμάτας η επιγραφή μαρτυρεί: «Γυναικεία ιερά Μονή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Έτος ιδρύσεως 1796. Ανακαίνισις 1952 - 1980». Δύο αιώνων ιστορία συμπληρώνει το ξακουστό αυτό μοναστήρι, στο χώρο του οποίου «βασιλεύει θεία σιγή, που διακόπτεται μόνο από το ρυθμικό κρότο των αργαλειών», που ασταμάτητα παράγουν τα περίφημα και φανταχτερά μεταξωτά, τα μαντήλια, τα κουκουλάρικα, τις εσάρπες κ.ά., βραβευμένα πολλές φορές σε ελληνικές και ξένες διεθνείς εκθέσεις του είδους. Η Μονή είναι δημιούργημα του ιερομονάχου και δασκάλου Γερασίμου Παπαδοπούλου. Ήταν «εύπορος και ευπαίδευτος» και είχε αποφοιτήσει από την
περιώνυμη Σχολή της Δημητσάνας. Επιστρέφοντας, 25 ετών, στη γενέτειρά του την Καλαμάτα, αφιέρωσε τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις του και την αξιόλογη πατρική περιουσία για τη μόρφωση των κοριτσιών της πόλεως και της περιοχής Καλαμάτας. Ίδρυσε το μοναστήρι στο οποίο βρήκαν άσυλο απροστάτευτα κορίτσια και μοναχές, μορφώθηκαν, ασκήθηκαν στην αρετή, ειδικεύτηκαν στην κατασκευή μεταξωτών, ενώ κάτω από το βλέμμα του Οθωμανού, πολλά παιδιά μάθαιναν και τα ελληνικά γράμματα και τονώνονταν στην ορθόδοξη πίστη, προετοιμαζόμενα - αγόρια και κορίτσια - για τη δημουργία σωστών οικογενειών. Με τις δύο πρώτες μοναχές, τη Γρηγορία και τη Μακαρία, που προέρχονταν από μοναστήρι της Νάξου, ξεκίνησε ο ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος το 1795, από διαμέρισμα του πατρικού του αρχοντικού, όπου «έμενε και η θεία του, αδελφή της μητέρας του και η νουνά του Ζακχαίο, που είχε ασπασθεί τον μοναχικό βίο». Πολύ σύντομα, όμως, ανήγειρε οικίσκο στον οποίο έμεναν οι ανωτέρω, στις οποίες προστέθηκαν και τέσσερις ακόμα γερόντισσες από τη μονή της Νάξου. Η ενασχόληση των μοναζουσών με τα μεταξωτά προσείλκυσε πενήντα περίπου ορφανά και απροστάτευτα κορίτσια, που με την καθοδήγηση των καλογραιών εκπαιδεύτηκαν στο εργόχειρο και την προσευχή... Σύντομα οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές και οι πρόκριτοι παρεχώρησαν στον Γεράσιμο την αυλή του αγίου Κωνσταντίνου (ασκεπής ναός στην άκρη της πόλεως), τρία περιβόλια της εκκλησίας «με ελαίας και μωρέας, ίνα νέμωνται το εισόδημα» και του πρότειναν να ανεγείρει εκεί τη Μονή. Τα θεμέλιά της μπήκαν στις αρχές του 1796 και στο ίδιο έτος αποπερατώθηκαν τα πρώτα κτίσματα και ανακαινίσθηκε ο ναός, με την οικονομική υποστήριξη του Πανάγου Στούνου. Την ηγουμενία ανέθεσε ο Γεράσιμος στη μοναχή Γρηγορία, που έφερε από τη Νάξο. Ήταν έμπειρη στη μοναχική ζωή, φωτισμένη και προκαλούσε το σεβασμό. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκεντρωθούν γρήγορα κι άλλες μοναχές, έτσι που χρειάσθηκε να ανεγερθεί και δεύτερο διώροφο οίκημα για τη στέγασή τους και την εγκατάσταση νέων εργαστηρίων. Και νέα προσθήκη πτέρυγας έγινε λίγες δεκαετίες αργότερα, το δε 1915 η αδελφότης οικοδόμησε δύο ακόμα διώροφα οικήματα, προκειμένου να στεγάσει επαρκώς τις μοναχές και τις δραστηριότητές της. Γ ία τους ίδιους λόγους, το 1824 ο Γεράσιμος είχε αγοράσει τον αρχοντικό πύργο του Βαρσαμά, από την Παντζεχρούλα Μπενάκη, ο οποίος για χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωση, χρησιμοποιήθηκε «ως κατάστημα του ελληνικού σχολείου» Καλαμάτας, ενώ το 1803 η Σωφρονία Μπενάκη είχε προσφέρει το γειτονικό προς τη Μονή κτήμα της, «διά την μνήμην των γονέων της», όπως αποδεικνύεται και από σιγιλλιώδες γράμμα του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (26 Φεβρουαρίου 1803).
Εξαιτίας της προόδου της Μονής, οι τουρκικές αρχές, με την υποκίνηση - δυστυχώς - και εμπόρων της πόλης, που θίγονταν τα συμφέροντα από την παραγωγή μεταξωτών εκ μέρους των μοναζουσών, και από αφορμή πατριωτική πράξη τους, εκτόπισαν εννέα μοναχές στην Κωνσταντινούπολη, όπου όμως διδάχθηκαν «ως τις τελευταίες λεπτομέρειες» τα μυστικά της υφαντικής των μεταξωτών. Αυτή η γνώση μεταφέρθηκε στη Μονή μετά την επιστροφή τους. Το πέρασμα του Ιμπραήμ το 1825 από την Καλαμάτα υπήρξε δοκιμασία και για τη Μονή, αφού πυρπόλησε το ναό, τα κελλιά και τα εργαστήριά της. Αλλά ο Γεράσιμος ανέλαβε τη φροντίδα να αναστήσει και πάλι τα πάντα: επισκεύασε τα εργαστήρια, τα κελλιά και το ναό «λαμπρότερον ή πρότερον». Πριν περάσουν, όμως, δέκα χρόνια και η Μονή των Καλογραιών της Καλαμάτας διαλύθηκε, με το γνωστό διάταγμα της Αντιβασιλείας, παρά την έντονη αντίδραση του λαού της περιοχής, ο δε Γεράσιμος εκτοπίσθηκε στη Μονή Βουλκάνου, όπου δεν έπαυσε να αντιδρά και να καταφέρεται κατά των αποφάσεων της Αντιβασιλείας του Όθωνος. Το 1856 (κατ' άλλους το 1851) μερικές μοναχές, με την υποστήριξη του δημάρχου Παν. Μπενάκη, «δια βίας και νύκτωρ» εισήλθαν στη Μονή, κτίρια της οποίας χρησιμοποιούνταν ως σχολείο. Παρά τις αντιδράσεις της Αστυνομίας που εκτελούσε κυβερνητική εντολή, με την επιμονή των μοναζουσών και την ένθερμη συμπαράσταση του λαού, επετεύχθη η παραμονή τους σε τμήμα της Μονής, ενώ εξακολούθησε και η λειτουργία του σχολείου. Στο μεταξύ, 7 Ιουλίου του 1844, ο ιερομόναχος, δάσκαλος και ιδρυτής Γεράσιμος Παπαδόπουλος είχε αποβιώσει, και κατά τους ορισμούς του τη διοίκηση της Μονής ανέλαβε τριμελής επιτροπή υπό την μοναχή Μελάνη. Σώζονται πολλές αιτήσεις, αναφορές και υπομνήματα προς τις αρμόδιες Αρχές εκ μέρους των μοναζουσών, με επιδίωξη την παραχώρηση στη Μονή της πλήρους κυριότητος των χτισμάτων και της λοιπής περιουσίας της. Η λύση δεν δίδεται επί σειράν ετών. Η Μονή θεωρείται διαλυμένη. Τοπικοί εκκλησιαστικοί και άλλοι παράγοντες συνηγορούν στην ανασύστασή της, επικαλούμενοι και την ωφέλεια που θα προκύψει για την Καλαμάτα από την επανέναρξη της κατασκευής μεταξωτών. Επί μακρόν διεξάγεται δύσκολος αγώνας: Πολιτειακοί παράγοντες υποβλέπουν τη Μονή, εισπράττουν για λογαριασμό του Δημοσίου τα μισθώματα καταστημάτων της, γκρεμίζουν εργαστήρια για επέκταση της πλατείας 25ης Μαρτίου, αυξομειώνουν τη χορηγία προς τη Μονή... Και οι μοναχές, όμως, δεν παύουν να διεκδικούν όσα ανήκουν στο ιερό καθίδρυμά τους. Ύστερα από ποικίλες διακυμάνσεις, στις 27 Φεβρουαρίου 1940, υπογράφεται και δημοσιεύεται το υπ' αριθ. 79 βασιλικό διάταγμα, με το οποίο ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη γυναικεία Μονή «το Ησυχαστήριον Καλογραιών Αγίου Κωνσταντίνου Καλαμών». Μετά την αναγνώριση και την ανάληψη της ηγουμενίας (1948) από τη μοναχή Φιλοθέη Γεννηματά, η Μονή εισέρχεται σε νέα περίοδο ακμής: Κατεδαφίστηκαν τα παλαιό κελλιά του προαυλίου και αναγέρθηκαν δύο μεγάλες πτέρυγες, που θεμελίωσαν οι τότε βασιλείς Παύλος και Φρειδερίκη (23.3.1952). Επεκτάθηκαν οι νότια και βόρεια πτέρυγες κι έγινε ο μεγάλος πυλώνας (θεμελίωση 9.10.1977 από τον μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο Θέμελη). Ξεκίνησε η ανέγερση μεγάλου εργαστηρίου μεταξοϋφαντουργίας, που αποπερατώθηκε επί ηγουμένης Βρυαίνης Μάτση, μετά την οσιακή κοίμηση της Φιλοθέης (1982). Αν και η Μονή δοκιμάστηκε σκληρά, όπως ολόκληρη η Καλαμάτα, από τους σεισμούς του 1986, με την επίβλεψη του μητροπολίτου και το μόχθο των μοναζουσών, οι ζημίες αποκαταστάθηκαν και σήμερα το ιστορικό μοναστήρι επανεύρε το φυσιολογικό ρυθμό ζωής και δράσεώς του. Το μεγαλοπρεπές κτιριακό συγκρότημα, σε σχήμα τραπεζίου, με τις τέσσερις πτέρυγές του, το καθολικό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, τον έτερο ναό της Αγίας Τριάδος, το Σκευοφυλάκιο, το Εκθετήριο, το Αρχονταρίκι, τα Εργαστήρια, το υπό δημιουργία Λαϊκό Μουσείο κ.ά. αποτελεί πραγματική κυψέλη δημιουργικότητας, ασκήσεως, προσευχής και αφορμή για καύχηση εν Χριστώ. Στο Σκευοφυλάκιο είναι αποθησαυρισμένα πολλά ιερά κειμήλια (παλαιό ευαγγέλια, εικόνες, άμφια, δισκοπότηρα, σταυροί αγιασμού και ευλογίας κ.α.), ενώ η Μονή κατέχει τίμια λείψανα πολλών Αγίων, μεταξύ δε αυτών: Γεωργίου, Ευθυμίου, Μάρκου, Ιωάννου Μονεμβασιώτη, Αντωνίου, Νικολάου, Αναργύρων, Παρασκευής, Νεκταρίου, Κυπριανού. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο επισκέπτης θαυμάζει και τα αναρτημένα χρυσά και αργυρά μετάλλια, καθώς και τα διπλώματα που απέσπασε η Μονή, συμμετέχοντας σε ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις μεταξωτών.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Π. ΛΕΚΚΟΥ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΘΗΝΑ 1995
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Π. ΛΕΚΚΟΥ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΘΗΝΑ 1995
from ανεμουριον https://ift.tt/2WRq2bS
via IFTTT