ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΔΡΑΜΑ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

«ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΤΕΡΩΝ ΑΥΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΑΜΕΣΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΠΟΣΟΣΤΟ Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΤΕΛΙΚΩΣ, ΚΑΘΩΣ ΠΙΣΤΕΥΩ, ΣΧΕΤΙΚΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΑ, ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΧΑΣΜΟ ΤΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΛΟΓΙΑΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (...) ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΑΦΡΑ» (ΦΩΤ.: COSMOS, Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ).
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ | Το Μάνο Χατζιδάκι πρωτογνώρισα ίσως το 1952, μέσω του Μένη Κουμανταρέα. Μάρτιο 1975 δέχθηκα πρόσκληση του, να συνεργαστούμε (άνοιξη 1975 - 3 Ιουλίου 1976) στη ραδιοφωνία, οπότε τον έζησα από κοντά, πάνω στη δουλειά. Έτσι, σταδιακά, εδραιώθηκε μέσα μου η εντύπωση ότι πρέπει να τον κατάτρυχε κάτι σαν βαθύτατη, ανομολόγητη ενοχή για το ίδιο του το μουσικό χάρισμα. Την ψυχανεμιζόμουν, ίδια με μαύρο θεριό, να του δαγκώνει την καρδιά, γεμίζοντας τον φόβους γιγάντιους και ανώνυμους, κάνοντας τον ισόβια να αποφεύγει τις συστηματικές μουσικές σπουδές, την έγκαιρη ολοκλήρωση ανειλημμένων υποχρεώσεων (συχνά απελπίζοντας όσους είχαν συμβληθεί μαζί του), ακόμη και να αναβάλει ad infiuitum την υλοποίηση μεγαλύτερων οραματισμών, όπως η μισοτελειωμένη όπερα Ρινάλδος και Αρμίδα ή ο κύκλος Αμοργός, χρονολογούμενα τουλάχιστον από το 1970-72.
«ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΒΟΛΙΚΟ ΝΑ ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ, ΑΠΟΔΙΔΟΝΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΗ ΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ (ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ, ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1977, ΤΟ ΑΝΕΓΕΙΡΟΜΕΝΟ ΤΟΤΕ ΝΕΟ ΚΤΙΡΙΟ ΤΟΥ ΩΔΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Κ. ΤΡΥΠΑΝΗ, ΠΙΣΩ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΩΔΕΙΟΥ ΣΥΝΘΕΤΗ Μ. ΠΑΛΑΝΤΙΟ, ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΑΘΗΝΩΝ Μ. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ. (ΦΩΤ.: ΑΦΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΙ).
Πιστεύω λοιπόν ότι βαθμιαία προσάρμοσε όλη του την πορεία (δεν λέω προγραμματισμένη σταδιοδρομία) σ' αυτό τον ανομολόγητο φόβο: άπιαστο όνειρο, κρυφή του λαχτάρα ήταν πάντα η «μεγάλη», η λόγια μουσική, για την οποία διέθετε μοναδικά εφόδια τα οποία ο «μαύρος δαίμονας» που τον κατάτρωγε δεν άφησε ποτέ να αξιοποιήσει στο άρτιο: έτσι, οι αρχικές, υποσχετικότατες δημιουργίες, η σουίτα για πιάνο Αχιβάδα, τα μπαλέτα Μαρσύας (1949), Καταραμένο φίδι (1950), ο Κύκλος του CNS (1952-53, α' εκτ. 1959) ιδίως η συνταρακτική, αυτοβιογραφική Ερημιά (1957), παραμερίστηκαν. Τη θέση τους, αρχικά με το ατράνταχτο άλλοθι του βιοπορισμού, πήραν μορφές σύντομες, λιγότερο απαιτητικές, όπως οι δεκάδες μουσικές για θέατρο (αφετηρία του) και κινηματογράφο: εκτός από τα τραγούδια που αποτελούσαν τον πυρήνα τους, μέσα τους σκόρπιζε ωραιότατες ιδέες που, σε έναν άλλο συνθέτη, κάτοχο περισσότερο εξελιγμένης τεχνικής, θα αξιοποιούνταν σε εκτενέστερες, τεχνικώς απαιτητικότερες συλλήψεις. Ενώ ονειροπολούσε να χτίσει πύργους και ναούς, επικεντρώθηκε σε μικρές μορφές (τραγούδια), συχνά σε μεγάλες ενότητες - κύκλους. Ελάχιστες οι εξαιρέσεις μετά τη δεκαετία 1950, λ.χ. η ωδή Εγκώμιον επιφανούς ανδρός, σε ποίηση Κάλβου, για μικρή χορωδία και χάλκινα (1991).
«Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ «ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ»: ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕΝ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΗΝ - ΟΥΤΕ ΑΛΛΩΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΑΡΑΣΣΟΜΕΝΟ ΨΥΧΙΚΟ ΤΟΥ ΚΥΤΤΑΡΟ ΠΡΟΣΦΕΡΟΤΑΝ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ» (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ, 1991, ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ «ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΑΝΔΡΟΣ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ» ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ.
Η τεχνική του εκλεπτύνθηκε αφάνταστα, αλλά δεν θα έλεγα ότι πλουτίστηκε: άκουγε και «ανακάλυπτε» πολλή μουσική (πάμπολλες εκπομπές του Τρίτου στηρίχθηκαν στην προσωπική του δισκοθήκη), ιδίως σύγχρονη, που όμως ελάχιστα επηρέασε το προσωπικό του ύφος, ενώ απέκτησε εκπληκτική φιλοκαλία και φινέτσα στην ενορχήστρωση των τραγουδιών του, πειραματιζόμενος στο στούντιο ηχογραφήσεων με τους μουσικούς, συχνά δίχως πάρτες ή παρτιτούρα. Η ενορχήστρωση αυτή, με ανάριες ηχητικότητες μουσικής δωματίου, τελικώς υπηρέτησε σχεδόν μόνον κύκλους τραγουδιών...

ΣΚΟΠΙΜΗ ΕΠΙΛΟΓΗ
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η αίσθηση μου, του εσωτερικού του σπαραγμού έγινε εντονότερη, όχι μόνο κατά τη συνεργασία μας που τόσα με δίδαξε για την ψυχολογία του, αλλά μετά το 1976, όταν, παρακολουθώντας και ελέγχοντας ως κριτικός την πορεία του, κυρίως ως αποκλειστικού διαχειριστή του μεγαλύτερου μέρους των δυνάμεων μουσικής παραγωγής μας. Ήξερα πια καλά ότι οι πολυάνθρωπες συντροφιές πραγματικών φίλων ή περιστασιακών κολάκων, τα ξενύχτια, παλιότερα στο «Βυζάντιο» της πλατείας Κολωνακίου, αργότερα στο «Μαγικό Αυλό», δεν ήταν παρά ένα ξόρκι σ' αυτό το μαύρο φόβο από τον οποίο αποσπούσε τα μελωδικά του διαμάντια πληρώνοντας τα με αίμα ψυχής... Το ίδιο εξορκιστικά πρέπει ενδόμυχα να προσδοκούσε να λειτουργήσει η αποδοχή των τόσων θέσεων που του εμπιστεύτηκε η πολιτεία -σήμερα πια, ύστερα από έρευνα βάθους δύο αιώνων μουσικής ιστορίας μας, γνωρίζουμε καλά την (επιεικέστατα...) sui generis «μουσική πολιτική» της...
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ, ΤΟΤΕ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ Ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ Μ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, Μ. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΚΑΙ ΣΤ. ΞΑΡΧΑΚΟΣ, ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΔΟΘΕΙ ΣΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1993 (ΦΩΤ.: ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΒΟΥΤΟΥ).
Η πολιτεία αυτή εκμεταλλεύθηκε σχεδόν αναίσχυντα τον Μάνο Χατζιδάκι, προς όφελος αυτής της αρνητικής «πολιτικής»: εκείνος δεν κέρδισε τίποτε από εκείνην -ούτε άλλωστε και το σπαρασσόμενο ψυχικό του κύτταρο προσφερόταν για κάτι τέτοιο. Είναι πολύ βολικό να μένουμε στην επιφάνεια, αποδίδοντας σήμερα την πρόσκαιρη παντοδυναμία του στην πασίγνωστη φιλία του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή: η άνοδος του στα ύπατα μουσικά αξιώματα της χώρας, παρά το ταλέντο του, θα ήταν αδιανόητη οπουδήποτε στον κόσμο, πολύ περισσότερο στις άλλες Βαλκανικές χώρες, με υψηλότατους δείκτες μουσικής παιδείας και παραγωγής, ακόμη και σήμερα, μετά τον πολύμορφο Αρμαγεδώνα που τις σαρώνει ύστερα από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μόνο σε μια φυγόμουση Ελλάδα ήταν δυνατή μια τέτοια σκόπιμη επιλογή, χάριν της οποίας μάλιστα τροποποιήθηκε για πολλοστή φορά ο νόμος -φωτογραφία που καθόριζε τα προσόντα του γενικού διευθυντή της ΚΟΑ- ο Μάνος υπήρξε ο τελευταίος «ισόβιος» γενικός της: σε μια χώρα που υπό την ολοένα ασφυκτικότερη πίεση της ιδεοληψίας της «καθ' ημάς Ανατολής» και του «κάλλιον σαρίκιον Τούρκου ή φακιόλιον Δυτικού», σχεδόν από το 1840, αποδεδειγμένα πια υποβαθμίζει και καταστρέφει ιεροκρυφίως πλην συστηματικώς, τη λόγια (έντεχνη) κοσμική μουσική της ως δήθεν «φράγκικη», παραδίδοντας από γενεάς εις γενεάν τη σκυτάλη σε άλλα πρόσωπα που συνεχίζουν την ίδια πολιτική με νέες μεθόδους (βλ. Γ. Λεωτσακου: «Η Όπερα στην Ελλάδα, 1733-1940», αφιέρωμα «Ελληνικό Μελόδραμα», «Καθημερινή», «7 Ημέρες», 4.4.1999): κάποιους δε συμφέρει να θυμούνται για ποιους λόγους, λίγο πριν από τη φράγκικη Άλωση του 1204, η οικονομία του Βυζαντίου είχε εγκαταλειφθεί στους Δυτικούς, ούτε και ότι την οικονομικώς δοκιμαζόμενη Τέταρτη Σταυροφορία εξέτρεψε προς τη βασιλεύουσα ο Αλέξιος Άγγελος τάζοντας της 200.000 αργυρά μάρκα για ν' αποκαταστήσει στο θρόνο τον έκπτωτο Ισαάκιο Β Άγγελο...

ΘΟΛΩΜΑ ΤΩΝ ΝΕΡΩΝ
Στον Μάνο Χατζιδάκι, μετά τη γνωστή σχετική διάλεξη του στο Θέατρο Τέχνης, Φεβρουάριο ή Μάρτιο 1949, αποδίδουν γενικά το φούντωμα του ενδιαφέροντος για το ρεμπέτικο, σήμερα μουσικό λάβαρο αυτής της «καθ' ημάς Ανατολής» που μαίνεται ως Ηρωδιάς όσο η Ελλάδα αγκομαχάει προς την ΟΝΕ. Στην πραγματικότητα το ενδιαφέρον αυτό, είναι παλαιότερο, τεχνητό και... ιδιοτελέστερο: σύμφωνα με μαρτυρία του συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη (1903-84) στο συνθέτη και καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου Χάρη Ξανθουδάκη και τον υποφαινόμενο, το 1975 στο ραδιομέγαρο Αγ. Παρασκευής, πιθανότατα το 1945, μετά τα Δεκεμβριανά, το στρατηγείο των αγγλικών δυνάμεων του Σκόμπι έστειλε έγγραφο στον τότε Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, συνιστώντας τη διάδοση του ρεμπέτικου (αποκηρυγμένου από το ΕΑΜ και την Εθνικήν Αντίσταση για λόγους «ήθους», με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου). Ο Κωνσταντινίδης, που είχε δει το έγγραφο, εύλογα ανησύχησε και προβληματίστηκε: ενημέρωσε λοιπόν τον συνθέτη, αντιστασιακό, τρομπονίστα της ΚΟΑ και τότε, συνδικαλιστή, Αλέκο Ξένο (1912-95) που κατέθεσε το περιστατικό και στην τηλεοπτική βιογραφία του την οποία γύρισε λίγο πριν από το θάνατο του η σκηνοθέτις Ρένα Χρηστάκη. Είναι γνωστή η, μέσω εμπορικού κινηματογράφου, πλύση εγκεφάλου με μπουζούκι και ρεμπέτικο μετά το 1955... Με το φαινόμενο αυτό συνδέεται άρρηκτα, τη 10ετία του 1960, το σκόπιμο θόλωμα των «νερών» περί το έντεχνο και το λαϊκό, η προσπάθεια καταργήσεως των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα σε σοβαρά, ελαφρά και λαϊκή μουσική, η μελοποίηση λογίας ποιήσεως σε ύφος λαϊκό (με πρόσχημα «να φέρουμε τη μεγάλη νεοελληνική ποίηση κοντά στο λαό»... χωρίς να τον εκπαιδεύσουμε), έτσι ώστε να εξασφαλίσει η μουσική αυτή «περγαμηνές ευγενείας» και τέλος, τη δεκαετία του 1990, ο σχεδόν πλήρης εκτοπισμός και η «υποκατάσταση» της έντεχνης ελληνικής μουσικής μας από μια μουσική ευρείας καταναλώσεως, με γνώρισμα το έντονο ηχόχρωμα και το διάτορο ήχο του μπουζουκιού. Πρώτος επισήμανε τους κινδύνους αυτούς ο συνθέτης Γιάννης Ιωαννίδης στη διάλεξη «Έντεχνα-Άτεχνα - Κακότεχνα», Ινστιτούτο Goethe Αθηνών, 3.4.1981 (βλ. Γιάννη Ιωαννίδη: «Γραφτά για τη μουσική» αρ. Ι, 1966-83, εκδ. Νόμος, Αθήνα, α.χρ., σ.σ. 8-13).

Η «ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗ»
Με την προσπάθεια καταργήσεως των ουσιαστικότερων αυτών διακρίσεων συνδέεται άμεσα και σε σημαντικό ποσοστό ο Μάνος Χατζιδάκις, για λόγους τελικώς, καθώς πιστεύω, σχετικούς με την ψυχολογία του, όπως την περιέγραψα, και τον αιώνιο διχασμό του ανάμεσα στις μεγάλες μορφές λόγιας μουσικής, (από την οποία σίγουρα ένιωθε πως τον χώριζαν σοβαρές τεχνικές ελλείψεις) και στην ελαφρά. Οι αυριανοί ερευνητές της νεοελληνικής μουσικής περιπέτειας, πρέπει να διεξέλθουν αναρίθμητες συνεντεύξεις του προκειμένου να ιχνηλατήσουν τις εναλλασσόμενες, προδήλως αμφιθυμικές, διαθέσεις του πάνω στο θέμα που συχνά εξέφραζε εμφατικότητα.
«...ΑΠΙΑΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ, ΚΡΥΦΗ ΤΟΥ ΛΑΧΤΑΡΑ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ Η «ΜΕΓΑΛΗ» Η ΛΟΓΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΕΘΕΤΕ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ» ΠΟΥ ΤΟΝ ΚΑΤΑΤΡΩΓΕ ΔΕΝ ΑΦΗΣΕ ΠΟΤΕ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΣΤΟ ΑΡΤΙΟ...» (ΦΩΤ.: ΑΦΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΙ).
Ωστόσο, ο ίδιος, μέσα του, παρά την εμπρηστικότητα ή και αντιφατικότητα πολλών δηλώσεων του, σε τελική ανάλυση έμεινε πιστός σε εκείνο που δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει: τη μεγάλων μορφών έντεχνη μουσική. Το 1962, χρηματοδότησε το Μουσικό Διαγωνισμό Μάνος Χατζιδάκις του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, το 1965 ίδρυσε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών και το 1989, στην τελευταία φάση της ζωής του, θαρρείς για να εξιλεωθεί, την Ορχήστρα Χρωμάτων, με την οποία, μεταξύ άλλων, στράφηκε σ' εκείνη την Έντεχνη Ελληνική Μουσική που σύντομα θα εξαφανιζόταν από το συναυλιακό προσκήνιο. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο Μάνος Χατζιδάκις, εκών ή άκων, υπηρέτησε αυτή τη διαιωνιζόμενη και εκλεπτυνόμενη «πολιτιστική» πολιτική της «καθ' ημάς Ανατολής» που θέλει την Ελλάδα παροπλισμένη μουσικά, με μόνη κατά κόσμον μουσική ταυτότητα τη διπλοπενιά (μήτε καν δημοτικό τραγούδι), δίχως παρελθόν λόγιας μουσικής. Οι Έλληνες «Ανατολίτες» δρουν, ασυναίσθητα ας ελπίσουμε, ως πέμπτη φάλαγγα. «Βασιλικότεροι του βασιλέως» ξεπερνούν και αυτή την ευφυέστατη Τουρκία, σε τελική ανάλυση κουβαλώντας νερό στο μύλο της. Διότι η Τουρκία σήμερα, με τις 4 όπερες, τις 8 μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες και τα φεστιβάλ της, κατεβαίνει πάνοπλη στον πολιτιστικό στίβο. Παρά τα εσωτερικά της προβλήματα, αναπτύσσει και καλλιεργεί συστηματικά και επιστημονικά εξ ίσου και σε συνάρτηση μεταξύ τους, τόσο την παραδοσιακή όσο και τη λόγια μουσική της, για την οποία Τούρκοι συνάδελφοι σε διεθνή συνέδρια ειλικρινώς ομολογούν ότι έχει ηλικία μόλις 50 ετών, έναντι 200 της δικής μας. Ενώ της ελληνικής «πολιτιστικής» πολιτικής φλάμπουρο παραμένει η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» που εμφανίζει τους Νεοέλληνες περίπου ως «ευγενείς αγρίους», εκφυλισμένους πνευματικά απογόνους ευκλεών προγόνων. Δεν θεωρούμε τυχαίο το ότι ο μεν συνθέτης της μουσικής της είδε να του εμπιστεύονται τα ύπατα μουσικά αξιώματα της χώρας, η δε πρωταγωνίστρια Μελίνα Μερκούρη, επί δύο τετραετίες, υπήρξε η μόνη αμετακίνητη υπουργός (Πολιτισμού) ενός λαϊκιστού πρωθυπουργού που άλλαζε τους άλλους υπουργούς του τόσο συχνά όσο και πουκάμισα. Από την περίοδο της παντοδυναμίας του Μάνου Χατζιδάκι δε μένουν παρά μόνο κάποιες γλυκόπικρες αναμνήσεις και ιστορικές μνήμες. Από τους θεσμούς που διηύθυνε, όλοι συνέχισαν μιαν αβέβαιη πορεία κρατικοδίαιτης επιβιώσεως, ενώ εκείνος που έστησε (Μουσικός Αύγουστος Ηρακλείου Κρήτης) δεν επιβίωσε... Τόσο, ώστε να σκεφτόμαστε ότι πιθανόν να προωθήθηκε εσκεμμένως ως μια αορίστου χρόνου φανταχτερή «μεσοβασιλεία» πριν από μια σταθερότερη διαδοχή... Όσο για τη δημιουργία του, μπορεί τελικώς ο Μάνος Χατζιδάκις να μην έδωσε ή να μην ολοκλήρωσε τα αριστουργήματα λόγιας μουσικής για τα οποία ναι, τον είχε προικίσει η φύση, αλλά τον απέκοψαν από αυτά κάποιες ανθρώπινες τραυματικές εμπειρίες, από εκείνες χωρίς τις οποίες ελάχιστοι από μας θα φαντάζονταν εαυτούς. Όμως η ίδια του η μουσική, λόγια {Αχιβάδες, νεανικά μπαλέτα, Κύκλος του CNS) «ελαφρά» (τραγούδια) ή ευέλικτα ακροβατώντας μεταξύ των δύο, δεν υπήρξε ποτέ λαϊκίστικη. Διατήρησε πάντα μια αξιοθαύμαστη συλλειτουργία μέλους, αρμονίας, μέτρου και αγωγής: ευγένεια και ευρηματική χαρακτηρίζουν το αδιαμφισβήτητα προσωπικό του ύφος που απογειώνει ο εσωτερικός του σπαραγμός, αποξενώνοντας το τελικώς από τις όποιες καταβολές του. Και φυσικά είναι αθώος για τις μεταθανάτιες «ερμηνείες» ή και ερμηνείες του. Ακόμη και από τον υπογράφοντα…

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ

06 ΙΟΥΝ 1999


from ανεμουριον https://ift.tt/2D5AVO0
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη