Στο κείμενο που ακολουθεί - βασισμένο σε στοιχεία που συγκέντρωσε ο φωτισμένος θεολόγος, ιερωμένος και πανεπιστημιακός δάσκαλος του περασμένου αιώνα Θεόκλητος Φαρμακίδης - αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο θρησκευτικός γάμος δεν αποτελεί χριστιανική παράδοση, αλλά ότι, αντίθετα, η χριστιανική παράδοση δέχεται μόνο τον πολιτικό γάμο σαν νόμιμη μορφή συζυγικής ένωσης. Ξέρουμε πως τα παραπάνω μοιάζουν κάπως παράλογα και ίσως ξενίζουν. Είναι όμως απόλυτα τεκμηριωμένα και για τον καλόπιστο μελετητή δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Εκτός αν αμφισβητήσει κανείς τις ίδιες τις ρίζες της χριστιανικής διδασκαλίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τα πατερικά κείμενα, το Κανονικό Δίκαιο και την ιστορική πραγματικότητα. Το 1852 εκδόθηκε στην Αθήνα ένα ογκώδες βιβλίο με τίτλο «Ο Συνοδικός Τόμος ή περί αληθείας». Συγγραφέας του ήταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρωτοπόρος στον αγώνα για το αυτοκέφαλο της ελληνικής εκκλησίας - είχε επιτευχθεί το 1833 - και σφοδρός πολέμιος της πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που δεν είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια να ελέγχει τα εκκλησιαστικά πράγματα του νεαρού ελληνικού βασιλείου. Το βιβλίο αποτελούσε απάντηση στο «Συνοδικό Τόμο» του 1850, στο κείμενο δηλαδή με το οποίο το Πατριαρχείο, μετά από διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση, διακήρυττε (δεν αναγνώριζε) την κάτω από όρους ανεξαρτησία της ελληνικής εκκλησίας. Ο Φαρμακίδης θεωρούσε τους όρους αυτούς απαράδεχτους και προσβλητικούς, τόσο για το ελληνικό κράτος, όσο και για την εκκλησία. Έγραψε χαραχτηριστικά στα «προλεγόμενα» του:«...Ήτησεν η Ελλάς παρά της εν Κωνσταντινουπόλει εκκλησίας επιδοκιμασίαν της εκκλησιαστικής αυτής νομοθεσίας, και έλαβε θεσμούς! (...) Κατεφρονήθη η Ελλάς, περιεπαίχθη, εξυβρίσθη, εξευτελίσθη παρά ξένης εκκλησιαστικής αρχής, υπό τον σουλτάνον των Οθωμανών τελούσης και τας διαταγάς αυτού ενεργούσης...».Τα σχετικά με το γάμο αναφέρονται στο Μέρος Β', Κεφ. Γ' του βιβλίου και περιέχεται σ' αυτά απάντηση στην απαίτηση του Πατριαρχείου, να καθορίσει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με συνοδική πράξη, τα όσα αφορούν το γάμο και το διαζύγιο. Για τον Φαρμακίδη αυτό ήταν απαράδεχτη επέμβαση στις αρμοδιότητες της πολιτείας, που σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση ήταν η μόνη εξουσιοδοτημένη να ρυθμίζει τις αστικές αυτές σχέσεις.
Ο ΓΑΜΟΣ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Η λογική του Φαρμακίδη είναι πεντακάθαρη. Το Πατριαρχείο - λέει - διατάσσει την ελληνική εκκλησία να ρυθμίσει τα σχετικά με το γάμο. Ετσι όμως πέφτει σε μια σειρά αντιφάσεις: αν υποτεθεί ότι μοναδικός αρμόδιος για τέτοιες ρυθμίσεις είναι η εκκλησία, αυτή θα περίμενε να έρθει το... 1850 για να τις κάνει; λογικά θα έπρεπε να υπάρχουν ήδη σχετικοί κανόνες, οπότε κάθε προτροπή είναι τουλάχιστον περιττή! Αν πάλι δεν είναι δική της δουλειά, αλλά δουλειά του κράτους, τότε η εκκλησία δεν πρέπει να επεμβαίνει. Αν, τέλος, χρειάζεται συνεννόηση ανάμεσα στην εκκλησία και στην πολιτεία, τότε κάθε μονομερής ενέργεια της πρώτης είναι αυθαίρετη. Έτσι, σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογείται το Πατριαρχείο να διατάζει ρυθμίσεις για το πως γίνεται και για το πως διαλύεται ο γάμος. Και συνεχίζει το συλλογισμό του: οι Καθολικοί αναγνωρίζουν δικαιοδοσία της εκκλησίας σ' ότι αφορά το γάμο. Οι Προτεστάντες του κράτους. Και στους δυο υπάρχει κατοχυρωμένη εκκλησιαστική αντίληψη για το θέμα. Στην Ανατολική όμως εκκλησία υπάρχει μια πρακτική που μιλάει από μόνη της: σε καμιά φάση της ιστορίας της δεν αμφισβήτησε την υπεροχή της πολιτείας στο να καθορίζει το σχετικό με το γάμο νομικό καθεστώς. Το επιχείρημα του, λοιπόν, βγαίνει αβίαστα:«Ό,τι ώριζον οι νόμοι της πολιτείας περί γάμου, απεδέχετο και η εκκλησία, και ουδέποτε ζήτησε να ιδιοποιηθή ό,τι δεν ανήκεν εις αυτήν. Όθεν, μέχρι της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως πάντα τα κατά τον γάμον υπό πολιτικούς νόμους υπήγοντο, και κατ' αυτούς και συνεδέετο και διελύετο ο γάμος».Και γνωρίζοντας τις επιθέσεις που τον περιμένουν, συμπληρώνει:«...Αλλ' ό,τι είπωμεν, δεν πιστεύομεν ποτέ, ότι θέλει παρεξηγηθή παρά των καθ' υπόκρισιν σφόδρα ευσεβών. Αν και τα ιστορικώς γράφομενα παραξηγώνται και διαστρέφωνται, ιστορία δεν γράφεται και η αλήθεια μένει άγνωστος».Για να αποδείξει το επιχείρημα του, ότι ο γάμος αποτελεί «πολιτικό συνάλλαγμα» (ιδιωτική σχέση), ο Φαρμακίδης δεν διστάζει να προχωρήσει σε μια αρκετά τεκμηριωμένη ιστορική αναδρομή. Οριοθετεί, έτσι, τρεις περιόδους στην ιστορία της εκκλησίας: η πρώτη περιλαμβάνει το διάστημα από τη Θεία Διδασκαλία, μέχρι την αναγνώριση του χριστιανισμού ως θρησκείας της αυτοκρατορίας· η δεύτερη αναφέρεται στην εποχή από τον 4ο μέχρι και τον 9ο αιώνα· η τρίτη φτάνει μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Ιησούς - λέει ο Φαρμακίδης - γεννήθηκε και πέθανε σαν υπήκοος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ζωή του κινήθηκε μέσα στα πλαίσια που επέβαλε η ρωμαϊκή νομοθεσία και ποτέ ο ίδιος δεν την αμφισβήτησε. Ήταν πειθαρχικός στους νόμους της πολιτείας και ποτέ - στη διάρκεια της 3χρονης διδασκαλικής του δράσης - δεν παρακίνησε τους Εβραίους σε απείθεια προς τις αρχές. Το πνεύμα αυτό επικράτησε και στην κοινωνία των πρώτων χριστιανών, που αποδέχτηκαν συνολικά το νομικό καθεστώς της αυτοκρατορίας. Οι αστικές τους σχέσεις συνέχισαν να ρυθμίζονται από τους υπάρχοντες νόμους, χωρίς ν' αποτελέσει εξαίρεση και ο ίδιος ο γάμος. Το ότι ο γάμος των πρώτων χριστιανών γινόταν με βάση το Ρωμαϊκό Δίκαιο είναι αναμφισβήτητο και έχει την εξήγηση του: αν οι χριστιανοί αρνούνταν το επίσημο νομικό πλαίσιο, οι γάμοι τους θα ήταν ανυπόστατοι, τα παιδιά τους νόθα και οι ίδιοι θα εμφανίζονταν σαν ανήθικα άτομα. Ο Φαρμακίδης σημειώνει ότι αποτελεί ευτύχημα, πως το κύρος του γάμου στους Εθνικούς δεν εξαρτιόταν από θρησκευτικές τελετές. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε οι χριστιανοί θα βρίσκονταν μπροστά σ' ένα οδυνηρό δίλημμα: ή να κάνουν άκυρο θρησκευτικό γάμο (χριστιανικό) ή έγκυρο ειδωλολατρικό. Έτσι, ο ισχύων πολιτικός γάμος αποτελούσε τη διέξοδο. Οι αποδείξεις για το ότι οι χριστιανοί της περιόδου εκείνης διενεργούσαν μόνο πολιτικό γάμο, είναι άφθονες. Γράφοντας ο μάρτυρας και φιλόσοφος Ιουστίνος, στο Διόγνητο, του λέει ξεκάθαρα για τους ομοθρήσκους του:«Μετέχουσι πάντων ως πολίται - γαμούσι (παντρεύονται) ως πάντες...».Ανάλογη μαρτυρία δίνει και ο Αθηναγόρας (κεφ. λγ), απολογούμενος προς τους αυτοκράτορες Μάρκο Αυρήλιο και Λούκιο Κόμμοδο, που κατηγορούσαν τους χριστιανούς για ανηθικότητα:«...γυναίκα μεν έκαστος, ην ηγάγετο (την οποία έπαιρνε) κατά τους υφ' υμών τεθειμένους νόμους...».Και καταλήγει ο Φαρμακίδης:«Και συζευγνύμενος και διαζευγνύμενος ο γάμος εξ αυτής της πρώτης του χριστιανισμού αρχής, δεν ανήκεν άρα εις την εκκλησίαν αλλά εις την πολιτείαν διότι της πολιτείας και ουχί της εκκλησίας ήσαν οι νόμοι. Ο γάμος λοιπόν δεν ήτο άλλο τι ει μη πολιτικό συνάλλαγμα, και είχεν όλην την ισχύν διότι εγίνετο κατά τους νόμους».
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΕΠΙΣΗΜΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Τον 4ον αιώνα ο χριστιανισμός ανεβαίνει στον αυτοκρατορικό θρόνο και - όπως λέει ο Φαρμακίδης - παύει να είναι διωκόμενος και γίνεται διώκτης(Ό,τι κατακρίνει τις πολλάκις παρ' ετέρω ως κακόν και αθέμιτον, τούτο πράτει αυτός ως χρηστόν και θεμιτόν διότι συμφέρει αυτώ η πράξις αυτού...)Με τους πρώτους λοιπόν χριστιανούς αυτοκράτορες, η νέα θρησκεία αποκτά φοβερή ισχύ. Παρ' όλα αυτά, ο γάμος δεν παραχωρείται στην εκκλησία από το Αστικό Δίκαιο. Τούτο είναι φανερό τόσο από τα σχετικά κείμενα των κωδίκων του Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού, όσο κι από την έλλειψη αντίδρασης (επίσημης ή ανεπίσημης) της εκκλησίας στις κρατούσες ρυθμίσεις. Ο Φαρμακίδης γράφει:«...ουδέποτε έδειξεν η εκκλησία αντίδρασιν ή και μόνον δυσαρέστησιν εις τους περί γάμου παρά των αυτοκρατόρων τιθεμένους νόμους. Αλλ' αγογγύστως έστεργε και απεδέχετο και αυτούς, ως αγογγύστως έστεργε και άνευ τινός δυσαρεστήσεως απεδέχετο και πάντας τους παρ' αυτών τιθέμενους νόμους, τους εις αυτήν αποβλέποντας».Τι μεγαλύτερη απόδειξη υπάρχει για την αλήθεια των παραπάνω, από την μαρτυρία του ίδιου του Χρυσοστόμου, που ομολογεί:«Βασιλείς εισφέρουσι νόμους και ουχ άπαντας συμφερόντως πολλάκις· άνθρωποι γαρ εισί και ουκ αν δύναιντο το χρήσιμον ούτως ευρείν ώσπερ Θεός· αλλ' όμως πειθόμεθα. Καν γυναίκα αγώμεθα, καν οικίας, καν αγρούς, καν ότι ουν έτερον ποιείν, ουκ οικία γνώμη ταύτα πράττομεν αλλ' όπως αν εκείνοι διατάσσωσι (...) Καν ποιήσω μεν τι παρά το δοκούν εκείνοις, άκορον και άχρηστον γίνεται» «... (Οι βασιλιάδες νομοθετούν και όχι πάντοτε ορθά· σαν άνθρωποι δεν μπορούν να είναι ακριβοδίκαιοι όπως ο θεός· όμως εμείς υπακούαμε. Και αν παντρευόμαστε, αν αγοράζουμε σπίτια ή χωράφια, αν οτιδήποτε άλλο κάνουμε, δεν τα κάνουμε όπως θέλουμε, αλλά όπως αυτοί διατάζουν (...) Κι αν κάνουμε κάτι ενάντια στη θέληση τους, αυτό είναι άκυρο και χωρίς αποτέλεσμα» - «Προς Αντιοχείς».Τι λέει πάνω ο' αυτά ο σεβασμιότατος κ. Καντιώτης; Μήπως ο Χρυσόστομος ήταν... λιγότερο χριστιανός από τον ίδιο;
ΓΑΜΟΣ 'Η ΑΠΛΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ
Ας σημειωθεί ότι μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού, για την εγκυρότητα του γάμου χρειαζόταν να πληρούνται οι όροι του περίφημου κλασικού ρητού, που όριζε το γάμο ως εξής:«Γάμος εστίν ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία».Και συμπληρώνει ο Φαρμακίδης, πως ουσιαστική προϋπόθεση για την ύπαρξη γάμου ήταν μία και μόνο μία: η αμοιβαία διάθεση του άντρα και της γυναίκας να ζούνε σαν σύζυγοι. Και πως αποδεικνυόταν η αμοιβαία αυτή διάθεση; με τους μάρτυρες. Και τι βεβαίωναν οι μάρτυρες; τη συνοίκηση του ζευγαριού. Απλά πράγματα δηλαδή, που αποδεχόταν τόσο η πολιτεία, όσο και η εκκλησία. Αποδέχονταν δηλαδή πως ο γάμος ολοκληρωνόταν με τη συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας, που εκδήλωναν έτσι την αμοιβαία διάθεση να ζήσουν σαν σύζυγοι. Το σύστημα αυτό είχε βέβαια νομικά (όχι θρησκευτικά) προβλήματα, γιατί πολλές φορές οι μάρτυρες δημιουργούσαν —από άγνοια ή και κακοβουλία- πολλές περιπλοκές. Έτσι ο Ιουστινιανός αποφάσισε να το τροποποιήσει. Όρισε λοιπόν ότι υπάρχουν τρεις τάξεις πολιτών: τα «έκλαμπρα» πρόσωπα, τα πρόσωπα της «μέσης» τάξης και τα πρόσωπα της «ευτελούς» καταγωγής. Για την απόδειξη του γάμου των πρώτων χρειαζόταν συμβόλαιο, νομότυπα συνταγμένο. Για τη «μεσαία» τάξη, ο γάμος αποδεικνυόταν χωρίς συμβόλαιο' οι μελλόνυμφοι πήγαιναν σε κάποια εκκλησία και - με παρουσία 3-4 κληρικών - δήλωναν στον «έκδικο» 'υπηρεσιακό όργανο) ότι γίνονταν σύζυγοι. Η ομολογία τους αυτή συντασσόταν σε έγγραφο, υπογραφόταν από τους ίδιους, τον «έκδικο» και τους μάρτυρες και αποτελούσε την απόδειξη του γάμου. Για την τρίτη και πιο πολυάριθμη τάξη των «ευτελών», τα πράγματα ήταν τελείως απλά: δεν χρειαζόταν κανένα έγγραφο για να αποδειχτεί ο γάμος. Και αναρωτιέται ο Φαρμακίδης: «Που κατά τον νόμον τούτον, το μέρος της εκκλησίας εις την σύστασιν του γάμου; Ουδαμού. Αλλ' αν ο γάμος ήτον έννομος και δια τούτο ισχυρός, αν εγίνετο κατά τους όρους των πολιτικών νόμων και έτερον τι δεν απητείτο εις τούτο, δεν ήτον άλλον τι ει μη πολιτικόν συνάλλαγμα και εις τα πολιτικά συναλλάγματα η εκκλησία δεν είχε τι μέρος. Ουδέ ίχνος υπάρχει εν τω νόμω του Ιουστινιανού εκκλησιαστικής ευλογίας ως όρου ουσιώδους του κύρους της συστάσεως του γάμου. Εάν οι της δευτέρας τάξεως άνθρωποι υπεχρεούντο εις το απέρχεσθαι εις εκκλησίαν και εκεί συνι-στάν τον γάμον, απήρχοντο εις αυτήν προς παν άλλο, όχι όμως προς αίτησιν ευχής και ευλογίας υπέρ του γαρ ο υ». Το καθεστώς αυτό συνεχίστηκε επί αιώνες και η εκκλησία ποτέ δεν το αμφισβήτησε, αποδεχόμενη έτσι ως μοναδικό έγκυρο γάμο τον πολιτικό γάμο. Το ίδιο καθεστώς συναντάται και στη νομική συλλογή των «Βασιλικών» (μέσα του 9ου αιώνα), όπου η ιερολογία δεν ορίζεται και ως προϋπόθεση υπόστασης του γάμου. Εδώ ο Φαρμακίδης διευκρινίζει ότι η θρησκευτική ευχή δεν ήταν άγνωστη για εκείνους που παντρεύονταν. Τονίζει όμως: «...η εκκλησιαστική ευχή και ευλογία δεν απητείτο ως όρος του γάμου αναγκαίος' ότι δηλαδή ο γάμος ήτον άκυρος εάν εγίνετο χωρίς ιεροτελεστίας. Η ευλογία του γάμου κατ' αυτήν του χρόνου την περίοδον εθεωρείτο ως έθιμον ευσεβές, ελεύθερον, εκούσιον, μηδεμίαν ισχον έχον ως προς το κύρος του συναλλάγματος (..Χ Γάμος λοιπόν και χωρίς τίνος ιερολογίας ήτον ισχυρός και κύριος, εάν εγίνετο κατά τους περί αυτού όρους των πολιτικών νόμων».
ΚΑΘΙΕΡΩΝΕΤΑΙ Η ΙΕΡΟΛΟΓΙΑ
Μόλις στα τέλη του 9ου αιώνα η εκκλησία εμφανίζεται να παίζει κάποιο ρόλο στο θέμα της εγκυρότητας του γάμου. Όμως και τώρα μετά από αυτοκρατορική εντολή, χωρίς η ίδια να το επιδιώξει ή να το ζητήσει. Πιο συγκεκριμένα, είναι η εποχή που ο Λέων Στ' ο Σοφός ορίζει να «μη ερρώσθαι τα συνοικέσια άνευ της ιεράς ευλογίας». Τί σημαίνει τούτο; Ότι χρειαζόταν και ιερολογία ως συστατικός τύπος του γάμου. Η ρύθμιση αυτή είναι ιερός κανόνας; προφανώς όχι. Δεν προέρχεται από την εκκλησία αλλά από την πολιτεία, που την θέσπισε μετά από δική της πρωτοβουλία. Αν όμως θέλουμε να μιλάμε για «ρίζες» της χριστιανικής παράδοσης, γιατί άραγε πρέπει να τις αναζητήσουμε σε νομικά κείμενα, που μάλιστα γράφτηκαν 9 ολόκληρους αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού, χωρίς την παρέμβαση της εκκλησίας; Εύλογοι λοιπόν οι προβληματισμοί του Φαρμακίδη: «Έθεσε δε ο αυτοκράτωρ Λέων τον νόμον τούτον οίκοθεν (με τη θέληση του) και ουχί κατ' αίτησιν της εκκλησίας. Και αν αυτός δεν ετίθει οίκοθεν τοιούτον νόμον, δεν ηξεύρομεν αν τότε η εκκλησία ήθελεν απαίτηση παρ' αυτοκράτορος τοιούτον τι. Αλλ' αν πάντοτε απ η τ ε ί τ ο και ιερολογία εις το ερρώσθαι τον γάμο ν, πως η εκκλησία δεν διέταξε τούτο ποτέ; Ή πως δεν απήτησεν πρότερον παρ' αυτοκράτορος νόμον περί τούτου; (...) Δεν εζητήθη τοιούτος νόμος και δια τούτο δεν ετέθη. Και δεν εζητήθη διότι δεν εθεωρείτο αναγκαίος...». Όμως δεν σταματά εδώ. Η υποχρεωτική ιερολόγηση του γάμου δεν είχε και πάλι καθολική εφαρμογή, μια και δεν περιλάμβανε τους δούλους. Οι δούλοι εξακολουθούσαν να παντρεύονται χωρίς ιερολογία, γιατί αυτή μπορούσε να οδηγήσει σε απελευθέρωση τους! Ώστε κι αυτή η «τραβηγμένη από τα Μάλια» ιερή παράδοση ήταν «κουτσή»! Μόλις τον 11ο αιώνα ορίζεται - από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό — ιερολογία του γάμου και για του δούλους. Η εκκλησία και πάλι απούσα από αυτήν την καθαρά νομοθετική ρύθμιση, που άλλωστε έμεινε στα χαρτιά. Οι αφέντες εμπόδιζαν με κάθε τρόπο την ιερολογία στους γάμους των δούλων τους (με το φόβο πως θα απελευθερωθούν) και το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εκκλησία, φυσικά, δεν αντέδρασε. Μήπως όμως με την καθιέρωση της ιερολογίας η εκκλησία ανέλαβε γενική αρμοδιότητα για οτιδήποτε αφορά τη σύσταση και τη διάλυση του γάμου; Ο Φαρμακίδης το αρνείται και γράφει: «Αλλά και μετά την εισαγωγήν της δια νόμου ιερολογίας (...) η εκκλησία περιορίζετο εις μόνον το ιερολογείν και άλλο μέρος δεν ελάμβανεν, ούτε εις την σύστασιν ούτε εις την διάλυσιν του γάμου' διότι δεν είχε εις ταύτα δικαίωμα τι παρά των νόμων. Τα πάντα εγένοντο κατά τους πολιτικούς νόμους...». Τούτο τί σημαίνει; Ότι οι αρμοδιότητες της εκκλησίας περιορίζονταν στο να εκπληρώνει την εντολή της πολιτείας και να ιερολογεί. Δεν είχε επομένως καμμιά άλλη εξουσία σχετικά με το γάμο.
ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Απόδειξη για το ότι ο γάμος αποτελούσε για τους χριστιανούς «πολιτικό συνάλλαγμα» είναι και τα όσα αφορούσαν το διαζύγιο, για το οποίο εφαρμόζονταν πάντα οι νόμοι της πολιτείας και όχι οι κανόνες της εκκλησίας. Εδώ ο Φαρμακίδης υποχρεώνεται να κάνει μια δεύτερη ιστορική αναδρομή. Στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων - λέει - η διάλυση ενός γάμου ήταν μια πολύ απλή υπόθεση και τα διαζύγια ήταν άφθονα. Όταν ήρθε ο χριστιανισμός, τίμησε το γάμο και διακήρυξε ότι μια μόνο αιτία διάλυσης του ήταν δικαιολογένημη: η μοιχεία. Δεν αντέδρασε όμως στους ισχύοντες αστικούς νόμους, που πρόβλεπαν το «εύκολο» διαζύγιο. Έτσι, ως προς αυτό «εγένετο και παρά των χριστιανών συχνότερα χρήσις των νόμων ή της ευαγγελικής εντολής». Το ότι η εκκλησία δεν αντέδρασε κατά τους χρόνους των ειδωλολατρών αυτοκρατόρων είναι κατανοητό: πιθανόν να της καταλόγιζαν απείθεια απέναντι στους νόμους. Όμως ήρθε και η εποχή που ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Λογικά, θα μπορούσε πια να επιβάλλει τη χριστιανική αρχή. Το έκανε; Όχι! Οι νόμοι έμειναν στη θέση τους κι εκκλησία υποτάχτηκε σ' αυτούς. Τα διαζύγια εξακολούθησαν να βγαίνουν σωρηδόν, άσχετα με τις οποιεσδήποτε αρχές της χριστιανικής εκκλησίας. Η κατάσταση αυτή φαίνεται ότι ενόχλησε τους πρώτους χριστιανούς αυτοκράτορες, που προσπάθησαν με νομοθετικές ρυθμίσεις - συνήθως αντιφατικές και ανεπαρκείς - να περιορίσουν το «κακό». Οι ρυθμίσεις αυτές δεν ήταν αποτέλεσμα επεμβάσεων της εκκλησίας, αλλά εντάσσονταν στα πλαίσια της πολιτικής εξουσίας του αυτοκράτορα. Εξάλλου — όπως είπαμε — ήταν περιορισμένης σημασίας. Το διαζύγιο ήταν και στην περίοδο αυτή πολύ απλό. Όταν ο άντρας (που συνήθως διέλυε αυτός το γάμο) για τον οποιοδήποτε λόγο ήθελε να χωρίσει τη γυναίκα του, δεν ... της έκανε αγωγή διαζυγίου. Της έστελνε απλώς το «ρεπούνδιο» (νομότυπο έγγραφο), στο οποίο περιεχόταν η φράση «Γύναι, πράτε τα σα» («Γυναίκα, ασχολήσου με τον εαυτό σου»). Και ο γάμος διαλυόταν χωρίς... δικηγόρους, δικαστές και παπάδες. Αυτά βέβαια κάθε άλλο παρά συμφωνούσαν με τη χριστιανική διδασκαλία' όμως ποτέ η εκκλησία δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα τους. Γιατί απλώς δεν ανήκαν στη δική της αρμοδιότητα, αλλά στην αρμοδιότητα της πολιτείας. Πολλοί ιεράρχες εξέφραζαν βέβαια την αντίθετη άποψη τους για το νόμο, μα κανείς δε ζήτησε από τους πιστούς να μην τον τηρήσει. Μπορεί η χριστιανική εκκλησία να έβλεπε σαν μοναδικό λόγο διαζυγίου τη μοιχεία, αλλά ταυτόχρονα αναγνώριζε σα νόμιμο και κάθε άλλο διαζύγιο που γινόταν με το «ρεπούνδιο». Χαραχτηριστική περίπτωση ανάλογης διαφωνίας διαφαίνεται και στα κείμενα του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού, που αποτελούσε κι ένα είδος... φεμινιστή για την εποχή του. Φανερά ενοχλημένος για τις νομοθετικές εκείνες ρυθμίσεις που περιόριζαν την ανηθικότητα της μοιχείας μόνο στις περιπτώσεις που γινόταν... από γυναίκα, έγραφε (λόγος ΛΑ): «...Τι δήποτε, το μεν θήλυ εκόλασε, το δε άρρεν επέτρεψε; Και γυνή μεν κακώς βουλευσαμένη περί κοίτης ανδρός, μοιχάται και πικρά εντεύθεν τα επιτίμια' ανηρ δε καταπορνεύων γυναικός ανεύθυνος; Ουκ επαινώ την συνήθειαν. Ου δέχομαι ταύτην την νομοθεσίαν. Άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες και δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία» («Πως γίνεται για το ίδιο πράγμα να τιμωρείται το θηλυκό και για το αρσενικό να υπάρχει ανοχή; Για τη γυναίκα που απατά τον άντρα της υπάρχει το αδίκημα της μοιχείας και οι οδυνηρές συνέπειες του νόμου. Ο άντρας που απατάει τη γυναίκα του είναι ανεύθυνος; Δεν επαινώ αυτές τις συνήθειες και δε θεωρώ σωστή αυτή τη νομοθεσία. Οι νομοθέτες ήταν άντρες και για αυτό η νομοθεσία είναι εναντίον των γυναικών - σημ. συντ.: ελεύθ. απόδοση). Η διαφωνία του Γρηγορίου θα έμενε όμως μόνο στο θεωρητικό επίπεδο. Στην πράξη, τόσο αυτός, όσο και οι άλλοι ιεράρχες, κήρυττε ανεπιφύλακτα την υποταγή στο νόμο. Στα χρόνια του Ιουστινιανού το διαζύγιο «δυσκολεύει». Ο αυτοκράτορας εκδίδει την υπ' αριθ. ΡΙΖ' Νεαρά, με την οποία ο γάμος αποκτά μεγαλύτερη νομική ισχύ και η λύση του γίνεται σχετικά δύσκολη. Πρόκειται και πάλι για καθαρά νομική ρύθμιση, στην οποία δεν παρεμβαίνει και δεν εμφανίζεται η εκκλησία. Και με το νέο νόμο άλλωστε, δεν τηρείται ο χριστιανικός κανόνας και δεν θεωρείται η μοιχεία σαν μοναδικός λόγος διαζυγίου. Και συμπληρώνει εδώ ο Φαρμακίδης: «Αλλά τούτο τί άλλο σημαίνει, ει μη ότι και τα περί διαθέσεως και τα περί διαλύσεως του γάμου ανήκουσι εις την πολιτείαν και ουχί εις την εκκλησίαν; (...) Οι πολιτικοί νόμοι διατάσσουσι και τα προ του γάμου και τα μετά τον γάμον (...) Η δε εκκλησία στέργει και αποδέχεται τους νόμους της πολιτείας και δεν νομοθετεί αυτή, ουδ' επιβάλλει νόμους τη πολιτεία...» Στη συνέχεια, θέλοντας να μην δημιουργηθεί σύγχιση στον αναγνώστη του, ως προς το ρόλο της ιερολογίας οημπληρώνει: «...η παρά του νόμου διατασσομένη ιερολογία δεν παρέχει τη εκκλησία δικαίωμα τι ή εξουσίαν τινά εις την σύνθεσιν ή την διάλυσιν αυτού (του γάμου). Ο γάμος έμεινεν και μετά τον νόμον του Λέοντος ότι ήτον προ αυτού κατά τους νόμοι»»..» Και σε άλλο σημείο του βιβλίου του συμπληρώνει: «Δ ι έ τ α ξ ε ν ο αυτοκράτωρ δια νόμου την ιερολογίαν του γάμου· αλλά δεν απένειμε ν δια του νόμου αυτού εις την εκκλησίαν άλλην εξουσίαν επί του γάμου, ειμή μόνον το διδόναι την ευχήν και την ευλογίαν εις αυτόν (...) Ώστε, αν δια της ιερολογίας έλαβεν ο γάμος πλείονα και μείζονα ιερότητα, έμεινεν όμως πολιτικόν συνάλλαγμα και ως τοιούτος υπήγετο υπό τους πολιτικούς νόμους, μέχρι της πτώσεων της Κωνσταντινουπόλεως». Σαφέστατος λοιπόν ο Φαρμακίδης. Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρει, συμπεραίνουμε: ο γάμος των χριστιανών ήταν πολιτικός μέχρι τόν 9ο αιώνα. Στα τέλη του αιώνα αυτού η πολιτεία (κι όχι η εκκλησία) επιβάλλει την ιερολογία, η οποία όμως δεν εφαρμόζεται στους δούλους. Σ' όλη την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας — τέλος — αποκλειστικός αρμόδιος για το γάμος είναι ο νόμος κι όχι ο ιερός κανόνας. Το καθεστώς αυτό δεν αμφισβητήθηκε από την εκκλησία, ήταν άρα αποδεκτό γι αυτήν. Μα που κρύβεται τέλος πάντων αυτή η «ιερή παράδοση» περί θρησκευτικού γάμου; Επεκτείνοντας τα συμπεράσματα αυτά, θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι άγιοι και όσιοι της Ανατολής, που έζησαν μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα και ήταν παντρεμένοι, είχαν διενεργήσει μόνο πολιτικό γάμο. Καιρός λοιπόν για το σεβασμιώτατο κ. Καλλίνικο Πειραιώς να τους αφορίσει.
Ο ΓΑΜΟΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Η απομυθοποίηση του γάμου από το Φαρμακίδη δεν σταματάει εδώ, αλλά συνεχίζεται... ακάθεκτη. Ο γάμος - λέει - δεν αποτελούσε μυστήριο μέχρι το 13ο αιώνα και είναι φυσικό για την εκκλησία να μην επεμβαίνει σε όσα τον αφορούν. Έγινε μυστήριο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπουλης από τους Φράγγους (1204), κάτω από την επίδραση της καθολικής εκκλησίας, που τότε περίπου είχε κάνει ανάλογη ρύθμιση στα δικά της εκκλησιαστικά πράγματα. Τα επιχειρήματα του είναι άφθονα και ισχυρά. Ψάχνει να βρει κάποιο προγενέστερο εκκλησιαστικό κείμενο που να ονομάζει το γάμο μυστήριο και... δεν το βρίσκει. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο μαθητής του Παύλου - λέει — αναφέρει ως μυστήρια το βάπτισμα, την κοινωνία, τη χειροτονία, τη «μοναχική τελείωση» και την «επί των ιερώς κεκοιμημένων» τελετή. Πολύ αργότερα, τον 8ο αιώνα, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ονομάζει μυστήρια το βάπτισμα και την κοινωνία. Στις αρχές του 9ου αιώνα ο Θεόδωρος Στουδίτης απαριθμεί ως μυστήρια τα όσα περίπου αναφέρει και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Πουθενά ανάμεσα τους ο γάμος!!! Αλλά και αργότερα, που καθιερώνεται η ιερολογία, ο γάμος δεν γίνεται αυτομάτως και μυστήριο. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Φαρμακίδης, τα ιερά μυστήρια πρέπει να καθιερώνονται από την εκκλησία κι όχι με... νόμους της κοσμικής αυτοκρατορικής εξουσίας. Και συμπληρώνει εδώ: Αλλά λέγοντες ότι ο γάμος δεν είναι μυστήριον μέχρι τέλους του IB' αιώνος, και ότι έκτοτε μετεβλήθη εις τοιούτον, λέγομεν ό,τι λέγει η ιστορία, και τα παρεληλυθότα (περασμένα) δεν μανθάνομεν άλλοθεν, ει μη εκ της ιστορίας (...) Αλλά ταύτα γράφοντες, ούτε πολεμούμεν, ούτε ανατρέπομεν την δόξαν της Ανατολικής εκκλησίας. Άπαγε! (όχι δα!) 'Οτε και αν μετεβλήθη εις μυστήριον ο γάμος, είναι έκτοτε μυστήριον, και ως τοιούτον παραδεχόμεθα και αποδεχόμεθα και ημείς αυτόν. Αλλά και εις μυστήριον μεταβληθείς ο γάμος, έμεινεν υπό την εξουσίαν των πολιτικών νόμων μέχρι της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως.
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΚΑΙ...ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Αποφασιστικό σημείο καμπής για την ιστορία του ορθόδοξου γάμου είναι — κατά τον Φαρμακίδη - η κατάκτηση της αυτοκρατορίας από του Οθωμανούς. Τους χριστιανικούς νόμους -λέει - διαδέχονται οι μουσουλμανικοί και τα αυτοκρατορικά δικαστήρια, τα οθωμανικά. Στις νέες συνθήκες, τα σχετικά με το γάμο των χριστιανών δεν μπορούν να εκδικάζονται από τα ήδη καταργημένα δικαστήρια, αλλά ούτε και από τα οθωμα«'κά. Είναι η εποχή που την δικαστική αυτή εξουσία περιβάλλεται με εντολή του σουλτάνου ο χριστιανικός κλήρος. Φυσικά, δεν μπορούμε να ονομάσουμε τη σουλτανική εντολή σαν... χριστιανική παράδοση και να δικαιοληγήσουμε έτσι τις υπερεξουσίες που απέκτησε τότε η εκκλησία ως προς το γάμο. Άλλωστε και ο κληρικός, σαν δικαστής, εφάρμοζε επί τουρκοκρατίας την περίφημη «Εξάβιβλο» του Αρμενόπουλου, την παλιά δηλαδή αυτοκρατορική νομοθεσία! Οπότε και λειτουργούσε κυρίως ως πολιτική και όχι ως εκκλησιαστική αρχή!
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ, ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ | ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟΤΕ...» | ΑΘΗΝΑ 1983Με βάση τη συνολική τοποθέτηση του Φαρμακίδη πάνω στο γάμο, θα τολμούσαμε λίγα συμπεράσματα: Η χριστιανική παράδοση δεν υπαγορεύει το θρησκευτικό γάμο, αλλά τον πολιτικό. Αυτός ίσχυσε αποκλειστικά μέχρι τον 9ο αιώνα. - Η χριστιανική παράδοση δεν αναγνωρίζει στην εκκλησία το δικαίωμα ν' αντιδικεί με την πολιτεία, ως προς τις ρυθμίσεις που αφορούν το γάμο. - Η χριστιανική παράδοση δεν εμποδίζει την εκκλησία να διαμορφώνει, ως προς το γάμο, δογματικές απόψεις, αλλά την αποτρέπει από το να επιχειρεί ή να εμποδίζει σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις της πολιτείας. Μετά από όλα αυτά πιστεύουμε ότι ο πιστός που πραγματοποιεί πολιτικό γάμο, δεν πρέπει να νιώθει καθόλου άσχημα. Με την πράξη του αυτή δεν αρνείται, αλλά μάλλον τιμά τη χριστιανική παράδοση!!!
from ανεμουριον https://ift.tt/33eT5s4
via IFTTT