Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΙ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣ

ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΜΙΝΟΥ ΑΡΓΥΡΑΚΗ (ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ) ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΟΥ «ΟΔΟΣ ΟΝΕΙΡΩΝ», ΑΘΗΝΑ 1979, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΕΚΑ».
Του ΝΙΚΟΥ ΞΥΔΑΚΗ | «Μία πόλη γίνεται ένας κόσμος όταν αγαπάει κανείς κάποιον από τους κατοίκους της» (Lawrence George Durrell). Όπως λέει κάπου ο ίδιος, «δεν ξέρω να αναλύω τους ποιητές, γι' αυτό θα αρχίσω από τα προσωπικά μου». Παιδί όταν ήμουν, άκουσα πρώτη φορά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σ' ένα θερινό σινεμά του Καΐρου, το SAINT JAMES. Ήταν σ' έναν από τους πιο πολυσύχναστους και θορυβώδεις κεντρικούς δρόμους της πόλης. Η βεράντα του ήταν εστιατόριο. Υποφωτισμένο. Βράδυ, ανάμεσα σ' άσπρα τραπεζομάντηλα, στα φυτά και τη βαριά αρωματισμένη, την πηχτή, ζεστή, καλοκαιρινή και κοσμοπολίτικη του Καΐρου ατμόσφαιρα. Η μουσική του ίσως της ταινίας ΛΑΤΕΡΝΑ, ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ. Η φωνή του Ορφέα τραγουδάει «είμαι άντρας...». Εμείς παιδιά, σχεδόν ανάσκελα τα μάτια μας έπαιζαν αλλού. Διέσχιζαν τον ουρανό και τα άστρα του. Κάθε τόσο, η ευφορία της μουσικής του Χατζιδάκι μας τύλιγε ξεχασμένους, παραδομένους όπως στη μουσική του Mozart και την προκλασική μουσική στο Πλανητάριο, ατενίζοντας γαλαξίες, πολιτείες αστρικές, τα μυστήρια του σύμπαντος κόσμου, θα 'ταν γύρω στο 1960. Μας συγκινούσε, τον τραγουδούσαμε πολύ. Η ολίγο εξωτική μας κοινότητα ονειρευότανε πλέον την επιστροφή της στην Αθήνα και την Ελλάδα.
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ. Η ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΑΠΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ (7.12.1989) ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ ΚΥΡΙΩΣ (ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΥΠΟΥΡΓΟΥ).
Τη μουσική του την ταύτιζα με την Αθήνα. Και πάντοτε είχα το αίσθημα ότι η Αθήνα του οφείλει τη μουσική της. Πριν από εκείνον, η Αθήνα έμοιαζε πως δεν είχε μουσική δική της. Παρά μόνον σ' ένα μακρινό, σχεδόν μυθικό παρελθόν. «Μ' άσπρα πουλιά και σύννεφα τον ουρανό θα ντύσω...». «Αθήνα...» τραγουδούσαμε με το ίδιο πάθος και με μια «εκτός νόμου» σημασία, όπως εδώ εκείνη την εποχή τραγουδούσε ο κόσμος το «βράχο βράχο τον καημό μου» του Μίκη Θεοδωράκη. Δηλαδή τα ίδια παντού και πάντοτε. Είχε γευθεί ήδη αρκετά τους καρπούς, γλυκούς και πικρούς, του «αλλού».
Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΣΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ 5 ΕΤΩΝ. ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΣΕ, ΩΣ ΤΑ 7 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ, ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ, ΟΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ.
Ο Μάνος Χατζιδάκις στην ηλικία των 5 ετών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε, ως τα 7 χρόνια του, στην Ξάνθη, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του για επαγγελματικούς λόγους. Ένας γείτονας μας αριστερός, υποπτευότανε τη μουσική του όπως και την ευρωπαϊκή εν γένει, ότι περιείχε, διαβρωτικά, αποικιακά στοιχεία. Επειδή άρεσε υπερβολικά σ' έναν ταγματάρχη Εγγλέζο που είχε ξεμείνει στο Κάιρο από τον «καιρό των Εγγλέζων». Τον αναγνωρίζαμε πάντα όταν ερχότανε σπίτι μας, γιατί από τις σκάλες ακόμα μισοσφύριζε - μισοτραγουδούσε με τα σπασμένα ελληνικά του «το φεγγάρι είναι κόκκινο, το ποτάμι είναι βαθύ...». Εγώ πάλι, μαγεμένος από το όνομα του Χατζιδάκι χωρίς να γνωρίζω γιατί, δεν πίστευα πως ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Άκουγα απορημένος αυτή τη μουσική. Την ένιωθα σαν ένα «ρήγμα». Ο κόσμος τότε λοξοπατώντας στα ταγκό και τα βαλς, σ' ένα σχεδόν ανεύθυνο κομψό ερωτικό ύφος, ζήταγε τραγούδια αγάπης. Το πρόσωπο της ευτυχίας. Στην χορευτική ατμόσφαιρα, μπλέκονταν μαζί Ιταλοί, Μαλτέζοι, Γάλλοι, Αρμένιοι, ο Νείλος με το Λούβρο. Εμείς παιδιά νέοι, Καϊρινοί, Αλεξανδρινοί, από το Πορτ Σάιντ, το Σουέζ, με πρόωρους χωρισμούς, αποχαιρετισμούς στις αποσκευές μας, κάτι σαν λυπημένοι κάτι σαν χαρούμενοι. Νεοφώτιστοι του ταξιδιού...

κι είμαστε εμείς στο καράβι
με το καπέλλο λίγο στραβά
που καπνίζαμε αμέριμνα
τάχα...

για να θυμηθώ και τον Στρατή Τσίρκα.

ΜΗΤΕΡΑ ΣΤΙΓΜΗ
Ποτέ δεν μπόρεσα τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι να την διαχωρίσω σε περιόδους. Σε σοβαρή και μη. Ακόμη και τώρα, νιώθω φιλία για το πρώτο τραγούδι του και για το τελευταίο. Θα νιώθω ευγνωμοσύνη κρυφή στη στιγμή και σ' εκείνον που ζητούσε από την αδελφή μου να του τραγουδήσει «το πέλαγος είναι βαθύ». Και μετά έλεγε αναστενάζοντας «με μάτωσες πάλι, αλλά χαλάλι σου. Μααλές». Κάπου εκεί μάλλον μου καρφώθηκε η ιδέα και το όνειρο μου ήταν να ζήσω αρκετό καιρό ώστε να κάνω μια δική μου μουσική σαν εκείνη, να «ματώνει». Φαίνεται πως δεν ήτανε μια απλή στιγμή, αλλά μια μητέρα στιγμή για μένα. Καλύτερα θα το καταλάβω αργότερα. Και πολύ περισσότερο, πού να φανταζόμουν τότε πως κάποια μουσική θα 'γραφα και πως θα 'ταν εκείνος που, χρόνια μετά, θα επέμενε να βγω στη σκηνή πρώτη φορά. Στο «Σείριο», το 1987.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1964, ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ, ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ «ΟΡΝΙΘΩΝ» ΣΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΝΤΑΤΑΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ, ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΙΔΡΥΣΕΙ. ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΗ ΕΛΛΗ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΑ ΤΟΥ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΥΝ ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΕΣ - ΣΟΛΙΣΤΕΣ. ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΑΓΓΕΛΑ ΡΑΒΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΤΣΙΟΣ, ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΚΑΣ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΙΑ (ΒΑΛΒΗ) ΣΥΡΙΩΤΗ (ΦΩΤ.: ΗΝΩΜΕΝΟΙ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΕΡ).
Η λαϊκή μουσική ήταν υπαρκτή αλλά άγνωστη. Περνάει μια ζωή «μεσ' σ' ευτελή κραιπάλη... ποταπώς...». Στη μεταπολεμική έκρηξη το τραγούδι θα αρχίσει να ασκεί μεγάλη μαγεία. Θα πάρει κάτι από τη λάμψη των ιδεών της εποχής εκείνης και καινούργια ορμή. Θα χρησιμοποιηθεί. Θα διεκδικήσει και ένα είδος παντογνωσίας. Αλλά ο κόσμος, έτσι ήταν. Είχε πολλά να πει, πολλά να διηγηθεί και πολλά να τραγουδήσει. Και οι πιο φρόνιμοι ακόμη, θα βάλουν τις φωνές. Ο Χατζιδάκις με το ρεμπέτικο, την υπεράσπιση του, έφερε την απαραίτητη «αταξία» στο ελληνικό τραγούδι, στο αστικό διαμέρισμα, στη μικρολογία της ιδιωτικής ζωής και σε ένα είδος ανθρώπου σπιτόγατου πανεπιστημιακού. Ήρθε στην επιφάνεια ένα από τα μύχια πλάσματα, τα αποκλίνοντα και τα αποκλεισμένα της ελληνικής ζωής και της ψυχής μας. Αργότερα θα δούμε την ψυχική μεταμφίεση σε ρεμπέτη, κυρίως των απογοητευμένων της πολιτικής. Άλλοι θα ανακαλύψουν την έλξη μιας «Ανίερης» ζωής, το «Αγριο», και μέχρι σήμερα ο καθένας θα εξαντλεί τις συγκινήσεις του αορίστως στο ζεϊμπέκικο. Ο ίδιος, απ' αυτό το ανδρικό τραγούδι, που όλο κάτι του λείπει και όλο ζητεί να βρει έναν άλλον να τα πει στα ίσα, θα κρατήσει την ανθρώπινη ικανότητα του να θλίβεται βαθιά. Χωρίς συναισθηματισμούς παροδικούς. Το ακούμε στα «Πέριξ», στις χωρίς λόγια «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», στο «Σκληρό Απρίλη '45». Και τα συνδέει με σκοτεινούς και κρίσιμους χρόνους.

ΟΙ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΚΕΣ ΧΟΡΩΔΙΕΣ
Η «Λευκή Αχιβάδα», οι «Δεκαπέντε Εσπερινοί» -το πιάνο του Χατζιδάκι-, η «Ρυθμολογια», μερόνυχτα με τους «Ορνιθες». Ανάμεσα σε κοροϊδίες, επιθέσεις αριστοφανικές και σκώμματα. Σε αναζητήσεις χαμένων ηρώων του τόπου. Στην παρηκμασμένη αρχαία Αθήνα, στη βουή της λαϊκής ζωής της, εκείνος θα συνθέσει τη μουσική μιας σχεδόν ουτοπικής χώρας. Μια «αχρονολόγητη» μουσική, που δεν θα μπορούσε όμως να γίνει παρά μόνο στην Ελλάδα. Δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση μουσικής σε κωμωδία που αντί να γραφτεί μια απλώς σκωπτική μουσική θεάτρου, έχουμε ένα έργο με τόση συγκίνηση, αποκαλυπτικό του μουσικού εαυτού μας. Ποιος έχει πει πως για να καταλάβουμε έναν κόσμο από την τέχνη του, ας δούμε την αρχιτεκτονική ή τη μουσική του.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1962, ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ, ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ, ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΗΣ ΜΥΘΙΚΗΣ «ΟΔΟΥ ΟΝΕΙΡΩΝ». ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΣΙΚΟΥΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ, ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ (ΚΕΙΜΕΝΑ - ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ), ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ ΚΑΙ ΜΙΝΩΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ (ΣΚΗΝΙΚΑ -ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ).
Οι χορωδίες του στους «Ορνιθες» είναι μοναδικές. Και όπου αλλού τις συναντούμε εξάλλου. Στο «Sweet Movie» στα «παιδιά κάτω στον κάμπο», στην «Εποχή της Μελισσάνθης», στη «Μυθολογία», σε μεμονωμένα τραγούδια, στο «Ασμα Ασμάτων» του Σολομώντος, στο «Συνέβη στην Αθήνα», στον «Ματωμένο γάμο», έχουν δική τους προσωπική φωνή. Ποτέ δεν σ' αφήνουν εκείνη τη συνήθη γεύση των πολυφωνικών χορωδιών. Την αίσθηση μιας «μεγαλόσχημης αντιπροσωπείας». Ή ένα τσαμπί χαζοί, που χαίρονται όλοι μαζί το τίποτα. Οι χορωδίες του είναι ισοδύναμες με τα τραγούδια του. Αν τις συγκεντρώσει κανείς μαζί, έχει ένα άρτιο έργο χορωδιακό. Μια λιτανεία από φωνές, τις πιο νεανικές και τις πιο αρχαίες, «γειωμένες» στη λεπτή ατμόσφαιρα της Αττικής και του φωτεινού λόγου της. Πολύ κοντά μας. Να περιφέρονται και ν' αντηχούν σε πείσμα του άμυθου καιρού μας. Στον Κολωνό, στην Ακαδημία Πλάτωνος, στη Ρωμαϊκή Αγορά και στην Λαϊκή, στην Οδό Αθηνάς, στο Θησείο, στους Αέρηδες, γύρω στον Ιλισσό που δεν υπάρχει πλέον παρά μόνον υπογείως.

ΧΡΥΣΗ ΤΑΜΠΑΚΙΕΡΑ
Τελευταία φορά τον βλέπω στη συναυλία εκείνη του Σουνίου, επανάληψη στην τηλεόραση. Καλοκαίρι. Τον βλέπω μέσα στους ανέμους. Σε εκείνα τα μέρη, εκεί, σηκώνονται αντάρες από την όστρια. Η μουσική σε ζοφερούς καιρούς... Να χτυπάνε τα μικρόφωνα, να βουίζουν από τους ανέμους, παρτιτούρες ν' ανεμίζουν και να φεύγουν στον αέρα. Ψήγματα μιας θείας μουσικής, οι φωνές, τα λόγια, να χάνονται και να ξανάρχονται. Η τηλεόραση σαν να κάνει το θαύμα της. Πουθενά το ακρωτήριο. Πουθενά ο βράχος.
1962. ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΕΧΕΙ ΕΡΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΕΝΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ. ΕΔΩ, ΓΥΡΙΣΜΑ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΕ, ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ, ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ.
Πουθενά ο ναός, πουθενά ο Ποσειδώνας. Εκείνος στη μέση. Η μορφή του σαν εκείνη του καπετάνιου μέσα στον ταραγμένο Πόντο, μίλια μακριά στα σκοτεινά, γνέφει, γυρεύει με ήχους τα σημάδια πως πλησιάζει ξηρά. Πως υπάρχει τόπος. Με κόπο έφτασα ως εδώ, γιατί την αμηχανία με τα αφιερώματα τη νιώθω στα δάχτυλα μου. Αντιπαθώ τα μνημεία και μάλιστα τη στιγμή που αρχίζουν να στήνονται και που αμυδρή σχέση έχουν με τη Μνήμη. Όλες εκείνες τις σκέψεις διάσωσης του φαινομένου, τις αναμνήσεις ανεκδότων. Τα άλατα που μαζεύονται και γίνονται κρύσταλλοι, ως γνωστόν εχθροί και καταστροφείς των μνημείων τελικά... Οι ευκαιρίες για επίσημους Χατζιδακικούς, αναγνωρισμένους από το κράτος ερωτικούς και κείμενα - απαραίτητες συμμαχίες της πολιτικής. Κρατώ το τραγούδι εκείνο που έγραψαν με τον Νίκο Γκάτσο «Πού το πάνε το παιδί, χελιδόνι σε κλουβί... ίδια η μοίρα που μας φέρνει, ίδια η μοίρα που μας παίρνει...» υπέροχο, φτιαγμένο λες από μαύρο βασάλτη με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κρατώ στα χέρια μου τη μουσική του, χρυσή ταμπακιέρα γεμάτη μέσα με υπόλευκα λεπτά φίνα τσιγαρόχαρτα. Το πού θα βρίσκουμε τον εκλεκτό καπνό, είναι υπόθεση του καθενός μας. Όπως εκείνος. Με πόθο ασίγαστο και κυμαινόμενο όπως οι μελωδίες του, αγαπούσε τη ζωή μ' έναν έρωτα διαρκή, «γνησίως Ελληνικό» για να θυμηθώ τη φωνή σου.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
6.6.1999


from ανεμουριον https://ift.tt/2QEVklk
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη