Αναρίθμητοι είναι σχεδόν οι ξένοι φωτογράφοι που επισκέφθηκαν και φωτογράφισαν στην Ελλάδα την περίοδο 1950-1970. Το κριτήριο για την αναφορά ορισμένων από αυτούς ήταν η ευρύτερη αναγνώριση του έργου τους.
ELLIOT ERWITT (γενν. το 1928)
1966 |
Διάσημος Αμερικανός φωτογράφος ρωσικής καταγωγής, το ύφος του οποίου τον κατατάσσει μαζί με φωτογράφους όπως ο Robert Doineaux, ο Henri Cartier-Bresson, ο Eugene Smith κ.ά. O Erwitt ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο φωτογραφίζοντας ακατάπαυστα. Ο φακός του καταγράφει τους διάσημους και τους άσημους, το περίεργο και το κοινότυπο μέσα από το δικό του ιδιαίτερο και συχνά χιουμοριστικό στιλ. Τα βιβλία του, οι δημοσιογραφικές καλύψεις και οι διαφημιστικές φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί και έχουν παρουσιαστεί σε όλο τον κόσμο και οι φωτογραφίες του έχουν εκτεθεί στα μεγαλύτερα μουσεία. Την Ελλάδα την επισκέφθηκε το 1966. Οι ελληνικές φωτογραφίες του διαθέτουν και αυτές τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχουν όλες σχεδόν οι εικόνες του.
HENRI CARTIER-BRESSON (1908-2004)
1961 |
Ο Γάλλος ζωγράφος και φωτογράφος Henri Cartier-Bresson (Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους φωτογράφους. Γεννήθηκε στη Σαντελούπ της Γαλλίας από εύπορους γονείς και ασχολήθηκε συστηματικά με τη φωτογραφία μετά το 1932. Όλο του το έργο είναι αποκλειστικά τραβηγμένο σε φιλμ 35 mm με μηχανές Leica. Έγινε διάσημος από τις φωτογραφίες στιγμιότυπων που φωτογράφιζε και που σύμφωνα με τη θεωρία του καταγράφουν πάντα τη μοναδική στιγμή κορύφωσης της δράσης -την «αποφασιστική στιγμή» όπως την αποκαλούσε- την οποία πρέπει να συλλάβει ο φωτογράφος. Για το θέμα αυτό ο ίδιος είχε γράψει πως «Η μικρή ανθρώπινη λεπτομέρεια μπορεί να γίνει κύριο θέμα».
Οι πρώτες φωτογραφίες του από το Μεξικό (1934) και τη Νέα Υόρκη (1935) έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση. Την περίοδο του '30 φωτογραφίες του δημοσιεύτηκαν και στο Verve, περιοδικό με μεγάλη επιρροή που εξέδιδε στο Παρίσι ο εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης-Τεριάντ (Efstratios Tériade), ο οποίος έγινε αδελφικός φίλος του φωτογράφου. Μετά τον πόλεμο εργάστηκε για λογαριασμό των μεγαλύτερων περιοδικών και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του περίφημου φωτογραφικού πρακτορείου Magnum, το 1947, ενώ αργότερα διετέλεσε πρόεδρός του. Το I960 έγινε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του, που παρουσιάστηκε σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ.
Την Ελλάδα επισκέφθηκε τρεις φορές, το 1937, το 1953, και το 1961. Όπως συνέβαινε σχεδόν σε κάθε μέρος που φωτογράφιζε, δυο φωτογραφίες του από την Ελλάδα, η μία από τη Σίφνο (1961) και η άλλη από την Αθήνα (1953), έγιναν πασίγνωστες. Το 1986 εκτέθηκαν στο Πάρκο Ελευθερίας φωτογραφίες του από το ταξίδι του το 1961. Το 1987 έγινε έκθεση με φωτογραφίες του στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο, στα εγκαίνια της οποίας παρέστη και ο ίδιος. Το καλοκαίρι του 2003 το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε έκθεση με φωτογραφίες του, με τον τίτλο «Οι Ευρωπαίοι». Η αρχική παρουσίαση της έκθεσης είχε γίνει στο Παρίσι το 1955.
Το πιο σημαντικό ίσως βιβλίο του είναι το Images à la Sauvette (Παράνομες Εικόνες), που εκδόθηκε το 1952. Εκτός από φωτογραφίες περιλαμβάνει και ορισμένα θεωρητικά κείμενα για τη φωτοειδησιογραφική φωτογραφία και τη θεωρία της «αποφασιστικής στιγμής». Ο Bresson εγκατέλειψε τα τελευταία χρόνια της ζωής του τη φωτογραφία και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική.
HERBERT LIST
1938 |
Μετά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο ο List εγκαταστάθηκε στο Μόναχο και αργότερα στην Ιταλία. Στα χρόνια που ακολούθησαν έκανε πολυάριθμα ταξίδια στο Παρίσι, την Ιταλία, την Ελλάδα, το Μεξικό και την Καραϊβική. Το 1950 ταξίδεψε ξανά στην Ελλάδα και επισκέφθηκε τη Μακεδονία και το Άγιο Όρος. Είκοσι τέσσερις φωτογραφίες του δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του Johannes Gaitanides, Griechenland ohne Sàulen, που εκδόθηκε στη Ζυρίχη το 1955.
Έκανε ακόμα τα πορτρέτα της Μελίνας Μερκούρη, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Γιάννη Τσαρούχη. Τη χρονική αυτή περίοδο η εικαστική του προτίμηση στράφηκε στην ανθρώπινη φιγούρα. Επόμενος στόχος του ήταν η έκδοση ενός λευκώματος με τίτλο Ver Sacrum ή Adolescents, το οποίο περιείχε και πορτρέτα νεαρών Ελλήνων. Ο List φωτογράφιζε τους ανθρώπους άμεσα και σε κλασικές πόζες τονίζοντας τη δυνατότητα απεικόνισης της πραγματικότητας. Σκηνογραφούσε συχνά νεαρούς άνδρες όμοια με κλασικά μαρμάρινα γλυπτά. Ταυτόχρονα όμως η φωτογραφία του έχει χαρακτηριστεί ερωτική.
Παράλληλα εργαζόταν πάνω σ' ένα ανολοκλήρωτο βιβλίο, το Φακός, ώρα μηδέν, το οποίο ήταν αφιερωμένο στη μεταφυσική Νεκρή Φύση. Τη δεκαετία του '50 έγινε μέλος του φωτογραφικού πρακτορείου Magnum. Δημοσίευσε έργα του στα περιοδικά Harper's Bazaar, Vogue, Flair, Look και Picture Post. Από το 1960 επέστρεψε στο παλιό του χόμπι, τη συλλογή σχεδίων παλιών ζωγράφων. Πέθανε το 1975 σε ηλικία 72 ετών. Ο Μαξ Σέλερ από το Αμβούργο υπήρξε εκτελεστής της φωτογραφικής διαθήκης του.63
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΟΣ (γενν. 1934)
1963 |
Γεννήθηκε στις ΗΠΑ από Έλληνες μετανάστες. Σε ηλικία 14 χρονών άρχισε να δημοσιεύει φωτογραφίες του σε τοπικά περιοδικά και εφημερίδες. Από το πρώιμο ακόμα έργο του είναι φανερή η επιρροή του Henri Cartier-Bresson σε αυτό. Το 1961, φοιτητής ακόμα, επισκέφθηκε, για δύο τρία χρόνια για πρώτη φορά την Ελλάδα. Περιηγήθηκε την ελληνική ύπαιθρο και προσπάθησε να αποθανατίσει το χαρακτήρα και την ομορφιά ενός τρόπου ζωής και των εθίμων που είχαν παραμείνει αναλλοίωτα για πολλούς αιώνες. Συγκέντρωσε έτσι έναν πολύ μεγάλο αριθμό αρνητικών.
Το 1964 ο Κωνσταντίνος Μάνος έγινε μέλος του Magnum, ενώ παράλληλα εργάστηκε για την εικονογράφηση περιοδικών όπως το Life, το Look, το Esquire καθώς και βιβλίων των εκδόσεων Time-Life. Το 1972 το λεύκωμα του A Greek Portfolio κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Το βιβλίο έλαβε το Ειδικό Βραβείο στις Διεθνείς Φωτογραφικές Συναντήσεις στην Αρλ της Γαλλίας και βραβεύτηκε στην έκθεση βιβλίου της Λειψίας. Μέσα από το λεύκωμα αυτό έγινε ευρύτερα γνωστός σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρώτη του δουλειά με έγχρωμες φωτογραφίες είχε τον τίτλο Εικόνες της Αμερικής και παρουσιάστηκε το 1987 στον «Φωτοχώρο» στην Αθήνα. Το φθινόπωρο του 1999 έγινε στο Μουσείο Μπενάκη έκθεση φωτογραφιών του με τον τίτλο «Α Greek portfolio».64 Στον πρόλογο του καταλόγου ο ίδιος γράφει: «Ταξίδεψα σ' όλην την Ελλάδα σαν ένας παρατηρητής με καλή διάθεση, με το δικό μου ρυθμό και χωρίς να έχω ένα καθορισμένο πλάνο. Παντού με υποδέχονταν φιλόξενα και με ένα θερμό καλωσόρισμα. Με το χρόνο έμαθα ότι στην ελληνική ύπαιθρο δεν υπάρχει τίποτα πιο ιερό από τη φιλοξενία. Οι φωτογραφίες μου πρέπει να ειδωθούν σαν εμπειρίες ενός ανθρώπου που επισκέπτεται την Ελλάδα. Με κανένα τρόπο δεν προσπαθούν να καθορίσουν ή να προσδιορίσουν τις ουσιώδεις αξίες της Ελλάδας και των Ελλήνων, γιατί μια τέτοια απόπειρα θα οδηγούσε μόνο σε γενικότητες».
ROBERT A. McCABE (γενν. 1934)
1957 |
Ο Αμερικανός φωτογράφος Robert A. McCabe (Ρόμπερτ A. Μακέιμπ) επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά το 1954, ενώ ακόμα ήταν φοιτητής. Επέστρεψε το 1955 και το 1957 και ταξίδεψε στα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική χώρα. Συνέχισε να επισκέπτεται και να αποτυπώνει, με το φακό της μηχανής του, μιας Rolleiflex, μέρη, ανθρώπους, συνήθειες, έθιμα και τοπία. Οι εικόνες του είναι άμεσες και ειλικρινείς. Δείχνουν ότι δεν έγιναν από ξένο επισκέπτη αλλά από κάποιον που γνώριζε και αγαπούσε την Ελλάδα. Λεύκωμα με φωτογραφίες του κυκλοφόρησε το 2007, με τίτλο Στο δρόμο για την Ελλάδα (εκδόσεις Πατάκη).
GJON ΜILLI (1904-1984)
Γεννήθηκε στην Αλβανία και μετανάστευσε με τους γονείς του στις ΗΠΑ το 1923. Σπούδασε μηχανολόγος στο MIT και ήταν αυτοδίδακτος στη φωτογραφία. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως βοηθός του καθηγητή Harold Ε. Edgerton (Χάρολντ Ε. Έτζερτον) σε πειράματα φωτογραφίσεων με φλας και εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες λήψης. Συνέβαλε επίσης στη βελτίωση των ηλεκτρονικών στροβοσκοπικών φλας. Από το 1939 εργάστηκε ως φωτογράφος σε διάφορα περιοδικά της Νέας Υόρκης καθώς και στο Life. Σε διάστημα τεσσάρων δεκαετιών δημοσίευσε χιλιάδες φωτογραφίες. Ασχολήθηκε επίσης με τη διδασκαλία της φωτογραφίας. Για μία τουλάχιστον φορά επισκέφθηκε και φωτογράφισε στην Ελλάδα. Φωτογραφίες από το ταξίδι του αυτό δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Life (4 Ιανουάριου 1963) με τον τίτλο «The Miracle of Greece». Η φωτογραφία του εξωφύλλου του τεύχους αυτού ήταν και αυτή δική του.
DAVID SEYMOUR (Chim) (1911-1956)
1949 |
O David Seymour (Ντέιβιντ Σήμουρ) γεννήθηκε στη Βαρσοβία από γονείς εβραϊκής καταγωγής, και το πραγματικό του όνομα ήταν David Szymin. Σπούδασε τυπογραφία στη Γερμανία, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Chim». Το 1936 ταξίδεψε μαζί με τον Robert Capa και την Gerda Taro στην Ισπανία, όπου φωτογράφισαν τον Ισπανικό Εμφύλιο. Μετά την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη.
Υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό και άλλαξε το επίθετό του σε Seymour, φοβούμενος αντίποινα των Γερμανών εναντίον των γονιών του που ζούσαν στην κατεχόμενη Πολωνία. Ήταν ο ένας από τους τέσσερις φωτογράφους οι οποίοι ίδρυσαν το 1947 το πρακτορείο Magnum. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του την πέρασε στην Ευρώπη, φωτογραφίζοντας τα τρέχοντα γεγονότα καθώς και παιδιά, πολλά παιδιά, για λογαριασμό της Unicef. Το 1957, μετά το θάνατό του, διοργανώθηκε στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου έκθεση φωτογραφιών του στην οποία κυριαρχούσαν φωτογραφίες παιδιών. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου, ο Peter Pollack, έγραψε σχετικά: «Για τον Chim, οι πόλεμοι -όλοι οι πόλεμοι- αποτελούν ένα τεράστιο έγκλημα εναντίον των παιδιών. Οι φωτογραφίες του είναι μνημεία αυτής της θλιβερής αλήθειας, μια προειδοποίηση, μια μόνιμη κραυγή που θα θυμίζει για πάντα ότι όλα τα παιδιά είναι ίδια σε όλο τον κόσμο».
Στην Ελλάδα, που την αγαπούσε ιδιαίτερα, ήρθε για πρώτη φορά το 1948, και ακολούθησαν πολλές άλλες επισκέψεις του. Το 1951 πήγε στα νησιά των Κυκλάδων αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Ιδιαίτερα δυναμική είναι η φωτογραφία που τράβηξε από μια γυναίκα που στέκεται με απελπισμένο ύφος μπροστά στα ερείπια του σπιτιού της, μετά τον καταστρεπτικό σεισμό στη Ζάκυνθο, τον Αύγουστο του 1953. Το 1956, κατά την έναρξη της αγγλογαλλικής απόβασης στο Σουέζ, βρισκόταν στη Νάξο, φωτογραφίζοντας τη χώρα και τις αρχαιότητές της για τους επερχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τον ειδοποίησαν από το πρακτορείο του να πάει επειγόντως να καλύψει τη σύρραξη. Σκοτώθηκε εκεί από σφαίρα, τέσσερις μέρες μετά την ανακωχή, στις 10 Νοεμβρίου 1956.
JEANLOUP SlEFF (1933-2000)
Γεννήθηκε στο Παρίσι από γονείς Πολωνούς. Σπούδασε φιλολογία και δημοσιογραφία, αλλά εντέλει τον κέρδισε η φωτογραφία. Είχε αρχίσει να φωτογραφίζει σε ηλικία 14 χρονών και ήταν μόλις 17 όταν δημοσιεύτηκαν οι πρώτες του φωτογραφίες στο Photo Revue. Την περίοδο 1954-1955 εργάστηκε ως ελεύθερος φωτορεπόρτερ. Φύση ανήσυχη και δημιουργική, έψαχνε συνεχώς για το διαφορετικό και το καινούργιο.
Την περίοδο 1955-1958 εργάστηκε στο περιοδικό Elle, για μικρό διάστημα, και έγινε μέλος του Magnum (1958). Με την ιδιότητά του αυτή επισκέφθηκε και φωτογράφισε στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Πολωνία. Το 1959 αποχώρησε από το Magnum και εργάστηκε και πάλι αυτόνομα για διάφορα περιοδικά. Τα χρόνια 1961-1965 έζησε στη Νέα Υόρκη και συνεργάστηκε με τα πιο μεγάλα αμερικανικά περιοδικά (Harper's Bazaar, Glamour, Esquire, Look) καθώς και με ευρωπαϊκά [Twen, Vogue, Queen). To 1966 εγκαταστάθηκε πάλι στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με περιοδικά μόδας. Παράλληλα έγινε γνωστός για τις πολύ τολμηρές φωτογραφίες με γυναικεία γυμνά.
Για το φωτογραφικό του έργο βραβεύτηκε με πολλά διεθνή βραβεία και χρυσά μετάλλια. Το Σεπτέμβριο του 1966 ήρθε ξανά στην Ελλάδα. Πέρασε 10 μέρες στα ελληνικά νησιά, στο γιοτ του Κ. Νιάρχου, ποζάροντας μαζί με τη Jean Shrimpton για τον Richard Avedon (Ρίτσαρντ Άβεντον) και φωτογραφίζοντας για λογαριασμό του αμερικανικού Vogue.
Οι φωτογραφίες του, στην πλειονότητα μαυρόασπρες, εκπέμπουν ένα μήνυμα μοναχικότητας. Ίσως απηχούν τη βαθύτερη αντίληψή του για τη ζωή, κάτι που δεν είναι πάντα ευδιάκριτο στις δημοσιευμένες και περισσότερο εμπορικές φωτογραφίες του. Φωτογραφίες του με τον τίτλο «Torses nus» εκτέθηκαν στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1987, κατά το Μήνα Φωτογραφίας.
ΑΛΚΗΣ Ξ. ΞΑΝΘΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1939-1970 ΤΟΜΟΣ Β’ ΠΑΠΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑ 2008
ΑΛΚΗΣ Ξ. ΞΑΝΘΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1939-1970 ΤΟΜΟΣ Β’ ΠΑΠΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑ 2008
from ανεμουριον https://ift.tt/32rGxwh
via IFTTT