ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ | [...] μπορούν όμως εξαίρετα να ξαναγυρίσουν τα κλεμμένα που βρίσκονται αλλού. Και πρώτα-πρώτα τα "Ελγίνεια μάρμαρα". Δεν υπάρχει πια λόγος να μας τα φυλά η Αγγλία. Είμαστε ελεύθεροι κι αρκετά δυνατοί για να τα φυλάμε εμείς [...] Τα θέλουμε για να τα βάλουμε εκεί που ήταν κι εκεί που πρέπει να είναι. Ο κόσμος όλος μάς το αναγνωρίζει. Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί, και οι ίδιοι οι Άγγλοι, θα παρακαλέσουν μαζί μας -άρχισαν κιόλα- την αγγλική κυβέρνηση να εισακούσει μια τόσο δίκαιη αίτηση. Και ποιος ξέρει! Γρήγορα θ’ ακουστούν πάλι οι Νεράιδες του Κάστρου να κλαίνε από χαρά».
Αυτά, ανάμεσα σε άλλα, περνάει στα Διαπλασόπουλα ο Ξενόπουλος από τις στήλες των περιβόητων Αθηναϊκών Επιστολών του, με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1930 και τίτλο «Τα Ελγίνεια μάρμαρα», κλείνοντας στερεότυπα με κείνον τον γλυκό, παροιμιώδη πια, χαιρετισμό: «Σας ασπάζομαι, Φαίδων», που επί μία πεντηκονταετία (1896-1947) στάθηκε, πιστεύω, το πιο σταθερό κι αναγνωρίσιμο υφάδι της χειμαρρώδους πνευματικής δημιουργίας του. Χαιρετισμός που, ιδωμένος τώρα μέσα από την απόσταση του παρεληλυθότος χρόνου, σφράγισε το λογοτεχνικά παιδαγωγικό του λόγο, όπως αυτός αποτυπώθηκε προπάντων στις 2.000 (!) Αθηναϊκές Επιστολές [1] -ας θυμηθούμε εν παρόδω την άποψη του Πέτρου Χάρη ότι ο Ξενόπουλος και «μόνο στις Αθηναϊκές Επιστολές αν περιοριζόταν, θα είχε μιαν από τις πρώτες θέσεις στην παιδική μας λογοτεχνία». [2]
Γραμμένο εν θερμώ το κείμενο για τα Ελγίνεια, μέσα στο κλίμα αναζωπύρωσης τού από παλιά επίμαχου ζητήματος, αναζωπύρωση που είχε προκληθεί τότε με σχετική επιστολή του Σμυρνιού ποιητή και πολιτευτή Μ. Αργυρόπουλου, αναλαμβάνει να πληροφορήσει τους νεαρούς αναγνώστες, να τους προβληματίσει, με εμφανή σκοπό το σμίλεμα ευαισθητοποιημένης
Ο Ερμής του Πραξιτέλη, μαζί με τον μικρό Διόνυσο, ζητιανεύει στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Γελοιογραφία που δημοσιεύθηκε στην εεφ.«Η Καθημερινή» της 11 Μαΐου 1924.
|
άποψης, και προπαντός διεκδικητικής συνείδησης για τον επαναπατρισμό των μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο. Ανίερος ο Ελγιν, αποφαίνεται αφοριστικά ο Ξενόπουλος στην ίδια επιστολή, «τι κέρδισε λοιπόν; Τη δόξα μόνο ενός νεώτερου Ηρόστρατου και... την κατάρα της Αθηνάς που η θεά τού την έδωσε με το στόμα του Μπάιρον».
Σταθερά επίκαιρη ως σήμερα η παραπάνω Επιστολή του Ξενόπουλου, όσο τα μάρμαρα εξακολουθούν να μένουν αλύτρωτα, όσο «κρατά η Λόντρα στα αιθαλωμένα σωθικά της τις μαρμαρένιες θείες στιγμές», καταπώς έγραφε, μία δεκαετία αργότερα, το 1939, ο Καζαντζάκης στο βιβλίο του Αγγλία. Κι ήταν το ίδιο επίκαιρη στις μέρες του ’30, όσο και όταν συνέθετε ο Μπάιρον το ποίημα «Η κατάρα της Αθηνάς» ή όταν, λόγου χάρη, τύπωνε το 1835 ο Γερμανός φιλέλληνας Φρίντριχ φον Ζούκοφ μια μπροσούρα στα αγγλικά με τίτλο «Η σκιά του λόρδου Βύρωνα ή η φωνή της Ακρόπολης στο βρετανικό έθνος», ή ακόμη, τέλος, όταν το 1891 ο Καβάφης με δυο άρθρα του στην εφημερίδα Εθνική στηλίτευε και διεκδικούσε, υιοθετώντας τη μαχητική θέση του Άγγλου λόγιου Φρέντερικ Χάρισον που είχε δημοσιευτεί στο λονδρέζικο περιοδικό Ο 19ος αιών με τίτλο «Απόδοτε τα Ελγίνεια μάρμαρα».
Μνημεία και κείμενα
Με ανάλογη θεματική, ξεκάθαρους παιδευτικούς στόχους, και με το γνώριμο, νευρώδες πάντα, χρονογραφικό ύφος, το τερπνό και εύληπτο συνάμα, συντάσσει ο Ξενόπουλος καμιά εικοσιπενταριά ακόμη Αθηναϊκές Επιστολές, που απαρτίζουν το κυρίως αρχαιογνωστικό σώμα στους κόλπους της Διάπλασης.
Πρωτόγραμμα του Ευάγγελου Σπυρίδωνος (1900-1977), σε «Αθηναϊκές Επιστολές» αναδημοσιευμένες στο ΓΓρ.Ξενόπουλου, «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» (Εκδόσεις «Οι Φίλοι του Βιβλίου», Αθήνα 1947).
|
Πρωτογράμματα του Ευάγγελου Σπυρίδωνος (1900-1977), σε «Αθηναϊκές Επιστολές» αναδημοσιευμένες στο Γρ. Ξενόπουλου, «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» (Εκδόσεις «Οι Φίλοι του Βιβλίου», Αθήνα 1947).
|
Πρωτογράμματα του Ευάγγελου Σπυρίδωνος (1900-1977), σε «Αθηναϊκές Επιστολές» αναδημοσιευμένες στο ΓΓρ.Ξενόπουλου, «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» (Εκδόσεις «Οι Φίλοι του Βιβλίου», Αθήνα 1947).
|
Ένα σώμα ομολογουμένως φτενό, αν αναλογισθεί κανείς τον τεράστιο αριθμό των επιστολών. Φτενό, ακόμη κι αν συνυπολογιστούν οι πλάγιες αρχαιογνωστικές αναφορές σε περίπου δέκα επιπλέον επιστολές του ή σε άλλες δικές του πάλι στήλες, όπως οι «Αθηναϊκοί Περίπατοι» (βλ. π.χ. «Αι Αθήναι του Αδριανού», 12.6.1899) ή «Από το Βιβλίο της Ζωής» («Τα αρχαία», 9.12.1933). Ωστόσο, ο περιορισμένος αριθμός τους δεν μειώνει και τη σημασία τους.
Ομοίως με εκείνη για τα Ελγίνεια, οι αρχαιογνωστικές Αθηναϊκές Επιστολές, αντλώντας συνήθως, κατά την πάγια τακτική του Ξενόπουλου, από την παλλόμενη επικαιρότητα των ημερών που γράφτηκαν, καθιστούν τα Διαπλασόπουλα κοινωνούς σε ζητήματα και γεγονότα που απασχόλησαν τον Τύπο των μεγάλων, με κορυφαίο ίσως, όπως θα δούμε παρακάτω, ένα άλλο επίμαχο ως τις μέρες μας θέμα, αυτό της «εξαγωγής» αρχαιοτήτων για περιοδικές εκθέσεις τους («Ο Ερμής του Πραξιτέλους», 24.5.1924). Μέσα από τις αράδες τους τα παιδιά προτρέπονται να δουν με φρέσκια, φιλοπερίεργη ματιά και με τη δέουσα εθνική υπερηφάνεια τις αρχαιότητες που βιώνουν γύρω τους. Σε μια επιστολή μάλιστα, καυτηριάζεται, ως επιεικώς απαράδεκτη, η αμέλεια και η αναβλητικότητα των πολιτών του κλεινού άστεως για ένα προσκύνημα στον Ιερό Βράχο: «Είναι όμως και λιγάκι... ντροπή. Αυτό πρέπει να το ομολογήσουμε [...]. Αν δεν ανεβήκατε ποτέ στο Λυκαβηττό, δεν πειράζει: δεν εχάσατε παρά έναν ωραίο περίπατο κι ένα θαυμάσιο πανόραμα. Αλλ’ αν δεν ανεβήκατε στην Ακρόπολη, ω, πειράζει πολύ! Γιατί δεν αισθανθήκατε ακόμα την πιο ιερή συγκίνηση της ζωής σας, τον πιο μεγάλο θαυμασμό και την πιο δυνατή περηφάνεια πως είσθε Ελληνες [...]. Η Αθήνα έχει τόσα άλλα μνημεία που ανακαλούν το ένδοξο παρελθόν της! Τα είδατε από κοντά; Πήγατε στο θέατρο του Διονύσου, στο θέατρο του Ηρώδη, στην Πνύκα, στο Ολυμπιείο, στο Θησείο, στον Κεραμεικό;» («Αθηναίοι που δεν ανέβηκαν ποτέ πάνω στην Ακρόπολη», 28.5.1932). Στις περισσότερες όμως Επιστολές διοχετεύεται παραστατικά το χρονικό σημαντικών αρχαιολογικών ανακαλύψεων, διανθιζόμενο με σκέψεις για την αξία τους και, βέβαια, με τα απαραίτητα εθνικά φτερουγίσματα (π.χ. «Ο θησαυρός των Κυθήρων», 10.5.1932- «Ο έφηβος των Αντικυθήρων»· 26.10.1902- «Τα ανάκτορα του Μίνωος»· 16.2.1902. «Η Ακαδημία του Πλάτωνος»· 27.3.1932- «Ο χρυσός των Δελφών»· 20.5.1939).
Ωστόσο, όταν αποφασίζει ο Ξενόπουλος να καταπιαστεί με το ακανθώδες ζήτημα της αντιπαλότητας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και πολιτών, σχετικά με τη διεξαγωγή ανασκαφούν σε οικιστικούς χώρους («Θαμμένοι θησαυροί», 3.9.1938), η προσωπική του πλάστιγγα ναι μεν γέρνει προς μια κοινωνικά ρεαλιστική θέση, με τρόπο όμως απλοϊκά σχηματικό: «Και πού θέλετε και δεν βρέθηκαν ως τώρα σπουδαίες αρχαιότητες; Και πού θέλετε και δεν θα υπάρχουν ακόμα; Αλλά ήταν δυνατόν να μη χτίσουμε σπίτια, να μη κάνουμε πόλεις, να στεγασθούμε για να ζήσουμε σαν άνθρωποι, παρά να καθόμαστε στο ύπαιθρο, σε καλύβες ή σε τρώγλες, ως να εξερευνηθεί αρχαιολογικά το έδαφος της κληρονομιάς μας;». Από την άλλη όμως κρίνει ότι οι δραστικές αναστηλωτικές εργασίες του Ν. Μπαλάνου στην Ακρόπολη δεν μπορεί παρά να αφορούν και τους νεαρούς αναγνώστες του («Ο αναστηλωμένος Παρθενώνας», 24.5.1930), το ίδιο και η μετάφραση στη γλώσσα μας από τον Σίμο Μενάρδο του βαρυσήμαντου βιβλίου του Gilbert Murray Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας («Η αρχαία λογοτεχνία», 15.10.1922) ή ακόμη και μια διάλεξη του καθηγητή της Νομικής Α. Ανδρεάδη στον Παρνασσό με θέμα τη δημόσια οικονομία στα ομηρικά έπη («Από τον Ομηρον», 17.3.1912). Με αφορμή, αργότερα, την έκδοση από την Ακαδημία Αθηνών εβδομήντα ελληνικών παπύρων διαφόρων εποχών (3ος αι. π.Χ. - 3ος αι. μ.Χ.), από το Φαγιούμ της Αιγύπτου, που φυλάσσονταν στην Αρχαιολογική Εταιρεία, εξαιρεί τη συμβολή της παπυρολογίας στις γνώσεις μας «για τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή των παλαιών εκείνων καιρών και για τη γλώσσα ακόμα διαφόρων περιόδων». Για να κεντρίσει μάλιστα περισσότερο το ενδιαφέρον των παιδιών ανασύρει ενδεικτικά το ολοζώντανο γράμμα δύο κοριτσιών με παραγγελιές και συμβουλές προς τις μικρότερες αδελφές τους, το οποίο και παραθέτει αυτούσιο, στην αρχαία λαλιά όσο και μεταφρασμένο: «Η Απολλωνία κι η Εύπους στο Ράσιο και το Δημάριο, τις αδελφές τους, χαιρετίσματα. Ευχόμαστε να είσθε καλά όπως κι εμείς υγιαίνουμε. Καλά θα κάνεις ν’ ανάβεις στο εικονοστάσι το καντήλι και να τινάζεις καλά τα μαξιλάρια. Διάβαζε τα μαθήματά σου και μην ανησυχείς για τη μητέρα, γιατί τώρα είναι καλά. Και να μας περιμένετε. Γεια σας. - Και να μην παίζεις έξω στην αυλή, αλλά μέσα να κάθεσαι φρόνιμα. Και να προσέχεις την Τιτόα και το Σφαίρο» («Εν’ αρχαίο γραμματάκι», 23.12.1939).
Κινούμενος σταθερά στο ίδιο πνεύμα για μια κατά το δυνατόν γοητευτικότερη αναπαράσταση πτυχών της αρχαιότητας, ανατρέχει ευκαιριακά και σε μορφές του μύθου («Περσεφόνη»,
12.4.1908· «Ο ωραιότερος μύθος», 18.4.1942) και της ιστορίας («ΘεόφραΘεοφόραστος», 2.3.1940· «Ο Ιπποκράτης» 20.7.1940· «Η εικόνα του Ιπποκράτη», 27.7.1940). Και γράφει, ήδη το 1898, σε συνέχειες, έξι συνολικά Επιστολές, καθαρευουσιάνικες ακόμη, σχετικά με την αγωγή των παιδιών και των εφήβων στην κλασική Αθήνα («Πρόας ο Νικίου», σχ. 43· «Ο αρχαίος μαθητής», σχ. 46-50). Η ασκημένη πένα του βουτά δημιουργικά, για δάνειο υλικό, στο μυθιστόρημα του Αντρέ Αωρί «Πρόας ο Νικίουκίου», το οποίο και παρουσιάζει εκθειάζοντάς το. Μυθιστόρημα που είχε εκ-δοθεί -σημειωτέον- από την ίδια τη Διάπλαση, σε μετάφραση Κωστή Παλαμά και με προλόγισα του ιστορικού Σπυρίδωνος Λάμπρου. Καλώντας ο Ξενόπουλος τα παιδιά για μια περιήγηση στα Διδασκαλεία της αρχαίας Αθήνας, στα Γυμνάσια και στις Παλαίστρες, στα
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε πρωτόγραμμα «Αθηναϊκής Επιστολής» του. |
μνημεία της, τους υπόσχεται ανάλαφρη γνώση και συνεχή γεφυρώματα με τα τωρινά, αφού, όπως τους λέει, «από το ένα χέρι θα σας κρατή ο Πρόας, από το άλλο χέρι θα σας κρατή ο... Φαίδων».
Από το Παναθηναϊκό Στάδιο στις Δελφικές Εορτές
Δύο χρόνια πριν, κατά τη φρενήρη προετοιμασία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, μιλούσε στα Διαπλασόπουλα με ενθουσιασμό για ένα άλλο, χειροπιαστό, γεφύρωμα της αρχαίας με τη σύγχρονη Αθήνα μέσα από την αποκάλυψη και αποκατάσταση του Σταδίου, εμφαίνοντας όχι τόσο την οικονομική συμβολή του Γ. Αβέρωφ στην αναμαρμάρωσή του όσο την πρωτοφανή ταχύτητα στην εκτέλεση των σχετικών εργασιών («Το Παναθηναϊκόν Στάδιον», 2.3.1896): «Όπου ερημιά και εγκατάλειψις και ρεμβασμός, κίνησις πυρετώδης, και ζωή και εργασία. Το αρχαίον Στάδιον εξεχώσθη, εκαθαρίσθη, διηρέθη, συνεπληρώθη, ανέζησεν, εξέλαμψεν σχεδόν όπως ήτο κατά την αρχαιότητα, και έτοιμον μετ’ ολίγας ημέρας εντελώς, θα δεχθή και πάλιν, μετά παρέλευσιν τόσων αιώνων, χιλιάδες θεατών εις τα μαρμάρινα και ξύλινα αυτού καθίσματα, και οι εκ πάσης χώρας αθληταί θα διαμφισβητήσωσι την δάφνην εις το ίδιον μέρος όπου άλλοτε αγωνίζονται και εστέφοντο οι αρχαίοι ένδοξοι νηκηταί». Και παρακάτω το σύνηθες στις Αθηναϊκές Επιστολές ηθικό δίδαγμα: «Μη νομίσετε, μικροί μου φίλοι, ότι το θαύμα αυτό το έκαμαν τα χρήματα. Όχι! Ημπορούσε να υπάρχουν διπλάσια χρήματα, και η εργασία να μη τελειώση εγκαίρως. Το θαύμα το έκαμεν η θέλησις, ο ζήλος, η φιλοπονία. Όσοι επισκέπτεσθε σήμερον το Στάδιον τελειωμένον, ημπορείτε να λάβετε εν μεγάλον και σημαντικώτατον παράδειγμα [...]».
Με εξίσου ενθουσιώδη τόνο θα χαιρετίσει μιαν άλλη απόπειρα για αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος, τις Δελφικές Γιορτές, αφού όμως προοιμιακά υποβαθμίσει, με έκδηλα μεροληπτικό ελληνοκεντρισμό, τις παραστάσεις αττικού δράματος στο αρχαίο θέατρο των Συρακουσών («Οι Δελφικές Εορτές», 21.5.1927): «Είχαμε λοιπόν ένα ελληνικό θρίαμβο με αυτές τις εορτές. Βάλαμε κάτω τους αγαπητούς μας Ιταλούς στη Συρακούσα. Δείξαμε στον κόσμο ότι εδώ, μόνο εδώ, στην πατρίδα τους, στην κοιτίδα τους, στη φυσική τους σκηνή, μπορούν να παίζονται τ’ αρχαία δράματα και να ζωντανεύουν. Και η επιτυχία της αρχής θα καθιερώσει τις Δελφικές Εορτές, που θα γίνονται πιο τακτικά [...]. Μεγάλο όνειρο, ωραίο, που οι Σικελιανοί όμως έδειξαν πως έχουν την υλική και ηθική δύναμη να πραγματοποιήσουν ως το τέλος». Διαφορετικά από ό,τι στην προηγούμενη Επιστολή, εδώ τα περισσά αργύρια του Αγγέλου και της Εύας Σικελιανού ισοζυγιάζονται με την εμπνευσμένη τους ιδέα και δύσκολα κρύβεται πίσω από το παιγνιώδες ύφος των παρακάτω αράδων ένα -μικρούλι έστω- odium poeticum: «Εξόδεψε όμως και κάμποσα εκατομμύρια από την τσέπη του. Γιατί ο Σικελιανός είναι ένας ποιητής υπέρπλουτος. Έχει περισσότερα δολλάρια παρά στίχους. Η γυναίκα του, μια Αμερικανίδα, η κ. Εύα Σικελιανού, που είχ’ εξ αρχής μια μεγάλη περιουσία, την αύξησε ακόμα με κληρονομιές. Κι έτσι μπορεί να πραγματοποιεί όλα τα ποιητικά όνειρα του αντρός της που είναι και δικά της».
Ερμής αργυρολόγος
Αν όμως η Αρχαιότητα για την αναστήλωση και αναπαράστασή της είναι πολυέξοδη, μπορεί, απ’ την άλλη, και να αποφέρει χρήματα σε αντίξοες εθνικές στιγμές. Μπορεί. Αλλά πόσο είναι θεμιτό; Ο Ερμής του Πραξιτέλη -κληθείς το 1924 να ξοφλήσει σαν αργυρολόγος το τίμημα της φήμης του- γίνεται πρώτης τάξεως αφορμή να ενημερωθούν τα Διαπλασόπουλα, να προβληματισθούν κι αυτά με τη σειρά τους σχετικά με τη σκοπιμότητα ή μη της περιοδείας αρχαιοτήτων μας στην αλλοδαπή, για τους ηθικούς ενδοιασμούς και τους αμφίβολους κανόνες ασφάλειας εν όψει τέτοιων «εξαγωγών» («Ο Ερμής του Πραξιτέλους», 24.5.1924). Ιδέα του Μοργκεντάου, πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, να περιοδεύσει ο Ερμής στην Ευρώπη και στη χώρα του για συλλογή
Απόσπασμα από την «Αθηναϊκή Επιστολή» για τα Ελγίνεια μάρμαρα (φωτ.: Κωνσταντίνος Δ. ΜΜαλαψάντης «Οι “ΑΘΗΝΑΪΚΑI ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ του Γρηγορίου Ξενόπουλου στη “ΔΙΑΠΛΑΣΙΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ” 1896-1947», Αθήνα 1995). |
χρημάτων, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες για τους πρόσφυγες και συνεπώς να αποφευχθεί η σύναψη προσφυγικού δανείου. «Κι ο κόσμος τώρα συζητεί: Αξίζει τον κόπο; Πρέπει να πάει ο Ερμής στην Αμερική, να εκτεθεί εκεί σε κοινή θέα; Το μέσο δεν είναι λιγάκι... εξευτελιστικό; Κι ο σκοπός αγιάζει όλα τα μέσα;», αναρωτιέται ο Ξενόπουλος που με πραγματιστική διάθεση και τις ανάλαφρες, κατά τα ειωθότα, χιουμοριστικές πινελιές του αμφιρρέπει, διχάζεται, όπως και πολλοί στις μέρες του, ανάμεσα στο ωφελιμιστικά σκόπιμο και στο ηθικά δέον. «Άλλοι λένε ναι, άλλοι όχι. Μερικοί κιόλας θυμώνουν: Βεβήλωση, φωνάζουν, ιεροσυλία! Εντωμεταξύ, οι ευθυμογράφοι βρήκαν θέμα κι οι γελοιογράφοι δουλειά».
Το ζήτημα της έκθεσης αρχαιοτήτων στο εξωτερικό δεν ανέκυψε ξαφνικά με τον Ερμή, ούτε εξέπνευσε εκεί. Ήδη το 1877 είχε ζητηθεί από την Αρχαιολογική Εταιρεία να αποστείλει στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού (1878) ευρήματα από τις ανασκαφές του Σλήμαν στις Μυκήνες, αίτημα που απορρίφθηκε χωρίς πολλές περιστροφές.
Σε ανάλογες εκθέσεις στάλθηκαν, ως υποκατάστατα, έγχρωμα σχέδια των Κορών της Ακρόπολης και τα δημοσιεύματα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ενώ στη Διεθνή Έκθεση της Ρώμης (1911) το ρόλο των πρωτότυπων έργων ανέλαβαν ευπρόσωπα τα ακριβή, καλαίσθητα εκμαγεία τους. Τελικά, η πρόταση για την περιοδεία του Ερμή, λόγω του θορύβου και των έντονων διαξιφισμών που προκάλεσε, έπεσε στο κενό. Και ήταν αυτή η τελευταία πράξη σθεναρής αντίστασης σε παρόμοια αιτήματα, γιατί το 1939 η δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά, κωφεύουσα στις όποιες ενστάσεις, εγκαινίαζε απρόσκοπτα μιαν άλλη ηθική στη διαχείριση της αρχαίας κληρονομιάς με την αποστολή αρχαιοτήτων στην Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης.’ Ο Ξενόπουλος, για ευνόητους λόγους, δεν επανήλθε στο θέμα. Άλλωστε, και τότε με τον Ερμή, είχε δηλώσει αναποφάσιστος, αμφικλινής: «[...] το ζήτημα είναι “όπως το πάρεις”. Όπως το πάρει λοιπόν η Κυβέρνηση, ας αποφασίσει. Εμείς βέβαια δεν θα διαμαρτυρηθούμε, ούτε αν σταλεί σε περιοδεία ο Ερμής, ούτε αν εγκαταλειφθεί ως αταίριαστη η πρακτική ιδέα του κ. Μοργκεντάου».
Το βάρος του λαμπρού παρελθόντος
Από την πένα ίσως κάποιου άλλου χρονογράφου, δηλωμένου αρχαιολάτρη, στρατευμένου, και με εμβριθέστερη αρχαιογνωσία, ο αριθμός των σχετικών Αθηναϊκών Επιστολών ασφαλώς και θα ήταν μεγαλύτερος, η θεματική τους πιο πλατιά, περισσότερο συντονισμένη, και ενδεχομένως με «ύποπτη» ιδεολογική φόρτιση. Οι προθέσεις, όμως, του Ξενόπουλου στη συγκεκριμένη, ειδικότερα, στήλη, που ο ίδιος τη χαρακτήριζε «διαπλαστικό χρονογράφημα», ήταν αυτές του ευαίσθητου παλμογράφου, ο οποίος όφειλε να καταγράφει με ταχύτητα, και ύστερα να αναμεταδίδει φιλτραρισμένα στους νεαρούς αναγνώστες του, κάθε βδομάδα, έναν καταιγισμό επικαιρικών γεγονότων και προβληματισμών. Και μάλιστα φιλοδοξώντας να μην αφήνει ακάλυπτο κανέναν τομέα -από το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι ίσαμε τη λογοτεχνία, την τέχνη, την τεχνολογία, την επιστήμη, τη θρησκεία, και από την εκπαίδευση και τη γλώσσα ίσαμε τη φύση, τον αθλητισμό, την υγιεινή κ.ο.κ. Με ένα τόσο πλούσιο θεματικό καλειδοσκόπιο, η σημασία των Αθηναϊκών Επιστολών, όπως επισημαίνει εύστοχα η Βίκυ Πάτσιου, «επιβάλλει μια ιδιαίτερη ανάγνωση της επικαιρότητας η οποία, με τη χρονική απόσταση που μεσολαβεί, γίνεται μια ιδιαίτερη ανάγνωση της ιστορίας».4 Και εκείνη η επικαιρότητα, κατά την κρίση, ως φαίνεται, του Ξενόπουλου, δεν πρόσφερε περισσότερη «ζώσα» Αρχαιότητα, που για χάρη της άξιζε να παραγκωνισθούν άλλα θέματα, αμεσότερα, καυτά, και με πλατύτερη απήχηση.
Εξάλλου, στο δίλημμα -ή μάλλον ψευτοδίλημμα- «Αρχαιότητα ή νεότερος λαϊκός πολιτισμός», το οποίο συσπείρωσε σχεδόν πολωτικά τις πνευματικές δυνάμεις του τόπου μας κατά τον εκπνέοντα 19ο και τον αρχόμενο 20ό αιώνα, δίλημμα που, ας θυμηθούμε, είχε αναπτύξει και απαντήσει ο Α. Καρκαβίτσας με συμβολικό τρόπο -συμβιβαστικά μεν, σαφώς, όμως, υπέρ του δεύτερου- στη νουβέλα του Ο αρχαιολόγος (1904), στο δίλημμα λοιπόν αυτό ο Ξενόπουλος δεν αμφιταλαντευόταν. Συνταγμένος εκ κλίσεως με τις θέσεις του λαογράφου Ν. Πολίτη, κατέθετε τις προτιμήσεις του χειροπιαστά, τόσο με το επίσημο λογοτεχνικό του έργο όσο και με τη γραμμή του, ως αρχισυντάκτης από το 1896, περνούσε στη Διάπλαση και ειδικότερα, βέβαια, στις Αθηναϊκές Επιστολές, όπου και μόνο τα σχετικά με το λαϊκό πολιτισμό θέματα είναι σχεδόν οκταπλάσια από τα αρχαιογνωστικά. Μερικά, ωστόσο, από τα τελευταία, όπως τα Ελγίνεια, η περιοδεία αρχαιοτήτων μας στο Εξωτερικό, η διαμάχη Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και πολιτών για τις ανασκαφές, ή ακόμη ο τρόπος και το νόημα των αναβιώσεων -καίρια επιλεγμένα-, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και για την εποχή που γράφτηκαν, και γιατί παραμένουν θέματα ανοιχτά ως σήμερα. Επιπλέον, οι ενυφασμένοι μέσα τους προβληματισμοί, καθώς και σε άλλες στήλες, είναι εντελώς ενδεικτικοί όχι μόνο για τη στάση του Ξενόπουλου απέναντι στην αρχαία κληρονομιά, αλλά και γενικότερα για τους τρόπους που η ελληνική κοινωνία αυτοπροβάλλεται σ' αυτήν, σπασμωδικά και άναρχα, αντιφατικά, πότε ιδεοληπτικά και πότε αμήχανα. Αν, τώρα, ο Ξενόπουλος φτερώνει το εθνικό φρόνημα των νεαρών αναγνωστών του, με προτροπές και υπομνήσεις του λαμπρού παρελθόντος, τούτο καθόλου δεν ξενίζει. Αναμενόμενο, αφού έτσι κι αλλιώς το κάνει συστηματικά και με τις υπόλοιπες θεματικές του, ευθυγραμμιζόμενος με τους από ιδρύσεως σταθερούς στόχους της Διάπλασης για προβολή των εθνικών χαρακτηριστικών και σφυρηλάτηση εθνικής συνείδησης -έργο για το οποίο, άλλωστε, γνώρισε το περιοδικό την επιδοκιμασία και την υποστήριξη του υπουργείου Παιδείας ως άξιο «εθνικής ευγνωμοσύνης».
Εν κατακλείδι: η Αρχαιότητα που προτείνει ο Ξενόπουλος με τις Αθηναϊκές Επιστολές του πόρρω απέχει της αρχαιοπληξίας ή μιας στείρας προγονολατρίας. Μπορεί βέβαια, πού και πού, να παρασύρεται σε άκριτους ελληνοκεντρισμούς. Ωστόσο, τα Διαπλασόπουλα μαθαίνουν απ’ την πένα του πως τίποτε δεν είναι αυτονόητο, πως από μόνη της η ένδοξη καταγωγή δεν δίνει άλλοθι ούτε προσχήματα· δεν αρκεί. Βαρύ φορτίο η αρχαία κληρονομιά. Και τούτες οι σκέψεις του συμπυκνώνονται, πιστεύω, επιγραμματικά στη Διάπλαση της 27ης Φεβρουαρίου 1907, όταν, σχολιάζοντας την πρόταση να γιορταστεί με επετειακή λαμπρότητα η μάχη του Μαραθώνα, γράφει ανάμεσα σε άλλα: «Διά να εορτάσωμεν υπερηφάνως, ως απόγονοι, έναν Μαραθώνα, πρέπει να είμεθα εις θέσιν να τον επαναλάβωμεν» (τα. 12, σ. 91-92).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Βλ. γενικά Κ. Παππά, «Ο παιδαγωγός», περ. Νέα Εστία, τ. 50, σχ. 587 (Χριστούγεννα 1951), σ. 156-160. Κ.Δ. Μολεύοντας, Οι «Αθηναϊκοί Επιστολαί» του Γρηγορίου Ξενόπουλου στη «Διάπλασιν των Παίδων» 1896-1947, (Αθήνα 1995). Β. Πάτσιου, «Η Διάπλασις των Παίδων» 1879-1922, Αθήνα 1995.
- Π. Χάρης, Έλληνες Πεζογράφοι, τ. Δ' Αθήνα χ.χ., σ. 194-195.
- Βλ. σχετικά Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Ενημερωτικό Δελτίο των Εταίρων, σχ. 17, Οκτώβριος 1991 σ. 110-113.
- Β. Πάτσιου, ό.π., σ. 201.
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
from ανεμουριον https://ift.tt/2OOs62f
via IFTTT