ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1967 | Την 6η Δεκεμβρίου 1967, καλούνται στα Ανάκτορα οι αντιστράτηγοι Κόλλιας, διοικητής της Πρώτης Στρατιάς, και Περίδης, διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού. Εκεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, παρουσία του στρατηγού Κων. Δόβα, τους ανακοινώνει την απόφασή του να ανατρέψει το δικτατορικό καθεστώς βιαίως. Τους ενημερώνει για το σχέδιό του, που ουσιαστικά -όπως το αναπτύσσει- δεν πρόκειται για «σχέδιον δράσεως» κατά την καθιερωμένη στρατιωτική έννοια, αλλά για απλή, θεαματική μάλλον ενέργεια, με ελάχιστες οργανωτικές προπαρασκευές. Τους εξηγεί ότι θα μεταβεί σε μια μεγάλη μονάδα της Β. Ελλάδος και από εκεί, βασιζόμενος στην υποστήριξη στρατού και λαού, θα αξιώσει από το καθεστώς να παραδώσει την εξουσία. Τον Δεκέμβριο οι προετοιμασίες έχουν λήξει και την παραμονή, 12 Δεκεμβρίου, ο Κωνσταντίνος δίνει τις τελευταίες οδηγίες. Τότε καλείται στα Ανάκτορα ο γενικός επιθεωρητής Στρατού, αντιστράτηγος Ιω. Μανέττας, ο οποίος αργότερα θα αποκαλύψει: «Προσήλθα με την σκέψιν ότι έπρεπε να αναβληθή το κίνημα, όχι μόνον λόγω Θεσσαλονίκης, αλλά και διότι ενόμιζα ότι δεν είχαν συμπληρωθεί οι προετοιμασίες. Εξέφρασα τους ενδοιασμούς μου προς τον Βασιλέα.
Η ηγεσία της Χούντας -Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος- υποδέχεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον Κωνσταντίνο, ο οποίος επιστρέφει στις 13 Σεπτεμβρίου από το ταξίδι του στις ΗΠΑ, όπου προσπάθησε, μάταια, να αποσπάσει την υποστήριξη του αμερικανού προέδρου για το αντιπραξικόπημα.
Αλλά αυτός μου απήντησε:
— Δεν υπάρχει χρόνος πια. Τώρα το παν κινείται...».
Τα μεσάνυχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου, φθάνει στη Λάρισα ο ταξίαρχος Φραγκίσκος, υπασπιστής του βασιλιά και δίνει στον έκπληκτο διοικητή της Στρατιάς τη διαταγή: Στις 10.35 το πρωί ο Κωνσταντίνος αναχωρεί και στις 11 ο στρατηγός Κόλλιας να αρχίσει τις ενέργειές του, πρώτη από τις οποίες θα είναι η διακοπή των τηλεπικοινωνιών μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ελλάδας. Ο Κ. Κόλλιας καταλαμβάνεται από οργή. Μόλις έχει επιστρέφει από τον Βόλο, όπου είχε κατεβεί για να υποδεχθεί τμήματα της Στρατιάς που επέστρεφαν από την Κύπρο. Παρ’ ολίγον να διανυκτέρευε εκεί και να μην τον συναντούσε ο ταξίαρχος Φραγκίσκος. Αλλά εκτός τούτου, γιατί αυτή η καθυστέρηση; Δεν είχαν συμφωνήσει να προειδοποιηθεί 6-7 ημέρες ενωρίτερα; Τι να προφθάσει να κάνει μέσα σε μία νύχτα; Με τραχύ ύφος λέγει στον βασιλικό απεσταλμένο:
— Σήκω φύγε και πες στον βασιλέα ότι τώρα δεν γίνεται τίποτα. Να αναβάλει την ενέργειά του τουλάχιστον 24 ώρες, αν δεν μπορεί περισσότερες. Και αν η αναβολή είναι αδύνατη, θέλω να έχω στα χέρια μου τις διαταγές προς τους διοικητές των μεγάλων μονάδων και το διάγγελμα, το πρωί στις 8. Και οπωσδήποτε να μεταβεί ο βασιλεύς στη Θεσσαλονίκη. Πουθενά αλλού.
Νωρίς το πρωί της επομένης, όμως, ο στρατηγός Κόλλιας παίρνει το εξής τηλεγράφημα από την Αθήνα: «Είδα τον εξάδελφο Τριανταφύλλου. Αναχωρεί για την Αμερική». Ήταν το συνθηματικό, ότι η μικρή αναβολή που ζήτησε δεν εγκρίθηκε και ότι ο βασιλεύς («εξάδελφος Τριανταφύλλου») είναι έτοιμος να αναχωρήσει για τη Βόρεια Ελλάδα. Πολύ σύντομα έμελλε να διαπιστώσει ο στρατηγός Κόλλιας ότι ο Κωνσταντίνος δεν επρόκειτο να κατευθυνθεί στη Θεσσαλονίκη. Τις πρωινές ώρες της 13ης Δεκεμβρίου 1967, φαινομενική ησυχία βασιλεύει στο μικρό πέτρινο ανάκτορο του Τατοΐου. Στο ιδιαίτερο όμως βασιλικό διαμέρισμα ο βασιλιάς και η βασίλισσα Άννα-Μαρία κάνουν πυρετώδεις προετοιμασίες. Ο πρωθυπουργός του δικτατορικού καθεστώτος Κων. Κόλλιας (συνωνυμία απλή με τον στρατηγό) γράφει στις αναμνήσεις του: «Την 10ην Δεκεμβρίου ετηλεφώνησεν εις τον γράφοντα ο αυλάρχης κ. Παπάγος, ότι ο βασιλεύς τον εκάλει εις ακρόασιν διό την 10 π.μ. ώραν της 13ης Δεκεμβρίου εν τοις Ανακτόροις Τατοΐου. Υπέθεσεν ο γράφων ότι επρόκειτο περί μιας συνήθους ακροάσεως. Δεν υποπτεύθη καν ότι θα επραγματοποιείτο την ημέραν εκείνην η εκδήλωσις της πρωτοβουλίας, περί ης προ ολίγων ημερών τω εγένετο σχετικός λόγος. Την ημέραν της ακροάσεως μετέβη ο γράφων ως συνήθως την 8ην πρωινήν εις το γραφείον του, αφού δε προηγουμένως ησχολήθη εν αυτώ με την τρέχουσαν υπηρεσίαν και με την συλλογήν στοιχείων τινών επί θεμάτων εφ’ ων, ενδεχομένως, θα εστρέφετο η ακρόασις, ανεχώρησε διά Τατόιον. Εις την αίθουσαν υποδοχής εύρε τον αυλάρχην κ. Παπάγον, τον αρχηγόν του Στρατιωτικού Οίκου αντιστράτηγον Δόβαν, τον αρχηγόν της Αεροπορίας κ. Αντωνάκον, τον ιατρόν κ. Κουτήφαρην και τινάς άλλους. Προ ολίγου είχεν αναχωρήσει ο πρεσβευτής των ΗΠΑ κ. Τάλμποτ, ον είχε καλέσει ο βασιλεύς ίνα μεριμνήση διά την αποτροπήν πάσης τουρκικής κινήσεως κατά της Ελλάδος, κατά την διάρκειαν της δρασεώς του. Μετ’ ολίγον ενεμφανίσθη ο βασιλεύς φέρων στολήν εκστρατείας και ιδιαιτέρως ανεκοίνωσεν εις τον γράφοντα ότι επρόκειτο να αναχωρήσουν διά Μακεδονίαν, οπόθεν έμελλε να ασκήση την πρωτοβουλίαν της αντικαταστάσεως της Κυβερνήσεως…». Και ο Κόλλιας προσθέτει: «Μετά 15 λεπτά ανεχωρήσαμεν άπαντες μετά των μελών της βασιλικής οικογένειας και διά των εν λειτουργία εις τον πλησιέστερον προς τα Ανάκτορα διάδρομον του αεροδρομίου Τατοΐου δύο αεροπλάνων απεγειώθημεν την 10.30 ώραν. Μετά μίαν ώραν, το αεροπλάνον του βασιλέως, εφ’ ου επέβαινε και ο γράφων, προσεγειώθη εις το αεροδρόμιον Αμυγδαλιάς Καβάλας, όπου ανέμενεν ο διοικητής της XI Μεραρχίας κ. Κεχαγιάς…». Την ίδια περίπου ώρα, ο γενικός επιθεωρητής Στρατού αντιστράτηγος Ιω. Μανέττας φθάνει στο γραφείο του αρχηγού του ΕΕΣ στρατηγού Οδ. Αγγελή. Όταν μένουν μόνοι, ο Μανέττας δίνει στον Αγγελή ένα φάκελο και δηλώνει: «Ερχομαι εκ μέρους του βασιλέως να σου επιδώσω την διαταγήν αυτήν». Ο Αγγελής ανοίγει τον φάκελο και διαβάζει μια διαταγή του Κωνσταντίνου που τον απήλλασσε των καθηκόντων του και τοποθετούσε στη θέση του τον Μανέττα ως αρχηγόν του ΕΕΣ. Ο Αγγελής μένει λίγο σκεπτικός και απαντά στον επισκέπτη του: «Αυτό δεν γίνεται». Στο μεταξύ, ο Κωνσταντίνος στην Καβάλα καταλύει στο ξενοδοχείο «Αστήρ» και με τον στρατηγό Δόβα σπεύδει στο στρατηγείο της XI Μεραρχίας, από όπου αρχίζει να επικοινωνεί με τους μεράρχους και σωματάρχες. Όταν τελειώνει ο κύκλος των επαφών, ο Κωνσταντίνος έχει μείνει με την εντύπωση ότι όλοι οι διοικητές είναι μαζί του. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας αρχίζει να μεταδίδεται μαγνητοφωνημένο το βασιλικό διάγγελμα, αλλά η φωνή του Κωνσταντίνου ακούγεται πολύ ασθενική:
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ, ΤΟΥ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑ ΚΑΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ, ΠΛΕΟΝ, Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΙΣ 14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΤΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΟΠΕΡΕΤΙΚΟΥ ΑΝΤΙΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.
|
«Ελληνες, επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνήν του βασιλέως σας. Μέχρι σήμερον υπήρξεν αδύνατον να επικοινωνήσω μαζί σας διά να σας καταστήσω γνωστά τα γεγονότα, τας σκέψεις και ανησυχίας μου, καθώς και τας ελπίδας μου διά το μέλλον. Ζητώ από τον ελληνικόν λαόν να πυκνώση τας τάξεις του προς ενίσχυσίν μου...». Με τη μετάβαση του Κωνσταντίνου στην Καβάλα έχουν δημιουργηθεί δύο κέντρα του αντιπραξικοπήματος. Το ένα είναι η Καβάλα, λόγω της παρουσίας βασιλιά και πρωθυπουργού, και το άλλο είναι η Κομοτηνή, όπου βρίσκεται η διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού, με επικεφαλής τον στρατηγό Περίδη. Μεσημέρι φθάνει στο προωθημένο στρατηγείο του Γ΄ Σώματος Στρατού ο Κωνσταντίνος, όπου τον περιμένουν οι πιστοί του στρατηγοί Περίδης και Βιδάλης για να του κάνουν έκθεση της κατάστασης. Λείπει όμως ο διοικητής της 20ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, ταξίαρχος Ερσελμαν. Οι δύο πρώτοι κάνουν στον βασιλιά μια ευνοϊκή έκθεση. Βασίζονται όμως στην αντίληψη ότι η παρουσία του βασιλιά θα παρέσυρε τα πάντα! Ο Κωνσταντίνος βιάζεται να επιστρέφει στην Καβάλα, επειδή επικρατεί χιονοθύελλα. Αλλά ο Περίδης αγνοεί ότι έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Δεν ξέρει ότι ήδη από το Πεντάγωνο ο στρατηγός Αγγελής έχει έλθει σε επαφή διά του ραδιοτηλεφώνου με πολλούς διοικητές μεγάλων μονάδων και έχει λάβει διαβεβαιώσεις των διοικητών πανομοιότυπες με εκείνες που έδωσαν στον βασιλιά. Αγνοεί ιδίως τι συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη. Εκεί την ευθύνη έχει αναλάβει ο διοικητής της Σχολής Πολέμου στρατηγός Λιαράκος. Μετά τις 12, ο στρατηγός Λιαράκος επικοινωνεί μαζί του και του αναφέρει πως όλα βαίνουν καλώς. Ύστερα όμως διακόπτεται απότομα κάθε επικοινωνία και ο διοικητής του Ε΄ Σώματος έχει κάθε λόγο να ανησυχεί. Ο Κωνσταντίνος αγνοεί τις δυσμενείς εξελίξεις στην Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Ο διοικητής της, ταξίαρχος Ερσελμαν, στις 11 καλεί τους διοικητές των μονάδων, τους αναγγέλλει την έκρηξη του βασιλικού κινήματος και τους καλεί να συμμετάσχουν. Δύο εξ αυτών αρνούνται. Είναι οι αντισυνταγμάρχες Πεφάνης και Πυρόπουλος. Ο ταξίαρχος τους θέτει υπό κράτηση και δίνει εντολή να αναλάβουν τις διοικήσεις της 2ας Διοικήσεως Μάχης και 22ας Επιλαρχίας, οι υποδιοικητές τους. Αλλά ο Ερσελμαν δεν φαντάζεται ότι και οι υποδιοικητές υποστηρίζουν τους δικτάτορες. Έτσι όταν σε λίγο παίρνει ειδοποίηση από έναν εκ των διοικητών να σπεύσει επί τόπου γιατί συναντά δυσκολίες στην ανάληψη της διοίκησης, πηγαίνει να δει τι συμβαίνει και πέφτει στην παγίδα. Βρίσκεται μπροστά σε μια ομάδα ένοπλων αξιωματικών που τον θέτουν υπό κράτηση στο σχολείο του χωριού. Από εκείνη τη στιγμή, η αντιστροφή των γεγονότων είναι πλέον κεραυνοβόλα. Το Σύνταγμα Καταδρομών δεν κινείται. Ο στρατηγός Λιαράκος, πιστός βασιλόφρων, πέφτει «στη φωλιά του θηρίου», στο στρατωνισμό των Καταδρομών. Στην επιλαρχία αρμάτων τα πράγματα είναι ασαφή. Ένας ουλαμός παρατάσσεται ως φρουρά του στρατηγείου και επί μερικές ώρες καθηλώνει την κύρια δύναμη των Καταδρομών στο στρατωνισμό τους, πίσω από το στρατηγείο, αλλά αργότερα οι άνδρες του ουλαμού αρχίζουν να φυλλορροούν. Ο Λιαράκος έχει χάσει την επαφή με τον Περίδη και στην Καβάλα ο Κωνσταντίνος με τον Δόβα αγωνιούν. Έχουν πληροφορηθεί ότι η Θεσσαλονίκη χάθηκε και ότι δυνάμεις του Κόρκα και του Ερσελμαν δεν επρόκειτο να βαδίσουν κατά της πρωτεύουσας του Βορρά. Επιπλέον η 10η Μεραρχία Σερρών βρίσκεται στα χέρια του πιστού στους δικτάτορες αντισυνταγματάρχη Πίνδαρου Γκίλλα που οδηγεί τη δύναμή του κατά της Καβάλας, με διπλό αντικειμενικό σκοπό: να ανακόψει ενδεχόμενη κάθοδο μονάδων του Περίδη και να πλήξει κατ’ ευθείαν το κίνημα στην καρδιά του, στην Καβάλα, συλλαμβάνοντας ίσως και τον βασιλιά. Ενώ όμως το συγκρότημα Γκίλλα εξορμά από τις Σέρρες, ο Κωνσταντίνος έχει πάρει πια τις αποφάσεις του. Οι απανωτές κακές ειδήσεις τον έχουν αποθαρρύνει. Το δραματικό τηλεφώνημα του Περίδη, που του αναγγέλλει τη σύλληψή του, τον συντρίβει. Έτσι, ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου, καλεί τους δικούς του: «Ετοιμασθείτε να φύγουμε». Υπό καταρρακτώδη βροχή ξεκινούν για το αεροδρόμιο. Η απογείωση είναι πολύ δύσκολη, γιατί έχει πλημμυρίσει από νερά και ο διάδρομος. Τελικά γίνεται η αποκόλληση και το βασιλικό αεροπλάνο ξεκινά, αφήνοντας πίσω του τα συντρίμμια του θρόνου. Την Πέμπτη, 14 Δεκεμβρίου, οι υπό αυστηρόν λογοκρισίαν εφημερίδες γράφουν: «Η Επαναστατική Επιτροπή διά διακηρύξεώς της λόγω των εκτάκτων γεγονότων οίτινα σήμερον απειλούν την καθεστηκυίαν τάξιν και την ασφάλειαν του Κράτους, ως και της αδικαιολογήτου αποχής του Βασιλέως εκ της ενασκήσεως των καθηκόντων του, ώρισεν ως Αντιβασιλέα τον αντιστράτηγον κ. Γεώργιον Ζωιτάκην, όστις ορκισθείς υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, ανέλαβε τα καθήκοντά του. Ο Αντιβασιλεύς ανέθεσεν εν συνεχεία τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως εις τον συνταγματάρχην Πυροβολικού κ. Γεώργιον Παπαδόπουλον. Ο κ. Παπαδόπουλος αποδεχθείς την εντολήν ωρκίσθη μετά των μελών της Εθνικής Κυβερνήσεως ενώπιον του Αντιβασιλέως, υπό του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου…».
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1967
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΑΘΗΝΑ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
from ανεμουριον https://ift.tt/2ovFlub
via IFTTT