ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ | Δεν υπάρχει αρνητική τοποθέτηση για το μυθιστορηματικό, κυρίως, έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, τουλάχιστον ως το 1960, που να μην έχει ως βασικό της πυρήνα την ποσοτική παραγωγή του και την απλουστευτική, πολλές φορές, σύνθεσή του. Τις πρώτες αιχμές για την ευκολογραφία του τις συναντούμε στο γνωστό επικριτικό άρθρο που δημοσίευσε ο πεζογράφος Μιχαήλ Μητσάκης το 1890 με την κυκλοφορία του μυθιστορήματος του Νικόλας Σιγαλός,[1] ενώ σε όλη τη διαδρομή της συγγραφικής του σταδιοδρομίας είναι εντυπωσιακή η συνεχής ανακύκλωση αντιρρήσεων και απαξιώσεων, τόσο για το πεζογραφικό όσο και για το δραματουργικό του έργου. Σε σημείο μάλιστα που να δικαιολογείται στον σημερινό μελετητή και αναγνώστη η ενορχήστρωση τόσων αρνήσεων μόνο από το γεγονός ότι ο Ξενόπουλος με το κατακλυσμικό του γράψιμο και την πολυσχιδή του δραστηριότητα −συγγραφέας, δημοσιογράφος, εκδότης αποτελούσε τουλάχιστον για μια τριακονταετία (1900-1930)− ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του ελληνικού λογοτεχνικού προσκήνιου, εκτοπίζοντας ή απωθώντας άλλες νεότερες δυνάμεις. Αν θελήσουμε να συνοψίσουμε αυτές τις αρνήσεις, θα μπορούσαμε να τις διακρίνουμε σε δυο ουσιαστικά κύκλους. Πρώτα, στον κύκλο των αρνήσεων που έχουν να κάνουν με τα «χαμηλά» και «τραβηχτικά» για το ευρύ κοινό θέματα που επέλεγε. Και έπειτα, στον κύκλο των αρνήσεων για τις αφηγηματικές τεχνικές και τη γλώσσα του, που και αυτά ως χαρακτηριστικά του έργου του συνδυάζουν σχεδόν πάντοτε με το είδος των αναγνωστών στους οποίους απευθυνόταν ή που την εύνοιά τους προσδοκούσε.
Τέρψη του αναγνώστη
Ηταν ο Ξενόπουλος λαϊκός συγγραφέας, όπως περίπου τον μέμφονταν
αρκετοί από τους λόγιους και τους λογοτέχνες του καιρού του; [2] Αναμφίβολα όχι. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν ανθούσε το είδος των ληστρικών αναγνωσμάτων από συγγραφείς όπως ο Αριστείδης Κυριακός ή ο Ηλίας Οικονομόπουλος, τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας ήταν πιο ευδιάκριτα, ανεξάρτητα από το ότι ο Ξενόπουλος, όπως και άλλοι συγγραφείς της εποχής του −Σπύρος Μελάς, η Ευγενία Ζωγράφου ή αργότερα ο Φώτης Κόντογλου- είχαν οικειοποιηθεί μοτίβα και αρχέτυπα αυτής της «ήσσονος λογοτεχνίας»− για να προσελκύσουν τον μη συστηματικό αναγνώστη ή και για να επικοινωνήσουν με ένα άφθαρτο ακόμη λαϊκό κοινό, χρησιμοποιώντας έναν παραμυθητικό λόγο. Εξάλλου, έχουμε τεκμήριο γι’ αυτό το ζήτημα το επαναλαμβανόμενο ενδιαφέρον του Ξενόπουλου, για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που δεν είναι ιδιαίτερα καλλιεργημένο και που χρειάζεται μια διαδικασία μύησης για να προσεγγιστεί. Είναι αλήθεια, ότι ο ίδιος είχε ανοίξει προδρομικά −και ίσως προκλητικά για την εποχή του− τη συζήτηση για το αν η λογοτεχνία πρέπει να υποκινεί τη συναισθηματική ή τη νοηματική σύμπραξη του αναγνώστη. Ηδη το 1910, σε δύο άρθρα του στην εφημερίδα Αθήναι έθετε ως προϋπόθεση της ολοκλήρωσης ενός έργου τέχνης την τέρψη του αναγνώστη. Και πιο κατασταλαγμένα, το 1935, όταν πλέον είχε κλείσει ουσιαστικά ο δημιουργικός του κύκλος, στη μελέτη του «Η διασκεδαστική τέχνη», δημοσιευμένη στο περιοδικό Ελληνικά Φύλλα, κατά βάση
υπερασπιζόταν τις ίδιες αισθητικές αρχές, τις οποίες συχνά στο παρελθόν είχε εκθέσει σε προλόγους βιβλίων του, σε επιφυλλίδες, σε χρονογραφήματα, σε πολεμικές του. «Οταν λέμε πως το πρώτο και το κύριο της τέχνης είναι η διασκέδαση που μας δίνει, δεν εννοούμε βέβαια πως είναι και το μόνο. Η τέχνη μας διδάσκει κιόλα, μας φρονηματίζει, κινεί τη σκέψη μας, μας κάνει να βγάζουμε συμπεράσματα, να φιλοσοφούμε. [...] Η τέχνη είναι διασκεδαστική. Ούτε υπάρχει [και] άλλη, εξόν από την πληκτική που μόνο τέχνη δεν είναι. Ο μόνος ενσυνείδητος σκοπός που μπορεί να θέσει στον εαυτό του ο τεχνίτης, είναι να κάμη ένα έργο για διασκέδαση. Ολα τ’ άλλα, αν υπάρχουν, θα μπουν στο έργο μόνα τους, ασυνείδητα». [4] Αν μελετήσουμε προσεκτικά τις απόψεις του Ξενόπουλου για τη σχέση επικοινωνίας μεταξύ έργου τέχνης και αποδέκτη του, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνταχθούμε με τους κατά καιρούς επικριτές του. Οχι μόνο γιατί η απόρριψή του παίρνει, τις περισσότερες φορές, τη μορφή ενός αναπόδεικτου ιδεολογήματος που θεωρεί συλλήβδην προχειρογραφήματα όσα πεζά του πρωτοδημοσιεύθηκαν ως συνέχειες σε εφημερίδες και περιοδικά. Αλλά και γιατί στα περισσότερα από αυτά τα πεζά ο τρόπος γραφής, τα θέματα, οι περιγραφές βίαιων σκηνών και οι ωμοί και τραχείς διάλογοι, ήταν αντικείμενα κατεδαφιστικών επιθέσεων, με πιο συνήθη αφορμή την πεποίθηση ότι ο συγγραφέας τους γινόταν λαϊκότερος −δηλαδή χυδαιότερος− για να προσελκύσει έτσι το ενδιαφέρον ενός κοινού «ακαλλιέργητου», σύμφωνα με τα μέτρα των λογιών της εποχής. Μα και ενός κοινού αδιάφορου για μια άλλη, «ανώτερη» τέχνη που έχει αποποιηθεί τον δημοσιογραφικό ρεαλισμό και που δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη σύνθεση, υποβάλλοντας περισσότερο τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα, παρά σύροντάς τον σε πληθωρικές περιγραφές. «Ο Ξενόπουλος», γράφει ενδεικτικά ο Αλκής Θρύλος, «είταν υποχρεωμένος να συνθέτει αδιάλειπτα κι απανωτά τα μυθιστορήματά του, να τα τυπώνει σε βιβλίο ή να τα δημοσιεύει σε εφημερίδες [...]. Εγινε είλωτας της δουλειάς του. Παράλληλα έπρεπε να συμμορφώνεται με τις αξιώσεις ενός αρκετά αμόρφωτου και ακαλλιέργητου κοινού, να μην ξεπερνά αισθητά τη στάθμη της προσληπτικότητάς του». [5]
Χαρτογράφηση ηθών και αντιλήψεων
Παρά το ότι, λοιπόν, δεν ήταν ποτέ του υπέρ μιας τέχνης απλοϊκής και παρά το ότι έδειχνε πως τον ενδιαφέρει ένα κοινό που «είναι ευαίσθητο προς εκείνο που ονομάζουμε αισθητικό φαινόμενο», δεν κατόρθωσε να αποσπάσει τον ξεκάθαρο έπαινο της κριτικής. Και τούτο, ακόμα και από νεότερους μελετητές που ουσιαστικά δεν μετακινήθηκαν από μια υλιστική ερμηνεία της λογοτεχνίας, όπως ο Αιμίλιος Χουρμού-ζιος ή ο Βάσος Βαρίκας, από τους οποίους θα περίμενε ο σημερινός ερευνητής να σταθούν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον απέναντι στο έργο ενός πε-ζογράφου που βασικό του μέλημα είχε από την αρχή της συγγραφικής του σταδιοδρομίας -από τα πρωτόλεια μυ-θιστορήματά του- τη χαρτογράφηση των κοινωνικών ηθών και των πολιτικών και ηθικών αντιλήψεων μιας Ελλάδας, η οποία περνούσε από τον Διαφήμιση με σκίτσο του Αντώνη Βώττη για την τρίπρακτη κωμωδία του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Χερουβείμ» με πρωταγωνίστρια την Κυβέλη (φωτ.: Διονϋση Ν. Μουσμοϋτη, «Γρηγόριος Ξενόπουλος 1867-1951. Χρονολόγιο & Λεύκωμα», Αθήνα 2001). 19ο στον 20ό αιώνα. Ασφαλώς, δεν ήταν ο μόνο συγγραφέας που αγαπήθηκε από το ευρύ αναγνωστικό κοινό −τους αναγνώστες των εφημερίδων και των περιοδικών για «όλη την οικογένεια»− και συνάμα επικρίθηκε και υποβαθμίστηκε από τους συγγραφείς του καιρού του, ακόμα και για πεζά ή θεατρικά του, όπως Ο Πόλεμος (1915) ή Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας (1904) που αναλογούν στην ωριμότερη κατά τεκμήριο δημιουργική του περίοδο. Περιπτώσεις όπως του Ξενόπουλου, παρόμοιες αν όχι ίδιες, είναι αυτές του Δημοσθένη Βουτηρά [6] αλλά και του Πέτρου Πικρού που, αυτός ιδιαίτερα, με τα μυθιστορήματά του Σα θα γίνουμε άνθρωποι (1925) και Τουμπεκί (1927) εστιάστηκε στην ανάδειξη της περιθωριακής ζωής του αθηναϊκού υποκόσμου, προκαλώντας παραπλήσιες επικρίσεις. Οχι μόνο από την πλευρά των φιλελεύθερων πολιτικά διανοουμένων, οι οποίοι έβλεπαν αυτού του είδους την πεζογραφία με ηθικά κριτήρια, ως σύμπτωμα εσωστρέφειας και προσκόλλησης στην αρνητική πλευρά της ζωής, αλλά και από την πλευρά των κοινωνιστών, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τους περιθωριακούς, «λούμπεν» χαρακτήρες ως γραφικές παραμορφώσεις μιας στατικής λογοτεχνικής αντίληψης για τη ζωή. [7] «Ο Ξενόπουλος, αναφέρει ο Βάσος Βαρίκας σε ένα αδημοσίευτο άρθρο του, με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη γέννησή του, μολονότι η διορατικότητα και η ευφυΐα του επέτρεπαν να συλλαμβάνη από τους πρώτους τα μηνύματα των νέων καιρών, και να προβλέπη τις επερχόμενες εξελίξεις, εν τούτοις ποτέ δεν υιοθετούσε και δεν έθετε σε εφαρμογή μιαν ιδέα, αν αυτή δεν είχε αρχίσει, ήδη, να μεταβάλλεται σε “κατάσταση” [...]. Ποτέ δεν στάθηκε καινοτόμος. Επέμενε να δίνη την εντύπωση ότι συμπορεύεται με το κοινό του και όχι ότι προηγείται». [8] Αυτή η δυναμική εναντίωση της μεγάλης πλειοψηφίας και ενός εκτεταμένου πολιτικού φάσματος λογιών και συγγραφέων, σε λογοτέχνες που υπερέβαιναν με το έργο τους τα κρατούντα αξιακά εσκαμμένα, όπως ο Ξενόπουλος, προέρχεται κυρίως από τη μακρόχρονη επικράτηση ορισμένων στεροτύπων για το τι θεωρείται σημαντικό και τι επουσιώδες στη λογοτεχνία ή για το τι θεωρείται «υψηλό» και τι «κατώτερο». Η εξιδανικευμένη εικόνα του συγγραφέα, ο οποίος με το έργο του ενισχύει την κοινωνική χρηστότητα και στηρίζει αυτό που φρονεί
ο μέσος πολίτης για τις ηθικές άξιες, δεν περιορίζεται μόνο στους ρεαλιστές διηγηματογράφους της γενιάς του 1880. Είναι ένας από τους κυρίαρχους κανόνες της λογοτεχνικής δημιουργίας για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιχειρείται η κρυστάλλωση της αστικής ιδεολογίας και αναμφίβολα αποτελεί παράγοντα διαμόρφωσης του λογοτεχνικού φανταστικού για ένα αντίστοιχο διάστημα. Αλλά ως κανόνας πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι προεκτείνεται και σε πολλούς μεταγενέστερους πεζογράφους του πρώιμου και του όψιμου Μεσοπολέμου −από τον Γιάννη Σφακιανάκη και τον Πέτρο Χάρη ως τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Κωστή Μπαστιά, ενώ προφανώς δεν άφησε διόλου ανεπηρέαστους τους συγγραφείς που διαπνέονταν από τις ιδέες ενός ρομαντικού σοσιαλισμού, όπως ο Κώστας Παρορίτης, ο Δημήτριος Ταγκόπουλος, ο Νίκος Κατηφόρης ή ο πρώιμος Άγγελος Τερζάκης. Νομίζω πως δεν είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι ο Ξενόπουλος απαρνήθηκε συνειδητά αυτό το πρότυπο. Στάθηκε αντίθετος απέναντι στην έννοια της «υψηλής» και «ευγενικής» τέχνης, όχι επειδή προσδοκούσε οικονομικά οφέλη [9] από τη γείωση των ιστοριών του, τη λαϊκότητα των θεμάτων του ή την επίμονη ανάδειξη του αισθησιασμού και ζωώδους στοιχείου, ως του πιο δυναμικού στοιχείου στην ανθρώπινη ζωή, αλλά περισσότερο επειδή είχε ως πάγια τακτική στο μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του σταδιοδρομίας να ενορχηστρώνει τα μυθιστορήματά του πάνω σε μια αποδεικτική συλλογιστική. Ως ιδιοσυγκρασία ήταν επιφυλακτικός, όπως μαρτυρούν οι σύγχρονοί του, προτιμώντας το επιβεβαιωμένο, από το απροσδιόριστο. Αλλά ως προς τον τρόπο που ήταν οργανωμένη η δημιουργική φαντασία του, τείνω να δεχτώ ότι είχε προσχηματισμένη μια αντίληψη για τη ζωή, την κοινωνία και τους ανθρώπους, περνώντας την με διάφορες παραλλαγές στα περισσότερα βιβλία του. Επιπλέον, θεωρούσε −και τούτο όχι μόνο
ως δραματική λύση για τις ανάγκες της αφήγησης, αλλά και ως στάση κοσμοθεωρητική- ότι ήταν απαραίτητη κάθε φορά η ένταξη σ’ αυτό το σύμπαν ενός στοιχείου καταλυτικού, όπως το ερωτικό πάθος (Τερέζα Βάρμα-Δακόστα, 1925), η δίψα για την κατάκτηση ενός οράματος (Η τρίμορφη γυναίκα, 1922), η σύγκρουση με το αρτηριοσκληρωτικό οικογενειακό περιβάλλον, συνήθως από νεαρά κορίτσια (Στέλλα Βιολάντη, 1909). [10]
Σχηματικότητα
Επομένως, είναι σωστή η παρατήρηση πολλών" ότι ο κόσμος των βιβλίων του Ξενόπουλου, τα πρόσωπα, η καταγωγή τους και οι ιδέες που εκπροσωπούν, έχουν μια εμφανή σχηματικότητα. Αλλά η σχηματικότητα αυτή θα έλεγα πως είναι περί που αναπόφευκτη. Πρώτα-πρώτα, λόγω του ότι ο ίδιος ο συγγραφέας υπογράμμιζε πάντοτε ως μεγίστη αξία ενός λογοτεχνικού κειμένου την παρατήρηση και την όσο γίνεται πειστικότερη καταγραφή των αντικειμενικών στοιχείων της μυθοπλασίας. Και έπειτα, λόγω του ότι η μυθοπλασία σχεδόν πάντοτε υπηρετούσε έναν στόχο ή περισσότερους στόχους, οι οποίοι είχαν τεθεί εξαρχής. Ενας προσεκτικός αναγνώστης θα μπορούσε να εντοπίσει σε όλον τον κύκλο των ζακυνθινών μυθιστορημάτων ένα πλήθος αναχρονισμών, αφού η προσοχή του Ξενόπουλου δεν ήταν τόσο στραμμένη στην αληθοφάνεια του ιστορικού περιβάλλοντος όσο στη σύγκλιση των διαφόρων επιχειρηματολογιών και των διαφόρων πεποιθήσεων που καθόριζαν ηθικά και κοινωνικά το κάθε πρόσωπο. Αν λοιπόν μετέφερε ένα μεγάλο μέρος των ιστοριών και των μυθιστορηματικών τύπων του στη Ζάκυνθο των αρχών του 19ου αιώνα, αυτό γινόταν, κατά τη γνώμη μου, για να δημιουργήσει στον αναγνώστη του την ασφάλεια της χρονικής απόστασης και για να κάνει λειτουργικότερο τον παραδειγματικό τους χαρακτήρα. «Στον καιρό του, σημειώνει εύστοχα ο Γιάννης Χατζίνης, ο Ξενόπουλος έδωσε πρώτος τα εκπληκτικά δείγματα μιας τολμηρής παρατήρησης και μιας ακόμα τολμηρότερης έκφρασης, που θα ’πρεπε ίσως ν’ αναζητήσουμε τις ρίζες της στο γαλλικό νατουραλισμό, αλλά που οι εμπνεύσεις είταν καθαρά ελληνικές. [...] Δε θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την αξία αυτής της τόλμης, που έδινε δικαίωση καλλιτεχνική σε καταστάσεις αποκλεισμένες από την περιοχή της αυστηρής κοινωνικής ζωής, αν δεν τοποθετούσαμε τον Ξενόπουλο μέσα στην εποχή του και δεν τον κρίναμε με τα μέτρα της».[12] Χωρίς να παρακάμπτουμε τις δομικές αδυναμίες −η προβληματική πολλές φορές σύνθεση, η βιαστική ανάπτυξη των χαρακτήρων, η περισσολογία− των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου, αδυναμίες που συγκέντρωσε και ανέλυσε με προσφυή τρόπο η Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, [13] νομίζω ότι οφείλουμε να επανακρίνουμε τον συγγραφέα των Φοιτητών, μέσα από τις δυνατότητες, τα όρια και κυρίως τις επιδιώξεις του -στις οποίες άλλωστε αναφέρθηκε ο ίδιος κατ’ επανάληψιν. [14] Διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό και σε μεγάλο βάθος χρόνου από τον απο-αισθηματοποιημένο ρεαλισμό της νατουραλιστικής θεωρίας, την οποία μια προσεκτική και ψύχραιμη μελέτη μπορεί να διαπιστώσει ότι ουδέποτε εγκατέλειψε. Αντίθετα, προσπάθησε ακόμα και σε όψιμα μυθιστορήματά του, όπως τα Απάνεμα βράδια (1938) ή ο κάπως προγενέστερος Ποπολάρος (1933), να επανασυνδεθεί με βασικά μοτίβα που είχε επεξεργαστεί στη νεανική και για πολλούς κριτικούς κομβικής σημασίας Μαργαρίτα Στέφα (1893), όπως ο εκφυλισμός του αίματος και ο βιολογικός
μαρασμός των Επτανήσιων αριστοκρατών, μοτίβα που παραπέμπουν κατ’ ευθείαν στη ζολαδική θεωρία και στο αντίστοιχο μυθιστορηματικό πρότυπο του κύκλου των Ρονγκόν-Μακάρ. Οπως ο Ζολά, διαπνεόμενος από τις θετικιστικές αντιλήψεις του τέλους του 19ου αιώνα, την άνοδο της βιολογίας και της ανθρωπολογίας, εμφάνισε τη φθορά και την παρακμή της οικογένειας των Ρουγκόν Μακάρ ως φθορά και παρακμή που οφείλονταν στην έλλειψη οργανικής ζωτικότητας, ανάλογα επιχείρησε και ο Ξενόπουλος κυρίως στα μυθιστορήματα του ζακυνθινού κύκλου να ανατάμει τη φθορά και την αποστέωση της επτανησιακής άρχουσας τάξης. [15] Συγχέοντας συνήθως τη μορφολογία και την τεχνική του έργου του Ξενόπουλου με τις ιδέες που αυτή προέβαλε, η λογοτεχνική κριτική του καιρού του −αλλά συχνά και του καιρού μας-του αποστέρησε μια από τις σπουδαιότερες δυναμικές του: τον όχι σπάνια καινοτόμο και προδρομικό χαρακτήρα του. Υπήρξε ένας συγγραφέας άκρως αντιφατικός, συμβάλλοντας αφενός στην ανάδειξη σημαντικών μεγεθών της λογοτεχνίας μας, όπως ο Κ. Π. Καβάφης και ο Ιωάννης Γρυπάρης, αλλά και υπερασπιζόμενος αφετέρου με παιδαριώδη επιμονή πεζά ή θεατρικά του που δεν ξεπερνούσαν το επίπεδο της αισθηματολογίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του −ας πούμε ώς το 1925− δεν δημιούργησε ένα ολόκληρο σύμπαν αλησμόνητων χαρακτήρων που, κατά περίεργο αν και όχι ανεξήγητο τρόπο, η επιβίωσή τους στη μνήμη μας είναι ταυτισμένη με τη σχηματικότητά τους. Επιπλέον, επικεντρώθηκε συστηματικά στην ανάδειξη και στην έμμεση καταγγελία των κοινωνικών στερεοτύπων, του αυταρχισμού, των οπισθοδρομικών πεποιθήσεων, των «αθέατων» πλευρών της ζωής στις πόλεις, σε μια εποχή όπου ο κανόνας της πεζογραφίας -όπως άλλωστε και της ποίησης- ευνοούσε την απόκρυψη των σκοτεινών όψεων της κρατούσας ηθικής και την εξύψωση ενός υποκριτικού ιδανισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Περισσότερα μπορούμε να πληροφορηθούμε από τις «Πρώτες κρίσεις για το έργο του Ξενόπουλου», του ευσυνείδητου βιβλιογράφου του Πέτρου Μαρκάκη, περ. Νέα Εστία (αφιέρωμα στον Γρηγόριο Ξενόπουλο), Χριστούγεννα 1951, ο. 42-49. Με το μυθιστόρημα Νικόλαος Σιγαλός αλλά και με την πρόσληψη του νατουραλισμού στην Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα, έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα η Βίκυ Πάτσιου. Βλ. περ. Περίπλους (Ζακύνθου), τχ. 30-31 Ιούλιος, Δεκέμβριος 1991, ο. 142-143.
- Η Ευτυχία Αμιλήτου έχει συλλέξει αρκετές αποκρίσεις του Ξενόπουλου σε πολεμικές που του ασκήθηκαν κατά καιρούς: «Ισχύς μου η αγάπη του λαού. Η απάντηση του Ξενόπουλου στις επιτιμήσεις της κριτικής», εφ. Η Καθημερινή (Επτά Ημέρες), 4 Ιουλίου 1999.
- Θεωρώ ότι είναι πολύ ενδιαφέρον να ερευνηθεί η πρόσληψη του Ζολά από το ελληνικό αναγνωστικό ως λαϊκού συγγραφέως, και να επιχειρηθεί η διασταύρωση των τυχόν πορισμάτων με την αντίληψη που διαμόρφωσε ο Ξενόπουλος περί λογοτεχνίας των «πολλών» και λογοτεχνίας των «λίγων». Πάντως ο Κυριάκος Δ. Κάσσης στο Ελληνικό Λαϊκό Μυθιστόρημα 1840-1940, Αθήνα 1983 συγκαταλέγει τις πρώτες μεταφράσεις έργων του Ζολά στα λαϊκά βιβλία και λόγω των αισθησιακών εξωφύλλων τους, αλλά και λόγω των θεμάτων τους που για πολλά χρόνια παρακινούσαν την ερωτική φαντασία του μέσου αναγνώστη.
- Αναδημοσιευμένη τώρα και στο αφιέρωμα Ξενόπουλου της Νέας Εστίας, ό.π., σ. 118-123.
- Αλκης Θρύλος. Μορφές της Ελληνικής Πεζογραφίας, τ. 2, Αθήνα 1963, σ. 285.
- Είναι γνωστό ότι ο Βουτυράς, χωροταξικά, εστίασε κυρίως τις ιστορίες του στην περιμετρική ζώνη των αστικών κέντρων, της Αθήνας και του Πειραιά, εισάγοντας έτσι στον κόσμο της πεζογραφίας του 20ού αιώνα χαρακτήρες που ζουν σε ένα διπλό και ιδιαίτερα κρίσιμο μεταίχμιο: μεταξύ πόλης και χωριού και μεταξύ οργανωμένης και περιθωριακής ζωής. Βλ. σχετικά Βάσιας Τσοκόπουλος, «Η μετάβαση από την ύπαιθρο στην πόλη. Ιστορικές παράμετροι του έργου του Δ. Βουτυρά» περ. Διαβάζω, τχ. 298, Νοέμβριος 1992 (αφιέρωμα στον Δημοσθένη Βουτυρά). Επίσης, στο ίδιο (σ. 46 κ.ε.), την επισκόπηση του Γιάννη Μασκόζου, «Η περίπτωση Βουτυρά. Η κρίση της κριτικής», όπου είναι εμφανή τα ηθικά κίνητρα της απαξιωτικής γενικά στάσης που κράτησε η λογοτεχνική κριτική απέναντι στον συγγραφέα της Ζωής αρρωστημένης. Τέλος, μια ενδιαφέρουσα συναγωγή των περιθωριακών περιπτώσεων στα διηγήματα του Βουτυρά έχει γίνει από την Εληάνα Μηλιού, «Οι περιθωριακοί και εγκληματικοί χαρακτήρες στο έργο του Δημοσθένη Βουτυρά, όπως παρουσιάζονται σε σχέση με την κοινωνία», περ. Εφηβος, τχ. 71, Ιούνιος 1999, σ. 34-43.
- Βλ. την παρατήρηση του Νίκου Κατηφόρη που περιλαμβάνεται στην εισαγωγή του στον πρώτο τόμο των Απάντων του Δημοσθένη Βουτυρά (1958), ότι στα έργα του γίνεται μια «χοντροκομμένη κοινωνική κριτική», χωρίς να δίνεται ένας σαφής κοινωνικός προσανατολισμός, με τον οποίο υποτίθεται ότι θα αρθούν τα αδιέξοδα των προσώπων.
- Φαίνεται ότι η εκτίμηση προς το έργο του Ξενόπουλου ελαττώνεται ολοένα και περισσότερο στα μεταπολεμικά (1945 κε.) χρόνια. Από τα διαδοχικά, ανά δεκαετία ή δεκαπενταετία, κείμενα του Βάσου Βαρίκα, μπορούμε να συμπεράνουμε πως κάμπτεται προοδευτικά η θετική άποψή του για τον συγγραφέα του Κόκκινου Βράχου. Το 1939 στη Μεταπολεμική μας λογοτεχνία τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους τέσσερις σημαντικότερους Νεοέλληνες πεζογράφους (Παπαδιαμάντης, Θεοτόκης, Καρκαβίτσας, Ξενόπουλος). Το 1967 επισημαίνει στο επετειακό του άρθρο (ό.π.) μάλλον τα αρνητικά, παρά τα θετικά του έργου του.
- Τον συνδυασμό της μεγάλης του παραγωγικότητας με την ανάγκη να βιο-ποριστεί μέσω της συγγραφής έχει κάνει αφελώς ο Αλκής Θρύλος (ό.π., σημ. 5). Μεταγενέστεροι μελετητές, όπως η Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, υπογραμμίζουν ότι ο συγγραφικός πληθωρισμός του Ξενόπουλου δεν έχει αποκλειστική σχέση με τον επαγγελματισμό του. Βλ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Γρηγόριος Ξενόπουλος. Συγκίνησε με τα έργα του, επηρέασε με την τέχνη του», εφ. Τα Νέα, 15 Δεκεμβρίου 1999.
- «Τα ταξικά πλαίσια και τις κοινωνικές διαφορές μονάχα ο έρωτας, που στην παντοδυναμία του πιστεύει απόλυτα ο συγγραφέας του Ποπολάρου, κατορθώνει να υπερπηδά και να περιφρονή. (...] Ο Ξενόπουλος δεν βλέπει τον άνθρωπο και την κοινωνία, παρά μονάχα διά μέσου του ερωτικού ενστίκτου. Οι υπόλοιπες εκδηλώσεις της ζωής δεν γίνονται αισθητές στο έργο του, παρά στον βαθμό και από τον τρόπο που επηρεάζουν και διαμορφώνουν κάποτε το συναίσθημα αυτό.» Βάσος Βαρίκας, «Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ο αγαπημένος του κοινού» (έγγραφο αρχείου Βάσου Βαρίκα).
- Ηδη, τη σχηματικότητα του Ξενόπουλου την επισημαίνει το 1890 ο Μιχαήλ Μητσάκης, στη γνωστή καταιγιστική κριτική του εναντίον του μυθιστορήματος του Ξενόπουλου, Νικόλας Σιγαλός -δημοσιεύτηκε στο περ. Αττικόν Μουσείον, 10 και 20 Δεκεμβρίου 1890. Μεγάλο μέρος της αναδημοσιεύει ο Πέτρος Μαρκάκης, ό.π.
- Γιάννης Χατζίνης, «Τεκμήρια για ένα πορτρέτο», περ. Νέα Εστία, ό.π.
- Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Γρηγόριος Ξενόπουλος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Θ', Αθήνα 1997.
- Π.Δ. Μαστροδημήτρης, «Ο πιο “λαϊκός” Ελληνας συγγραφέας», εφ. Η Καθημερινή (Επτά Ημέρες), ό.π.
- Βλ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, ό.π., σ. 308: «Ο εκφυλισμός της επτανησιακής αριστοκρατίας παρουσιάζεται σύμφυτος με τον βιολογικό (Απάνεμα βράδια) ή τον ηθικό εκφυλισμό των κοριτσιών αυτής της τάξης (Ποπολάρος, Τερέζα Βάρμα-Δακώστα)». Πάντως, το θέμα της ιστορικής και βιολογικής παρακμής της επτανησιακής αριστοκρατίας εντοπίζεται ήδη στην Μαργαρίτα Στέφα.
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
from ανεμουριον https://ift.tt/31UsSOU
via IFTTT