ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΣ | Προ εκατό ετών, η μικρά Ελλάς του 1871 εώρτασε και αυτή την επέτειον της εθνεγερσίας, όπως την εορτάζομε και εμείς εφέτος. Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ έκρινε τότε ότι ήτο καιρός πλέον να ιδρυθή εις το κέντρον των Αθηνών, ένα μνημείον, ένας θα λέγαμε, βωμός του Έθνους, που θα διαιώνιζε την μνήμην των ηρώων του ΄21, ως και εκείνων που εθεμελίωσαν το νέον κράτος. Διά τον λόγον αυτόν, ένα έτος ακριβώς προ των εορτών, απηύθυνε προς τον Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου, Θ. Ζαΐμην επιστολήν εις την οποίαν έγραφε:
«Κύριε Πρόεδρε,
Μετά εν έτος από σήμερον συμπληρούται πλήρης πεντηκονταετηρίς, αφ' ης η Ελλάς, η φιλτάτη Πατρίς ημών, ανέκτησε την εαυτής ανεξαρτησίαν. Κρίνω προσήκον, ίνα τα τέκνα αυτής εγείρωσι μνημείον του μεγάλου τούτου συμβεβηκότος, υπέρ ου οι πατέρες και οι αδελφοί αυτών και οι πανταχόθεν δραμόντες προς αποτέλεσιν αυτού φιλέλληνες έχυσαν το αίμα των και εθυσίασαν την περιουσίαν των. Ας στήσωμεν το μνημείον αυτό ως δείγμα της ευγνωμοσύνης ημών και προς αιωνίαν ανάμνησιν των μεγάλων θυσιών και της καρτερίας, ην έδειξαν προς αποκατάστασιν της φιλτάτης Πατρίδος.
Όθεν παρακαλώ υμάς, Κύριε Πρόεδρε, ίνα το Υπουργικόν Συμβούλιον καλέση πάντας του Έλληνας και του ομογενείς να συνδράμωσι προς ανέγερσιν του εθνικού τούτου μνημείου κατά το συνημμένον σχέδιον.
Όθεν παρακαλώ υμάς, Κύριε Πρόεδρε, ίνα το Υπουργικόν Συμβούλιον καλέση πάντας του Έλληνας και του ομογενείς να συνδράμωσι προς ανέγερσιν του εθνικού τούτου μνημείου κατά το συνημμένον σχέδιον.
Η διάθεσις των συλλεχθησομένων συνδρομών θέλει γίνει τη Ημετέρα εγκρίσει.
Εν Αθήναις τη 25η Μαρτίου 1870
Υμέτερός σας
Γεώργιος»
Μετά από την επιστολήν ταύτην του Βασιλέως, εξεδόθη με την αυτήν ημερομηνίαν Βασιλικόν Διάταγμα με τας υπογραφάς του Βασιλέως, του Προέδρου της Κυβερνήσεως Θ. Ζαΐμη και των Υπουργών Θ. Δεληγιάννη, Σ. Βαλαωρίτη, Δ. Σάρραβα, Δ. Αυγερινού, Σ. Σούτσου και Γ. Τομπάζη. Κατά το Β.Δ. τούτο, «δια να διαιωνισθή η ανάμνησις των μεγάλων θυσιών ας προσήνεγκον και της καρτερίας ην έδειξαν προς ανάκτησιν της εθνικής ανεξαρτησίας, οι τοσούτον περιδόξως κατά τον μέγαν αγώνα του 1821 μοχθήσαντες Έλληνες και Φιλέλληνες», ωρίζετο, όπως ανεγερθή σχετικόν μνημείον, εις την πλατείαν Ομονοίας. Κατά το συνημμένον εις το διάταγμα σχέδιον, κυρία μορφή του μνημείου αυτού θα ήτο ορθή η Ελλάς, αι δε τέσσαρες καθήμεναι μορφαί θα ήσαν η Στερεά, η Πελοπόννησος, αι νήσοι του Αιγαίου και αι νήσοι του Ιονίου Πελάγους. Εις τας πλευράς του μνημείου εις τέσσαρα ανά- γλυφα θα εικονίζοντο ο μητροπολίτης Γερμανός ευλογών την σημαίαν της Ελευθερίας, η πολιορκία του Μεσολογγίου, η ναυμαχία του Ναυαρίνου και εις το τέταρτον η έλευσις του Καποδιστρίου και του Όθωνος. Εις το βάθρον της Ελλάδος εις μεν το έμπροσθεν μέρος θα εχαράσσετο η επιγραφή «Το Έθνος τοις εαυτού ελευθερωταίς» εις δε το όπισθεν «Η ομόνοια ισχυροποιεί». Η ως άνω πρότασις του Βασιλέως επολεμήθη παρά του αντιπολιτευομένου τον Βασιλέα και την Κυβέρνησιν τύπον, όστις τελικώς κατώρθωσε να ματαιώση την ανέγερσιν του μνημείου τούτου. Αι εορταί λοιπόν της πεντηκονταετηρίδας περιωρίσθησαν εις μίαν και μόνην εκδήλωσιν: την μεταφοράν εξ Οδησσού εις τας Αθήνας των λειψάνων του εθνομάρτυρος Γρηγορίου Ε΄. Μετά μακράς συνεννοήσεις μεταξύ των Κυβερνήσεων Ελλάδος και Ρωσίας και με προσωπικήν επέμβασιν του Τσάρου απεφασίσθη η παραχώρησις των λειψάνων του Πατριάρχου. Λόγω της παρατάσεως των διαπραγματεύσεων η Ελληνική Κυβέρνηση ανέβαλε τας εορτάς της πεντηκονταετηρίδος, από της 25ης Μαρτίου αρχικώς δια την 23ην Απριλίου και κατόπιν δια την 25ην Απριλίου, ημέραν Κυριακήν. Παρενεβλήθησαν όμως αρκετά προσκόμματα δια την μετακομιδήν των οστών. Η Τουρκική Κυβέρνησις εδήλωσε ρητώς ότι δεν επιτρέπει την διέλευσιν δια των Δαρδανελλίων πολεμικού πλοίου, προς τον σκοπόν τούτον, δια τούτω ωρίσθη δια την μεταφοράν το ατμόπλοιον «Βυζάντιον», το οποίον ανεχώρησεν εκ Σύρου την 28ην Μαρτίου, και ηγκυροβόλησε προ της Κωνσταντινουπόλεως την 30ήν Μαρτίου.
Μετά από την επιστολήν ταύτην του Βασιλέως, εξεδόθη με την αυτήν ημερομηνίαν Βασιλικόν Διάταγμα με τας υπογραφάς του Βασιλέως, του Προέδρου της Κυβερνήσεως Θ. Ζαΐμη και των Υπουργών Θ. Δεληγιάννη, Σ. Βαλαωρίτη, Δ. Σάρραβα, Δ. Αυγερινού, Σ. Σούτσου και Γ. Τομπάζη. Κατά το Β.Δ. τούτο, «δια να διαιωνισθή η ανάμνησις των μεγάλων θυσιών ας προσήνεγκον και της καρτερίας ην έδειξαν προς ανάκτησιν της εθνικής ανεξαρτησίας, οι τοσούτον περιδόξως κατά τον μέγαν αγώνα του 1821 μοχθήσαντες Έλληνες και Φιλέλληνες», ωρίζετο, όπως ανεγερθή σχετικόν μνημείον, εις την πλατείαν Ομονοίας. Κατά το συνημμένον εις το διάταγμα σχέδιον, κυρία μορφή του μνημείου αυτού θα ήτο ορθή η Ελλάς, αι δε τέσσαρες καθήμεναι μορφαί θα ήσαν η Στερεά, η Πελοπόννησος, αι νήσοι του Αιγαίου και αι νήσοι του Ιονίου Πελάγους. Εις τας πλευράς του μνημείου εις τέσσαρα ανά- γλυφα θα εικονίζοντο ο μητροπολίτης Γερμανός ευλογών την σημαίαν της Ελευθερίας, η πολιορκία του Μεσολογγίου, η ναυμαχία του Ναυαρίνου και εις το τέταρτον η έλευσις του Καποδιστρίου και του Όθωνος. Εις το βάθρον της Ελλάδος εις μεν το έμπροσθεν μέρος θα εχαράσσετο η επιγραφή «Το Έθνος τοις εαυτού ελευθερωταίς» εις δε το όπισθεν «Η ομόνοια ισχυροποιεί». Η ως άνω πρότασις του Βασιλέως επολεμήθη παρά του αντιπολιτευομένου τον Βασιλέα και την Κυβέρνησιν τύπον, όστις τελικώς κατώρθωσε να ματαιώση την ανέγερσιν του μνημείου τούτου. Αι εορταί λοιπόν της πεντηκονταετηρίδας περιωρίσθησαν εις μίαν και μόνην εκδήλωσιν: την μεταφοράν εξ Οδησσού εις τας Αθήνας των λειψάνων του εθνομάρτυρος Γρηγορίου Ε΄. Μετά μακράς συνεννοήσεις μεταξύ των Κυβερνήσεων Ελλάδος και Ρωσίας και με προσωπικήν επέμβασιν του Τσάρου απεφασίσθη η παραχώρησις των λειψάνων του Πατριάρχου. Λόγω της παρατάσεως των διαπραγματεύσεων η Ελληνική Κυβέρνηση ανέβαλε τας εορτάς της πεντηκονταετηρίδος, από της 25ης Μαρτίου αρχικώς δια την 23ην Απριλίου και κατόπιν δια την 25ην Απριλίου, ημέραν Κυριακήν. Παρενεβλήθησαν όμως αρκετά προσκόμματα δια την μετακομιδήν των οστών. Η Τουρκική Κυβέρνησις εδήλωσε ρητώς ότι δεν επιτρέπει την διέλευσιν δια των Δαρδανελλίων πολεμικού πλοίου, προς τον σκοπόν τούτον, δια τούτω ωρίσθη δια την μεταφοράν το ατμόπλοιον «Βυζάντιον», το οποίον ανεχώρησεν εκ Σύρου την 28ην Μαρτίου, και ηγκυροβόλησε προ της Κωνσταντινουπόλεως την 30ήν Μαρτίου.
Ο ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ 1881. ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΕΤΕΦΕΡΘΗ Η ΣΟΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ.
Εις το πλοίον τούτο επέβαινον οι αρχιεπίσκοποι Φθιώτιδος και Ζακύνθου, Καλλίνικος και Νικόλαος, οι αρχιμανδρίται Αβέρκιος, Λαμπίρης και Αγαθάγγελος Λεκόπουλος, ο ανεψιός του Πατριάρχου, ίλαρχος Γεώργιος Αγγελόπουλος κ.α. Εις την Κωνσταντινούπολιν, οι άνω αναφερθέντες, οι οποίοι απετέλουν και την επιτροπήν της παραλαβής, επληροφορήθησαν κατάπληκτοι, ότι η Τουρκική Κυβέρνησις εζήτησε και αυτή παρά της Ρωσικής την παράδοσιν των λειψάνων δια να τα θάψη εις την Κωνσταντινούπολιν, διότι, ως ισχυρίσθη, εις την σχετικήν διακοίνωσίν της, ο Πατριάρχης ήτο Τούρκος υπήκοος και η εκτέλεσίς του ήτο έργον άλλης εποχής και συνέπεια άλλων αντιλήψεων. Επετράπη όμως η διέλευσις του ατμόπλοιου, το οποίον έφθασεν εις την Οδησσόν την πρώτην Απριλίου. Εκεί η επιτροπή έτυχε αρίστης υποδοχής και φιλοξενίας παρά των Μαρασλή, Ροδοκανάκη, Μαυροκορδάτου, Βουτσινά κ.ά. Η Αρχιεπισκοπή Χερσώνος και Οδησσού ώρισε την 5ην Απριλίου δια την ανεύρεσιν του τάφου του ιερομάρτυρος, διότι ήτο μεν γνωστόν, ότι ο τάφος ήτο εις τον ναόν της Αγίας Τριάδος, της Ελ ληνικής Κοινότητος Οδησσού, αλλά δεν ήτο δυνατόν να ευρεθή αμέσως η θέσις, διότι είχεν επεκταθή ο ναός και λόγω τούτου είχε μετατοπισθή το άνω της επιφανείας κενοτάφιον του Πατριάρχου. Μετά μακράν έρευναν ανευρέθη ο τάφος και παρουσία των πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών της Οδησσού ηνοίχθη. Επειδή όμως ο θόλος τούτου ήτο 2,5 μ. υψηλός και δεν επέτρεπε την κάθετον εξαγωγήν, εγίνετο άλλη εκσκαφή παράλληλος προς το έδαφος και την 7ην Απριλίου ηνοίχθη ο τοίχος και εξήχθη, η λάρναξ, η οποία περιείχε τα ιερά λείψανα. Τότε συνετάχθη σχετικόν πρωτόκολλον και παρουσία των αρχών εδέθη η λάρναξ με σχοινί, εσφραγίσθη και εξετέθη εις λαϊκόν προσκύνημα. Επειδή δε από του 1821 παρά των ορθοδόξων, όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των Ρώσων, απεδίδοντο τιμαί ιερομάρτυρος εις τον Πατριάρχην Γρηγόριον, ο Αρχιεπίσκοπος Χερσώνος εζήτησε, ως μόνην παρηγορίαν των Ρώσων ορθοδόξων δια την στέρησιν του λειψάνου, να εκτεθή εις προσκύνημα η λάρναξ εις την Ρωσικήν Μητρόπολιν. Την 10ην Απριλίου, επέτειον του μαρτυρικού θανάτου του Πατριάρχου εγένετο η επίσημος παράδοσις της λάρνακος παρά των Ρωσικών αρχών εις την επιτροπήν, μετά δοξολογίαν, γενομένην εις την Ρωσικήν Μητρόπολιν εις την οποίαν παρέστησαν όλαι αι πολιτικαί και στρατιωτικαί αρχαί. Μετά ταύτην η επιτροπή φέρουσα την λάρνακα διήλθεν εν μέσω μεγάλης στρατιωτικής παρατάξεως και κατηυθύνθη εις τον λιμένα, οπού ανέμενε το ατμόπλοιον «Βυζάντιον». Τούτο απέπλευσεν από την Οδησσόν την 10ην Απριλίου και την 12ην διήρχετο τον Βόσπορον. Δια να μη δοθή πρόφασις παραπόνων εις την Πύλην, το ατμόπλοιον δεν εσταμάτησε εις την Κωνσταντινούπολη, αλλά εξηκολούθησε τον πλουν του εις Ελλάδα. Έφθανε δε εις τας ελληνικάς θάλασσας την 14ην Απριλίου. Το θωρηκτόν «Βασιλεύς Γεώργιος» — πλοίαρχος Ανδρέας Μιαούλης — εξήλθε του λιμένος του Πειραιώς προς προϋπάντησιν του «Βυζάντιον», το οποίον συνήντησε εις τας Φλέβας. Ο επί του θωρηκτού υπουργός των Εκκλησιαστικών Πετμεζάς, επιβιβασθείς μεγάλης λέμβου, μετέβη εις το «Βυζάντιον», οπού προσεκύνησε, και παρέλαβε το λείψανον και το μετέφερεν εις το θωρηκτόν. Εκεί ετοποθετήθη εις την προς τούτο επί του καταστρώματος δια σημαιών κατεσκεύασμένην σκηνήν. Το θωρηκτόν συνέχισε τον πλουν του προς τον Πειραιά παρακολουθούμενον υπό του ατμοπλοίου «Βυζάντιον». Όταν τα δυο πλοία έφθασαν εις το στόμιον του λιμένος Πειραιώς, όλα τα εν αυτώ ναυλοχούντα πολεμικά πλοία Ελληνικά, Γαλλικά και Ρωσικά αναπετάσαντα την Ελληνικήν σημαίαν και σημαιοστολισθέντα εχαιρέτισαν τα λείψανα δια κανονιοβολισμών. Μόνο το Αγγλικόν θωρηκτόν το ναυλοχούν εν Πειραιεί δεν εχαιρέτισε δια κανονιοβολισμού, ίσως δι' έλλειψιν πυρίτιδος!! Τας μεσημβρινάς ώρας κατήλθον εις Πειραιά και επέβησαν του πλοίου ο Βασιλεύς Γεώργιος και η Βασίλισσα Όλγα. Εις εφημερίδα της εποχής τον ΑΙΩΝΑ του Φιλήμονος διαβάζομε: «Περί την ώραν 3 και ημίσειαν μ. μ. ο Βασιλεύς, φέρων στολήν ναύρχου, και η Βασίλισσα, πένθιμα φορούσα, συνοδεύμενοι παρά της μεγάλης κυρίας και παρά του υπασπιστού αντισυνταγματάρχου Γερασίμου Μεταξά, χωρίς να είδοποιήσωσι ουδένα, καταβάντες εις Πειραιά μετέβησαν αμέσως εις τον «Γεώργιον». Άμα εισήλθεν εις την σκηνήν, όπου κείται το λείψανον, η Βασίλισσα Όλγα πλήρης δακρύων εις τους οφθαλμούς, εγονυπέτησεν, ως η εσχάτη των θνητών, τρις, εις τους πόδας εις το μέσον και εις την κεφαλήν της λάρνακας, ησπάσθη τον επ' αυτής Σταυρόν και το Εύαγγέλιον, και επί τίνα λεπτά προσηυχήθη.
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΝΑΟΝ ΑΘΗΝΩΝ.
Σιγή θρησκευτική επεκράτει πέριξ αυτής, πάντων δε τα βλέμματα ήσαν εστραμμένα επί της Βασιλίσσης. Παρά την Βασίλισσαν ίστατο ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος. Έμενον έτι εν τω ΓΕΩΡΓΙΩ, ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα, ότε αφίχθησαν οι υπουργοί πάντες, εν στολή, γονατίσαντες πρό του λειψάνου. Μετά ώραν μίαν, καταβάς ο Μητροπολίτης, εν στολή μεγάλη, ετέλεσε μετά του Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου και παρόντος πλήθους πολιτών, τον εσπερινόν».
Με τον σιδηρόδρομον
Την 25ην Απριλίου, ημέραν καθ' ην είχε ορισθή ο εορτασμός της πεντηκονταετηρίδας, μετεφέρθη το λείψανον του Πατριάρχου εκ Πειραιώς εις Αθήνας, δια του ατμοκίνητου τότε σιδηροδρόμου Αθηνών — Πειραιώς, του οποίου ο τελευταίος σταθμός ήτο τότε εις το Θησείον. Εκεί ανέμενον ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα μετά της ακολουθίας των, ο Μητροπολίτης Αθηνών, η Ιερά Σύνοδος, οι υπουργοί, οι βουλευταί, οι πολιτικοί, στρατιωτικοί και δημοτικοί υπάλληλοι. Άμα τη αφίξει της αμαξοστοιχίας και τη εξαγωγή του λειψάνου, εις το οποίον απεδόθησαν αι κεκανονισμέναι τιμαί, ο Μητροπολίτης εξεφώνησε λόγον, μετά το πέρας του οποίου η λάρναξ ετέθη επί φορείου. Τούτο έσυραν τέσσερα άλογα, τους δε χαλινούς αυτών εκράτουν υπαξιωματικοί του πυροβολικού. Και ήρχισεν η πορεία. Προηγείτο η έφιππος Χωροφυλακή και ηκολούθει η μουσική της φρουράς Αθηνών. Μετά την μουσικήν ήρχετο ούλαμός ιππικού και ηκολούθει όμιλος των επιζώντων πολιτικών και στρατιωτικών και ναυτικών αγωνιστών του υπέρ της ανεξαρτησίας Αγώνος. Του ομίλου τούτου προηγείτο ο Γεώργιος Ψύλλας, όστις ήτο ένας εκ των ολίγων επιζώντων, που είχον το αργυρούν μετάλλιον της πρώτης Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων, της Επιδαύρου. Μετά τους αγωνιστάς ηκολούθει ο στρατός, ο κλήρος και η άμαξα με την λάρνακα. Όπισθεν δε αυτής εβάδιζεν ο Βασιλεύς με στολήν στρατηγού και με τον μεγαλόσταυρον του Σωτήρος και δεξιά αυτού η Βασίλισσα Όλγα. Ηκολούθει τα Υπουργικόν Συμβούλιον και αι λοιπαί αρχαί.
Η συνοδεία έκαμψε την οδόν Πειραιώς, επροχώρησε την οδόν Σταδίου, εισήλθε εις την πλατείαν Συντάγματος, διήλθε την αψίδα, όπου εψάλη μικρά ευχή, κατήλθε την οδόν Ερμού και έφθασε την 10ην πρωινήν εις τον ναόν της Μητροπόλεως. Εκεί ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος Καλλίνικος και ο πρώην Γυθείου Ιωσήφ υπεδέχθησαν το λείψανον. Η λάρναξ κατεβιβάσθη από την άμαξαν, προς τούτο δε εβοήθησε και ο ίδιος ο Βασιλεύς δια των χειρών του ανασηκώσας αυτήν. Την παρέλαβον οι ιερείς, την εισήγαγον εις την Μητρόπολιν και την απέθεσαν εις μίαν εξέδραν, προς τον σκοπόν τούτον υπό του Δήμου κατασκευασθείσαν. Η τελετή έληξε την 12ην, όταν ανεχώρησαν από τον ναόν ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα. Η εφημερίς «Αιών» γράφει: «Τοιαύτη εγένετο η τελετή της πεντηκονταετηρίδας, της Ελληνικής Επαναστάσεως και της μετακομιδής του ιερού λειψάνου του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Αληθώς, η ημέρα και το γεγονός μετείχον μεγαλείου, ουχί του συνήθους. Είθε η ημέρα αυτή ανακαλούσα εις την έγερσιν υπνεύσαντα αισθήματα, αναπολούσαν μεγάλα γεγονότα, τα καταρτίσαντα το Ελληνικόν Βασίλειον, να καταστήση ημάς κρείττονας εαυτών, αξιώση δε την Ελλάδα να εορτάση την πρώτην από της ανεξαρτησίας εκατονταετηρίδα και υπό οιωνούς αισιωτέρου μέλλοντος». Εκατό έτη μετά τον μαρτυρικόν θάνατον του Πατριάρχου και πεντήκοντα από της μεταφοράς και ταφής των λειψάνων εις την Μητρόπολιν των Αθηνών, καθιερώθη, την 8 Απριλίου 1921, ως άγιος υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο τόσον συντελέσας εις την προπαρασκεύην και οργάνωσιν του Απελευθερωτικού Αγώνος του Έθνους: Γρηγόριος Ε΄.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ
ΑΘΗΝΑ
1971
from ανεμουριον https://ift.tt/2m4dXlG
via IFTTT