ΦΟΙΒΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ | Πολλές δίκες γίνονται γνωστές με τον αριθμό των κατηγορουμένων : των 5, των 10, των 20. Αλλά σύντομα οι αριθμοί ξαναγίνονται αφηρημένοι. Μια «αριθμητική δίκη» έμεινε και μένει στην ελληνική ιστορία : «Η Δίκη των Έξη». Των τριών πρωθυπουργών, δύο υπουργών και ενός αρχιστρατήγου πού τυφεκίσθησαν στις 15 Νοεμβρίου 1922. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, οπωσδήποτε θα ακολουθούσε κάποια στρατιωτική εξέγερσις. Τον καταλάβαινε πολύ καλά τον κίνδυνο η τότε κυβέρνησις και φρόντισε να μεταφέρη έγκαιρα την Μεραρχία Ιππικού στην Πρωτεύουσα. Πίστευε πως με την διοίκησί της: υποστράτηγος Ανδρέας Καλίνσκης, επιτελάρχης αντισυνταγματάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, το «καθεστώς» (αντιβενιζελισμός). Θα την είχε σοβαρό στήριγμα. Αβάσιμες, ανεδαφικές, παράκαιρες ελπίδες...
Στις μονάδες πού έφθασαν στη Χίο και την Μυτιλήνη — συντεταγμένες, ασύντακτες, ανακατωμένες ή διαλυμένες — έβραζε ή αγανάκτησις. Όλοι αναζητούσαν του, υπεύθυνους της φοβερής καταστροφής. Αλλά και στις άλλες μονάδες της Θράκης — στην ίδια κατάσταση κι' αυτές — όμοιο πάθος. Κάποιος, κάπου, σύντομα, θα γινόταν ό εκφραστής. Πρόλαβε στη Χίο ό συνταγματάρχης Πλαστήρας πού κατόρθωσε να προσεταιρισθή τον αντιβενιζελικό Γονατά για τυπικό αρχηγό τής Επαναστάσεως, από την Μυτιλήνη. Και τον ουδέτερο πλοίαρχο Φωκά για μέλος τής επαναστατικής ηγετικής τριανδρίας (Γονατάς, Πλαστήρας, Φωκάς). Με εξαιρετική ταχύτητα. με συνωμοτικά μέτρα σιγής και συσκοτίσεως, οι επαναστατημένες μονάδες στρατού και στόλου φθάνουν το βράδυ τής 13ης Σεπτεμβρίου στα παράλια τής Αττικής. Ακολουθούν τελεσίγραφα, συνθηκολόγησις, παραίτησις τού βασιλέως, Κωνσταντίνου. Και στις 15 — καβαλαραίοι μπροστά οί αρχηγοί μέ πολυάριθμους επιτελείς, πίσω τά πεζοπόρα τμήματα — ή Έπανάστασις άνηφορόζει τήν λεωφόρο Συγγρού. Ή Έπανάστασις «εισέρχεται έφιππη και έν παρελάσει» στην Πρωτεύουσα. Ή Κυβέρνησις πού παρέδωσε τήν Εξουσία χωρίς καμμιά άντίστασι, είχε ζωή μόνο δυό εβδομάδων (του Ν. Τριανταφυλλάκου). Άλλη ήταν ή κυβέρνησις τών ημερών τής καταρρεύσεως (συμμαχική Ν. Γούναρη — Ν. Στράτου, μέ πρόεδρο τόν Π. Πρωτοποπαδάκη). Αλλά είχε παραιτηθή, «είχε πέσει», τήν ήμερα πού έμπαιναν οί Τούρκοι στή Σμύρνη. Ό ναύαρχος Μ. Γούδας, ήταν υπουργός τού Γούναρη. Είχε γραμματέα τόν Ν. Κουνέλη, άπό τόν Πόρο. Και ό γραμματέας θυμάται: «Κανείς δέν μπορούσε νά άμφιβάλλη γιά τόν κίνδυνο τών ηγετών μας. Άρχισαν κι' όλας άπό μέρες, φήμες γιά εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Λίγες μέρες πριν άπό τήν πραγματική έκρηξι, πήγα στον Πόρο. Γύρισα μέ μιά βενζίνα. Έφωδιασμένη μέ καύσιμα γιά ταξίδι ώς τά Δωδεκάνησα και παραπέρα ακόμη. Τήν άφησα στό «Τροκαντερό» τού Φαλήρου και ανέβηκα ν' αναφέρω στον ναύαρχο πώς όλα είναι έτοιμα,, μπορούμε νά φύγουμε, όποια στιγμή τό αποφασίσουν. Μέ πήρε μαζί του και πήγαμε στό σπίτι τού πρώην υπουργού Στάη. Βρήκαμε τόν αξίμνηστο Γούναρη, νά κάθεται σέ μιά κουνιστή πολυθρόνα. Ό Γούδας τού λέξι:
Ο συνταγματάρχης Πάσαρης, πρώην υπαρχηγός τού επιτελείου, καταθέτει ως μάρτυς κατηγορίας. Στην πρώτη σειρά διακρίνονται οι Γούδας, Θεοτόκης, Πρωτοπαπαδάκης.
|
Το 'Εκτακτο Στρατοδικείο συνεδριάζει μέσα στην αίθουσα της Βουλής. 'Ορθιος στο έδώλιον ο στρατηγός Ξενοφών Στρατηγός, πρώην 'Υπουργός Συγκοινωνιών. Σέ δεύτερο πλάνο : Μπαλτατζής, Γούδας, Γούναρης, Στράτος, Θεοτόκης, Πρωτοπαπαδάκης. |
Κύριε Πρόεδρε έρχεται πιά ή έπανάστασις. Τα ετοιμάσαμε όλα, να φύγουμε γιά τό εξωτερικό.
Ναύαρχε, τού απαντάει, οί υπουργοί λογοδοτούν, δέν φεύγουν. Δεν πρόκειται νά δραπετεύσω εγώ».
Όλοι οί υπουργοί τής προηγουμένης κυβερνήσεως αντιλαμβάνονται τόν κίνδυνο πού διατρέχουν. 'Αλλά κανείς δέν φεύγει. Ούτε μπροστά στην Έπανάστασι που «καταπλέξι» ούτε και μπροστά στό επαναστατικό παρακλάδι πού εμφανόζεται μέσα στην Πρωτεύουσα. ‘Απ’ αυτό τό παρακλάδι μάλιστα, προέρχεται και ό κίνδυνος άμεσου έξοντώσεώς του. Τό άντιβενιζελικό κράτος καταλύεται, πριν ακόμη φθάσουν τά συγκροτημένα επαναστατικά τμήματα. Υπήρχε στην 'Αθήνα άπό καιρό συνωμοτική όργάνωσις Βενιζελικών, μέ δραστήριο ηγέτη τόν υποστράτηγο Θ. Πάγκαλο και άλλους εκτός στρατεύματος αξιωματικούς. Και μέ πολιτικά πρόσωπα, σάν τόν έκδοτη τού «'Ελευθέρου Βήματος» Δ. Λαμπράκη, τόν Γ. Παπανδρέου κ.ά. Τό αθηναϊκό επαναστατικό κέντρο, είχε στείλει στή Χίο, σύνδεσμο μέ τόν Πλαστήρα, τόν δημοσιογράφο Κώστα Αθάνατο. Μάλιστα ό Πάγκαλος μέ του άλλους ανωτέρους — Α. Μαζαράκη, Τσερούλη, Τσιμικάλη, πλοίαρχο Χατζηκυριάκο — είχαν και τήν φίλοδοξία ν' αναλάβουν αυτοί — σάν ανώτεροι — τήν γενική αρχηγία της έπαναστάσεως. Όταν αντιλαμβάνονται ότι πλησιάζει, ή επαναστατική όρμάδα, άρχόζουν και
Όλοι οί υπουργοί τής προηγουμένης κυβερνήσεως αντιλαμβάνονται τόν κίνδυνο πού διατρέχουν. 'Αλλά κανείς δέν φεύγει. Ούτε μπροστά στην Έπανάστασι που «καταπλέξι» ούτε και μπροστά στό επαναστατικό παρακλάδι πού εμφανόζεται μέσα στην Πρωτεύουσα. ‘Απ’ αυτό τό παρακλάδι μάλιστα, προέρχεται και ό κίνδυνος άμεσου έξοντώσεώς του. Τό άντιβενιζελικό κράτος καταλύεται, πριν ακόμη φθάσουν τά συγκροτημένα επαναστατικά τμήματα. Υπήρχε στην 'Αθήνα άπό καιρό συνωμοτική όργάνωσις Βενιζελικών, μέ δραστήριο ηγέτη τόν υποστράτηγο Θ. Πάγκαλο και άλλους εκτός στρατεύματος αξιωματικούς. Και μέ πολιτικά πρόσωπα, σάν τόν έκδοτη τού «'Ελευθέρου Βήματος» Δ. Λαμπράκη, τόν Γ. Παπανδρέου κ.ά. Τό αθηναϊκό επαναστατικό κέντρο, είχε στείλει στή Χίο, σύνδεσμο μέ τόν Πλαστήρα, τόν δημοσιογράφο Κώστα Αθάνατο. Μάλιστα ό Πάγκαλος μέ του άλλους ανωτέρους — Α. Μαζαράκη, Τσερούλη, Τσιμικάλη, πλοίαρχο Χατζηκυριάκο — είχαν και τήν φίλοδοξία ν' αναλάβουν αυτοί — σάν ανώτεροι — τήν γενική αρχηγία της έπαναστάσεως. Όταν αντιλαμβάνονται ότι πλησιάζει, ή επαναστατική όρμάδα, άρχόζουν και
Το 'Επαναστατικό Συμβούλιο. Έξ αριστερών : Οι συνταγματάρχες Πλαστήρας και Γονατάς, ό πλοίαρχος Χατζηκυριάκος καϊ ό συνταγματάρχης Πρωτοσύγγελος. |
συγκεντρώνονται στά γραφεία τού «Βήματος» απόστρατοι άξιωματικοί και άλλα δυναμικά στοιχεία. Μέσα σέ ώρες και χωρίς κυβερνητική άντίδρασι, τά γραφεία μεταβάλλονται σέ επαναστατικό στρατηγείο. Άπό του συγκεντρωμένους έδώ, προέρχεται ό άμεσος και θανάσιμος κίνδυνος γιά του άντιβενιζελικούς ηγέτες. Δέν είναι βέβαια όλοι οι συγκεντρωμένοι, φανατικοί. Ο Λαμπράκης, μάλιστα, φροντόζει νά ειδοποιήση εκείνους πού κινδυνεύουν. Πάντα οι Λαμπράκηδες είχαν φιλία μέ του Μερκούρηδες. Ό Λαμπράκης ειδοποιεί λοιπόν, τόν Γ. Μερκούρη και εκείνος, μέ τήν σειρά του μεταβιβάζει: «Κινδυνεύετε από φανατικούς. Υπάρχουν δολοφονικές διαθέσεις εναντίον σας». Αλλά και πάλι, κανείς δεν φεύγει. Στις 14 Σεπτεμβρίου, τό «αθηναϊκό στρατηγείο» έχει καταλάβει φρουραρχείο και διεύθυνσι αστυνομίας (φρούραρχος γίνεται ό συνταγματάρχης Γ. Σκανδάλης, διευθυντής αστυνομίας ό συνταγματάρχης Κοκκαλάς). Μέ εντολές του συλλαμβάνονται άπό τόν μοίραρχο Βοβολίνη: Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Στράτος Θεοτόκης, Γούδας, ό αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης, ό πολιτιτευτής και στρατιωτικός Ξ. Στρατηγός, ό στρατιωτικός διοικητής Κωνσταντινόπουλος, ό φρούραρχος Γ. Τσόντας — Βάρδας και άλλοι δευτερώτεροι παράγοντες. Οί συλλήψεις θα συνεχισθούν και τις επόμενες ήμέρες. Γιά τόν άμεσο κίνδυνο δολοφονίας γράφει στά απομνημονεύματα του ό στρατηγός Λεωνίδας Σπαής: «Ένέκλεισαν του
Ό αρχιστράτηγος Χατζανέστής απολογείται. |
συλληφθέντες εις τήν Άστυνομικήν Διεύθυνσιν. Τήν ιδίαν νύκτα απεστάλη μία ομάς «οπλαρχηγών• μέ εντολήν νά του παραλαβή και νά του μεταφέρη εις τάς φύλακας «Αβέρωφ». Πλην της επισήμου όμως εντολής, είχε δοθή και άλλη, μυστική: Νά οδηγηθούν, όχι εις τάς φύλακας, άλλα εις τήν δασώδη περιοχήν μεταξύ Κηφισιάς και Κουκουβάουνες, όπου και νά εκτελεσθούν. «Αντιληφθείς τούτο ό Λαμπράκης ειδοποίησε μυστικά τόν φίλον του Κοκκαλάν — ήσαν Κρητικοί και οί δύο — όπως έπ' ούδενί λόγω παραδώση του κρατουμένους, εις τήν ομάδα έκείνην των «οπλαρχηγών». Είδοποίησεν επίσης τόν κρατούμενον στρατηγόν Βάρδαν (ό Μακεδονομάχος Λαμπράκης είχε καπετάνιο του τόν Βάρδα) περί τού κινδύνου τόν όποιον διέτρεχον μέ συμβουλήν νά αρνηθούν τήν νυκτερινήν μεταγωγήν των». Λαμπράκης, Παπανδρέου καί άλλοι πολιτικοί, ειδοποιούν γιά του κινδύνους δολοφονιών, τήν επαναστατική τριανδρία (Γονατά, Πλαστήρα, Φωκά) πού έχει το στρατηγείο της στό θωρηκτό «Λήμνος». Καί οί τρίανδροι εκδίδουν απειλητικό διάγγελμα κατά τών φανατικών και ύπεραδιαλλάκτων: «Κατόπιν της επελθούσης μετά της παραιτηθείσης κυβερνήσεως συμφωνίας, η επαναστατική επιτροπή αναλαμβάνει έντός ελαχίστων ωρών τήν έξουσίαν. Μέχρι τής στιγμής ταύτης επαφίεται εις τόν πατριωτισμόν τών Ελλήνων ή διαφύλαξις τής τάξεως καί ασφάλεια όλων άνεξαιρέτως τών πολιτών, προς συμφιλίωσιν όλων τών Ελλήνων καί γεφύρωσιν του χάσματος, ΠΟΘΟΝ όν ενσαρκώνει ή έπανάστασις. Οί τυχόν ταραξίαι, εις οιανδήποτε πολιτικήν μερίδα καί αν ανήκουν, θά τιμωρηθώσιν άμειλίκτως καί ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΩ ΔΙΚΑΙΩ». Οί φανατικοί καί
Ό Πρωτοπαπαδάκης άπαντά σ’ έναν μάρτυρα. Στο πρώτο πλάνο ο στρατηγός Χατζανέστης |
αδιάλλακτοι δέ λείπουν όμως, ούτε άπό τά συντεταγμένα επαναστατικά τμήματα. Αυτοί απαιτούν. Νά οδηγηθούν οί κορυφαίοι του άντιβενιζελισμοϋ στό «Λήμνος», νά γίνη έκει μιά συνοπτική διαδικασία, νά καταδικασθούν καί νά τουφεκισθούν στό κατάστρωμα του θωρηκτού! Παρασύρουν μέ τις απαιτήσεις του καί τόν Πλαστήρα πού ενδίδει. Οί διαθέσεις εκείνες μαθαίνονται καί προκαλούν έντονο διάβημα τών πρεσβευτών Αγγλίας καί Γαλλίας (πού δηλώνουν ότι αντιπροσωπεύουν καί τους συναδελφούς Ιταλίας, Ολλανδίας καί Ισπανίας), προειδοποιούν ότι μιά τέτοια άπόφασις θά προκαλέση φρίκη στην κοινή γνώμη Ευρώπης καί Αμερικής. 'Ακολουθεί καί μιά δεύτερη ουνάντησις τού Πλαστήρα μέ τόν πρεσβευτή τής Γαλλίας μόνο. Τόν αρχηγό τής Επαναστάσεως συνοδεύει ό πολιτικός Άλέξανδρος Παπαναστασίου. Ή συνάντησις γίνεται μέ σκοπό νά «ψαρέψουν» τόν Γάλλο πρεσβευτή: Μήπως μπλοφάρουν οί διπλωματικοί αντιπρόσωποι; Οί Γάλλοι ήσαν οί πιό έντονοι στην άντίθεσί του μέ τό Άντιβενιζελικό καθεστώς. Μήπως τώρα πού θά είναι μόνος του ό Γάλλος, θά δείξη τις πραγματικές ανεκτικές διαθέσεις του; Άλλα όχι. Καί μόνος εκδηλώνει τόν αποτροπιασμό καί τήν φρίκη του, γιά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έτσι ή επαναστατική ηγεσία, όρθολογόζεται στην πρώτη φάσι τών κρίσεων της. Μέσα σέ δυό μέρες σχηματίζεται ή νέα κυβέρνησις, μέ πρόεδρο τόν Σωτ. Κροκίδα καί μέλη μετριοπαθή στοιχεία και τών δύο παρατάξεων (Βενιζελικών και Άντιβενιζελικών). Ή Έπανάστασις, παραμένει σαν ύπερκυβερνητικός παράγων Μέ δικαίωμα πού χορηγεί εις έαυτήν, νό έκδίδη συντακτικές πράξεις. Στην πρώτη - πρώτη τής 17ης Σεπτεμβρίου,
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ: Ό πρωθυπουργός τής Μικρασιάτικης καταστροφής έσύρθη βαρέως άρρωστος στό απόσπασμα. |
ή Έπανάστασις ώς κυρίαρχον σώμα άποφασίζει: Μεταβιβάζει στην Κυβέρνησι τό δικαίωμα εκδόσεως νόμων. Οί Τούρκοι (δέν έχει γίνει ή ανταλλαγή) θά ψηφίζουν ξεχωριστά άπό τους Έλληνες (γιατί καταψήφιζαν πάντα του Βενιζελικούς). Καθορίζει τήν τύχη τών συλληφθέντων πολιτικών. Το σχετικό τρίτο όρθρο της πρώτης Συντακτικής Πράξως, έλεγε: «Οί μέχρι του σχηματισμού τής νέας Κυβερνήσεως συλληφθέντες ώς ένοχοι τών έπελθουσών συμφορών, θά παραμείνωσι εις τάς φύλακας, μέχρις ότου ή μέλλουσα νά συνέλθη Έθνοσυνέλευσις, άποφασίση περί του τρόπου τής ταχυτέρας δίκης των». Έκείνες οί «πρώτες σκέψεις» ήσαν οί σοφώτερες. Καί όχι οί «δεύτερες» πού θ' ακολουθήσουν. Ή εθνική συμφορά ήταν πραγματικά τρομακτική καί απέραντη. Οί υπεύθυνοι κυβερνήτες, ασφαλώς έπρεπε νά λογοδοτήσουν. Άλλα είχαν κι εκείνοι τα δικαιολογητικά του: Λαοπρόβλητοι ανέλαβαν τήν έξουσία. Ό Βενιζέλος είχε προκηρύξει έκλογές. Τις έκανε ό ίδιος, τις έχασε, παρέδωσε τήν εξουσία, τόν Νοέμβριο το 1920. Οί αντίπαλοι του, συνέχισαν τήν ίδια έξωτερική πολιτική (μικρασιατική πολιτική). Καί όχι μόνο αυτό, άλλα σ’ έκείνην τήν πολιτική του, είχαν πάντα σύμφωνη καί τήν άντιπολίτευσι: Τό Κόμμα Φιλελευθέρων μέ διευθυντή (τοποτηρητή του Βενιζέλου) τόν
Έξη κυπαρίσια σημαδεύουν τώρα τις θέσεις οπού έπεσαν οι Εξ από τις σφαίρες τον αποσπάσματος. |
στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή. Σέ πολλές συνεδριάσεις τής Βουλής τών εκλογών του 1920 (τής Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως) εκδηλώθηκε ή πανεθνική ομοφωνία γιά τήν συνέχισι του πολέμου, γιά τις ελληνικές διεκδικήσεις. Βασική διαφωνία είχαν στό «θέμα βασιλέως Κωνσταντίνου». Ότι δηλαδή δέν έπρεπε νά έπανέλθη στον θρόνο, άφού είχαν εκδηλώσει τήν άντίθεσί τους οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τήν άντίθεσί έκείνην όμως δέν μπορούσαν νά τήν εκδηλώσουν μέσα στό κοινοβούλιο. Άπ' έξω, άπό τό έξωτερικό, είχε συστήσει ό Βενιζέλος καί τήν συμμόρφωσι μέ υποδείξεις των Δυνάμεων, γιά μετριασμό τών κερδών άπό τήν συνθήκη τών Σεβρών. Μέσα στή Βουλή όμως, δέν έκαναν τέτοιες ύποδείξεις οι Φιλελεύθεροι. Αντίθετα, τόν Μάϊο τού 1922, είχαν δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Ν. Στράτο. Ό οποίος ήταν ο πιό ανένδοτος άντιβενιζελικός στό μικρασιατικό θέμα. Ό όποίος με τήν πολεμική του, δέν άφηνε τόν Γούναρη νά υποχωρήση, μπροστά στό αδιέξοδο. Κράτησε, δέν κράτηοξ, δεκαπέντε μέρες ή σοφή σκέψις. 'Υστερα, ή πρώτη συνέπεια, ή πρώτη «έπίπτωσις» άπό τήν στρατιωτική ήττα, ανοίγει τόν δρόμο γιά νέους παροξυσμούς άδιαλλαξίας. 'Ερχεται τό δεύτερο μέρος της εθνικής καταστροφής. Η απώλεια — μετά άπό τήν Σμύρνη μέ τήν 'Ιωνία — και τής Ανατολικής Θράκης. Στην αρχή, μέ τήν έπικράτησί του, οι αφελείς επαναστάτες πίστεψαν ότι: «Αυτό ήταν και τέλειωσε. Τώρα πού εκθρονίσαμε τόν Κωνσταντίνο, όλα θά γίνουν πάλι, όπως τόν καιρό τών θριάμβων μας. 'Αγγλοι και Γάλλοι θά μας βοηθήσουν μέ δάνεια και μέ
Το εκκλησάκι της 'Αναστάσεως πού ανήγειραν οι συγγενείς των Εξ στο Γουδί. |
πολεμικό υλικό. Χάσαμε τή Σμύρνη, μας μένει όμως ή Θράκη. Γι’ αυτήν οι Άγγλογάλλοι θά μας βοηθήσουν ακόμη και μέ του στόλους και στρατούς του...». Γι' αυτό — μέ τήν ελπίδα δραστικής άγγλογαλλικής ύποστηρίξεως — οι επαναστάτες συμμορφώνονται προς τις ύποδείξεις τών πρεσβευτών (γιά του προφυλακισμένους πολιτικούς και τόν αρχιστράτηγο Γ. ΧατΖανέστη). Ή Θράκη όμως έχει θυσιασθή άπό τους κάποτε συμμάχους τής 'Ελλάδος, αμέσως μετά τήν έγκατάλειψι τής Μικράς 'Ασίας. Άπό τις 10 Σεπτεμβρίου κιόλας οι «Μεγάλοι», καλούσαν τόν Κεμάλ σέ διαπραγματεύσεις ανακωχής, «μέ ευμενή προδιάθεσι επιστροφής τής Ανατολικής Θράκης εις τήν Τουρκίαν». Ή διάσκεψις άρχίζει στις 20, στά Μουδανιά. Έκεί, ύστερα άπό λίγες αντιρρήσεις τών 'Αγγλων, γίνεται δεκτή ή τουρκική άξίωσις. Και καλείται τελικά ή ελληνική στρατιωτική αντιπροσωπεία, νά άποδεχθή τις αποφάσεις του, τήν «ερήμην καταδίκην». Δέ γίνεται τίποτα! Τό παίρνει άπόφασι καί ό Πλαστήρας, πού πηγαίνει στα Μουδανιά. Μέ δισταγμούς και αναβολές, μέ μιά διαμαρτυρία πού καταθέτει στις 26 Σεπτεμβρίου ή αντιπροσωπεία, ουσιαστικά παραδέχεται τήν άπόφασι: Θά έκκενωθή ή Θράκη, ώς τόν Έβρο. Και ή άπόφασις τών Μεγάλων, δέν σημαίνει κάν οριστικό τέλος του πολέμου, άλλα μόνο ανακωχή. Οι αφελείς επαναστάτες, πού πίστευαν ότι οι Άγγλογάλλοι θά πολεμήσουν γιά τήν «Βενιζελική Ελλάδα», κατεβαίνουν άπό τά σύννεφα. Προσγειώνονται στην πραγματικότητα, πού σημαδεύεται πρώτ' άπ' όλα: Άπό τό δεύτερο κύμα προσφύγων. Τετρακόσιξς χιλιάδες Έλληνες τής Θράκης καί τής Βιθυνίας, πού είχαν καταφύγει στην αρχή εκεί, έρχονται νά προστεθούν στου άλλους, τής 'Ιωνίας. Τί θά γίνη τώρα.... «Όσο περνούσαν οι μέρες — άφηγείται ένας παράγων τής 'Επαναστάσεως — τόσο σχηματίζαμε τήν πραγματική άντίληψι γιά τό μέγεθος τής καταστροφής. Στην αρχή δέν είχαμε μιά πλήρη εικόνα, άλλα μόνο θολές τοπικές εντυπώσεις. 'Ο.τι είδε ό καθένας και όπου τό είδε. 'Επειτα, τις πρώτες ήμέρες, μέ τόν πυρετό γιά τήν επιτυχία τής 'Επαναστάσεως, δέν μάς έμενε καιρός γιά σκέψεις. Άλλά πιό ύστερα, άρχύζαμε νά μετρούμε τό βάθος όπου πέοαμε. Βλέπαμε τά κύματα τών προσφύγων πού φθάνανε, μέ τόν τρόμο και τήν απελπισία στην ψυχή. Μαθαίναμε λεπτομέρειξς γιά τις σφαγές. Μαθαίναμε τήν φοβερή τύχη τών αιχμαλωτισμένων στρατιωτών και συναδέλφων μας. Και ύστερα άπό τήν απελπισία, μάς κυρίευε, μας έπνιγε ή οργή κατά τών υπευθύνων». Τήν οργή πάλι, φροντίζουν νά τήν υποδαυλόζουν οι φανατικοί. Άλλοι άπό τυφλό φανατισμό. 'Αλλοι όμως γιά ίκανοποίησι φιλοδοξιών του. 'Ιδιαίτερα εκείνοι πού δέ βρέθηκαν στή Χίο και τήν Μυτιλήνη, όπου ξέσπασε ή έπανάστασις καί συγκροτήθηκαν οι επαναστατικές έπιτροπές (ή τριανδρία και ή ευρύτερη δώδεκαμελής). Έτσι είχαν γίνει αρχηγοί έκεί, οί συνταγματάρχες Πλαστήρας και Γονατάς, μέ τόν πλοίαρχο Φωκά. Καί έμειναν χωρίς έπαναστατικά αξιώματα, στρατηγοί σάν τόν Πάγκαλο και τόν Όθωναίο, ό δυναμικός συνταγματάρχης Κονδύλης, ό πλοίαρχος Χατζηκυριάκος. Αδιάλλακτοι του βενιζελισμού αυτοί, μαχητικοί «Άμυνίτες» άπό τήν αρχή του Διχασμού, δέν μπορούν νά τό χωνέψουν ότι βρέθηκαν πάνω άπό τό κεφάλι του ό Γονατάς και ό Φωκάς, πού δέν ήσαν κάν βενιζελικοί στό προηγούμενα χρόνια: Ούτε και ό Πλαστήρας ήταν τόσο «μαχητικός», σάν τους παραγκωνισμένους τώρα αδιάλλακτους. Στις εκλογές του 1920 είχε αφήσει τους τσολιάδες του, απόλυτα ελεύθερους, νά ψηφίσουν ό,τι θέλουν, όποιον θέλουν. Μέ αποτέλεσμα νά πάρουν 150 ψήφους οί Φιλελεύθεροι και 2.500 οί αντίπαλοι τους. Γι' αυτό άλλωστε και δέν τόν έθιξαν εκείνοι μετά τήν νίκη του, τόν άφησαν διοικητή στην ίδια μονάδα. Γιά νά γίνη τό 1922, αυτός αρχηγός. Καί νά μείνουν στό περιθώριο οί «άκαμπτοι Άμυνίτες...». Έτσι σκέφτονται οί «παραγκωνισμένοι» παλαιοβενιζελικοί, σάν τόν Πάγκαλο ή τόν Χατζηκυριάκο. Και άλλο τρόπο «αντιπολιτεύσεων» κατά τής επαναστατικής ηγεσίας, δεν βρίσκουν άπό τήν ύποδαύλισι τής αδιαλλαξίας. 'Οταν ό ύποφρούραρχος Λεωνίδας Σπαής συνέλαβε τόν πρώην αρχιστράτηγο Χατζανέστη και τόν συνώδευε ώς τις φυλακές «Αβέρωφ», πέρασαν έξω άπό τά «Παραπήγματα» (αντίκρυ άπό τά Ιλίσια). Ό στρατηγός παρατήρησε τότε, κάπως επιτιμητικά, στον ταγματάρχη:
Ακόμη έδώ θά μένη ό επαναστατικός στρατός; Πότε θα κινηθή προς τήν Θράκη;
Έκεί στην Θράκη, ή κατάστασις δέν είναι καθόλου καλή. Έκεί είχαν περάσει οί μονάδες του Γ' Σώματος (άπό τόν βόρειο τομέα του Μικρασιατικού μετώπου). Και αυτές και οι άλλες πού έμεναν έκεί, βρίσκονται σέ άποσυνθετική, σέ διαλυτική κατάστασι. Ό Θ. Πάγκαλος, θά τήν περιγράφη δραματικά, αργότερα στην Βουλή. Ό τόπος κόρωνε σέ πολιτείες και χωριά νύχτα και μέρα, άπό μπαταριές. Πυροβολούσαν αθρόως οι στρατιώτες, ζητώντας απολυτήρια. Αλλοί, στρατιώτες ξήλωσαν τις έπωμίδες αξιωματικών, μέ τήν ίδια άπαίτησι! Και άλλοι πολλοί έχουν κάνει όμοιες περιγραφές μέ τόν Πάγκαλο. Και ή κατάστασις δέν βελτιώνεται βέβαια,, μέ τήν σκληρή άπόφασι των Μεγάλων, γιά τήν έκκένωσι της περιοχής. Δείγμα της καταστάσεως εκείνης, αποτελεί μιά Ημερησία Διαταγή του αρχιστρατήγου. Τόν άντιβενιζελικό Γ. Πολυμενάκο, μετά τήν έπανάστασι, τόν διαδέχεται ό βενιζελικός Κ. Νίδερ. 'Οταν μαθεύεται ή άπόφασις γιά τό πέρασμα τών μονάδων δυτικά του 'Εβρου, διαγράφεται άλλος κίνδυνος: Μήπως στην ύποχώρησί τους τά τμήματα, ξεσπάσουν μέ εμπρησμούς και λεηλασίες ατά χωριά τών Τούρκων. Και γράφει στην Ημερησία Διαταγή του: «Αναλογισθήτε τό μέγεθος τής συμφοράς εις τήν Σμύρνην, άπό τάς πυρκαϊάς και τάς δηώσεις τών άναρχουμένων στοιχείων, κατά τήν ύποχώρηοιν. Δείξατε ότι είσθε στρατιώται πολιτισμένοι και πειθαρχικοί, παρά τόν πόνον τής ψυχής σας, δια τήν σκληράν δοκιμασίαν μας». 'Εκείνο τό κακό πού φοβόταν ό Νίδερ, τό απέτρεψε μέ τις προσπάθειές του.. Δέν έγινε τίποτα εις βάρος τών Τούρκων. Πέρασε ό στρατός τόν 'Εβρο, νά άρχίση στην Δυτική Θράκη ή άνασυγκρότησίς του. Μέ ένα Σώμα Στρατού στό Διδυμότειχο, ένα στην Κομοτηνή και άλλο ένα στην Θεσσαλονίκη. Ή άνασυγκρότησις (δηλαδή ή «άναπειθάρχησις») του στρατεύματος γίνεται επιτακτική και κατεπείγουσα. Γιατί οί Τούρκοι, καί πριν ακόμα αρχίσουν οί διαπραγματεύσεις ειρήνης στή Λωζάννη δέν κρύβουν τις άξιώσεις του. Ή νίκη του έχει μεθύσει. Και αξιώνουν: Τήν παραχώρησι και τής Δυτικής Θράκης, ώς τόν Νέστο - Τήν παράδοσι όλου του ελληνικού στόλου - Τήν καταβολή κολοσσιαίων «πολεμικών επανορθώσεων» - Τί θά γίνη χωρίς ανασυγκροτημένο και πειθαρχημένο στρατό; Ή Έπανάστασις δέν αισθάνεται «στερεόν τό έδαφος». Δέν τό αισθάνεται γιατί και οί άντιβενιζελικοί αξιωματικοί, άρχόζουν νά συνέρχωνται άπό τήν πρώτη κατάπληξι, ύστερα άπό τήν έπικράτησι τών αντιπάλων του. Τώρα, μπορούν νά λένε μεταξύ του ή και προς τρίτους: «'Εδιωξαν τόν Βασιλέα, γιατί ήταν ανεπιθύμητος στου Άγγλογάλλους. Κατηγορούν τους πολιτικούς και τους έχουν προφυλακισμένους, γιά τήν απώλεια τής Ιωνίας. Πού είναι ή συμμαχική βοήθεια όμως γιά τήν Θράκη; Ποιος θά προφυλακισθή γιά τήν παράδοσι τής Θράκης;…». Ή κατάστααις δέν είναι καθόλου καλή γιά τήν Έπανάστασι. 'Ενα τυχαίο γεγονός αποτελεί τήν «σταγόνα» γιά νά ξεχειλίση τό ποτήρι τής αδιαλλαξίας. Τό περιγράφει ό ίδιος ό αρχηγός τών αδιαλλάκτων, ό Πάγκαλος; «Ό Πλαστήρας μέ είχε θέσει στό περιθώριο. Μέ τοποθέτησαν διοικητή τής Σχολής Ευελπίδων. Τέτοιες ώρες, τέτοια θέσι! Ξαφνικά ένα περιστατικό προκαλεί τρομακτική έντύπωσι στον αρχηγό τής 'Επαναστάσεως: Μαθαίνει ότι στό Ζαχαροπλαστείο Ζαθορίτη, ήρθαν στα χέρια ό διοικητής του Α’ Σώματος Λεοναρδόπουλος, μέ κάποιον συνταγματάρχη. Πώς βρέθηκε όμως ό διοικητής του Δ' Σώματος άπό τό Διδυμότειχο στό Ζαχαροπλαστείο τής πλατείας Συντάγματος; 'Ετσι χωρίς νά ρωτήση κανέναν, χωρίς άδεια!... Τί στρατός μπορεί νά όργανωθή όταν άπομακρύνωνται άνευ αδείας άπό τις έδρες του, ακόμη και διοικηταί Σωμάτων Στρατού; Τό ασήμαντο γιά άλλους, ίσως, περιστατικό, συγκλονίζει τόν Πλαστήρα. Και εκείνη τήν ψυχολογική κατάστασι του, τήν εκμεταλλεύεται ό δυναμικός Κονδύλης. Μπαίνει στο γραφείο του γιά νά του πή;
Νίκο, στά λέω και στά ξαναλέω, μά δέν μ' άκούς. Τά βλέπεις τώρα;... Θά άποδιαλυθή ό στρατός και θά μάς εξοντώσουν οί Βασιλικοί. Δέ μ' άκούς όμως...
Και τί θέλεις νά κάνω;
'Εκείνο πού σού λέω; Τόν Νίδερ τόν αγαπώ και τόν εκτιμώ, όσο κι' έσύ. Τό ξέρεις. Ό Νίδερ όμως είναι άγιος, ένώ τώρα μας χρειάζεται ένας αποφασιστικός και δαιμόνιος.
Πάλι γιά τόν Πάγκαλο, θέλεις νά πής.
Ναι, μόνο μ' αυτόν μπορούμε νά σταθούμε. Πώς νά γίνη; Εμείς είμαστε μόνο συνταγματάρχες. Μάς χρειάζονται στρατηγοί. Αλλά έσύ έχεις παραμερισμένους και τόν Πάγκαλο και τόν Όθωναίο!
Τέλος πάντων, βρέ Γιώργη, ειδοποίησε τον νά έρθη, νά συζητήσουμε και ν' αποφασίσουμε.»
'Έτσι θά εξιστόρηση και θά έξηγήση ό Πάγκαλος, τήν «συνεννόησί του» μέ τόν Πλαστήρα.
Εκείνη τήν στιγμή, τήν «ψυχολογική», έκρίνετο ή τύχη των ηγετών του Άντιβενιζελισμού και τού αρχιστρατήγου της ατυχίας. Γιατί ήσαν γνωστές οί απόψεις τών αδιαλλάκτων. Γιατί ό «κλητός» δεν έμόναζε στό διοικητήριο της Σχολής Ευελπίδων. Ήταν σέ διαρκή επαφή μέ άλλους. Πάγκαλος, Όθωναίος, Κονδύλης, Χατζηκυριάκος, είναι μερικά ονόματα σκληρών βενιζελικών. Αλλά δέν είναι οί μόνοι. 'Υπάρχουν και άλλοι σκληροί, νεοφώτιστοι του βενιζελισμού αυτοί: Μαμούρης, Γραβάνης, Κοιμίσης, Τζιότζιος, Κατσαράκης, Χαλόφτης και πολλοί ακόμη, ήσαν άντιβενιζελικοί, ώς τήν καταστροφή. Τώρα πέρασαν στίς τάξεις τών αδιαλλάκτων βενιζελικών. Και όλοι μαζί, παλιοί και νέοι αδιάλλακτοι, αξιώνουν: «Τήν παραδειγματική άμεση τιμωρία τών υπευθύνων της καταστροφής». Όλοι μαζί οργανώνουν μιά πρωτοφανή στρατιωτική συγκέντρωσι. Όχι σέ κανένα στρατώνα, άλλα στην αίθουσα διαλέξεων τού «Παρνασσού»! Πάνω άπό τριακόσιοι αξιωματικοί έκεί, συντάσσουν κάτι σάν ψήφισμα σωματείου! Μέ άπαίτησι άμεσου παραπομπής σέ έκτακτο στρατοδικείο τών «υπευθύνων». Και μέ βοερές απειλές: «εισβολής στά κελιά τους και επιτόπιου σφαγής»! Γιά τήν συγκέντρωσι εκείνη, γράφει και ό Στ. Γονατάς: «Είναι εύκολον νά λέγη κανείς έκ τών υστέρων, ότι ή έπανάστασις θά έπρεπε νά φθάση μέχρι παραιτήσεως, άλλα νά μή ύποκύψη εις τόν έκβιασμόν. Θά ήσαν άραγε μικρότεροι αί συνέπειαι τής παραιτήσεως των άπό τήν τιμωρίαν τών Έξ, ή θά έπηκολούθει σφαγή χιλίων έξ και πλήρης αναρχία;...» Δέν είναι όμως μόνο αξιωματικοί, οί αδιάλλακτοι. Και άρθρα επώνυμα δημοσιεύονται σέ εφημερίδες μέ θανατερές αξιώσεις. Και όμοιες απειλές διατυπώνονται σέ δρόμους, καφενεία, συνοικίες και χώρους στεγάσεως τών θυμάτων τής καταστροφής, τών προσφύγων. Και συλλαλητήριο οργανώνεται στις 9 Οκτωβρίου. Πολλές χιλιάδες έξαγριωμένων, συγκεντρώνονται μπροστά στά Παλιά Ανάκτορα (όπου στεγάζονται πρόσφυγες). Και ένα σύνθημα κυριαρχεί: «Θάνατος και θάνατος...» Μιλούν οί αρχηγοί, Γονατάς και Πλαστήρας. Ή δήλωσις του δεύτερου όμως, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα: «Ή Έπανάστασις θά κάμη όλόκληρον τό καθήκον της, θά εκκαθαρίση τό παρελθόν. Θά αντιμετωπίση τό παρόν, θά παρασκευάση τό μέλλον. Οί μεγάλοι ένοχοι θά τιμωρηθούν, χρειάζεται έξιλασμός και εξαγνισμός, ό Στρατός θά άνασυνταχθή και διοικούμενος άπό άξίους ηγήτορας θά καταστή και πάλιν άξιος τής Πατρίδος». Τήν ημέρα του συλλαλητηρίου και τής δηλώσεως Πλαστήρα, έχει γίνει τό πρώτο και μοιραίο βήμα ύποχωρήσεως. Ή ίδια ή Έπανάστασις έχει κουρελιάσει τήν πρώτη συντακτική πράξι της για τήν κρίσι τών προφυλακισμένων, άπό τήν Έθνοσυνέλευσι. Στις 5 'Οκτωβρίου — τρεις μέρες μετά τήν έναρξι εκκενώσεως τής Θράκης — είχε δημοσιευθή άλλη άπόφασις. «Περί συστάσεως ανακριτικής επιτροπής προς έξακρίβωσιν των υπαιτίων τής καταστροφής» (πολιτικών και στρατιωτικών).
Στην αρχή ή διεξαγωγή τής ανακρίσεως είχε άνατεθή στον αντιστράτηγο 'Εμμανουήλ Ζυμβροκάκη. Βενιζελικός ήταν ό αντιστράτηγος και όχι τόοο μετριοπαθής. Άλλά στό ανακριτικό έργο του θέλει νά παραμερίση τά πολιτικά πάθη. Θέλει — κυρίως — πίστωσι χρόνου γιά μιά τέτοια άνάκρισι. Δέχεται αδιάκοπες πιέσεις και επιθέσεις φανατικών. Θέλουν «νά τελειώνη», σέ 10-15 μέρες. 'Ασυγκράτητος στις επιθέσεις του, παρουσιάζεται ιδιαίτερα ό πλοίαρχος Χατζηκυριάκος. Μέ τήν αδιαλλαξία του, άναγκάζει τόν πλοίαρχο Φωκά νά παραιτηθή άπό τήν επαναστατική τριανδρία (Γονατάς, Πλαστήρας, Φωκάς). Παίρνει αυτός τή θέσι του. Ύστερα — τρίανδρος πιά — προς τόν Ζυμβροκάκη στρέφει τήν δραστηριότητα του. Και τόν άναγκάζει, νά παραιτηθή κι' αυτός. Άπό «αθηναϊκό στρατοδικείο» πρέπει ν' άρχίση ή άνασυγκρότησις καί παράταξις μιας στρατιάς στον 'Εβρο, κατά τις αξιώσεις τών αδιαλλάκτων. 'Επάνω στά παρασκηνιακά διαβούλια και τις πιέσεις γιά τήν άνάκρισι, πραγματοποιείται άλλη μιά μοιραία συζήτησις καί συμφωνία μεταξύ του Πλαστήρα άπό τήν μιά καί Πάγκαλου - Όθωναίου άπό τήν άλλη. Έμεινε στην ιστορία, τό περιεχόμενο ενός διαλόγου, μεταξύ τους. Ό Πλαστήρας είναι διστακτικός στις άξιώσεις του. Παρατηρεί:
Φωνάζετ' εσείς, γιατί θά μείνετε ανεύθυνοι στην κατακραυγή καί τις συνέπειες. 'Εγώ θά σηκώσω όλο τό βάρος.
Όλοι είμαστε υπεύθυνοι γιά ό,τι θά γίνη.
Δέν είναι τό ίδιο γιά όλους.
Τό ίδιο είναι.
Τότε άφού είναι τό ίδιο, δέχομαι κι' έγω τήν παραπομπή, ύπό τόν όρον ό ένας σας νά είναι πρόεδρος του στρατοδικείου καί ό άλλος επαναστατικός επίτροπος. Δέχεσθε;
Τι μας λές; απαντάει ό Πάγκαλος. Γιά νά τους καταδικάσουμε έμείς καί νά έρθης ύστερα έσύ μέ τήν αγιαστούρα, νά του δώσης χάρι καί νά είσαι ό καλός!
Σάς δίνω τόν λόγο τής στρατιωτικής μου τιμής, ότι ή άπόφασις τού στρατοδικείου θά έφαρμοσθή. Δέχεσθε;
'Ετσι δεχόμαστε.
Μέ τήν παραίτησι Ζυμβροκάκη, γίνεται μιά μεταβολή στην κατανομή τών ρόλων: Πρόεδρος τής ανακριτικής επιτροπής αναλαμβάνει ό Πάγκαλος. Μέ βοηθούς του συνταγματάρχες Καλόγερο καί Λούφα. Σέ 14 μέρες, υποβάλλει τό πόρισμα του: Ένοχοι έσχατης προδοσίας, ό Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης, Γ. Χατζανέστης, Μ. Γούδας, Ξ. Στρατηγός.
Τό κατηγορητήριο είναι φοβερό, όσο καί ανυπόστατο, τερατώδες: «Ότι άπό 1ης Νοεμβρίου 1920 καί έφεξής μέχρι τής 22ας Αυγούστου 1922 συναποφασίσαντες μετά τών συνυπουργών αυτών περί πράξεως έσχάτης προδοσίας εκουσίως καί έκ προθέσεως ύπεστήριξαν τήν είσβολήν ξένων στρατευμάτων ήτοι του Τουρκικού Στρατού, εις τήν έπικράτειαν του Βασιλείου, τουτέστιν εις τήν ύπό τής 'Ελλάδος κατεχόμενην καί διά τής συνθήκης τών Σεβρών κατακεκυρωμένην χώραν τής Ασίας. Παρέδωσαν άμα εις τόν έχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού καί μεγίστης άξιας ύλικόν πολέμου κ.λ.π. διά τών επομένων μέσων». 'Ακολουθούν δεκαπέντε «διότι» γιά όλη τήν πολιτική τους, άπό τότε πού ανέλαβαν μέ τήν λαϊκή ψήφο τήν διακυβέρνησι τής χώρας. Ένα άπό εκείνα τά «διότι», δείχνει καί τήν προχειρότητα, ακόμη, καί ασυναρτησία του κατηγορητηρίου «Διότι καίτοι παμψηφεί ή Έθνοσύνέλευσις απεφάνθη ότι έσχατον όριον τών εθνικών διξκδικήσεων ήτο ή συνθήκη τών Σεβρών, έν τούτοις εις τάς Δυνάμεις ανετέθη ή έν λευκώ μεσολάβησις, προς λύσιν του Ζητήματος». 'Αλλά στην παμψηφεί άπόφασιν τής Εθνοσυνελεύσεως — πού τήν θεωρεί σωστή καί εθνική τό κατηγορητήριο — μέσα στην παμψηφία δέν ήσαν μέλη σάν άτομα καί αρχηγοί τής πλειοψηφίας, οί κατηγορούμενοι;... 'Επειτα, δέν υπήρξε «άνάθεσις έν λευκώ» μεσολαβήσεως στις Δυνάμεις. 'Ακριβώς δέ ή μή άνάθεσις τής λύσεως στις Δυνάμεις, δηλαδή ή έγκαιρος άποχώρησις — τό 1921 — άπό τήν Μ. Ασία, αυτό ακριβώς υπήρξε τό λάθος τών κυβερνητών. Λάθος πατριωτισμού όμως. Λάθος παμψηφεί διαπραχθέν, μαζί μέ τις δηλώσεις του διευθυντού των Φιλελευθέρων Δαγκλή και τήν ψήφον όλων των βουλευτών του κόμματος του. Θέμα συζητήσεως γιά ενοχή, κατά το κατηγορητήριον, δέν υπάρχει. Δέν στέκεται τέτοιο θέμα. Όχι μόνο τώρα. Όχι μόνο τό επόμενο έτος από τήν δίκη. 'Αλλά ούτε και κατά τις ώρες της διεξαγωγής της. Κανείς δέν πίστεψε ποτέ, στην προδοσία. Σέ κάτι άλλο πίστευαν οι κατήγοροι: Στην σκοπιμότητα Στό ότι μόνο μέ τήν καταδίκη τών κορυφαίων, θά ήταν δυνατή ή πειθάρχησις του συνόλου τών Ελλήνων και ή συγκρότησις αξιόμαχου στρατού. Αυτό πίστευαν σάν δίκαιο. Μαζί με τήν θολούρα άπό του φανατισμούς του Διχασμού. Και μέσα στου κοχλασμούς με τήν καταστροφή, του θρήνους, τό αίμα. τήν άπόγνωσι...
Σέ τέτοια θολή ατμόσφαιρα άρχίζει ή δίκη. Στην αίθουσα τής Βουλής (τής Παλαιάς) τήν 31ην Οκτωβρίου 1922. Ή σύνθεσις του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: υποστράτηγος Άλ. Όθωναϊος. ΤΑΚΤΙΚΑ ΜΕΛΗ: συνταγματάρχες Δημ. Φλωριάς, Θ. Χαβίνης και Α. Παναγιωτόπουλος, πλοίαρχος Α. Γιαννικώστας, αντισυνταγματάρχες: Κ. Μαμούρης, Κ. Τοξρούλης, αντιπλοίαρχος Κ. Φραγκόπουλος, ταγματάρχες: Ν. Γραβάνης, Η. Βαμβοκόπουλος, λοχαγός Α. Κατσαράκης. ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ: Ναύαρχος Κ. Βούλγαρης, Μ. Ζωγράφος, Γ. Σκανδάλης, αντιπλοίαρχος Μ. Κανάρης, ταγματάρχης Β. Τσιόντος, λοχαγοί Βύρων Καραπαναγιώτης και Πλούταρχος Χαλόφτης, υποπλοίαρχοι Α. Ζάγκας και Θ. Βουτσαράς. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ: Γ. Ζουρίδής, Γ. Γεωργιάδης και συνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Και ό Πάγκαλος; Ό πρόεδρος τής ανακριτικής επιτροπής μέ τό «παραπεμπτικό του», δέν μπορούσε νά μετέχη στό στρατοδικείο. Αυτό όμως δέν σημαίνει πώς τερματίζεται ό ρόλος του. Κάθε άλλο. Παραμένει ή «αόρατος αρχή», ό επόπτης και ό ελεγκτής.
'Αν όχι κάθε βράδυ, πολλά βράδυα πάντως, μετά τήν επίσημη συνεδρίασι ακολουθεί ή ανεπίσημη, άλλα όχι και ανεύθυνη. Ή «παρασυναγωγή» όπου μετέχουν και άλλοι δυναμικοί παράγοντες και όπου γίνεται μιά κριτική τών συνεδριάσεων: Τί πήγε καλά, τί όχι, τί πρέπει νά γίνη στις επόμενες, ή «γραμμή» πού πρέπει νά ακολουθήσουν όλοι... Σέ τέτοια ατμόσφαιρα και μέ τέτοιες συνθήκες, δέν μπορεί κανείς νά περιμένη άπό τήν ακροαματική διαδικασία τήν «άνεύρεσι τής αληθείας», τήν άνακάλυψι στοιχείων γιά τήν ένοχη ή αθωότητα τών κατηγορουμένων. Ποιάν ένοχή και ποιάν αθωότητα... Ή διαδικασία σημαίνει μιαν απέραντη πολιτική συζήτησι 15 ήμερων — μέ πολύ μειονεκτικούς όρους γιά τους κατηγορουμένους και τήν ύπεράσπισί τους — συζήτησι γιά όλα τά γεγονότα τού Διχασμού. Άπό τότε πού άρχισε — τό 1915 — ως τις ήμέρες τής δίκης. Κάθε τόσο ό πρόεδρος Όθωναίος θυμάται ότι τό κατηγορητήριο άρχίζει γιά τά μετά τις εκλογές του 1920 γεγονότα Τό θυμίζει και σταμάτει τήν απώτερη παρελθοντολογία, άλλα σέ λίγο πάλι ξεφεύγει ή συζήτησις στά παλιότερα. 'Ετσι είναι, έτσι γίνεται πάντοτε σέ τέτοιες «υποθέσεις». Δέν πρόκετιαι γιά δίκη, άλλα γιά μιά πολιτική μάχη, μέ μειονεκτικούς όρους γιά τήν μιά μερίδα. 'Αντίπαλοι είναι, οί μέν μέ τους δέ. Δικαστής δέν υπάρχει στην αίθουσα του έκτακτου στρατοδικείου. Έτσι γίνεται πάντοτε οέ τέτοιες αντιθέσεις. Κάποια φορά — δεκατρία χρόνια αργότερα — όταν σέ μιά διακύμανσι τής ατέλειωτης μάχης θά, γίνη αντιστροφή ρόλων (εκπρόσωποι τής άλλης παρατάξεως στό εδώλιο, μέ κατηγόρους, κατηγορουμένους του 1922) θά βρεθή κάποιος νά βροντοφωνάξη τήν αλήθεια: Τό 1935 θά είναι κατηγορούμενοι οί βενιζελικοί πολιτικοί αρχηγοί Καφαντάρης, Σοφούλης, Παπαναστασίου, Γονατάς καί άλλος πολύς κόσμος, και ό Βενιζέλος μέ τόν Πλαστήρα «ερήμην». Και «κριταί του» μέ άγριες διαθέσεις, ό άντιβενιζελικός ναύαρχος Σακελλαρίου και άλλοι. Αλλά ό μάρτυς Ιωάννης Μεταξάς, θά κόψη τήν φόρα του ναυάρχου μέ μιά παρατήρησι. «Δέν μπορείτε νά δικάσετε σείς τους κατηγορουμένους. Εγώ και σεις είμαστε αντίπαλοι και αντίδικοι μέ τους δικαζομένους κυρίους. Πώς θά του δικάσετε σεις;...». Τό 1935, μέ τήν έπισήμανσι τής πραγματικόητος άπό τόν Μεταξά, θά συγκρατηθούν άπό τό ανεπανόρθωτο οί «αντίδικοι τής έδρας» Τώρα όμως τό 1923, δέν τολμάει νά έμφανισθή στό βενιζελικό στρατοδικείο ώς μάρτυς υπερασπίσεως ό Ι. Μεταξάς: Γιατί είναι μιά περίοδος πού οί Θεοί διψούν, όπως τους φαντάζεται τους Θεούς ό Άνατόλ Φρανς, σέ τέτοιες ώρες πάθους. Γιατί πολύ θά τήν ήθελαν τήν έμφάνισι τού Μεταξά στό στρατοδικείο, οι «αντίδικοι τής έδρας». Θά τόν μετέτρεπαν έν τώ «άμα και τό θαύμα» κι' αυτόν σέ μάρτυρα κατηγορίας. Κάποιος, πρόεδρος ή επίτροπος θά τόν μετέτρεπε, μέ μιαν ύπόμνησι:
Σεις προειδοποιούσατε άπό τό 1921: «Νά έγκαταλειφθή ή Μ. 'Ασία γιά νά σωθή ή Θράκη. 'Αλλά τώρα, αμέσως τώρα. Διαφορετικά θά έπέλθη καταστροφή και τότε θά άναζητηθοϋν εύθύνες και υπεύθυνοι». Δέν σας άκουσαν τότε οι υπεύθυνοι. Ή καταστροφή επήλθε. Και οι υπεύθυνοι, λογοδοτούν τώρα.
'Ετσι ό Μεταξάς — όπως δέν θά μπορούσε νά άρνηθή τις προειδοποιήσεις του άπό τό 1921 — θά είχε χρησιμοποιηθεί κι αυτός γιά μάρτυς κατηγορίας, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι άντιβενιζελικοι μάρτυρες, θέλοντας μή θέλοντας.
Γνώρισμα ιδιαίτερο τούτης της δίκης, είναι ή χρησιμοποίησις Άντιβενιζελικών ώς τότε παραγόντων: Και στή σύνθεσι του στρατοδικείου και στην κλήτευσι μαρτύρων. Πολλοί άντιβενιζελικοι ώς τότε, θά συνεργήσουν στήν καταδίκη των αρχηγών του άντιβενιζελικού κόσμου. 'Ιδιαίτερα οι επιβαρυντικές καταθέσεις άπό άντιβενιζελικούς προέρχονται στό μεγαλύτερο ποσοστό. Ήξερε τι έκανε ό πρόεδρος τής ανακριτικής επιτροπής. Τί νά τους έκανε τους διαβλητούς βενιζελικούς μάρτυρες, όταν είχε τόσους αδιάβλητους άντιβενιζελικούς; Τέτοιοι — άντιβενιζελικοι — μάρτυρες κατηγορίας, προσέρχονται και καταθέτουν, ό προηγούμενος του Χατζανέστη αρχιστράτηγος, 'Αναστάσιος Παπούλας, ο συνταγματάρχης Μιλτιάδης Κοιμήσης (οι δυό του, γιά τούτες τις καταθέσεις του θά καταδικασθούν και θά τουφεκισθούν, στην άντιβενιζελική άντεπίθεσι του 1935) οι συνταγματάρχες Μ. Πάσσαρης και Γ. Σπυρίδωνος, ό ταγματάρχης Ο. Σκυλακάκης (οι τρεις τελευταίοι, επιτελείς τής Στρατιάς, έπί Χατζανέστη). Και πολλοί άλλοι αξιωματικό: άντιβενιζελικών φρονημάτων θά περάσουν ώς μάρτυρες άπό τό στρατοδικείο εκείνο. 'Αρκετοί περιορίζονται σέ «Ξηράν περιγραφήν» τών γεγονότων τής καταστροφής. 'Αλλά και μόνο τά τραγικά γεγονότα, όταν άντιβενιζελικοί τά περιγράφουν, συντελούν στήν δημιουργία καταθλιπτικής ατμοσφαίρας. Στην πραγματικότητα, και οι πέντε πρώτοι (Παπούλας κλπ.) δέν διατυπώνουν γενικές κατηγορίες κατά τού Άντιβενιζελισμού. Μερικοί αναφέρονται σέ ώρισμένα γεγονότα, μόνο. 'Αλλά αυτό — μιά πού ήσαν όμόφρονες τών κατηγορουμένων — θεωρείται αρκετό άπό του ς κατηγόρους. Μέ τήν άθροισι, — λίγα άπό τόν ένα, λίγα άπό τόν άλλο — έχουν μιά «γενική κατηγορία». 'Ετσι ό Παπούλας, περιστρέφεται μέ άγανάκτησι σέ ένα Ζήτημα: Στις κατηγορίες κατά του Χατζανέστη. Πιστεύει και τά καταθέτει, ότι ώς τήν ήμερα τής αντικαταστάσεως του, όλα πήγαιναν καλά. Και ή καταστροφή επήλθε, μόνο από τόν Χατζανέστη. Δέν είναι έτσι συντεταγμένο τό κατηγορητήριο. Κάθε άλλο. Σύμφωνα μ' αυτό, τό κακό αρχίζει αμέσως ύστερα άπό τις εκλογές του 1920. Δυό χρόνια αργότερα ό Πάγκαλος θά ίσχυρίζεται στή Βουλή ότι και ό Παπούλας είχε τις ευθύνες του. Αλλά μετά άπό δυό χρόνια. Ενώ τώρα τό στρατοδικείο είναι απόλυτα ικανοποιημένο άπό του μύδρους του προηγούμενου, κατά του τελευταίου αρχιστρατήγου. Ό β' έπιτελάρχης του Χατζανέστη Μ. Πάσσαρης, περιστρέφεται στην προσπάθεια καταλήψεως τής Κωνσταντινουπόλεως, τό καλοκαίρι του 1922, μέ άπόσπασι δυνάμεων άπό τό μικρασιατικό μέτωπο. Εκείνη ή απόπειρα — μέ τήν έξασθένησι του μετώπου — αποτελεί βασικό στοιχείο του κατηγορητηρίου. Και γίνεται χρήσιμη ή κατάθεσις Πάσσαρη, γιά τήν θεμελίωσί του. Ό Σκυλακάκης περιγράφει τήν άποσύνθεσι του γενικού στρατηγείου, κατά τήν διάρκεια του 15μέρου τής καταστροφής. Ήταν αδύνατη ή συνεργασία τών επιτελών μέ τόν αρχιστράτηγο. Και αναγκάσθηκε ό επιτελικός ταγματάρχης — ό Σκυλακάκης — νά τηλεγραφήση στον ύπιουργό: «Στείλτε έναν οποιονδήποτε αντιστράτηγο, ν' άναλάβη καθήκοντα άρχιστρατηγού. Ίσως έτσι, νά σωθή ή κατάστασις». Ό Σπυρίδωνος καταθέτει γιά πολλά γεγονότα, κάνοντας συγκρίσει τής καταστάσεως πριν άπό τήν εκλογική ήττα τών Βενιζενικών και μετά άπό τήν αποφράδα 1ην Νοεμβρίου. Γιά νά καταλήξη, μέ τήν άπάντησι ο' ένα έντεχνο ρώτημα:
Στάδιον δόξης λαμπρόν διά τόν Κεμάλ, ήνοιξε μόνον μετά τάς έκλογάς του 1920.
Από έκείνην τήν διέλευσιν άντιβενιζελικών μαρτύρων κατηγορίας, πιό άξιοπρόσεκτοι είναι οι δυό τελευταίοι: Άντιβενιζελικοί ήσαν ώς τήν καταστροφή και θά ξαναγίνουν αργότερα, πάλι άντιβενιζελικοί. Ό Σκυλακάκης, πριν περάσει χρόνος, θά άποτελέση τόν πιό βασικό παράγοντα τής άντεπαναστάσεως τού 1923 (κατά τής 'Επαναστάσεως Πλαστήρα). Ό Σπυρίδωνος θά γίνη υπουργός του 'Ιωάννου Μεταξά. Τριάντα χρόνια αργότερα θά συγγραφή και σοβαρό βιβλίο γιά τήν Μικρασιατική Εκστρατεία. Μέ καταφάνερη άντιβενιζελική άπόχρωσι. Μέ κατευθυντήρια γραμμή ότι ή εκστρατεία εκείνη ήταν καταδικασμένη εις άποτυχίαν, άπό μιας αρχής. Ότι δέν έπρεπε νά γίνη, άφού ήταν καταδικασμένη («έπιδικαίωσις» τών απόψεων Ι. Μεταξά). Γιατί λοιπόν δέν κατέθεσε κάτι τέτοιο οτό στρατοδικείο; Γιατί έγινε κατήγορος μέ τήν διαβεβαίωσι ότι στάδιον δάξης λαμπρόν, άνοιξε γιά τόν Κεμάλ, μόνον μετά τήν εκλογική ήττα του Βενιζέλου;... Ή έξήγησις δέν είναι καθόλου δύσκολη: Γιατί τό βιβλίο είναι γραμμένο τριάντα χρόνια μετά τήν καταστροφή. Ένώ επάνω στην καταστροφή, και τριάντα μέρες και τριάντα βδομάδες αργότερα, άλλη ατμόσφαιρα επικρατεί. Τέτοια ατμόσφαιρα, ώστε ακόμη και ό Ντίνος Τσαλδάρης θά γράψη ότι ή Έπανάστασις πρεπε νά πλήξη, έπληξεν, και δικαίως έπληξεν. Ό Ντίνος Τσαλδάρης θά γίνη αργότερα τρίτος αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος (ιδρυτής και πρώτος, ό πληγείς Δημήτριος Γούναρης!). Οι μέρες είναι θολές. Και άν άνθρωποι πού ποτέ του δέν ύπήρξαν (πριν και μετά τήν δίκη) Βενιζελικοί, έτσι κρίνουν και έτσι καταθέτουν. Καθένας καταλαβαίνει τά αισθήματα τών Βενιζελικών, τις ίδιες ήμέρες. τις ήμέρες πού ακούγονται παντού γόοι και κοπετοί θυμάτων, πού ακόμη συνεχίζονται μαρτύρια και σφαγές Ελλήνων, στην Ανατολή. Τις ήμέρες πού ακόμη άχνίζει τό αίμα τών σφαγιασθέντων και σφαγιαζομένων 'Ελλήνων, θολώνονται κρίσεις και διάνοιες. Σέ τέτοιες μέρες και ώρες, δέν μπορούσε νά ύπάρξη, όχι δικαία, μά καμμιά κρίσις. Μόνο ή πρώτη κρίσις τής 'Επαναστάσεως ήταν σωστή: Γιά τήν παραπομπή όλης τής υποθέσεως οτήν Έθνοσυνέλευσι. Μά έγινε τό ανάποδο «Πρώτη μου γνώση, νά σ' είχα στερνή...
Άξιόλογοι πολιτικοί μάρτυρες, μετριοπαθείς άντιβενιζελικοί, εμφανίζοντα: ο Γ. Δ. Ράλλης (γιος του πρώτου πρωθυπουργού τών Άντιβενιζελικών τό 1920), Φωκίων Νέγρης, Κ. Ζαβιτσιάνος, Κ. Δεμερτζής. Αλλος περισσότερο, άλλος λιγώτερο, παραδέχονται κι αυτοί ότι ύπάρχουν ευθύνες τών κατηγορουμένων γιά τήν πολιτική πού ακολούθησαν (δε συμμορφώθηκαν μέ τις ύποδείξεις τών Άγγλογάλλων νά μήν έπανέλθη ό Κωνσταντίνος κ.ά., κ.ά.). Όχι όμως αυτές πού διαλαμβάνονται στό κατηγορητήριο Από κοινού συμφέροντος ορμώμενοι κλπ., κλπ., όχι ό ΔΟΛΟΣ. Και όταν άποκλεισθή ό δόλος, αποκλείεται και τό άνεπανόρθωτον, ή θανατική καταδίκη. 'Αν αποτραπή αυτή, τά άλλα θά ακολουθήσουν τήν «ελληνική πορεία» σέ τέτοιες αποφάσεις και καταδίκες, πολιτικού περιεχομένου. 'Αργά ή γρήγορα — και μάλλον γρήγορα — θά άκολουθήση ή άμνηστεία. Πιό θαρραλέος άπ' όλους έμφανίζεται ό καθηγητής Πανεπιστημίου Κ. Δεμερτζής (θαρραλέος υπερασπιστής τού Χατζανέστη, είχε έμφανισθή και ό ταγματάρχης επιτελής του, Χρ. Παναγάκος). Ό Δεμερτζής ύπήρξε κατά τό παρελθόν συνεργάτης του Βενιζέλου. Διαφώνησε, μέ τόν Διχασμό. Παρέμεινε όμως πάντα μετριοπαθής, στή διαφωνία του. Και τώρα στό στρατοδικείο, απτόητος αντιμετωπίζει τις «αιχμές» επαναστατικών επιτρόπων και στρατοδικών:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μήπως έχετε τήν γνώμην ότι τό Δημοψήφισμα ένηργήθη ειλικρινώς;
ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ: Τήν έχω αυτήν τή γνώμην. Εγώ δέν έψήφισα, παρηκολούθουν και έβλεπον ότι προσήρχετο όλος ο Λαός, προσήρχοντο δέ και Βενιζελικοί, διότι ένόμιζον ότι δέν παραβλάπτονται τά συμφέροντα της χώρας. Τώρα ή κατηγορία, ή όποια είναι ουσιώδης κατά το κατηγορητήριον, είναι ότι διά νά στηρίξωσι τόν Βασιλέα Κωνσταντίνον εις τήν Ελλάδα, προσεπάθουν νά μειώσωσι τό έδαφος της 'Επικρατείας. Νομίζω ότι είναι ή κυριωτέρα κατηγορία.
ΖΟΥΡΙΔΗΣ: Ότι διά νά στηρίξωσι τόν Βασιλέα επί του Θρόνου ήδιαφόρησαν διά τήν ένδεχομένην έκ τούτου νά πρόκυψη μείωσιν του εδάφούς.
ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ: Εις αυτό θ' απαντήσω τό έξής: Δέν έχω τήν γνώμην αυτήν, διότι έάν πραγματικώς ηδιαφόρουν διά τό μέλλον της Ελλάδος, δέν είχον παρά ν' άποδεχθώσι τάς προτάσεις τού Μαρτίου 1921 διότι διά των προτάσεων αυτών έμειούτο τό έδαφος της 'Επικρατείας. 'Αναμφισβητήτως αι προτάσεις αύται έγιναν άπό τάς Μεγάλας Δυνάμεις. Ό κ. Βενιζέλος έτηλεγράφει νά τάς αποδεχθούν. Ό Ελληνικός Λαός τήν στιγμήν έκείνην διά πλειονοψηφίας αρκετής, παρείχεν εις τήν Κυβέρνησιν τήν έμπιστοσύνην του. 'Εγώ δέν βλέπω διά ποιον λόγον δέν θά έδράττετο της ευκαιρίας διά νά στηρίξη τόν Βασιλέα... Σας λέγω και τουτο, ότι όταν ό κ. Βενιζέλος έτηλεγράφει ν' άποδεχθώμεν τάς προτάσεις του Μαρτίου, νομίζετε ότι θά έσηκώνετο ό Λαός διά νά ρίψη τήν Κυβέρνησιν και τό καθεστώς, διότι θά έμέναμεν εις τάς συμμαχικός προτάσεις του Μαρτίου; 'Επειδή δέ είναι πρέπον ενώπιον τού Δικαστηρίου νά λέγη κανείς τήν άλήθειαν όλην, πρέπει νά είπη κανείς τά έξής: ότι μετά τάς διακοινώσεις της 20ής και 25ης Νοεμβρίου, διά τών όποίων άνηγγέλλοντο τά δεινά τής Ελλάδος και μετά τήν έλευσιν τού Βασιλέως Κωνσταντίνου εις τήν Ελλάδα, έγένετο τό υπόμνημα τού Λόρδου Κώρζον δια του όποίου υπομνήματος δέν έθίγετο κάν το Ζήτημα του προσώπου του Βασιλέως Κωνσταντίνου, άλλ' έλεγεν ότι θά ζητηθούν εγγυήσεις έξασφαλίσεως τών συμφερόντων τών Δυνάμεων.
ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ: Έκ τών επιχειρημάτων σας δέν έπείσθην.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δέν πρόκειται νά πεισθήτε, παρά νά έρωτηθήτε και νά άπαντήσητε.
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Ερωτώ όχι διά νά σας πείσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ή άπάντησις έως τώρα δέν έχει καμμίαν σχέσιν μέ του κατηγορουμένους, παρά ότι δέν υπήρχε δόλος, όλα τά άλλα είναι διά τό δικαστήριον ανωφελή.
ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ: Ήλθον ώς μάρτυς διά νά ύποστηρίξω ότι δέν υπάρχει δόλος διότι δέν υπάρχει έγκλημα άνευ δόλου ποινικού.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα.
ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ: Νομίζω ότι δέν ύπάρχει δόλος...
Χρόνια πολλά αργότερα, όταν θά έχουν ξεχασθή οι μάρτυρες τής δίκης τών έξη — οι μάρτυρες θά ξεχασθούν, όχι όμως τό αποτέλεσμα τής δίκης — όταν θά έχη έκθρονισθή τό 1923 ό Βασιλεύς Γεώργιος και θά έπανέλθη τό 1935, πολλοί θά ξαφνιασθούν μέ τόν πρώτο πρωθυπουργό πού θά διαλέξη «Πού νά τόν βρήκε τόν καθηγητή; Γιατί διάλεξε έναν καθηγητή, σέ τόσο κρίσιμες ώρες;...». Στή δίκη τόν είχε βρή τόν καθηγητή, ό Βασιλεύς Γεώργιος. Γιά τήν δίκη έκείνην θά τόν κατηγορούν πάντα τόν Βασιλέα μερικοί όρθόδοξοι άντιβενιζελικοί. Ότι αδιαφόρησε, ότι δέν παραιτήθηκε, γιά νά άποτρέψη, δίκη και καταδίκη. Και γι' αυτό στις κρίσιμες ώρες γιά τήν Δημοκρατία, τό καλοκαίρι του 1935 θά εμφανισθούν στό δημοκρατικό στρατόπεδο, δυό απροσδόκητοι μαχητοί: Ό ανεψιός του Δ. Γούναρη, Παν. Κανελλόπουλος. Και ό γιος του Ν. Στράτου, Ανδρέας. Από πικρία γιά τήν — κατά τήν γνώμη του — αδιαφορία τού Βασιλέως, γιά τους έξη κορυφαίους. Μέ τήν πρωθυπουργοποίησι τού Δεμερτζή όμως, μέ τήν άπόδειξι τής εκτιμήσεως του προς τόν πιό θαρραλέο μάρτυρα, ό Γεώργιος θά δείξη τά αισθήματα πού κυριαρχούσαν στην ψυχή του τις ώρες τής δίκης. Αισθήματα καταθλίψεως και απελπισίας. Και τις σκέψεις του νά φθάση ώς τήν παραίτησι, γιά τήν οποίαν τόν απέτρεψαν, ό πρεσβευτής τής 'Αγγλίας Λίντλεϋ και ό Μεταξάς.
Όπως κατά τήν έξέτασι τών μαρτύρων, στην πραγματικότητα διεξάγεται μιά απέραντη πολιτική συζήτησις, έτσι και οι απολογίες τών κατηγορουμένων -πλην του αρχιστρατήγου- πολιτικό περιεχόμενο έχουν. Θά μπορούσε όμως τό περιεχόμενο εκείνο νά άποτελή πιο συγκεκριμένη άπάντησι στό κατηγορητήριο: Γιά τό ότι προκάλεσαν τήν καταστροφή, όταν δέν άκουσαν τις άγγλογαλλικές προειδοποιήσεις γιά τόν Κωνσταντίνο (νά μήν έπανέλθη στό θρόνο,). Θά ήταν δυνατή μιά χειροπιαστή άπάντησις στην κατηγορία, αν παρουσίαζαν αγγλικά έγγραφα μέ προτροπή νά ακολουθηθούν έκείνην τήν πολιτική που ακολούθησαν. Δηλαδή τήν συνέχισι τού πολέμου. Και υπήρχαν πολλές τέτοιες αγγλικές προτροπές. Οι Αγγλοι υπέγραφαν μαζί μέ του Γάλλους — άπό κοντά και οι 'Ιταλοί — διακοινώσεις, νά μήν έπανέλθη ό Κωνσταντίνος, διότι και διότι. Αλλά ιδιαίτερα, έδιναν συμβουλές: «Συνεχίστε τόν πόλεμο. Μή βλέπετε τί γράφουμε μαζί μέ του Γάλλους. Είμαστε υποχρεωμένοι νά τά γράφουμε. 'Αλλά σεις συνεχίστε. Θά τόν συντρίψετε τόν Κεμάλ. Έχει έξαντληθή...». Ό Δεμερτζής κάνει σαφείς υπαινιγμούς γιά τις προτροπές του ύπουργού έξωτερικών λόρδου Κώρζον. Και είναι εκείνος ό βαρύς λόρδος, ή πρώτη διπλωματική προσωπικότης τής Ευρώπης, στό μεταπολεμικά χρόνια. Δέν έχει όμως στοιχεία, έγγραφα, ντοκουμέντα, ό μάρτυς Δεμερτζής. Οι κατηγορούμενοι τά έχουν. Ή γνωρίζουν τήν ύπαρξί του, στό ύπουργείο Εξωτερικών. 'Αλλά οι κατηγορούμενοι, πείθονται στην απαγορευτική σύστασι του στρατοδικείου: «Εθνικοί λόγοι, επιβάλλουν νά μή κοινολογηθούν απόρρητα διπλωματικά έγγραφα»! Τούτη ή «πτυχή» της δίκης, αποτελεί τό πιό καταπληκτικό, ανεξήγητο και «μυστηριώδες» στοιχείο της: Μέ έκκλησι στον πατριωτισμό του — γιατί αυτό σημαίνει ή δήλωσις περί εθνικών απορρήτων — δέχονται οι κατηγορούμενοι νά μήν αναφέρουν στοιχείο χρήσιμα γιά τήν άπόκρουσι φοβερών κατηγοριών, στοιχεία χρήσιμα γιά τήν διάσωσι της Ζωής του. Και όμως, παρά τό τελευταίο εκείνο δείγμα του πατριωτισμού του, καταδικάζονται «έπί έσχατη προδοσία»! Ή διαφύλαξις των «αγγλικών απορρήτων» και τό αγγλικό ενδιαφέρον πού είχε έκδηλωθή άπό τήν αρχή της περιπετειάς του, αποτελούν μιά έξήγησι της αισιοδοξίας πολλών. Πίστευαν δηλαδή ότι θά είναι αποτελεσματική ή αγγλική έπέμβασις γιά εκείνους πού τόση συμμαχική συνέπεια δείχνουν. Είναι γεγονός ό τι ώς τήν τελευταία — στην κυριολεξία τελευταία — στιγμή θά έλπίζουν οι κατάδικοι στην «αγγλική σωτηρία». Μάλιστα σ' αυτήν τήν ελπίδα αποδίδουν άλλοι τό θάρρος του. 'Ιδιαίτερα τού Στράτου πού δέν τό έβαζε κάτω. Ό 'Αγγλος έκτακτος απεσταλμένος όμως, θά φθάση μέ καθυστέρησι δεκαπέντε (μόνο δεκαπέντε) λεπτών!... 'Οπωσδήποτε όμως και χωρίς τά απόρρητα ντοκουμέντα, οι απολογίες τών κατήγορουμένων αποτελούν έναν «πολιτικό απολογισμό» των ηγετών της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, γιά τήν περίοδο πού κυβέρνησαν τήν χώρα Μέ «επίκεντρο» άπό όλους, εκείνο τό στοιχείο περί προθέσεως και δόλου. Γιατί είναι αβάσταχτος ό πόνος άπό μιά τέτοια κατηγορία γιά κάθε άνθρωπο, άλλα ιδιαίτερα γιά πολιτικούς κορυφής. Και γιατί μόνο μ' εκείνο τό στοιχείο του κατηγορητηρίου, θά μπορούσε νά ύπαρξη ανεπανόρθωτος καταδίκη. Ό Γούναρης δέν απολογήθηκε ο ίδιος. Από σημειώσεις και άλλα στοιχεία του, μίλησε γιά λογαριασμό του ό Στράτος. 'Επάνω στην κατάθεσι τού τελευταίου μάρτυρος (Κ. Ρέντη) ζήτησε νά άποσυρθή γιατί είχε πολύ πυρετό. 'Εμεινε μιά μέρα στό κρεβάτι, μέσα στή Βουλή (έκεί διέμεναν οι κατηγορούμενοι κατά τήν διάρκεια της δίκης), Τήν παράλλη μέρα τόν μετέφεραν στην κλινική Άσημακοπούλου. Παρά τις καχυποψίες μερικών φανατικών, παρά του φόβους του γιά απαγωγή του άπό τήν κλινική, δέν μπορούσαν οι γιατροί να τόν κρατούν έκεί. Είχε προσβληθή άπό τύφο.
Στις σημειώσεις του, είχε γράψει την άρχή της απολογίας του: «... Εκ της γενικής ταύτης έπισκοπήσεως, προκύπτει τό άβάσιμον της κατηγορίας, ότι ημείς ύπεστηρίξαμεν τόν έχθρόν και παρεδώκαμεν χώραν Έλληνικήν εις αυτόν. Ημείς έπράξαμεν ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν προς τόν άντίθετον σκοπόν. Διότι αν ήθέλομεν τήν εγκατάλειψιν του Μικρασιατικού εδάφού, ήδυνάμεθα νά διατάξωμεν τήν έκκένωσιν της Μ. Ασίας, άφ' ής άνελάβομεν τήν αρχήν και κατόπιν έπί όλόκληρον διετίαν και πράξωμεν τουτο ώς άπόφασιν πολιτικήν, στηριζομένην έπί της αδυναμίας της 'Ελλάδος νά διεξαγάγη άποτελεσματικώς τήν Μικρασιατικήν έπιχείρησιν. Θά ήτο άστείον, αντί νά καταφύγωμεν εις τό άπλούστατον αυτό μέσον, νά προέλθωμεν εις όλα τά έν τώ κατηγορητηρίω άπαριθμούμενα πολύπλοκα έργα διά νά έπιτύχωμεν αυτόν τόν σκοπόν, όν ήδυνάμεθα νά έμφανίσωμεν και ύποστηρίξωμεν ώς ύπό της ανάγκης έπιβεβλημένην πολιτικήν. Και ύπάρχουσι πολλοί οι αίτιώμενοι ημάς ότι δέν έπράξαμεν ούτω...». Σ' αυτές τις φράσεις του άρχηγού των κατηγορηθέντων, βρίσκεται ή πεμπτουσία τής αντικρούσεως τού κατηγορητηρίου «περί προδοσίας»:
Ήδυνάμεθα νά διατάξωμεν τήν έκκένωσιν και νά πράξωμεν τουτο ώς άπόφασιν πολιτικήν...
Και ύπάρχουσι πολλοί οι αίτιώμενοι ημάς, ότι δέν έπράξαμεν ούτω...
Τώρα -πενήντα χρόνια μετά τήν καταστροφή- όλοι παραδέχονται ότι αυτό ήταν τό λάθος του «ότι δέν έπραξαν ούτω». Λάθος πατριωτισμού κατά τήν πιό λογική έξήγησι. Λάθος άπό κομματικούς υπολογισμούς -έστω- κατά τήν έξήγησι αντιπάλων του. 'Αλλά και μέ τό δεύτερο ένδεχόμενον (φοβήθηκαν τήν πολιτική κατακραυγή και έκμετάλλευσι τών Φιλελευθέρων, γιά τήν έκκένωσι) πάλι δέ στέκεται ή κατηγορία «προδοσίας». Μέ τίποτα δέν στέκεται. Σέ τίποτα δέν μπορεί νά στηριχθή. Όλα τά άλλα στοιχεία τών απολογιών, άπό απόψεως ουσίας, είναι παραπανίσια. Είναι πολιτική συζήτησις, πού δέν τήν άνοιξαν όμως οι κατηγορούμενοι, άλλα τό στρατοδικείο μέ τήν ακροαματική διαδικασία του. 'Αλλά τόσο οι απολογίες, όσο και οι ομιλίες τών συνηγόρων (Σωτηριάδης, Τσουκαλάς, Παπαληγούρας, Οίκονομίδης) μόνο ιστορική άξια έχουν. Δέν πρόκειται νά έπηρεασθή άπ' αυτές -όπως και άπό τις μαρτυρικές καταθέσεις- κανείς «παράγων». Ή σκοπιμότης αποτελεί τό μοναδικό κριτήριο. Ή ακροαματική διαδικασία τερματίζεται κατά τά μεσάνυχτα προς τήν 15ην Νοεμβρίου. 'Ενα 15ήμερο κράτησε: Μέ τό άξιοπρεπές άγχος τών δικαζομένων και μέ τήν ελπίδα του πάντα προς τήν αγγλική έπέμβασι. Μέ τόν βουβό πόνο τών συγγενών του πού βρίσκονται κοντά: Γυναίκες, αδελφές, παιδιά. Μέ τους φανατισμούς στρατοδικείου και ακροατηρίου: 'Ενας ταγματάρχης καταδικάσθηκε οέ 15ήμερον φυλάκισιν, διότι απείλησε τόν Γούναρη. Στό τέλος τής άγορεύσεως του επαναστατικού επιτρόπου Γρηγοριάδη, φανατικοί ξεχύθηκαν νά λυντσάρουν του πολιτικούς ηγέτες. Και χρειάσθηκε κάθοδος τών στρατοδικών άπό τις έδρες του για τήν αποτροπή. Μέ τό πιό δραματικό στοιχείο γιά εκείνους πού δικάζονται: Νά βλέπουν και ν' άκούν μάρτυρες κατηγορίας πού πριν άπό λίγο καιρό, ήσαν οπαδοί του. Και μέ τό γεγονός τών νυκτερινών συνεδριάσεων και αποφάσεων, «έν παρασυναγωγή».
Εξη ώρες κράτησε ή «διάσκεψις» τών μελών του στρατοδικείου. 'Εξη ώρες αγωνίας γιά όλον τόν κόσμο πού περιμένει έκεί τήν άπόφασι. Κατά τις 2 μετά τά μεσάνυχτα, μέ διαταγή τού προέδρου Όθωναίου, οι κατηγορούμενοι μεταφέρονται πάλι στις φυλακές «Αβέρωφ», μέ συνοδεία ένοπλων στρατιωτών: «Τέτοια ώρα ή μεταφορά; Κακό σημάδι...». Πιό κακό σημάδι, θεωρείται άπό συγγενείς και φίλους ή είσοδος τού Θ. Πάγκάλου στό γραφείο τής συσκέψεως Πρώτοι τόν είδαν ό γιος του Στράτου, Ανδρέας και ό γραμματέας του Γούδα. Ν. Κουνέλης. Οι δυό του και όλοι οι άλλοι, δέν έχουν αμφιβολίες γιά έκείνην τήν απροσχημάτιστη παρέμβασι: Γιά κακό γίνεται. Ή παράτασις τής συζητήσεως στό κλειστό γραφείο, έδειχνε διαφωνίες, τουλάχιστον «έπί μέρους». Πραγματικά πέντε άπό εκείνους πού θά έπαιρναν τήν άπόφασι, ήθελαν περιορισμό του άνεπανορθώτου: Μόνο γιά τόν Γούναρη, Στράτο και Χατζανέστη θανατική καταδίκη. Ό Χαβίνης πάλι, έκρινε μέ τοπικισμό, ήθελε νά γλυτώση τόν συμπατριώτη του Στράτο. Πιό έντονα αντιδρούσαν γιά τήν «ομαδική άπόφασι» οί αξιωματικοί του Ναυτικού Κανάρης και Γιαννικώστας. Αυτοί, εφθαααν ώς τήν άποχώρησι, σέ άλλο γραφείο. Τότε αποφάσισε νά παρέμβη ό Πάγκαλος. Μόλις μαθαίνει τηλεφωνικά τήν εμπλοκή, παραμερίζει και τά τελευταίο πρόσχηματα, παίρνει μέρος στή σύσκεψι και απαιτεί: Ομόφωνη άπόφασι, χωρίς καθυστέρησι. έξηγεί μάλιστα και τό λόγο τής τόσης βιασύνης: «Έρχεται, φθάνει, έκτακτος απεσταλμένος τής άγγλικής κυβερνήσεως, ό πλοίαρχος Τάλμποτ. Δέν πρέπει νά χάνεται ώρα». Και για τό κατεπείγον, κάνει μιά μικρή άριθμητική παραχώρησι. Ας εξαιρεθούν Γούδας και Ξ. Στρατηγός. 'Ας μείνουν γιά τήν βαρειά καταδίκη, μόνο τά μέλη τού κυβερνητικού πολεμικού συμβουλίου (πρωθυπουργός, δυό συνεργαζόμενοι άρχηγοί και υπουργοί Στρατιωτικών και έξωτερικών). 'Ετσι έξασφαλίζεται, ομοφωνία και ταχύτης. 'Αλλά χρειάζονται κι' άλλες ώρες ακόμη γιά νά διατυπωθή ή άπόφασις. Νά διατυπωθή έτσι -μέ τόν «δόλο»- ώστε νά δικαιολογείται τό άνεπανόρθωτον. Γι' αυτό στό σκεπτικόν, επαναλαμβάνονται και σ' άλλο ένα σημείον τά περί επιδιώξεων: «Άντί νά άσκήσωσι πάσαν τήν έπιρροήν των προς τόν Βασιλέα ίνα παραιτηθή, έξ εναντίας ό Γ. Χατζανέστης άνέλαβεν αυτός νά εκτέλεση τήν άποφασισθείσαν σκηνοθεσίαν τής εκστρατείας εις Κωνσταντινούπολη. Και ούτως άπέσπασεν αρκετάς δυνάμεις εις Θράκην, έπί τώ σκοπώ νά έπιτύχη ό εχθρός έπίθεσιν καθ' ην ήττωμένου του ελληνικού στρατού, έπέλθη ή έκκένωσις Μ. 'Ασίας και Θράκης, ήτις άπετέλει έπιδίωξιν τών κατηγορουμένων». Και όσο γιά τό «διά ταύτα» σ' αυτό επαναλαμβάνονται εκείνα τά περί κοινού συμφέροντος, παράδοσις πόλεων, στρατευμάτων, φρουρίων». Γιά νά καταλήξη στην θανατική καταδίκη γιά του έξής: Γούναρη, Στράτο, Πρωτοπαπαδάκη. Μπαλτατζή, Θεοτόκη, Χατζανέστη.
Στις έξη τό πρωί, διαβάζεται ή άπόφασις άπό τόν Όθωναίο. Γιά τό ακροατήριο όμως. Οί κατηγορούμενοι βρίσκονται στου 'Αβέρωφ. Έκεί του τήν διαβάζει ό επίτροπος Γρηγοριάδης. Ό ρόλος του στρατοδικείου τερματίζεται. Τώρα τόν λόγον έχει εκείνος πού άσκεί έξουσίαν «υπέρτατου άρχοντος», ό αρχηγός τής 'Επαναστάσεως. Πολλοί άποφασίζουν νά καταφύγουν σ΄ αυτόν γιά τήν «απονομή χάριτος». Πάντα τά στρατοδικεία είναι αυστηρά. Πολλές φορές επικρατούν ύστερα δεύτερες σκέψεις και σοφώτερες. Μή ξέροντας τήν δέσμευσι του Πλαστήρα, πολλοί άποφασίζουν νά μεσολαβήσουν. Δέν θά προφθάση όμως κανείς, έκτος άπό τόν Γ. Παπανδρέου πού είναι ανεπίσημος πολιτικός σύμβουλος του Πλαστήρα. Αυτόν τόν καλεί ό ίδιος γιά νά τόν πληροφόρηση:
Υπέγραψα τήν διαταγή εκτελέσεως.
Πότε;
Πριν μισή ώρα.
Γιά πότε;
Γιά αμέσως τώρα, σέ μιά δυό ώρες.
Και αν έλθη τηλεγράφημα του Βενιζέλου, μέ σύστασι νά μή γίνη ή έκτέλεσις;
Δέν θά έλθη.
Πώς τό ξέρεις; 'Αν έλθη; Σκέπτεσαι τήν θέσι σου; Πώς θά δικαιολογηθής όταν υπάρχουν τόσες συστάσεις τών συμμάχων νά μή γίνουν οί εκτελέσεις;
'Εχω δώσει τόν λόγο μου: Ή άπόφασις του στρατοδικείου θά έκτελεσθή οπωσδήποτε.
Σκέπτεσαι τήν θέσι σου, μέ τήν Ζημία τών εθνικών συμφερόντων; Δέν σκέπτεσαι ότι αυτοί καταδικάσθηκαν ακριβώς διότι δέν συνεμορφώθησαν μέ άναλόγους συμμαχικάς κυβερνητικάς συστάσεις; Δέν λαμβάνεις ύπ' όψιν σου τους πρεσβευτάς! Δέν θά λάβης ύπ' όψιν και του Βενιζέλου τις συστάσεις;
Γιά τόν Βενιζέλο είναι βέβαιοι οί παράγοντες ότι δέν «θά προλάβη» τηλεγράφημα του. Στό κάτω-κάτω, θά καθυστερήση ή «παραλαβή του». Γιά τόν Τάλμποτ όμως ανησυχούν. Και γι' αύτό βιάζονται. Τό άντιτορπιλλικό πού τόν φέρνει, πέρασε κι' όλας τόν Ισθμό. 'Όπου νάναι, φθάνει... 'Αν δέν χρειαζόταν κάποιος χρόνος γιά τήν μεταφορά του κατάκοιτου άπό τόν τύφο Γούναρη μέ φορείο (άπό τήν κλινική στις φυλακές), δέ θά χρειαζόταν ή Έπανάστασις ούτε τις πέντε ώρες πού της χρειάσθηκαν άπό τήν άπόφασι, ώς την έκτέλεσι. Μέ σπασμωδική βία, γίνονται όλα. Οί επαναστάτες αγωνιούν νά προλάβουν, ένώ ώς τήν τελευταία στιγμή έλπίζουν οί κατάδικοι στην αγγλική έπέμβασι. Στις 10 δόθηκε άδεια επικοινωνίας τών καταδίκων, μέ του δικούς του. Τά σημειώματα εισόδου, τά υπέγραφε ό στρατιωτικός επαναστατικός επίτροπος. Θά άφηγηθή αυτός αργότερα:
Ένας νέος, ένα παιδί ώχρό μού έδωσε μέ τρεμάμενο χέρι τό δικό του σημείωμα: Επιτρέπεται εις τόν φέροντα.. Όταν τό υπέγραψα, τόν ρώτησα:
Τί τόν έχεις τόν Νικόλαο Στράτο;
Πατέρα.
'Οπως τού έδινα τό υπογραμμένο σημείωμα, τό δικό μου χέρι άρχισε νά τρέμη...». Μ' έκείνο τό χαρτί, πρώτος μαζί μέ τόν Ν. Κουνέλη, μπήκε στίς φυλακές ό Ανδρέας Στράτος. Μπαίνοντας, βλέπουν σ’ ένα κιγκλίδωμα τόν πατέρα. Στην ερωτηματική ματιά του ό γιος απαντάει:
Πά μάλ (όχι κακό) μέ τήν άγγλική ελπίδα, ακόμη και τότε.
Τονωτική ένεσις χρειάσθηκε γιά τόν Γούναρη, κατά τή μεταφορά του άπο τήν κλινική. Αλλη μιά, στις φυλακές. 'Αλλά και στην κατάστασι πού βρίσκεται, τους συνεργάτες του, σκέφτεται:
Γιά μένα τό περίμενα. 'Οχι όμως και γιά τόσους άλλους.
Μιαν ώρα κρατάει ό «τελευταίος σπαραγμός» τών δικών τους. Βιάζεται ό αστυνομικός διευθυντής Κατσιγιαννάκης. Ξεκινούν πιά γιά τόν Γολγοθά τους. Παραμερίζει ό Πρωτοπαπαδάκης γιά νά περάσει πρώτος ό Γούναρης, ό αρχηγός ως τήν τελευταία τους πνοή. Τρέχει νά τόν ύποβαστάξη ό Κουνέλης. Τόν τραβάει άπ' τό σακκάκι ό Κατσιγιαννάκης. Μόλις προλαβαίνει νά τού φιλήση τό χέρι καί νά πάρη τόν τελευταίο ασπασμό στό μέτωπο, άπό τόν μελλοθάνατο αρχηγό του. Στις 11.10 ξεκινούν δύο νοσοκομειακά αυτοκίνητα, δυό φορτηγά μέ στρατιώτες, δυό μικρά μέ αξιωματικούς. Στό Γουδί περιμένει έτοιμο τό εκτελεστικό απόσπασμα άπό έξη πενταμελείς ομάδες. 'Ολη ή παράταξις έχει σχήμα Π μέ άνοιγμα προς τό Ψυχικό. 'Εχουν φθάσει καί μερικοί δημοσιογράφοι. 'Αλλά απαγορεύεται αυστηρά ή έμφάνισις φωτογραφικών μηχανών. Πρώτος κατεβαίνει ό Στράτος. Μαζί μέ τόν Πρωτοπαπαδάκη ύποβαστάζουν τόν Γούναρη. 'Από τους λίγους θεατάς, οι περισσότεροι κλαίν. 'Ακόμη καί ό φοβερός κατήγορος τους στά πύρινα άρθρα του, Κώστας 'Αθάνατος. Μέσ' τους λυγμούς του, ξεχωρίζει ή φράσις. «Τότε ήσαν πολιτικοί. Τώρα είναι άνθρωποι...». Ξαναδιαβάζεται ή άπόφασις τού στρατοδικείου. 'Αλλά άλλος άρχίζει τήν άνάγνωσι κι' άλλος τήν τελειώνει. Ο επίτροπος Γρηγοριάδης κλονίζεται, δέν μπορεί νά συνεχίση. Τό χαρτί τό παίρνει ο λοχαγός Πεπονής. 'Ενα τσιγάρο ανάβει ό Στράτος, τη στιγμή «τής τελευταίας επιθυμίας». Τήν ταμπακιέρα τήν δίνει, νά παραδοθή στο γιό του. Ό Θεοτόκης δίνει τό ρολόι του. 'Αλλοι άλλα τελευταία αναμνηστικά. Ό Χατζανέστης τρείς βέρες, νά παραδοθούν στην κόρη του. 'Ολοι τους διατηρούν απόλυτη αξιοπρέπεια καί όταν τοποθετούνται αντίκρυ άπό μιά πενταμελή στρατιωτική ομάδα, ό καθένας τους. Μόνο στην έκτη, αντίκρυ άπό τόν ΧατΖανέστη, βρίσκονται έξη στρατιώτες. 'Οταν όμως διατάσσεται κάποιος στρατιώτης νά άπομακρυνθή, αρνείται, μέ τήν άπάντησι:
'Οχι δέ φεύγω, είμαι Μικρασιάτης...
Είπαν τότε ότι στό φρουραρχείο, στρατιώτες έδωσαν πενηντάρικα σέ άλλους, γιά νά πάρουν αυτοί τή θέσι τους στό εκτελεστικό απόσπασμα. Πολύ πάθος, πολύ μίσος άπό τή μιά. Πολύς πόνος, απέραντη οδύνη, άπό τήν άλλη. Στις 11:25 τής 15ης Νοεμβρίου 1922, ακούγεται τό παράγγελμα «πύρ» πού τό ακολουθεί ή όμοβροντία άπό 31 τουφέκια.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ (1867-1922). Άπό τήν Πάτρα, νομικός μ’ ευρύτατες σπουδές. Βουλευτής πρώτη φορά τό 1902. 'Υπουργός τό 1908. Πρωθυπουργός 1915, 1921, 1922. 'Αρχηγός τού μεγαλυτέρου κόμματος στην συμμαχική κυβέρνησι τών ήμερων τής καταστροφής. Ιδρυτής τοϋ Λαϊκού Κόμματος. ΠΕΤΡΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ (1860-1922). 'Από τήν Νάξο. Μαθηματικός καί μηχανικός, καθηγητής Πολυτεχνείου Βουλευτής τό 1902. Υπουργός τό 1915. Πρωθυπουργός τό 1922, στην συμμαχική κυβέρνηοι Γούναρη-Στράτου. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ (1872-1922),. Δικηγόρος, βουλευτής τό 1902. Πρόεδρος Βουλής καί υπουργός τού Βενιζέλου. Υπουργός τού Γούναρη τό 1915. Πρωθυπουργός 15 ήμερών τό 1922. 'Υπουργός στην τελευταία κυβέρνησι. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΤΑΤΖΗΣ (1848-1922). Άπό τήν Σμύρνη, δικηγόρος, διπλωματικός, βουλευτής, υπουργός τό 1920-22. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1878-1922). 'Από τήν Κέρκυρας νομικός, πρεσβευτής στό Βερολίνο τό 1916, υπουργός τό 1920-22. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΑΝΕΣΤΗΣ (1863-1922), 'Απόφοιτος τής Σχολής Ευελπίδων μέ ευρύτατες σπουδές στό έξωτερικό. 'Ελαβε μέρος στούς πολέμους τού 1897 καί 1912-13. Τό 1916 παραιτήθηκε. ’Επανήλθε στον στρατό τόν 'Απρίλιο τού 1922, 'Αρχιστράτηγος.
Οι Πέντε πολιτικοί είχαν αποτελέσει τό «πολεμικό συμβούλιο» τής τελευταίας κυβερνήσεως. Σ' ένα λεπτό, ακούγονται και οί χαριστικές βολές. Οί έξη είναι νεκροί πιά, ό καθένας στον τόπο πού τόν σημαδεύει τώρα, ένα πανύψηλο κυπαρίσι. Ύστερα γίνεται ή μεταφορά τους μέ αυτοκίνητα στό Α' Νεκροταφείο. Έκεί ακούγεται ό γοηρός θρήνος και κοπετός συγγενών και λίγων φίλων. Γιά ν' ακολουθήσουν αμέσως κηδεία και ταφή...
Μπόναρ Λώ, λέγεται ό πρωθυπουργός της Αγγλίας πού διαδέχθηκε τόν Λόϋδ Τζώρτζ. Ή λαίδη Λώ, γυναίκα τού εξαδέλφου του, είναι αδελφή του Χατζανέστη. Έτρεξε κοντά του μέ τή δίκη. Ή παρουσία της, αποτελούσε ένα ακόμη στοιχείο ελπίδας, γιά τους άλλους συγγενείς. 'Αλλά τις περισσότερες ελπίδες, τις στήριζαν όλοι, σέ κάτι άλλο πού τό είπαμε «Εις τους κατηγορουμένους άπηγορεύθη κατά ρητήν άξίωσιν του Αγγλου πρεσβευτού, νά έπικαλεσθώσι προς έξήγησιν της πολιτικής των, ώρισμένα ύψιστης σημασιάς διπλωματικά έγγραφα». Και όλοι περίμεναν πώς κάτι θά έκαναν οί Αγγλοι γιά εκείνους πού στίς απολογίες του, θά μπορούσαν νά αποκαλύψουν, τό «υψίστης σημασίας» στοιχεία. Και πράγματι, κάτι έκαναν. Φθάνει τό αγγλικό άντιτορπιλλικό στον Πειραιά. 'Ανεβαίνει ολοταχώς ό Τάλμποτ στην 'Αθήνα. Από τήν πρεσβεία επικοινωνεί μέ τά γραφεία της 'Επαναστάσεως. Δώδεκα παρά κάτι, συναντάει τόν Πλαστήρα. Ζητάει να έπικοινωνήση μέ τους καταδικασμένους. Αλλά είναι αργά πιά. Ό Γονατάς του δείχνει και τά «ενθύμια» πού άφησαν γιά του δικούς τος. Χτυπιέται ό απεσταλμένος πλοίαρχος φεύγοντας. Πιστεύει ότι προδόθηκε η αποστολή του και έσπευσαν οί επαναστάτες. Τό ενδιαφέρον του θά στραφεί πιά, στην διάσωσι τού πρίγκηπος 'Ανδρέα (πού του ετοιμάζουν δίκη) και στην αποτροπή καταδίκης άλλων Άντιβενιζελικών (υπάρχουν απειλές γιά 1.006).
'Αργά έφθασε ό Τάλμποτ. 'Αργά και τό τηλεγράφημα του Βενιζέλου: «Σήμερον ό λόρδος Κώρζον βαθύτατα συγκεκινημένος μάς έπέδειεξ τηλεγράφημα διά τήν θανατικήν καταδίκην του στρατοδικείου. Μού έτόνισε τήν φρικαλέαν έντύπωσιν πού θά έπροκαλείτο έάν ή άπόφασις έξετελείτο. Προσέθεσε ότι αν εκτελεστή ή άπόφασις, ή βρεταννική κυβέρνησις θά διακόψη τάς διπλωματικάς σχέσεις μετά της Ελλάδος. Θεωρώ καθήκον μου νά επισύρω τήν προσοχήν σας έπί του γεγονότος ότι ή θέσις μου ενταύθα θά καταστή λίαν δυσχερής». Όλα τά επόμενα χρόνια, οί Άντιβενιζελικοί θά τό πιστεύουν, πώς άν ήθελε ό Βενιζέλος, μπορούσε νά άποτρέψη τήν θανάτωσι τών αντιπάλων του. 'Εκείνος όμως πίστευε τότε ότι δέν θά τόν άκουγαν οί έξαγριωμένοι επαναστάτες. Και άν έκανε μιά τέτοια προσπάθεια, κανένα άλλο αποτέλεσμα δέν θά είχε, έκτος από τό τσαλάκωμα του κύρους του. Τό τσαλάκωμα πού πραγματικά θά ύποστεί ένα χρόνο αργότερα, όταν - πιστεύοντας ότι έχει επέλθει ύφεοις ατούς φανατισμούς - θά προσπαθήση νά διασώση βασιλεία και Βασιλέα. Μαζί μέ τόν Βασιλέα, οί αδιάλλακτοι θά έξορίσουν και τόν ίδιο τόν Βενιζέλο. Οί άλλοι αδιάλλακτοι όμως (οί άντιβενιζελικοί) δέν άκούν επιχειρήματα. Αυτοί τόν Βενιζέλο θά θέλουν, «καλά και σώνει» υπεύθυνο της καταδίκης. Και θά γεμίσουν τόννους χαρτί, μέ τις κατηγορίες του. Δέν θά πεισθούν μέ τις αδιάκοπες διαβεβαιώσεις εκείνων πού ήσαν οί τυπικά υπεύθυνοι και θά αναλαμβάνουν πάντα και τις ουσιαστικές ευθύνες.Ό Πλαστήρας, ό Όθωναίος, ό Πάγκαλος και όλοι οί άλλοι, πάντα θά τό τονίζουν: Πίστευαν ότι ήταν επιβεβλημένη ή καταδίκη τών υπευθύνων, γιά νά γίνη δυνατή, ή άμεση στρατιωτική άνασυγκρότησις. Σ' αυτό ή πίστις τους ήταν άκλόνητη, κι' άς μή πίστευαν ούτε και τότε, τήν «προδοσία». 'Αλλά οί άλλοι φανατικοί θά εμμένουν στόν άντιβενιζελισμό τους. Και θά ισχυρίζονται ότι οί δηλώσεις και έξηγήσεις άπό τους «παράγοντας» γίνονται γιά να καλύψουν τις εύθύνες τού πολιτικού αρχηγού τους. Και όσο εκείνος ζή και όταν θά πεθάνη. Ακόμη και πολλά χρονιά αργότερα. Και γιά τήν ιστορία, θά αναλαμβάνουν οί ίδιοι εύθύνες πού ανήκαν στον Βενιζέλο!... Έτσι τό θέλουν οί φανατικοί τής άλλης παρατάξεως. Οί αφανάτιστοι και αντικειμενικοί όμως, μπορούν νά γνωρίζουν και κάτι άλλο ακόμη. Δέν έχουν αναλάβει τις εύθύνες τους μόνο ενώπιον ανθρώπων και ιστορίας εκείνοι πού τότε -μέσα στην ατμόσφαιρα τής καταστροφής- άποφάσιζαν, άλλα και ενώπιον του Θεού. Μέλη του στρατοδικείου θά ζητήσουν -πολλά χρόνια αργότερα- άπό τήν Εκκλησία άνακούφισιν συνειδήσεως. Μέ έξομολόγησι και άφεσιν αμαρτιών. Ζητάει ποτέ κανείς συγχώρεσι άπό τόν Θεό, άν άλλος έχει εύθύνες;... Οί συγγενείς τών θυμάτων θά ζήσουν χρόνια μέ τόν πόνο τους. Τόν ίδιο πόνο θά νοιώθουν και στενοί συνεργάτες τους, σάν τόν Παναγή Τσαλδάρη. Ή άποκατάστασις τής μνήμης τών εκτελεσθέντων θά γίνη κατηγορηματική: Άπό τόν Μιχαλακόπουλο πρώτα στην Έθνοσυνέλευσι, τόν Μάρτιο τού 1924. / Άπό τόν Βενιζέλο, όταν θά άναλάβη πάλι πρωθυπουργός (στήν «Τετραετία»). / Άπό τήν κυβέρνησι του Λαϊκού Κόμματος, όταν θά έρθη στην εξουσία. / Άπό συγγενείς και φίλους, μέ τήν άνέγερσι εκκλησίας στον τόπο τής εκτελέσεως. Τό 1933, ή Κύβέρνησις Τσαλδάρη θά έντοιχίση μιά πλάκα, στις φυλακές «Αβέρωφ»: «Έν τή αίθούση τούτη τή 15/28 Νοεμβρίου 1922, άνεγνώσθη ή άπόφασις του έκτακτου στρατοδικείου δι' ής κατεδικάσθησαν εις θάνατον και έτυφεκίσθησαν έπί έσχάτη προδοσία, οί αείμνηστοι άνδρες Δημήτριος Γούναρης, Νικ. Στράτος, Ν. Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και Γεώργιος Χατζανέστης, οίτινες άφιερώσαντες όλόκληρον τήν ζωήν των και τήν πολιτικήν των δρασιν υπέρ του έθνους, εκρίθησαν, παρά του νόμους, τό Σύνταγμα και τήν Ήθικήν, παρ' άνομων δικαστών προδόται της ελληνικής πατρίδος. Τό Υπουργείου Δικαιοσύνης ένετοίχισεν έν έτει 1933». Εδώ όμως, συνυπάρχει πόνος, μνήμη και καπηλεία (ή πολιτική έκμετάλλευσις, έστω). Γιατί στην κυβέρνησι εκείνη μετέχουν (μέ αποστασία άπό τόν βενιζελισμό), ό Γ. Κονδύλης και ό Άλέξανδρος Χατζηκυριάκος: Ό πρώτος ευθύνεται, όσο και όλοι οί άλλοι δυναμικοί παράγοντες της Επαναστάσεως. Ειδικές εύθύνες δέν είχε. Άλλα ήταν σύμφωνος, ήταν ένας άπό του αδιαλλάκτους και φανατικούς παράγοντας. - Ό δεύτερος όμως, ό Χατζηκυριάκος, είχε άγωνισθή μέ μανία και πάθος γιά τήν διαδικασία τής θανατώσεως. Ίσως-ίσως, ήταν ό ύπ' αριθ. 1 συντελεστής του ανεπανόρθωτου. - Αλλά και του δυό, τούς αγκαλιάζει ό άντιβενιζελισμός, άπό τό 1932. Άφού έχουν εγκαταλείψει τόν Βενιζέλο, θεωρούνται καλοί και πανάγαθοι, ακόμη και όταν γίνεται λόγος γιά τους νεκρούς ηγέτες.
Ωφέλησε τάχα τήν Ελλάδα, τήν στρατιωτική άνασυγκρότησι, εκείνη ή σκληρή άπόφασις; Τάχα θά ήταν αδύνατη, θά ήταν πιό δύσκολη ή άνασυγκρότησις, άν ίσχυε ή πρώτη και σωστή Συντακτική Πράξις; Πολύ άμφίβολλο. Άν όλοι οί δυναμικοί πήγαιναν στή Θράκη άπό τις αρχές Οκτωβρίου, ή φήμη τους -σάν του Κονδύλη- θά ήταν ίσως αρκετή γιά τήν πειθάρχησι του στρατεύματος. Ίσως. 'Ενα είναι τό βέβαιο. Εκείνη ή άπόφασις, ζημίωσε όσο τίποτε άλλο, τήν βενιζελική παράταξι πρώτα. Και τήν χώρα γενικώτερα, μέ τήν άνανέωσι και παράτασι του Διχασμού. Ή άλλη παράταξις, με τήν θανάτωσι τών αρχηγών της, ξεχρεώνεται σέ μεγάλο βαθμό άπό εύθύνες της. Και κάτι άλλο όμως, είναι βέβαιο: Άλλα είναι τά κριτήρια τά τωρινά, ή του 1960, του 1940, του 1930, καί άλλα του Νοεμβρίου 1922. Τότε τό αίμα άχνιζε...
ΦΟΙΒΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ
ΑΘΗΝΑ
1971
from ανεμουριον https://ift.tt/2mNjeOx
via IFTTT