Τα κάστανα και το αστέρι της αυγής
[Του Γιάννη Αν. Σαντάρμη]
Πριν χινοπωριάσει, μου αφηγείται η ογδοντάχρονη μάνα μου, μας έπαιρνε η μάνα μας, η Ζαφείρω η Μαριώ, μαζεύονταν κι άλλες δυο απ’ τις αδερφάδες της, η μια αδερφή της, η Τσακατούρα η Αλέξω, με κάποια απ’ τα παιδιά της, το Βαγγέλη και τη Γιωργίτσα κι η άλλη αδερφή της, η Ζορμπά η Βασίλω, με μερικά κι αυτή απ’ τα παιδιά της, το Μήτσο και το Γιάννη, και ξεκινούσαμε. Εμείς είμασταν παιδαρέλια δεκαπεντάχρονα τότε. Χρόνια και χρόνια το κάναμε αυτό, σαν τέτοια εποχή. Από το 1930 κι εδώ. Φεύγαμε απ’ το χωριό μας, την Τσούκα Φθιώτιδας, άλλοι, οι μεγαλύτεροι, καβάλα στ’ άλογα και στα γαϊδούρια, άλλοι, οι πιο μικρότεροι, καθισμένοι πισωκάπουλα κι άλλοι με τα ποδάρια. Πηγαίναμε στο Ροβολιάρι, που ’ναι ψηλά στη Γούρα (Όθρυ), κατά το Βελούχι, για να μάσουμε κάστανα. Το ξεκίνημα γινόταν πριν το χάραμα. Έπρεπε τ’ αστέρι της αυγής να μας βρει πριν το χάραμα. Γι’ αυτό, να ’ναι μαζωμένες όλες οι ταξιδιώτισσες, κοιμόμασταν σ’ ένα σπίτι και στο ξύλινο μπαλκόνι απ’ όξω, στρωματσάδα, να ’χουμε έγνοια το χάραμα. Κι όταν κοντοζύγωνε η χαραυγή, άκουγες κι έλεγε η μάνα μου στις αδερφάδες της.
- Άι, Αλέξω, άι, Βασίλω, σ’κωθείτε και μπιλιορίζ’ (φέγγει αμυδρά) αγνάντια στη ράχ’.
Κι άλλοτε πάλι, όταν καθυστερούσαν να ξυπνήσουν, έσκουζε.
· Αλέξω, ποπο, Βασίλω, μας πήρ’ η μέρα, τ’ αστέρ’ τ’ς αυγής ανέβ’κε μια ρόκα κι όσο να ετοιμαστούμε να φύβγουμε, θα πάει μια φ’κέντρα (βουκέντρα). Αναγκάστε (κάντε γρήγορα), μαρή, να κ’νήσουμε.
Σαλαγάγαμε τα ζα και παίρναμε τη στράτα, που ήτανε γιομάτη από σκορπισμένες πέτρες, μικρές και μεγάλες. Από την Τσούκα μέχρι το Ροβολιάρι, είναι όλο ανηφόρια και σάρες. Η απόσταση ήτανε αρκετή. Φτάναμε κάποτε στον Προφήτη Ηλία τον τσουκιώτικο με τους δέντρους (βελανιδιές), ψηλά στο βουνό, ύστερα περνούσαμε του Τσαγκάρη το Ίσιωμα και στρίβαμε ζερβά για το Βελούχι, που ήτανε οι καστανιές, εκεί ήτανε και καρυές και αγριομηλιές. Στο δρόμο που περπατούσαμε, εμείς τα παιδιά, τραγουδούσαμε διάφορα τοπικά τραγούδια. Τα ξαδέρφια μου, τα αγόρια, κόβανε νεροκάλαμα και φκιάνανε καραμούζες και σούραγαν και βούιζε ο τόπος. Οι γυναίκες, επειδή ήταν ερημιά και δε μας συνόδευε μεγάλος άντρας, να νιώθουμε ασφάλεια, από το φόβο μη μας επιτεθεί κανένας μέσ’ απ’ το λόγγο, φώναζαν κάπου - κάπου ονόματα αντρικά.
· Που ’σαι, Γιώργο, που ’σαι, Βάιο, Νάσιο, Μήτρο, μην αργείτι, λάτι.
Τα ’κραζαν τα ονόματα αυτά, καλώντας τάχα δικούς τους άντρες, ώστε να τ’ ακούνε αυτοί που σταίνανε στα δρόμια καρτέρι και σκαρφίζονταν για τους περαστικούς κακά πράματα και έτσι να μην κοτάνε (τολμάν) να χιμήξουν απάνω μας.
Κάποτε μπιτίζαμε (τελειώναμε) τη στράτα και φτάναμε στο Ροβολιάρι. Παγαίναμε ίσια στο Σουσουλιά το Στέλιο (παραγκώμι του Στέλιου Αντωνίου), πρώτον ξάδερφο της μάνας μου και των θειάδων μου, που ήτανε ψηλός στο μπόι. Είχε αυτός στο Ροβολιάρι δικές του καστανιές, είχε και δικό του κοπάδι από γίδια και πρόβατα. Φτάναμε το βαθύ χάραμα. Πολλές βολές, παγαίναμε στο Ροβολιάρι τ’ απόβραδο. Ο μπάρμπας μου ο Στέλιος, όταν φτάναμε σούρουπο, έσφαζε κότες ή κάνα αρνί και κατσίκι, να ευχαριστήσει τις ξαδερφάδες του. Όταν τις έβλεπε, είχε χαρά μεγάλη. Ήτανε ξαδέρφια κι ήθελε να μάθει πολλά χαμπέρια. Καθόντανε τη νύχτα, κοντά στο τζάκι και κουβεντιάζανε ως αργά, κι η μάνα μου, βλέποντας την περασμένη ώρα, έλεγε στον ξάδερφό της.
- Άιντι, Στέλιο μ’, να πάμε και να κ’μηθούμι μια ψίχα. Ταχιά, θα προσκ’νάμε στα κάστανα, απ’ τη νύστα.
- Μη γνοιάζεσι, Μαριώ μ’, της αποκρινότανε εκείνος. Πόσα θα μά’εις ισύ ταχιά κάστανα. Δυο, τρεις ντρουβάδις; Κάτσι απόψ’ να χουρτάσουμι κ’βέντα κι ιγώ σου ’χω μαζωμένα ένα φόρτωμα κάστανα!
Πολλές βολές, γινότανε έτσι, όπως τα ’λεγε ο Σουσουλιάς. Παίρναμε μαζωμένα τα κάστανα και φεύγαμε, που έκανε κουμάντο και τα είχε μάσει ο ίδιος απ’ τις καστανιές του για μας. Και τι δε λέγανε, αλήθεια, τη νύχτα. Κουβεντιάζανε για όλα τα πράματα και τελεμό (τελειωμό) δεν είχε η κουβέντα τους. Τις περισσότερες όμως βολές, περνούσαμε απ’ το σπίτι του μπάρμπα μου, του φωνάζαμε και παγαίναμε όλοι μαζί στον καστανόλογγο. Ήτανε όξω απ’ το Ροβολιάρι πολλή ώρα με τα ποδάρια. Ήτανε όλες οι καστανιές ψηλές και τρανές, φορτωμένες με κάστανα, μεγάλα και γλυκά. Ο καθένας είχε τις δικές του. Ήτανε και καστανιές χωρίς αφέντη. Αν ένας μάζωνε από ξένες, δεν τον μαλώνανε. Είχε πολλές ο καθένας. Θυμάμαι, σα φτάναμε, πότε στρώναμε, πότε όχι, κάτου απ’ τις καστανιές κουβέρτες και χεράμια, για να πέφτουν απάνω τα κάστανα, να μη σκορπιούνται. Ανέβαινε, καστανιά σε καστανιά, ο μπάρμπας μου ο Στέλιος και μ’ ένα λούρο μακρύ τίναζε τα κάστανα, που πέφτανε χάμου βροχή. Άλλα κάστανα ’ρχόντανε γδυτά κι άλλα ντυμένα ακόμα με το αγκαθωτό τσόφλι τους, που έχασκε. Σκύβαμε τότε όλοι και τα μαζώναμε, αν λακάγανε απ’ τα στρωσίδια, στις ποδιές και στα ντρουβάδια. Κριτσανάγαμε (τραγανίζαμε) και κανένα, τρώγαμε και κανένα στο κεφάλι, καθώς έπεφτε, και πονάγαμε απ’ το χτύπημά του. Τα βάναμε στα δισάκια ή τα σακιάζαμε. Στο τέλος, τα φορτώναμε στα ζωντανά, παίρναμε τη στράτα του γυρισμού και τα κουβαλάγαμε στο χωριό. Περνούσαμε το χειμώνα μ’ αυτά. Τα ’βανε, θυμάμαι, η μάνα μου τα κάστανα απάνω στις σανίδες του ταβανιού, που ήτανε ξεκάρφωτες κι όταν θέλαμε να φάμε κάστανα, έπαιρνε ένα ξύλο και συούγκραγε (άγγιζε) τις σανίδες και πέφτανε τα κάστανα απ’ τις φερσάδες (ανοίγματα), που ήτανε ανάμεσά τους. Κουβαλάγανε πολλά φορτώματα κάστανα για τον ίδιο χειμώνα, γιατί είμασταν τρανή φαμελιά. Τι γλυκά που ήτανε τα κάστανα ψημένα στη θράκα. Και με τα παραμύθια, μας φαίνουνταν πιο γλυκότερα ακόμα. Την άλλη χρονιά, μαζώναμε καινούρια κάστανα.
Τώρα θα μολογήσω κάτι που θυμάμαι με τα κάστανα και με το αστέρι της αυγής, τον αυγερινό. Μια χρονιά, φτάσαμε στο γνώριμο βουνό για κάστανα, πολύ νωρίς το πρωί. Μόλις χάραξε. Κοκκίνιζε στον ουρανό, ένα γύρα στη ράχη. Κι άξαφνα, βλέπουμε να βγαίνει πίσω απ’ το βουνό, πολύ σιμά μας, ένα τρανό αστέρι, που έλαμπε και σπιθοβόλαγε. Όλοι σκιαχτήκαμε, καθώς είδαμε απότομα κοντά μας ένα τέτοιο μεγάλο αστέρι και τόσο φωτεινό. Φοβισμένη η μάνα μου, ρώτησε τον ξάδερφό της.
- Στέλιο μ’, τι αστρί είν’ αυτό; Ματάειδες άλλη βουλά τέτοιου πράμα;
- Τέτοιο τρανό και τόσο σ’μά, δε ματάειδα, Μαριώ μ’. Ωρέ, τ’ είν’ τούτο;
- Ισύ, ματάειδες, Αλέξω μ’;
- Ούτε κι ιγώ ματάειδα τέτοιο.
- Ισύ, Βασίλω μ’;
- Ούτε κι ιγώ, Μαριώ μ’.
- Μπάκι (μήπως) είν’ τούτο σ’μάδι του χαμού;
- Τι σ’μάδι χαμού, που είνι ου ίδιος ου χαμός! Βρε, τήρα πως τσακμακάει (πετάει σπίθες). Μην το τ’ράτε, γιέ μ’, μην πάθουμε τίπουτα. Τήρα, πως ανεβαίν’ κατά πάνω. Τραβηχτήτε πιο πίσω, είμαστε πολύ κοντά. Άμα απλώσει ου Στέλιος τη λούρα τ’, θα του κρούσ’ (αγγίξει). Τήρα, Στέλιο, μ’, μην τ’ ακουμπή’εις με του ματσούκι σ’ και πάρ’ φουτιά αυτό κι ανάψ’ ιδώ ου τόπους κι καούμε ούλ’!
- Τι λες, Μαριώ μ’, που θα το πειράξω.
- Λες να πάθουμε κάνα κακό; Κι έχουμι κι τα πιδιά κοντά μας, έλεγε η μια θειά μου.
- Ποπο τι πάθαμι, έλεγε η άλλη.
- Για καθίστε να ιδούμι, τι θα κάνει, ποια στράτα θα πάρ’, θα σκεπάσει τον ουρανό; Μη σκιάζεστε κι εσείς σαν τα κούτσ’κα (μικρά), έλεγε ο μπάρμπας μου, για να δώσει θάρρος στις γυναίκες.
Κοιτάζαμε όλοι το αστέρι το μεγάλο, που όλο ανέβαινε στον ουρανό κι όσο πέρναγε η ώρα, τόσο μίκραινε κι έχανε τη λαμπεράδα του, όσο που χάθηκε ολότελα, αφού ξημέρωσε για τα καλά. Έφυγε αυτό κι ησυχάσαμε κι εμείς και ριχτήκαμε ξανά στη δουλειά μας και την τελέψαμε. Λαχταρίσαμε, θυμάμαι, απ’ τ’ αστέρι της αυγής, επειδή το είδαμε αναπάντεχα να ξεμυτίζει απ’ το βουνό τρανό - τρανό και να τρέμει και να φωσφορίζει, σαν κωλοφωτιά.
Μετά από χρόνια, έμαθα ότι το λένε αστέρι της αυγής, αυγερινό κι ήτανε αυτό το αστέρι που έβλεπα πολλά πρωινά απ’ το σπίτι μου, αλλά μακριά και μικρό.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
from Φθιωτικός Τυμφρηστός https://ift.tt/30kScMm
via IFTTT