ΜΑΡΙΟΣ ΣΙΜΨΑΣ | Ένα παλαιό, αρχαίο περιστατικό μάς θυμίζει στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ο Thomas Gordon, o Σκώτος φιλέλληνας, που τόσα σπουδαία και αγαθά προσέφερεν στον αγώνα τής ανεξαρτησίας μας. Την περίοδο τής παρακμής τής μακεδονικής αυτοκρατορίας στην Ασία, ενώ το Βασίλειο τής Συρίας κατετρύχετο από εμφύλιον πόλεμο, ο σφετεριστής τής εξουσίας Τρύφων εγκατέστησε, γύρω από το πρώτον έτος τής 159ης Ολυμπιάδος (140 π.Χ.), μια φωλεά κουρσάρων στο Κορακήσιον τής Κιλικίας. Σκοπός του ήταν να βασανίση τους υπηκόους τού αντιπάλου του, Δημητρίου Νικάτορος.
Η παροικία αυτή λέγεται πως υπήρξε η πρώτη κυψέλη τής περίφημης εκείνης εταιρίας τών πειρατών τής Κιλικίας, που προώδευσε και άνθισε τόσον, ώστε να κατέχει 400 πόλεις και Κάστρα και χίλια αρματωμένοι πλοία. Ολόκληρη η Μεσόγειος είχε πλημμυρίσει από ληστρικούς στόλους, μέχρι τών Στηλών τού Ηρακλέους. Ελεηλάτησε τους πιο φημισμένους ναούς και κατέστρεψε το θαλάσσιο εμπόριο τής Ιταλίας. Εταπείνωσε τους Ρωμαίους Πραίτωρας και προκάλεσε σιτοδεία στην αιώνια πόλι. Εχρειάσθη δε να στραφή εναντίον της ολόκληρη η δύναμις τής Ρώμης, την εποχή τού Πομπηίου, για να ξερριζωθή — 72 χρόνια μετά την έγκατάστασί της στο Κορακήσιον.
Η διαμόρφωσις τών ακτών στα νότια τής Μ. Ασίας και η αγάπη τών κατοίκων της περιοχής προς τήν αρπαγή ήσαν συνθήκες, αρκετές να δικαιολογήσουν τήν τόση Ανάπτυξι καί ευμάρεια τής μεγάλης αυτής συγκεντρώσεως κουρσάρων. Σήμερα όμως η ίστορική έρευνα απεκάλυψε μιαν άλλη λανθάνουσα αιτία, πού συνεχώς πλήθυνε τις τάξεις τους: ήταν κυρίως η περηφάνεια τών Ελλήνων, πού υπέφερε άπό τήν κατάκτησι και τό μίσος των προς τόν Δυνάστη, τή Ρώμη. Πώς άλλοιώς ήμπορούμεν να εξηγήσωμε τή σκληρότητα, μέ τήν οποία έφέρθησαν στους Ρωμαίους πολίτας, πού έπεσαν στά χέρια τοιν και τό βεβαιωμένο γεγονός οτι πολλοί άνθρωποι πλούσιοι, μέ άξια η ευγενική καταγωγή, έμπαιναν στά πειρατικά καράβια, προτιμώντας τήν παράνομη μά ελεύθερη ζωή άπό τή ζωή τού υποτακτικού τής Ρώμης.
Τό έτος 1827 ένα παρόμοιο σύστημα, πού προέκυψε άπό παρόμοιες συνθήκες, (όσον τουλάχιστον τά γεγονότα τού 19ού αιώνος ημπορούν να μοιάζουν μέ κείνα, πού συνέβησαν 2000 χρόνια πριν έπλημμύρισε πάλι τή Μεσόγειο και έπληξε τό εμπόριο της — και ή Γραμβούσα υπήρξε τό λίκνο τών πειρατών, εφάμιλλο προς τό Κορακήσιον. Πάντα ή σχεδόν πάντα υπήρχαν κουρσάροι στό Αιγαίον, χάρι στην υδρογραφική διαμόρφωσι τών ακτών του κι ό διωγμός τους απετέλεσε σοβαρή αποστολή τού βυζαντινού ναυτικού πρώτα καί μετά, τού ναυτικού τών Ένετών καί τών Τούρκων— Μιά προσπάθεια, πού συνέχισαν αργότερα τά σπετσιώτικα καί ύδραίϊκα καράβια.
Η σύγχυσις, πού ακολούθησε τήν έναρξι τής 'Επαναστάσεως ήταν φυσικό να ευνοήση τήν πειρατεία. Τό χειμώνα τού 1821 — 1822 σμήνος από μικρά καράβια, επανδρωμένα μέ Επτανησίους, 'Ιταλούς καΐ Δαλματούς κυρίως, τό κατακάθι τού Λεβάντε, κυκλοφορούσε γύρω άπ' τα νησιά. Παίρνοντας αφορμή από τή σύλληψι 2 ή 3 εμπορικών πλοίων, οι ευρωπαϊκές μοίρες τού 'Αρχιπελάγους έκηρύχθησαν σε συναγερμό καί περιώρισαν τό κακό, χωρίς όμως να τό εξαλείψουν. Πάντως, επί τρία περίπου χρόνια, δεν έδημιουργήθη σοβαρό πρόβλημα καί λίγον ακούσθηκε ή σκοτεινή τους δράσις.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ
Κατά τα έτη όμως 1824 — 25 ή μεροληψία της Αυλής τής Βιέννης και των καραβιών της προς την Πύλη, ώδήγησε τους Έλληνας σέ αντίποινα, μέ επιθέσεις εναντίον τών καραβιών αυτών καί έδημιούργησε μια κατάστασι, πού δέν ήταν ειρήνη, μά ούτε καί πόλεμος. Ή λεία, πού αποκτούσαν μέ τήν καταδρομή τά ελληνικά καράβια, έχόρταινε τήν άπληστεία τών ναυτών, συνηθισμένων άπό παλαιότερους καιρούς στά μεγάλα κέρδη καί έσίγαζε τή φωνή τής συνειδήσεως.
Μετά τήν άλωσι τού Μεσολογγίου καί τό σταμάτημα τών αγγλικών δανείων εύρήκαν οι κατατρεγμένοι ραγιάδες πρόσφορο να θεωρούν εχθρούς των εκείνους, πού δέν ήσαν δεδηλωμένοι φίλοι των. Εύρισκαν πρόφασι στην υφισταμένη φιλία ανάμεσα στους ισχυρούς τής Ευρώπης καί τόν Μωαμεθανό 'Αντίχριστο. Διεμαρτύροντο γιά τήν ευκολία, μέ τήν οποία ό Μωχάμετ Άλυ τής Αιγύπτου ναυπηγούσε ή αγόραζε φρεγάτες καί κορβέττες στην Τουλώνα, τή Μασσαλία καί τό Λιβόρνο — καί τά παράπονα τους δέν ήσαν αβάσιμα. Καί έφθασαν να λένε οτι εύρίσκοντο σέ πόλεμον όχι μόνο μέ τήν Τουρκία, τή Μπαρμπαριά καί τήν Αίγυπτο, άλλα καί τήν Αυστρία καί Γαλλία.
Όταν ή κατάστασις έγινε απελπιστική, καραβοκυραίοι καί ναύτες, άνδρες πάλι μέ παίδευσι καί αξία, πού είχαν δείξει μέχρι τότε εντιμότητα καί χαρακτήρα, υποχωρούσαν στον αναγκαίο άλλα καί γλυκόν πειρασμό να αποκτήσουν παράνομα κέρδη. Έτσι τα πράγματα, πηγαίνοντας άπό τό κακό στό χειρότερο, έφθασαν σέ σημείο να ληστεύουν κάθε καράβι πού ημπορούσαν να καταλάβουν.
ΕΝΤΟΝΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τόσες πολλές πράξεις πειρατείας έλαβαν χώρα τήν άνοιξι τού 1826, ώστε ό ναύαρχος Δεριγνύ κι ό πλοίαρχος Χάμιλτον να στείλουν διαμαρτυρία στό έκτελεστικόν (τήν Προσωρινή Κυβέρνησι), πού έβγαλε τόν Μάιο τού 1826 Διάταγμα, μέ τό οποίον απαγόρευε σέ κάθε καράβι, πού δέν ανήκε στον εθνικό στόλο, να ύψώνη στρατιωτική σημαία. Ύποχρέωνε τά καταδρομικά (καταγωγικά, τά ονομάζει ό Σπυρ. Τρικούπης) να έφοδιάζωνται μέ κανονικά έγγραφα υπογεγραμμένα άπό τήν Κυβέρνησι ή τόν Ναύαρχο καί έδήλωνε πώς, χωρίς τήν άδεια αυτή, τά (οπλισμένα «μίστικα» θά εθεωρούντο πειρατικά καί θα έτιμωρούντο ανάλογα. Ζητούσε τέλος τή συνδρομή άπό τά ουδέτερα πλοία τών Δυνάμεων, γιά να τελεσφόρηση τό μέτρον. Οι κανονισμοί όμως αυτοί απεδείχθησαν γρήγορα χωρίς αξία σέ μια περιοχή όπως τό Αιγαίο, μέ τις γαληνές του καί τους αμέτρητους κόρφους, πού επέτρεπαν στά μικρά πλοία να κρύβονται, να εφορμούν πάνω στή λεία τους καί ν' αποφεύγουν τό κυνηγητό τών μεγάλων πολεμικών, μπαίνοντας σέ στενούς λαιμούς, όπου άλλως τε τά πληρώματα των ημπορούσαν ν' αμυνθούν ευκολότερα. Έτσι τό έτος 1826 ό Πλοίαρχος Πέσελ, τής βρεταννικής φρεγάτας «Σίβυλλα», προσπαθώντας να εκτοπίση μερικά «μίστικα» άπό μιά κοιλότητα, έχασε δύο υποπλοιάρχους καί 40 άπό τό πλήρωμα του, νεκρούς καί τραυματίες. 'Ιδιαίτερα επικίνδυνα ήσαν τά κανάλια τών Σποράδων, τής Μυτιλήνης καί τής Μάνης. Αυτό στην αρχή. Γιατί αργότερα ολόκληρο τό 'Αρχιπέλαγος, άπό τά Δαρδανέλλια μέχρι τά Κύθηρα, έγινε θέατρο πειρατικών επιχειρήσεων. Όταν ό ναύαρχος Κόχραν ανέλαβε τήν αρχηγία τού Ελληνικού Στόλου — μολονότι πειρατής ό ίδιος καί αντάρτης στή θάλασσα — θέλησε να εμφύσηση ένα καλύτερο πνεύμα πειθαρχίας στό ελληνικό ναυτικό. Οι απειλές ομως καί οι παραινέσεις μικρόν έφεραν αποτέλεσμα καί τά πλοία πού αποτελούσαν τό στόλον του — εκτός άπό εκείνα πού κυβερνούσαν Ευρωπαίοι άξιωματικοί ή άνηκαν σέ τίμιους ανθρώπους, όπως ό Μιαούλης — έλήστευαν χωρίς φραγμό τά ουδέτερα πλοία. Τό φθινόπωρο τού 1827 ή πειρατεία είχε φθάσει σε τέτοιον βαθμό, ώστε ό ναύαρχος Δεριγνύ να βεβαίωση στις Αναφορές του ότι «τό τρίτον τού άρρενος πληθυσμού της Ελλάδος ήτο αμέσως η εμμέσως άναμεμιγμένον σ' αυτήν». Γιατί ένας πειρατής έξωντώνετο, είκοσι νέοι ξεπηδούσαν. Τό πιό κοντινό ταξίδι στό Αιγαίο, άπό νησί σέ νησί, αποτελούσε μιαν έπιχείρησι γεμάτη κινδύνους. Γι' αυτό ήσαν υποχρεούμενα τά εμπορικά πλοία να ταξιδεύουν μέ συνοδεία, τελευταία όμως κι ή προστασία αυτή δεν ήταν αρκετή, γιατί οι πατριώτες μας ενέδρευαν και περιέζωναν τό θήραμα, συνήθως δέ έπεφταν επάνω σ' ένα πλοίο κατά τή διάρκεια τής νύκτας ή τό άρπαζαν, όταν τούτο άπεχωρίζετο άπό τή συνοδεία, λόγω τού καιρού.
Η παροικία αυτή λέγεται πως υπήρξε η πρώτη κυψέλη τής περίφημης εκείνης εταιρίας τών πειρατών τής Κιλικίας, που προώδευσε και άνθισε τόσον, ώστε να κατέχει 400 πόλεις και Κάστρα και χίλια αρματωμένοι πλοία. Ολόκληρη η Μεσόγειος είχε πλημμυρίσει από ληστρικούς στόλους, μέχρι τών Στηλών τού Ηρακλέους. Ελεηλάτησε τους πιο φημισμένους ναούς και κατέστρεψε το θαλάσσιο εμπόριο τής Ιταλίας. Εταπείνωσε τους Ρωμαίους Πραίτωρας και προκάλεσε σιτοδεία στην αιώνια πόλι. Εχρειάσθη δε να στραφή εναντίον της ολόκληρη η δύναμις τής Ρώμης, την εποχή τού Πομπηίου, για να ξερριζωθή — 72 χρόνια μετά την έγκατάστασί της στο Κορακήσιον.
Η διαμόρφωσις τών ακτών στα νότια τής Μ. Ασίας και η αγάπη τών κατοίκων της περιοχής προς τήν αρπαγή ήσαν συνθήκες, αρκετές να δικαιολογήσουν τήν τόση Ανάπτυξι καί ευμάρεια τής μεγάλης αυτής συγκεντρώσεως κουρσάρων. Σήμερα όμως η ίστορική έρευνα απεκάλυψε μιαν άλλη λανθάνουσα αιτία, πού συνεχώς πλήθυνε τις τάξεις τους: ήταν κυρίως η περηφάνεια τών Ελλήνων, πού υπέφερε άπό τήν κατάκτησι και τό μίσος των προς τόν Δυνάστη, τή Ρώμη. Πώς άλλοιώς ήμπορούμεν να εξηγήσωμε τή σκληρότητα, μέ τήν οποία έφέρθησαν στους Ρωμαίους πολίτας, πού έπεσαν στά χέρια τοιν και τό βεβαιωμένο γεγονός οτι πολλοί άνθρωποι πλούσιοι, μέ άξια η ευγενική καταγωγή, έμπαιναν στά πειρατικά καράβια, προτιμώντας τήν παράνομη μά ελεύθερη ζωή άπό τή ζωή τού υποτακτικού τής Ρώμης.
Τό έτος 1827 ένα παρόμοιο σύστημα, πού προέκυψε άπό παρόμοιες συνθήκες, (όσον τουλάχιστον τά γεγονότα τού 19ού αιώνος ημπορούν να μοιάζουν μέ κείνα, πού συνέβησαν 2000 χρόνια πριν έπλημμύρισε πάλι τή Μεσόγειο και έπληξε τό εμπόριο της — και ή Γραμβούσα υπήρξε τό λίκνο τών πειρατών, εφάμιλλο προς τό Κορακήσιον. Πάντα ή σχεδόν πάντα υπήρχαν κουρσάροι στό Αιγαίον, χάρι στην υδρογραφική διαμόρφωσι τών ακτών του κι ό διωγμός τους απετέλεσε σοβαρή αποστολή τού βυζαντινού ναυτικού πρώτα καί μετά, τού ναυτικού τών Ένετών καί τών Τούρκων— Μιά προσπάθεια, πού συνέχισαν αργότερα τά σπετσιώτικα καί ύδραίϊκα καράβια.
Η σύγχυσις, πού ακολούθησε τήν έναρξι τής 'Επαναστάσεως ήταν φυσικό να ευνοήση τήν πειρατεία. Τό χειμώνα τού 1821 — 1822 σμήνος από μικρά καράβια, επανδρωμένα μέ Επτανησίους, 'Ιταλούς καΐ Δαλματούς κυρίως, τό κατακάθι τού Λεβάντε, κυκλοφορούσε γύρω άπ' τα νησιά. Παίρνοντας αφορμή από τή σύλληψι 2 ή 3 εμπορικών πλοίων, οι ευρωπαϊκές μοίρες τού 'Αρχιπελάγους έκηρύχθησαν σε συναγερμό καί περιώρισαν τό κακό, χωρίς όμως να τό εξαλείψουν. Πάντως, επί τρία περίπου χρόνια, δεν έδημιουργήθη σοβαρό πρόβλημα καί λίγον ακούσθηκε ή σκοτεινή τους δράσις.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ
Κατά τα έτη όμως 1824 — 25 ή μεροληψία της Αυλής τής Βιέννης και των καραβιών της προς την Πύλη, ώδήγησε τους Έλληνας σέ αντίποινα, μέ επιθέσεις εναντίον τών καραβιών αυτών καί έδημιούργησε μια κατάστασι, πού δέν ήταν ειρήνη, μά ούτε καί πόλεμος. Ή λεία, πού αποκτούσαν μέ τήν καταδρομή τά ελληνικά καράβια, έχόρταινε τήν άπληστεία τών ναυτών, συνηθισμένων άπό παλαιότερους καιρούς στά μεγάλα κέρδη καί έσίγαζε τή φωνή τής συνειδήσεως.
Μετά τήν άλωσι τού Μεσολογγίου καί τό σταμάτημα τών αγγλικών δανείων εύρήκαν οι κατατρεγμένοι ραγιάδες πρόσφορο να θεωρούν εχθρούς των εκείνους, πού δέν ήσαν δεδηλωμένοι φίλοι των. Εύρισκαν πρόφασι στην υφισταμένη φιλία ανάμεσα στους ισχυρούς τής Ευρώπης καί τόν Μωαμεθανό 'Αντίχριστο. Διεμαρτύροντο γιά τήν ευκολία, μέ τήν οποία ό Μωχάμετ Άλυ τής Αιγύπτου ναυπηγούσε ή αγόραζε φρεγάτες καί κορβέττες στην Τουλώνα, τή Μασσαλία καί τό Λιβόρνο — καί τά παράπονα τους δέν ήσαν αβάσιμα. Καί έφθασαν να λένε οτι εύρίσκοντο σέ πόλεμον όχι μόνο μέ τήν Τουρκία, τή Μπαρμπαριά καί τήν Αίγυπτο, άλλα καί τήν Αυστρία καί Γαλλία.
Όταν ή κατάστασις έγινε απελπιστική, καραβοκυραίοι καί ναύτες, άνδρες πάλι μέ παίδευσι καί αξία, πού είχαν δείξει μέχρι τότε εντιμότητα καί χαρακτήρα, υποχωρούσαν στον αναγκαίο άλλα καί γλυκόν πειρασμό να αποκτήσουν παράνομα κέρδη. Έτσι τα πράγματα, πηγαίνοντας άπό τό κακό στό χειρότερο, έφθασαν σέ σημείο να ληστεύουν κάθε καράβι πού ημπορούσαν να καταλάβουν.
ΕΝΤΟΝΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τόσες πολλές πράξεις πειρατείας έλαβαν χώρα τήν άνοιξι τού 1826, ώστε ό ναύαρχος Δεριγνύ κι ό πλοίαρχος Χάμιλτον να στείλουν διαμαρτυρία στό έκτελεστικόν (τήν Προσωρινή Κυβέρνησι), πού έβγαλε τόν Μάιο τού 1826 Διάταγμα, μέ τό οποίον απαγόρευε σέ κάθε καράβι, πού δέν ανήκε στον εθνικό στόλο, να ύψώνη στρατιωτική σημαία. Ύποχρέωνε τά καταδρομικά (καταγωγικά, τά ονομάζει ό Σπυρ. Τρικούπης) να έφοδιάζωνται μέ κανονικά έγγραφα υπογεγραμμένα άπό τήν Κυβέρνησι ή τόν Ναύαρχο καί έδήλωνε πώς, χωρίς τήν άδεια αυτή, τά (οπλισμένα «μίστικα» θά εθεωρούντο πειρατικά καί θα έτιμωρούντο ανάλογα. Ζητούσε τέλος τή συνδρομή άπό τά ουδέτερα πλοία τών Δυνάμεων, γιά να τελεσφόρηση τό μέτρον. Οι κανονισμοί όμως αυτοί απεδείχθησαν γρήγορα χωρίς αξία σέ μια περιοχή όπως τό Αιγαίο, μέ τις γαληνές του καί τους αμέτρητους κόρφους, πού επέτρεπαν στά μικρά πλοία να κρύβονται, να εφορμούν πάνω στή λεία τους καί ν' αποφεύγουν τό κυνηγητό τών μεγάλων πολεμικών, μπαίνοντας σέ στενούς λαιμούς, όπου άλλως τε τά πληρώματα των ημπορούσαν ν' αμυνθούν ευκολότερα. Έτσι τό έτος 1826 ό Πλοίαρχος Πέσελ, τής βρεταννικής φρεγάτας «Σίβυλλα», προσπαθώντας να εκτοπίση μερικά «μίστικα» άπό μιά κοιλότητα, έχασε δύο υποπλοιάρχους καί 40 άπό τό πλήρωμα του, νεκρούς καί τραυματίες. 'Ιδιαίτερα επικίνδυνα ήσαν τά κανάλια τών Σποράδων, τής Μυτιλήνης καί τής Μάνης. Αυτό στην αρχή. Γιατί αργότερα ολόκληρο τό 'Αρχιπέλαγος, άπό τά Δαρδανέλλια μέχρι τά Κύθηρα, έγινε θέατρο πειρατικών επιχειρήσεων. Όταν ό ναύαρχος Κόχραν ανέλαβε τήν αρχηγία τού Ελληνικού Στόλου — μολονότι πειρατής ό ίδιος καί αντάρτης στή θάλασσα — θέλησε να εμφύσηση ένα καλύτερο πνεύμα πειθαρχίας στό ελληνικό ναυτικό. Οι απειλές ομως καί οι παραινέσεις μικρόν έφεραν αποτέλεσμα καί τά πλοία πού αποτελούσαν τό στόλον του — εκτός άπό εκείνα πού κυβερνούσαν Ευρωπαίοι άξιωματικοί ή άνηκαν σέ τίμιους ανθρώπους, όπως ό Μιαούλης — έλήστευαν χωρίς φραγμό τά ουδέτερα πλοία. Τό φθινόπωρο τού 1827 ή πειρατεία είχε φθάσει σε τέτοιον βαθμό, ώστε ό ναύαρχος Δεριγνύ να βεβαίωση στις Αναφορές του ότι «τό τρίτον τού άρρενος πληθυσμού της Ελλάδος ήτο αμέσως η εμμέσως άναμεμιγμένον σ' αυτήν». Γιατί ένας πειρατής έξωντώνετο, είκοσι νέοι ξεπηδούσαν. Τό πιό κοντινό ταξίδι στό Αιγαίο, άπό νησί σέ νησί, αποτελούσε μιαν έπιχείρησι γεμάτη κινδύνους. Γι' αυτό ήσαν υποχρεούμενα τά εμπορικά πλοία να ταξιδεύουν μέ συνοδεία, τελευταία όμως κι ή προστασία αυτή δεν ήταν αρκετή, γιατί οι πατριώτες μας ενέδρευαν και περιέζωναν τό θήραμα, συνήθως δέ έπεφταν επάνω σ' ένα πλοίο κατά τή διάρκεια τής νύκτας ή τό άρπαζαν, όταν τούτο άπεχωρίζετο άπό τή συνοδεία, λόγω τού καιρού.
TΟ «CAMBRIAN» ΜΕΤΕΣΧΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙ ΜΕ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΤΟΝ ΧΑΜΙΛΤΟΝ |
Λαϊκή συμπάθεια
Ή 'Αγγλία, ή Γαλλία και ή Αυστρία διατηρούσαν ναυτικές μοίρες στό Αιγαίον, τό όποίον έπεσκέπτοντο κατά καιρούς ολλανδικά, αμερικανικά και άλλα πολεμικά πλοία. Φυσικό έρχεται τό ερώτημα, γιατί δέν ένώνοντο όλα αυτά νά συντρίψουν τήν πειρατεία. Ή άπάντησις βρίσκεται στά όσα είπαμε γιά τή διαμόρφωσι τών ελληνικών ακτών και στό οτι θά έχρειάζετο γι' αυτό μιά ακατάπαυστη και δαπανηρή προσπάθεια. Τούτο όμως εξηγεί κατά τό ήμισυ τήν απορία μας. Ύπήρχαν και άλλοι λόγοι σοβαροί, όπως ή λαϊκή συμπάθεια και ή συμπάθεια πολλών αξιωματικών τών ευρωπαϊκών μοιρών, πού ήθελαν ενδόμυχα νά έπιτύχη ό δίκαιος αγώνας τών επαναστατημένων. Κι οί ίδιες όμως οί Δυνάμεις τήν ευνοούσαν κατά κάποιον τρόπο. Μετά τήν υπογραφή τού Πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως (4.4.1826) οί Δυνάμεις, πού ένδιεφέροντο γιά τις υποθέσεις τής 'Ανατολής, δέν ήσαν πρόθυμες νά περιορίσουν ενα κακό, στή σοβαρότητα τού όποιου έβλεπαν τό καλύτερο επιχείρημα γιά τήν ανάγκη μιας επεμβάσεως. Σ' αυτό οφείλεται ή αδράνεια τών ευρωπαϊκών μοιρών — εκτός βέβαια τής Αυστριακής — και ή συνεχής άπόλυσις τών καραβιών, πού μολονότι ήσαν ένοχα πειρατείας άθωώνοντο άπό τό Λαοδικείο τής Μάλτας. Και άν θέλαμε πιό επίσημη άπόδειξι δέν είχαμε παρά νά διαβάσωμε τό προοίμιον τής Συνθήκης τού Λονδίνου (6.7.1827), στό όποιον οι τρεις Μονάρχες αποφασίζουν νά επέμβουν διά νά θέσουν τέρμα εις τάς πειρατικάς ενεργείας, αί όποίαι όχι μόνον εκθέτουν τους υπηκόους τών Ύψηλών Συμβαλλομένων Μερών εις σημαντικάς ζημίας, Αλλά άπαιτούσι έπί πλέον και μέτρα δαπανηρά επιτηρήσεως και καταστολής…». 'Ανάλογη δέ άποψι είχαν οί ίδιοι οί Έλληνες, οί όποιοι δικαιολογώντας τή διαγωγή των, συνήθιζαν νά υποστηρίζουν ότι όσον περισσότερες διαρπαγές διέπρατταν, τόσον ενωρίτερα και ασφαλέστερα θά τους έδινε ή 'Αγγλία τήν ελευθερία τους. Στην κατάστασι αυτή ετέθη άπό τά πράγματα ένα ορόσημο. Πραγματικά όταν σ' εφαρμογή τών συμμαχικών διαβουλεύσεων, άρχισε ή μεσολάβησις μέ τίς διαπραγματεύσεις, δέν είχαν πλέον οί Δυνάμεις πρόσχημα ν' άνέχωνται πράξεις τόσον επιζήμιες στό εμπόριο πού προκαλούσαν άλλως τε έντονες διαμαρτυρίες στις εμπορικές τάξεις. 'Αναλαμβάνοντας ό σέρ Έντουαρντ Κόδριγκτον τή διοίκησι τής Αγγλικής μοίρας τής Μεσογείου, έπρότεινε στους άλλους διοικητάς τή λήψι ορισμένων μέτρων κι εγκατέστησε μιά γραμμή περιπολίας άπό τόν Κόλπο τής Βενετίας μέχρι τή Σμύρνη. Τό Αγαθό Αποτέλεσμα δέν άργησε νά φανή, μέ τήν καταστροφή πολλών πειρατικών πλοίων και οί θάλασσες θά έκαθαρίζοντο άπό τους κακοποιούς, αν οί Σύμμαχοι δέν έστρεφαν τήν εποχή εκείνη περισσότερο τήν προσοχή τους στην αναστολή τών εχθροπραξιών και τήν έπιτήρησι τών Τούρκων και τών Αιγυπτίων. 'Ενώ άπασχολούντο σ' αυτή τήν αποστολή γιά τή σωτηρία τής 'Ελλάδος, απηύθυναν οί Κόδριγκτον και Δεριγνύ γράμματα στην Κυβέρνησι τής Αίγίνης, γραμμένα σέ αύστηρόν τόνο, όπου δηλούσαν ότι θά έζήτουν ίκανοποίησι για κάθε μελλοντική έπίθεσι. Και τήν 24ην 'Οκτωβρίου 1827 (4 ήμερες μετά τή ναυμαχία τού Ναυαρίνου), μέ τή συμμετοχή τώρα και τού Ρώσου ναύρχου Χέϋδεν, επανέλαβαν τις απειλές και τις συστάσεις. Έπληροφορήθημεν μέ μεγάλην άγανάκτησιν, γράφουν οί ναύαρχοι, οτι καθ' ον χρόνον αί μοίραι τών Συμμαχικών Δυνάμεων κατέστρεψαν τόν όθωμανικόν στόλον, ό όποιος δέν έθεώρησε πρέπον νά έφαρμόση μιαν ντέ φάκτο άνακωχήν, οί Έλληνες κουρσάροι δέν έπαυσαν νά λυμαίνονται τάς θάλασσας και ότι τό Δικαστήριον Λειών, τό μόνον δικαστήριον, το όποιον άναγνωρίζεται άπό τόν έλληνικόν νόμον, έπεζήτησε προσχήματα διά νά δικαιολόγηση τάς ύπερβολάς αύτάς κάτω άπό νομικόν ένδυμα… Παρακάτω οί ναύαρχοι δηλώνουν ότι θεωρούν χωρίς αξία τά διαπιστευτήρια γράμματα, πού δίνει στά καράβια καταδρομής ή Κυβέρνησις και άκυρες τις Αποφάσεις τού Λειοδικείου, έφ' όσον τούτο άποφασίζη χωρίς τή συμμετοχήν τους, απειλούν δέ ότι θά καταστρέψουν και τόν έλληνικόν στόλον, όπως έκαμαν μέ τόν όθωμανικόν, άν δέν σταματήση τό σύστημα αυτό τής λεηλασίας εις τήν θάλασσα. Καθώς δέν ήταν δυνατόν νά αγνοηθούν οί ενέργειες αυτές τών ναύρχων, τό Έκτελεστικόν έξέδωσε Διάταγμα, άπό 2.11.1827, μέ τό όποιο ανακαλούσε τά διαπιστευτήρια γράμματα και καθώριζε τή δικαιοδοσία τού Λειοδικείου Ναυπλίου.
Η «ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ» ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΤΟΜΠΑΖΗ ΠΟΥ ΒΟΥΛΙΑΞΕ ΑΠΟ ΤΥΧΑΙΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙ ΤΗΣ ΓΡΑΜΒΟΥΣΗΣ. |
Η κυρίως Γραμβούσα
Έτσι τό κακό δεν έθεραπεύθη καί μάλιστα παρουσίασε μιά παράξενη άνθησι στη Γραμβούσα, της Κρήτης. Στό δυτικό άκρο της Κρήτης προβάλλεται προς Βορράν καί σ' έκτασι επτά μιλίων μιά μικρή χερσόνησος, πού κλείνει στά δυτικά τόν κόλπο τού Κισσάμου καί λέγεται Γραμβούσα. 'Απέναντι στό βόρειο άκρο της χερσονήσου βρίσκεται ένα βραχώδες νησάκι, ή Άγρια Γραμβούσα ή Παλαιογραμβούσα, ΝΔ δε αυτής υπάρχει άλλο βραχώδες νησί ή κυρίως Γραμβούσα, πού με τήν πούντα Τηγάνι καί τή σειρά τους βράχους πού αρχίζει άπ' αυτή καί φθάνει μέχρι τό νησί, σχηματίζει τό λιμάνι τής Γραμβούσας. Ή κυρίως Γραμβούσα έχει σχήμα τριγώνου, με πλευρά ενα χιλιόμετρο περίπου καί ύψος, τού τριγώνου 140 μ. Στή δυτική πλευρά της έκτισαν οί Ενετοί φρούριο γιά νά εξασφαλίσουν τήν κυριαρχία στην Κρήτη, πού άπειλήθη άπό τους Τούρκους, όταν έπεσε τό Βυζάντιο. Μετά τήν άλωσι τού Ηρακλείου καί τήν κατάκτησι τής Κρήτης άπό τους Τούρκους (έτος 1669) ή Γραμβούσα, μαζί μέ άλλες δύο νησίδες (τή Σούδα καί τή Σπιναλόγγα», έμεινε στά χέρια των 'Ενετών, πού τήν χρησιμοποιούσαν ώς βάσι γιά τήν άνάκτησι τής Κρήτης, τήν οποία δεν επέτυχαν. Έχρησιμοποιήθη ακόμη ή Γραμβούσα σάν ορμητήριο τών 'Ελλήνων Κλεφτών, πού φάνηκαν στά κρητικά βουνά άπό τήν πρώτη ημέρα τής Τουρκικής κυριαρχίας. Τό 1692 παρεδόθη στους Τούρκους. Καθ' όλη τή διάρκεια τής Τουρκοκρατίας στό οχυρό τής Γραμβούσας, υπήρχε φρουρά άπό γενιτσάρους. Μετά τήν έπανάστασι τού 1821 καί τήν κάθοδο στην Κρήτη τού Έμ. Τομπάζη, ώς άρμοστού — τό 1823, προσπάθησαν οι Κρητικοί νά καταλάβουν τό φρούριο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μόλις τόν Αύγουστο τού 1825 έπεσε ή Γραμβούσα στά χέρια τών 'Ελλήνων. 'Από έκεί έξορμούσαν στις επιχειρήσεις των προς τήν Κρήτη καί έκεί κατέφευγαν τά καταδιωγμένα γυναικόπαιδα καί διάφορες χριστιανικές οικογένειες άπό τόν Μωριά καί τις Κυκλάδες. Είχαν τήν ελπίδα, καταφεύγοντας στή Γραμβούσα, οτι θά μπορούσαν νά επικοινωνούν μέ τους Χριστιανούς τής Κρήτης κι έτσι νά βρίσκουν τά μέσα γιά ν' ανακουφίσουν τήν απελπιστική κατάστασί τους. Έξ μέ επτά χιλιάδες άτομα, κάθε ηλικίας καί φύλου, μαζεύθηκαν έκεί καί διάλεξαν μιά 'Επιτροπή, πού διοικούσε τήν πρωτότυπη παροικία τους. 'Εκτός άπό είκοσι μισοερειπωμένες οικίες μέσα στό κάστρο δεν υπήρχαν καταλύματα κι ό Αιγύπτιος στρατηγός Μουσταφά Πασάς εγκατέστησε στρατιώτες στην απέναντι ακτή τής Κρήτης, οπότε ή πείνα καί ή αρρώστια θέρισαν τόν άμοιρο πληθυσμό. Πάνω άπό τρεις χιλιάδες ψυχές χάθηκαν σε διάστημα εξ μηνών καί πολλοί άπό εκείνους, πού επέζησαν, αναγκάσθηκαν νά φύγουν. Ή Γραμβούσα όμως, ακατάλληλη για διαβίωσι ειρηνικών ανθρώπων, παρουσίαζε εξαιρετικά πλεονεκτήματα σάν καταφύγιο ληστών. Ήταν ή απόρθητη θέσις τού φρουρίου της, στό απότομο ύψωμα. Ήταν τό αγκυροβόλιο της, πού μέ τόν βραχώδη βυθό της δεν παρείχε ασφάλεια σέ καράβια, μέ μεσαίο εκτόπισμα. Καί ακόμη τά βίαια ρεύματα καί γεροί άνεμοι, πού έκαναν τόν αποκλεισμό άπό τή θάλασσα σχεδόν ανέφικτο. Δύο Κρητικοί, γνωστοί γιά τήν πανουργία τους (Άντωνιάδης καί Οικονόμου), συνέλαβαν τό σχέδιο νά εκμεταλλευθούν τήν κατάστασί κι αγόρασαν μιά σκούνα, μέ τήν όποια άρχισαν καταδρομές κι άφήρεσαν 7000 δολλ. άπό ενα μασσαλιώτικο καράβι, πού πήγαινε στά Χανιά, τό Φεβρούριο τού 1826. Ήταν ένα πετυχημένο ξεκίνημα, άλλα οί οργανωτές του προβλέποντας δυσάρεστες συνέπειες συνέταξαν μιά διαμαρτυρία εναντίον τών ένοχων (πού ήσαν οργανά τους!) καί αντίγραφα της επέδωσαν στον Γάλλο ναύαρχο καί τόν Άγγλο πλοίαρχο Χάμιλτον. Τίποτε δυσάρεστο δέν έγινε, άφού οί ξένοι απέδωσαν τό κρίμα σ' οποιονδήποτε άλλον έκτος άπό τους πραγματικούς ένοχους. Οί Γραμβουσιώτες έμειναν ήσυχοι γιά ενα χρονικό διάστημα, μέχρις ότου ξεχασθή τό επεισόδιο καί ύστερα ξανάρχισαν τήν παράνομη δράσι τους. Τρεις Σφακιώτες, πού ζούσαν ανάμεσα τους, αρμάτωσαν μιαν άλλη πειρατική σκούνα καί μερικοί εξόριστοι, πού μάλιστα ανήκαν στις καλύτερες οικογένειες τής Κρήτης, έξώδευσαν τις οικονομίες τους, άγορίζοντας «μίστικαν». Έγινε μιά καινούργια 'Επιτροπή άπό 4 μέλη (ένα άπό κάθε επαρχία Χανίων, Άποκορώνου, Κισσάμου καί Σελίνου) στην οποία δέν πήραν μέρος οί 'Αντωνιάδης καί Οικονόμου, γιά νά διευθύνουν άπό τά παρασκήνια, έκ τού άσφαλούς… Στην αρχή περιώρισαν τις καταδρομές στά πλοία μικρών δυνάμεων, όπως τής Ρώμης, τής Νεαπόλεως, τής Σαρδηνίας καί τής 'Ισπανίας, τά όποια έλήστευαν καί μετά τά άφηναν ελεύθερα, μέ ψωμί καί νερό γιά τρεις ημέρας. Γιά νά συγκαλύψουν δέ τους πραγματικούς σκοπούς των, ίσχυρίζοντο πώς απέβλεπαν στην άπελευθέρωσι τής Κρήτης. Γι' αυτό αποσπάσματα άπό 150 — 200 άνδρες άπεβιβάζοντο στις ακτές της, έφόνευαν κανένα Τούρκο ή άρπαζαν κανένα ζώο καί ξαναγύριζαν στό φρούριο τους. Έφρόντισαν μάλιστα νά δημοσιεύσουν τά κατορθώματα των στή «Γενική Εφημερίδα» τού Ναυπλίου και μέ παθητικά παραμύθια έκέρδισαν τή συμπάθεια τών φιλελλήνων, πού τους έστειλαν κατά καιρούς εφόδια καί χρήματα. Έτσι οί κουρσάροι έπί μήνες εκτελούσαν τήν πειρατεία τους ανενόχλητοι κι είχαν αποκομίσει εκατοντάδες χιλιάδες πιάστρα, όταν τόν Μάρτιο τού 1827 ή γαλλική γκαμπάρα Λαμπρόγιε καταδίωξε μιά σκούνα, πού λήστευε κάποιο εμπορικό κάτω άπό τις πυροβολαρχίες τού φρουρίου καί τήν έβύθισε, μέ λίγες όμοβροντίες. Καθώς τό πλήρωμα τής σκούνας διέφυγε κι ή γκαμπάρα άπεμακρύνθη αμέσως, τό μοναδικό αυτό επεισόδιο δέν είχε έπίδρασι στό λαό τής Γραμβούσης, πού ή φήμη της όλο και μεγάλωνε καί προσήλωνε καινούργιους τυχοδιώκτες. Δίκαιη μοιρασιά Έτσι τά πειρατικά καράβια έγιναν μεγαλύτερα, μέ ίσχυρότερον οπλισμό καί ώργανώθη ενα σύστημα πειρατείας μεγάλης κλίμακος, στό όποιον κάθε κάτοικος τού βραχόνησου (έστω καί φτωχός, στους φτωχούς έδιναν δανεικά) ύποχρεούτο νά συνεισφέρη στό γενικό κεφάλαιο καί έτσι νά συμμετέχη στην ευθύνη τής πειρατείας. Ή 'Επιτροπή έμοίραζε μέ τιμιότητα τή λεία, αφαιρώντας τό πέμπτο γιά τήν κοινότητα, καί δίνοντας τά υπόλοιπα κατά τή συμμετοχή τού καθενός. Είκοσι βρίκια ή σκούνες καί 50—60 μικρά σκάφη έσχημάτισαν τόν πειρατικό στόλο τής εταιρίας, πού διέτρεχε τό Αιγαίο καί λήστευε όλα τά πλοία, τού χεριού της, χωρίς διάκρισι. Όταν άρχισαν οί ξένοι νά ταξιδεύουν μέ συνοδεία στό Αιγαίο, αναζήτησαν οί Γραμβουσιώτες τή λεία στις ακτές τής Συρίας, τής Σικελίας ή πιό πέρα ακόμη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ. Ο ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙ ΓΡΑΜΒΟΥΣΗΣ. |
Επίθεσις και πολιορκία
Όταν τά τιμωρά πλοία τών Άγγλογάλλων ενεφανίσθησαν εμπρός στή Γραμβούσα, οί κάτοικοι της έδοκίμασαν αμηχανία καί φόβο. Ό σέρ Τόμας έγραψε στην επιτροπή, πώς δέν έσκόπευε νά εμπόδιση τήν έτοιμαζομένη έπιχείρησι, τήν οποία μάλιστα θά βοηθούσε κατά δύναμι. Μοναδική του πρόθεσις καί αποστολή ήταν νά καταστείλη τήν πειρατεία καί νά έμποδίση την έπανάληψί της. Γι' αυτό έζήτησε νά τού παραδώσουν τά πειρατικά καράβια καί τά κλεμμένα αγαθά, καθώς και 12 άτομα, ένοχα πειρατείας, τά όποια καί ρητώς κατονόμαζε. Τό όνομα τού Άντωνιάδη δέν ήτο μεταξύ τών 12 καί αυτόν έδιάλεξαν οι Γραμβουσιώτες νά τους αντιπροσώπευση, στις σχετικές διαπραγματεύσεις. Άνέβη ό Αντωνιάδης στό Isis υπεστήριξε, πώς κανένα άπό τά πλοία τού λιμανιού δέν ήταν κουρσάρικο, κανείς πειρατής δέν εύρίσκετο στό νησί κι ούτε ύπήρχαν σ' αυτό κλεμμένα αγαθά. Έπρότεινε νά μή πειράξουν τά καράβια, άλλα νά τά αφήσουν νά μεταφέρουν τό στρατό στά Σφακιά καί μετά νά τά πάρουν. Καί τό κάστρο νά τό πάρουν, αργότερα. Ό Σταίηνς όμως επέμεινε σύμφωνα μέ τις οδηγίες, πού είχε καί, διαβλέποντας ότι ή 'Επιτροπή επιζητούσε νά κερδίση χρόνο, έσήμανε στά πλοία του νά ετοιμασθούν γιά δράσι. Μάταια ό Μαυροκορδάτος καί ό Χάμιλτον (κυβερν. τού Gambrian) τόν παρεκάλεσαν ν' άποφύγη τις εχθροπραξίες. Τους τελευταίους δισταγμούς τού Σταίηνς φαίνεται νά ένίκησε ή άνατίναξις τού ελληνικού πλοίου «Τερψιχόρη», πού ήταν τυχαία, άπό πιθανή άνάφλεξι της πυρίτιδος. Καί τό κανόνι έβρόντηξε. Τήν ώρα εκείνη έπνεε δυνατός άνεμος. Ή φρεγάτα Isis, καθώς παρέπλεε τήν ακτή μέ σκοπό νά κτυπήση μ' ολα τά κανόνια τής πλευράς του τά κουρσάρικα καράβια, βρέθηκε ξαφνικά εμπρός σέ ύφαλο καί γιά νά τόν άποφύγη «έκώλωσε». Στην άνάκρουσι αυτή έπεσε πάνω στό Gambrian κι οι δύο φρεγάτες έμπλεξαν τις έξαρτίες τους. Γιά νά τις ξεχωρίσουν έκοψαν οί ναύτες τή γάμπια τού τουρκέτου στό Gambrian καί ή μέν Isis δέν έπαθε τίποτε, άλλα τό Gambrian παρεσύρθη προς τή στεριά καί, καθώς δέν μπορούσε νά χειρίση κατάλληλα, έκάθισε στον ύφαλο καί έναύγησε. Άπό τά καράβια τού λιμανιού 4 έκάησαν, 3 έβούλιαξαν καί 5 συνελήφθησαν καί ώδηγήθησαν στή Μάλτα, γιά νά παραδοθούν αργότερα στην 'Ελληνική Κυβέρνησι. Ακολούθησε τότε πολιορκία τού φρουρίου, μέσα στό όποίο ύπήρχαν 9.000 περίπου άτομα καί έμπήκε ελληνική φρουρά, ή οποία όμως ούτε τή δύναμι είχε μά ούτε καί τή θέλησι ν' άποκαταστήση τήν ευταξία. Γι' αύτό εγκατέστησαν φρουρά άπό Άγγλογάλλους, σέ μεγαλύτερον αριθμό. Μερικοί Γραμβουσιώτες, άπό τους ένοχους, προσεπάθησαν νά φύγουν μέ βάρκες, άλλα τους συνέλαβαν τά πολεμικά τής μοίρας. Διέδωσε τότε ό Άντωνιάδης πώς όλοι οί άνδρες τής Γραμβούσας θά έκρεμώντο στις αντένες τών καραβιών καί κατέστρωσε σχέδιο γιά τήν άνατίναξι τού στρατώνος τής φρουράς, τήν άνάκτησι τού κάστρου καί τήν άντίστασι κατά τού συμμαχικού στόλου. Τό σχέδιον ήταν γιά τήν 5η Μαρτίου, άνεκαλύφθη όμως άπό τόν Κασσιμάτη. Συνελήφθησαν μερικοί άπό τους κουρσάρους, άλλοι όμως διέφυγαν τή νύκτα μέ βάρκες στην Κρήτη, ό Άντωνιάδης καί μερικοί άπό τόν πίνακα τών 12 εστάλησαν δεμένοι στην Αίγινα. Στους άλλους επέτρεψαν νά φύγουν μέ βάρκες. Σέ δύο μέρες είχε φύγει ό μισός πληθυσμός καί μετά μία εβδομάδα ολίγοι είχαν απομείνει, οι πολύ πτωχοί. Κατά διαταγή τού Σταίηνς έγκρέμισαν περί τις 200 οικίες, γιά ν' αποφύγουν τήν επιστροφή τών κουρσάρων στό οχυρό τους. Συγκέντρωσαν τά κλεμμένα — πολλά τους ήσαν σκορπισμένα στους δρόμους ή θαμμένα στό χώμα — τά συνεσκεύασαν καί τά έστειλαν στή Μάλτα. Ρολόγια, χαρτί, στολίδια, υφάσματα, ασημικά, σερβίτσια καί χαλιά, χειρουργικά καί άλλα εργαλεία, είναι λίγα άπό τόν κατάλογο τών αγαθών τής περίεργης αυτής απογραφής. Μέχρι τής 1ης 'Απριλίου τού 1828 ξαναγύρισε ή ερημιά καί ή γαλήνη στό περιλάλητο νησί τής Γραμβούσας καί «ή Ευρώπη εύφήμησεν όλη τόν έξαλειψάντα τήν πειρατείαν Κυβερνήτην». 'Αργότερα ό Παπαρρηγόπουλος, μιλώντας γιά τό έργο τού Κυβερνήτου, θά γράψη: «… Τό δέ σπουδαιότατον ή δεινώς λυμαινομένη τάς ελληνικάς θάλασσας καί καταισχύνουσα τήν 'Ελλάδα απέναντι τού πεπολιτισμένου κόσμου πειρατεία έπλήγη διά τών κατά ταύτης ληφθέντων ύπό τού Κυβερνήτου τελεσφόρων μέτρων».
ΜΑΡΙΟΣ ΣΙΜΨΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ... ΑΘΗΝΑ 1971
ΜΑΡΙΟΣ ΣΙΜΨΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ... ΑΘΗΝΑ 1971
from ανεμουριον https://ift.tt/2m07Hv6
via IFTTT