ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΟΡΙΔΗΣ | Ο Σουλεϊμάν στην Πόλι είχε αρχίσει, εν τω μεταξύ, να ανησυχή σοβαρά για την κατάστασι στη θάλασσα. Οι Τούρκοι του δεν ήσαν ποτέ του ναυτικοί της προκοπής, αλλά τώρα το κακό, με τούτον τον Γενοβέζο, είχε απογίνει. Στην Πάτρα και στην Κορώνη, στα 1532, έπαθε πανωλεθρία και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι μόνον ο Μπαρμπαρόσσα μπορούσε να ξαναφέρη το γόητρο του Ναυτικού της αυτοκρατορίας εκεί που βρισκόταν άλλοτε. Απεφάσισε, λοιπόν, να τον καλέση στην Πόλι και του έστειλε ένα «χατισερίφ» επίσημη πρόσκλησι, δηλαδή, να τον επισκεφθή στο Διβάνι. Ο Χαϊρεντίν βρισκόταν τότε στο Αλγέρι. Κατάλαβε πως είχε έλθει η στιγμή του. Μάζεψε λοιπόν, εφτά γαλέρες κι' έντεκα φούστες (ιστιοφόρα σχεδόν όμοια με τα σημερινά καΐκια) κι' έκανε πανιά για τη Λαμπεδούσα. Εκεί βρήκε ακόμη πέντε—έξη καράβια, που τα πήρε μαζί του, και τράβηξε για τη Ζάκυνθο. Έμεινε τρείς μέρες, τράβηξε για το Ναυαρίνο και τη Μεθώνη και τέλος, με 40 πλοία, έφθασε στη Θεσσαλονίκη άπ' όπου έστειλε μιά γαλέρα στην Πόλι, ζητώντας από τον Σουλτάνο να πάη και να «φιλήση την σκόνη των παπουτσιών του». Φυσικά η άδεια του δόθηκε αμέσως κι ο Χαϊρεντίν, αφού έμεινε δύ μέρες στην Καλλίπολι, για να φρεσκοβάψη τα καράβια του, βγήκε στον Κεράτιο Κόλπο θριαμβευτικά, βαρώντας τα κανόνια και παίζοντας τις σάλπιγγες.
Την άλλη μέρα, συνοδεύμενος από δέκα οκτώ καπεταναίους της αρμάδας του, παρουσιαζόταν στο Διβάνι. Φορούσε βαρύτιμη ενδυμασία Μουσουλμάνου με μπότες από δέρμα φώκιας, τα δε κόκκινα μαλλιά του, τ' αετίσιο βλέμμα του και η ψηλή κορμοστασιά του έκαναν φοβερή εντύπωσι. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψη, ότι ο άνδρας αυτός με το πλατύ στήθος και την ζωηρή περπατησιά ήταν ήδη εξήντα οκτώ ετών. Οι μεγιστάνες της Αυλής του Σουλεϊμάν κατάλαβαν αμέσως πως τούτος εδώ ο άνθρωπος ήταν επίφοβος εχθρός και αντίπαλος. Προσπάθησαν να κάνουν τον Πατισάχ να αλλάξη μυαλά και να τον ξαποστείλη άναυλα, μα δεν τα κατάφεραν. Το αντίθετο μάλιστα! Γιατί την επομένη ο Σουλεϊμάν μπροστά σ' όλους του βεζύρηδες και του πασάδες, έδινε στον Χαϊρεντίν το γιαταγάνι, την αυτοκρατορική σημαία και το ραβδί του αρχικαδή, σύμβολα όλα απόλυτης εξουσίας πάνω σ' όλα τα λιμάνια και τα νησιά της Αυτοκρατορίας. Συγχρόνως ο μεγάλος βεζύρης Ιμπραήμ, που είχε καταλάβει την αξία του Μπαρμπαρόσσα, είπε στον Σουλεϊμάν πως έπρεπε να του δοθή κι' επίσημος βαθμός. Καί πράγματι του απενεμήθη αμέσως ο τίτλος του Καπουδάν πασά (αρχιναύρχου) μαζί δε και ο χαρακτηρισμός «Χακά ούλ Μπλάχρ» δηλαδή «κυρίαρχος των θαλασσών». Απ' εκείνη την ημέρα αρχίζει τρομερή η δράσις του Χαϊρεντίν. Ο Ναύσταθμος της Πόλης ουδέποτε είχε ιδεί τόση δραστηριότητα. Τα παλιά πλοία μπήκαν αμέσως σε επισκεύ, καινούργια άρχισαν να ναυπηγούνται με τέτοιο ρυθμό όλ' αυτά, ώστε μέσα σε λίγους μήνες 84 γαλέρες ήταν έτοιμες για ταξίδι. Ο Χαϊρεντίν μπήκε επί κεφαλής του δυνατού αυτού στόλου και απέπλευσε αμέσως για τα προσφιλή του παράλια της Ιταλίας, που, απροστάτευτα τα περισσότερα, του προσέφεραν εύκολη λεία. Πήγε, λοιπόν, κατ' ευθείαν στις ακτές του Ρέτζιο, έπιασε όλα τα καράβια που βρισκόντουσαν στο λιμάνι και κάπου χίλιους δύστυχους Ιταλούς, που δεν πρόφθασαν να ξεφύγουν, και του έδεσε αμέσως στις αλυσίδες. Από το στενό της Μεσσήνης έβαλε ρότα κατά το Βοριά κι' εφτασε ως τον κόλπο της Νάπολης με απόφασι να επιχειρήση μιά τολμηρή έπίθεσι στην ενδοχώρα. Αντικειμενικός σκοπός δεν ήταν ούτε χρυσάφι, ούτε σκλάβοι, αλλά μια γυναίκα. Η ωραιότατη Τζούλια Γκονζάκα, δούκισσα του Τρατζέτο, νεαρή χήρα, που έμενε στο Φούντι και που ήταν εκείνη την εποχή η πιο ονομαστή ομορφιά ολόκληρης της Ιταλίας. Λένε, ποιητές εκείνου του καιρού είχαν αφιερώσει στίχους στην καλλονή της και άπειρες είχαν γίνει μονομαχίες για ένα της χαμόγελο. Ό Χαϊρεντίν δεν την ήθελε για τον εαυτό του. Στον τομέα αυτόν, μάλιστα, ήταν πολύ εγκρατής, όπως γράφουν όσοι τον γνώρισαν, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί. Αλλά την ήθελε την όμορφη κυρά για να την στείλη πεσκέσι στον Σουλεϊμάν ο οποίος μάζευε γυναίκες όπως άλλοι σήμερα μαζεύουν γραμματόσημα. Αλλ' η όμορφη δούκισσα πληροφορήθηκε την απόβασι του κουρσάρου στις ακτές της Νάπολης, και χωρίς να χάση καιρό—νύκτα ήταν και κοιμόταν—καβάλησε το άλογο με το νυχτικό, όπως ήταν, κι’ έφυγε καλπάζοντας για τα ενδότερα με την συνοδεία ενός μόνον υπηρέτη. Γλύτωσε. Άπρακτος έφυγε ο Χαϊρεντίν από το Φούντι. Έξαλλος όμως, για την αποτυχία του, παρέδωσε την δύστυχη πόλι για τέσσερις ώρες στους Γενιτσάρους του, οι όποιοι την έκαμαν γυαλιά—καρφιά. Η δούκισσα πληροφορήθηκε όλα τούτα με δάκρυα στα μάτια, αλλ' άλλο πρόβλημα φαίνεται πως την απασχολούσε εν τω μεταξύ: Ο υπηρέτης, που την συνώδεψε εκείνη τη νύχτα στην απελπισμένη έφιππη φυγή της. Είναι άγνωστο τι μεσολάβησε μεταξύ τους, αργότερα όμως, η πανέμορφη χήρα τον κατήγγειλε, ότι παραφάνηκε ενοχλητικός εκείνη τη νύχτα κι' ο δύστυχος καταδικάσθηκε σε θάνατο. Αν εκτελέσθηκε ή όχι η ποινή του, δεν μας το λένε οι χρονικογράφοι της εποχής. Αναστατώθηκαν από τούτο τό περιστατικό οι ηγεμόνες της Δύσεως. Όχι τόσο για την περιπέτεια της δουκίσσης—στο κάτω—κάτω καλά να πάθη η ψηλομύτα!—όσο όμως, γιατί ο Μπαρμπαρόσσα κατάφερε να βάλη χέρι σε μεσόγεια πόλι. Τι θα γινόταν αν συνέχιζε έτσι; και ποιοι ήσαν οι σκοποί του; Μήπως είχε υπ' όψει του να κάμη αποβασιν για καλά στην Ευρώπη και να εγκαταστήση πειρατικό προγεφύρωμα ή ακόμη και Κράτος; Ο Χαϊρεντίν δεν του έδωσε πολύ καιρό για τέτοιους συλλογισμούς. Γιατί, ενώ τον περίμεναν να συνεχίση τις επιδρομές του στις ευρωπαϊκές ακτές, εκείνος σαλπάρησε ξαφνικά απ' τα νερά της Νάπολης και τράβηξε ολοταχώς προς τον Νοτιά. Ένα μπρίκι γενοβέζικο είδε την άρμάδα, που αρμένιζε κατά την Αφρική κι' έφερε το νέο στο Παλέρμο, όπου κανείς δεν ήθελε να το πιστέψη. Εν τούτοις, ο Γενοβέζος καπετάνιος δεν έκαμε λάθος. Ο Μπαρμπαρόσσα κι ό στόλος του τραβούσαν προς την Αφρική. Ήταν βέβαιο, και πιστεύθηκε, πως θα πήγαινε κατά το Αλγέρι, το συνηθισμένο του λιμέρι, για να ετοιμασθή για νέο ρεσάλτο. Μέγα λάθος. Όταν έφθασε κοντά στα βορειαφρικανικά παράλια ο αρχικουρσάρος έκοψε αριστερά και τράβηξε για το Τούνεζι. Κι' εκεί όταν έφθασε έξω απ' το λιμάνι, τράβηξε τις πρώτες κανονιές. Νόμισαν οι έξω, πως χαιρέτησε τη σημαία τους. Αλλά λάθος. Με τις πρώτες κανονιές σκοτώθηκε κόσμος και γκρεμίστηκαν σπίτια. Ο Χαϊρεντίν ούτε σημαίες χαιρέτιζε, ούτε πράσιν' άλογα. Είχε, απλούστατα αρχίσει επίθεσι κι' εννοούσε να την συνέχιση ως την κατάληψι της πόλεως. Έτσι κι' έγινε. Μέσα σε λίγες ώρες κατέλαβε το Τούνεζι κι' ο τελευταίος Άραβας Σουλτάνος, ο Μουλέκ Χασάν, προστατεύμενος του Βασιλιά της Ισπανίας μόλις πρόλαβε να το βάλη στα πόδια και να γλυτώση. Αυτό υπήρξε και η τελευταία πράξις του δράματος στην αραβική κυριαρχία της Τύνιδος. Από τότε μπαίνει κι αυτή σαν επαρχία μέσα στα όρια της σχεδόν απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη Μαδρίτη τη γενική κατάπληξι για το εγχείρημα του Μπαρμπαρόσσα διαδέχθηκε η αγανάκτησις.Το τι είχε συμβή ήταν πάρα πολύ για να το καταπιή ο Κάρολος. Οργή τον κατέλαβε κι' αποφάσισε ν' αντιδράση αμέσως. Δεν φώναξε ούτε στρατηγούς, ούτε ναυάρχους.—Εγώ, είπε, θα είμαι αρχηγός της εκστρατείας!Δόθηκαν οι διαταγές. Καράβια άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Βαρκελώνη. Καράβια και στρατιώτες—μέσα σε τρεις βδομάδες εικοσιπέντε χιλιάδες στρατός και 600 πλοία ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν 150 μεγάλα οπλιταγωγά και 65 γαλέρες, με ναύαρχο τον Αντρέα Ντόρια. Ο ίδιος ο Κάρολος Κούντος επιστατούσε στη συγκέντρωσι και στις προετοιμασίες και, τέλος στις 28 Μαΐου του 1535 του αναφέρθηκε πως όλα ήσαν έτοιμα για την εκστρατεία. Την επομένη δόθηκε η διαταγή της αναχωρήσεως. Πρώτες σαλπάρησαν οι γαλέρες του Ντόρια και ακολουθούσαν τα οπλιταγωγά με τον στρατό, ενώ σε χρυσοβαμμένο «γαλλιόν» βρισκόταν επάνω ο ίδιος ο Βασιλιάς. Στόλος τρομερός, πράγματι, για την εποχή, που σπάνια είχε ιδεί η ως τότε ανθρωπότης. Ο Κάρολος δεν ήταν άνθρωπος δειλός. Η Μεγαλειότης του ήταν παλληκαράς και είχε αποφασίσει να το βροντήξη.—Θα τον χτυπήσουμε, στην καρδιά, είπε. Εκεί που τον πονάει. Καπιτάν—γενεράλ, πορεία για το Τούνεζι.
Την άλλη μέρα, συνοδεύμενος από δέκα οκτώ καπεταναίους της αρμάδας του, παρουσιαζόταν στο Διβάνι. Φορούσε βαρύτιμη ενδυμασία Μουσουλμάνου με μπότες από δέρμα φώκιας, τα δε κόκκινα μαλλιά του, τ' αετίσιο βλέμμα του και η ψηλή κορμοστασιά του έκαναν φοβερή εντύπωσι. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψη, ότι ο άνδρας αυτός με το πλατύ στήθος και την ζωηρή περπατησιά ήταν ήδη εξήντα οκτώ ετών. Οι μεγιστάνες της Αυλής του Σουλεϊμάν κατάλαβαν αμέσως πως τούτος εδώ ο άνθρωπος ήταν επίφοβος εχθρός και αντίπαλος. Προσπάθησαν να κάνουν τον Πατισάχ να αλλάξη μυαλά και να τον ξαποστείλη άναυλα, μα δεν τα κατάφεραν. Το αντίθετο μάλιστα! Γιατί την επομένη ο Σουλεϊμάν μπροστά σ' όλους του βεζύρηδες και του πασάδες, έδινε στον Χαϊρεντίν το γιαταγάνι, την αυτοκρατορική σημαία και το ραβδί του αρχικαδή, σύμβολα όλα απόλυτης εξουσίας πάνω σ' όλα τα λιμάνια και τα νησιά της Αυτοκρατορίας. Συγχρόνως ο μεγάλος βεζύρης Ιμπραήμ, που είχε καταλάβει την αξία του Μπαρμπαρόσσα, είπε στον Σουλεϊμάν πως έπρεπε να του δοθή κι' επίσημος βαθμός. Καί πράγματι του απενεμήθη αμέσως ο τίτλος του Καπουδάν πασά (αρχιναύρχου) μαζί δε και ο χαρακτηρισμός «Χακά ούλ Μπλάχρ» δηλαδή «κυρίαρχος των θαλασσών». Απ' εκείνη την ημέρα αρχίζει τρομερή η δράσις του Χαϊρεντίν. Ο Ναύσταθμος της Πόλης ουδέποτε είχε ιδεί τόση δραστηριότητα. Τα παλιά πλοία μπήκαν αμέσως σε επισκεύ, καινούργια άρχισαν να ναυπηγούνται με τέτοιο ρυθμό όλ' αυτά, ώστε μέσα σε λίγους μήνες 84 γαλέρες ήταν έτοιμες για ταξίδι. Ο Χαϊρεντίν μπήκε επί κεφαλής του δυνατού αυτού στόλου και απέπλευσε αμέσως για τα προσφιλή του παράλια της Ιταλίας, που, απροστάτευτα τα περισσότερα, του προσέφεραν εύκολη λεία. Πήγε, λοιπόν, κατ' ευθείαν στις ακτές του Ρέτζιο, έπιασε όλα τα καράβια που βρισκόντουσαν στο λιμάνι και κάπου χίλιους δύστυχους Ιταλούς, που δεν πρόφθασαν να ξεφύγουν, και του έδεσε αμέσως στις αλυσίδες. Από το στενό της Μεσσήνης έβαλε ρότα κατά το Βοριά κι' εφτασε ως τον κόλπο της Νάπολης με απόφασι να επιχειρήση μιά τολμηρή έπίθεσι στην ενδοχώρα. Αντικειμενικός σκοπός δεν ήταν ούτε χρυσάφι, ούτε σκλάβοι, αλλά μια γυναίκα. Η ωραιότατη Τζούλια Γκονζάκα, δούκισσα του Τρατζέτο, νεαρή χήρα, που έμενε στο Φούντι και που ήταν εκείνη την εποχή η πιο ονομαστή ομορφιά ολόκληρης της Ιταλίας. Λένε, ποιητές εκείνου του καιρού είχαν αφιερώσει στίχους στην καλλονή της και άπειρες είχαν γίνει μονομαχίες για ένα της χαμόγελο. Ό Χαϊρεντίν δεν την ήθελε για τον εαυτό του. Στον τομέα αυτόν, μάλιστα, ήταν πολύ εγκρατής, όπως γράφουν όσοι τον γνώρισαν, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί. Αλλά την ήθελε την όμορφη κυρά για να την στείλη πεσκέσι στον Σουλεϊμάν ο οποίος μάζευε γυναίκες όπως άλλοι σήμερα μαζεύουν γραμματόσημα. Αλλ' η όμορφη δούκισσα πληροφορήθηκε την απόβασι του κουρσάρου στις ακτές της Νάπολης, και χωρίς να χάση καιρό—νύκτα ήταν και κοιμόταν—καβάλησε το άλογο με το νυχτικό, όπως ήταν, κι’ έφυγε καλπάζοντας για τα ενδότερα με την συνοδεία ενός μόνον υπηρέτη. Γλύτωσε. Άπρακτος έφυγε ο Χαϊρεντίν από το Φούντι. Έξαλλος όμως, για την αποτυχία του, παρέδωσε την δύστυχη πόλι για τέσσερις ώρες στους Γενιτσάρους του, οι όποιοι την έκαμαν γυαλιά—καρφιά. Η δούκισσα πληροφορήθηκε όλα τούτα με δάκρυα στα μάτια, αλλ' άλλο πρόβλημα φαίνεται πως την απασχολούσε εν τω μεταξύ: Ο υπηρέτης, που την συνώδεψε εκείνη τη νύχτα στην απελπισμένη έφιππη φυγή της. Είναι άγνωστο τι μεσολάβησε μεταξύ τους, αργότερα όμως, η πανέμορφη χήρα τον κατήγγειλε, ότι παραφάνηκε ενοχλητικός εκείνη τη νύχτα κι' ο δύστυχος καταδικάσθηκε σε θάνατο. Αν εκτελέσθηκε ή όχι η ποινή του, δεν μας το λένε οι χρονικογράφοι της εποχής. Αναστατώθηκαν από τούτο τό περιστατικό οι ηγεμόνες της Δύσεως. Όχι τόσο για την περιπέτεια της δουκίσσης—στο κάτω—κάτω καλά να πάθη η ψηλομύτα!—όσο όμως, γιατί ο Μπαρμπαρόσσα κατάφερε να βάλη χέρι σε μεσόγεια πόλι. Τι θα γινόταν αν συνέχιζε έτσι; και ποιοι ήσαν οι σκοποί του; Μήπως είχε υπ' όψει του να κάμη αποβασιν για καλά στην Ευρώπη και να εγκαταστήση πειρατικό προγεφύρωμα ή ακόμη και Κράτος; Ο Χαϊρεντίν δεν του έδωσε πολύ καιρό για τέτοιους συλλογισμούς. Γιατί, ενώ τον περίμεναν να συνεχίση τις επιδρομές του στις ευρωπαϊκές ακτές, εκείνος σαλπάρησε ξαφνικά απ' τα νερά της Νάπολης και τράβηξε ολοταχώς προς τον Νοτιά. Ένα μπρίκι γενοβέζικο είδε την άρμάδα, που αρμένιζε κατά την Αφρική κι' έφερε το νέο στο Παλέρμο, όπου κανείς δεν ήθελε να το πιστέψη. Εν τούτοις, ο Γενοβέζος καπετάνιος δεν έκαμε λάθος. Ο Μπαρμπαρόσσα κι ό στόλος του τραβούσαν προς την Αφρική. Ήταν βέβαιο, και πιστεύθηκε, πως θα πήγαινε κατά το Αλγέρι, το συνηθισμένο του λιμέρι, για να ετοιμασθή για νέο ρεσάλτο. Μέγα λάθος. Όταν έφθασε κοντά στα βορειαφρικανικά παράλια ο αρχικουρσάρος έκοψε αριστερά και τράβηξε για το Τούνεζι. Κι' εκεί όταν έφθασε έξω απ' το λιμάνι, τράβηξε τις πρώτες κανονιές. Νόμισαν οι έξω, πως χαιρέτησε τη σημαία τους. Αλλά λάθος. Με τις πρώτες κανονιές σκοτώθηκε κόσμος και γκρεμίστηκαν σπίτια. Ο Χαϊρεντίν ούτε σημαίες χαιρέτιζε, ούτε πράσιν' άλογα. Είχε, απλούστατα αρχίσει επίθεσι κι' εννοούσε να την συνέχιση ως την κατάληψι της πόλεως. Έτσι κι' έγινε. Μέσα σε λίγες ώρες κατέλαβε το Τούνεζι κι' ο τελευταίος Άραβας Σουλτάνος, ο Μουλέκ Χασάν, προστατεύμενος του Βασιλιά της Ισπανίας μόλις πρόλαβε να το βάλη στα πόδια και να γλυτώση. Αυτό υπήρξε και η τελευταία πράξις του δράματος στην αραβική κυριαρχία της Τύνιδος. Από τότε μπαίνει κι αυτή σαν επαρχία μέσα στα όρια της σχεδόν απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη Μαδρίτη τη γενική κατάπληξι για το εγχείρημα του Μπαρμπαρόσσα διαδέχθηκε η αγανάκτησις.Το τι είχε συμβή ήταν πάρα πολύ για να το καταπιή ο Κάρολος. Οργή τον κατέλαβε κι' αποφάσισε ν' αντιδράση αμέσως. Δεν φώναξε ούτε στρατηγούς, ούτε ναυάρχους.—Εγώ, είπε, θα είμαι αρχηγός της εκστρατείας!Δόθηκαν οι διαταγές. Καράβια άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Βαρκελώνη. Καράβια και στρατιώτες—μέσα σε τρεις βδομάδες εικοσιπέντε χιλιάδες στρατός και 600 πλοία ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν 150 μεγάλα οπλιταγωγά και 65 γαλέρες, με ναύαρχο τον Αντρέα Ντόρια. Ο ίδιος ο Κάρολος Κούντος επιστατούσε στη συγκέντρωσι και στις προετοιμασίες και, τέλος στις 28 Μαΐου του 1535 του αναφέρθηκε πως όλα ήσαν έτοιμα για την εκστρατεία. Την επομένη δόθηκε η διαταγή της αναχωρήσεως. Πρώτες σαλπάρησαν οι γαλέρες του Ντόρια και ακολουθούσαν τα οπλιταγωγά με τον στρατό, ενώ σε χρυσοβαμμένο «γαλλιόν» βρισκόταν επάνω ο ίδιος ο Βασιλιάς. Στόλος τρομερός, πράγματι, για την εποχή, που σπάνια είχε ιδεί η ως τότε ανθρωπότης. Ο Κάρολος δεν ήταν άνθρωπος δειλός. Η Μεγαλειότης του ήταν παλληκαράς και είχε αποφασίσει να το βροντήξη.—Θα τον χτυπήσουμε, στην καρδιά, είπε. Εκεί που τον πονάει. Καπιτάν—γενεράλ, πορεία για το Τούνεζι.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΟΡΙΔΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ
ΑΘΗΝΑ
1974
from ανεμουριον https://ift.tt/2ojjjKB
via IFTTT