ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ | Η Παναγία της Λειβαδιάς αποτελούσε, μέχρι τελευταία, σχεδόν ένα αίνιγμα για την ιστορία τής μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής του ελλαδικού χώρου [1], γεγονός που βάρυνε κάπως και στις γνώσεις μας για την ιστορική γεωγραφία τής γύρω από την Κωπαΐδα περιοχής τής Βοιωτίας, στην ίδια χρονική περίοδο, καθώς το μόνο μεσοβυζαντινό μνημείο που φερόταν πως υπήρχε κάποτε σ’ αυτή την πόλη όχι μόνο δε σωζόταν πλέον αλλά και παρέμενε ουσιαστικά άγνωστο που ακριβώς βρισκόταν, σε ποιό τύπο ναού ανήκε και ποια ήταν η συγκεκριμένη του μορφή [2]. Έτσι, και η ίδια η Λειβαδιά [3] φαινόταν να βγαίνει από τους «σκοτεινούς χρόνους» μόνο με την καταλανική κυριαρχία, όταν κτίζεται το μεσαιωνικό της κάστρο [4], για να ακμάσει στην τουρκοκρατία [5] και, ιδίως, στην ύστερη περίοδο της τελευταίας[6]. Ό,τι
Εικ. Ι. Σχέδιο αποτύπωσης μαρμάρινης πλάκας θωρακίου από το τέμπλο της εκκλησίας τής Παναγίας στη Λειβαδιά (Γ. Λαμπάκης). |
γνωρίζαμε για το λεβαδειακό αυτό μνημείο περιοριζόταν στο σχέδιο της κύριας όψης ενός αρχιτεκτονικού μέλους τού εσωτερικού του, η επισήμανση τού οποίου αναγόταν στη δεύτερη μόλις δεκαετία τού εκατοντάχρονου ήδη βίου τη Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, της οποίας η τότε δράση ταυτιζόταν με τις προσωπικές προσπάθειες και αγώνες τού ανθρώπου που την ίδρυσε, του Γεωργίου Λαμπάκη, στη μνήμη τού οποίου ας γίνει αυτή η εργασία μικρή προσφορά. Ο Λαμπάκης επισκέπτεται τη Λειβαδιά στις 10 έως 11 Οκτωβρίου 1904[7], κατά τη διάρκεια των πολυήμερων εκείνων περιοδειών του για την καταγραφή, φωτογράφηση ή και διάσωση ενός εγκαταλειμμένου και σχεδόν παραπεταμένου υλικού, που θα αποτελέσει αργότερα τον πυρήνα τού Χριστιανικού και Βυζαντινού Μουσείου τής Αθήνας. Η αναφορά του στο
|
Είκ. 2. Χαρακτικό του C. Laplante από σχέδιο του Sahid, με παράσταση τη κηδείας του επισκόπου Θηβών και Λεβαδείας Αβραμίου Αναγνώστου (✝ 1858) από την εκκλησία της Παναγίας της Λειβαδιάς.
|
ερειπωμένο ήδη μνημείο περιορίζεται στην επεξήγηση τού σχεδίου αποτύπωσης τής μπροστινής πλευράς μιας πλάκας θωρακίου τέμπλου, μήκ. 0,87 και υψ. 0,65 μ. (Εικ. 1). Πρόκειται, σημειώνει, για ένα «θωράκιον Ι΄-ΙΑ΄αιώνος, όπερ εύρομεν επί των ερειπίων τού αρχαίου ναού τής Παναγίας παρά το Τροφώνιον εν Λεβάδεια, λόγου άξιον δια την πλοκήν του κοσμήματος[8]». Το δημοσιευόμενο σχέδιο, που πιθανώς αποδίδει μόνο τα περιγράμματα τού ανάγλυφου «κοσμήματος» τού θωρακίου, δείχνει ένα ορθογώνιο με περιθώριο τριγύρω, φαρδύτερο μόνο κατά μήκος τής μιας μακριάς του πλευράς, προφανώς εκείνης με την οποία γινόταν η στερέωση του στο στυλοβάτη. Η κύρια όψη του είναι διακοσμημένη με την ατέρμονη κίνηση μιας απλής, ορθογωνικής διατομής(;) ταινίας, που δημιουργεί ένα μεγάλο ρόμβο και δυό
|
Εικ. 3. Απόσπασμα του ισχύοντος σχεδίου τής Λειβαδιάς. 1: εκκλησία τής Παλιάς Παναγιάς (με το βέλος κοντά στην εκκλησία σημειώνεται ή θέση του ζωγράφου Sahib κατά την κηδεία του επισκόπου Αβραμίου, το 1858) 2: τζαμί Γαζή Ομέρ Μπέη 3: τζαμί Ταμπάχνας 4: Ώρα (πύργος ρολογιού, κτισμένος στη θέση ανάλογου πύργου τής ύστερης τουρκοκρατίας) 5: Μητροπολιτικός ναός Εισοδίων τής Θεοτόκου (έχει κτιστεί στη θέση τού τζαμιού τού Σταροπάζαρου)
|
εφαπτόμενα στο μέσο του μεγάλα ημικύκλια με καμπυλωμένα άκρα, τα οποία, όπως και οι γωνίες του ρόμβου, δένονται με κόμπους σ’ ένα ορθογωνικό πλαίσιο που σχηματίζεται από την ίδια αυτή ταινία. Μια έρευνα στο φωτογραφικό αρχείο Λαμπάκη του Βυζαντινού Μουσείου έδειξε ότι δεν υπάρχει τίποτε σχετικό με την ίδια τη Λειβαδιά[9] και το ίδιο άκαρπο αποτέλεσμα είχαν και οι έρευνες στις συλλογές αρχιτεκτονικών γλυπτών του ίδιου Μουσείου [10] αλλά και εκείνων τής Θήβας και τής Χαιρώνειας [11]. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι, ήδη από την επίσκεψη Λαμπάκη ή λίγο αργότερα, το θωράκιο μεταφέρθηκε στην αρχαιολογική συλλογή τής Λειβαδιάς [12]. Πράγματι, σε πρωτόκολλο παραλαβής και παράδοσης τής τελευταίας, του τέλους του 1938 [13], καταχωρούνται και τα αριθ. 35-39 αρχαία, που φέρονται όλα να είναι
|
Εικ. 4. Χαρακτικό σχεδίου του Sim. Pomardi, που έχει γίνει από το εσωτερικό του λαξευτού στο βράχο θαλάμου λατρευτικών δείπνων ή μυστικών ιεροπραξιών, στο χώρο τού ιερού του Τροφωνίου. Παριστάνεται τμήμα τής κοίτης τής Έρκυνας και περιοχή τής πόλης κοντά στην εκκλησία τής Παναγίας.
|
βυζαντινά, πλην ενός που φαίνεται πως ανήκε σε άγνωστο φραγκικό ή καταλανικό μνημείο τής πόλης [14]. Ανάμεσα πάντως σ’ αυτά, υπήρχαν και «τμήματα βυζαντινών παραθύρων μικρά», καθώς και το «ήμισυ σχεδόν μικρού βυζαντινού διαχωρίσματος», που πιθανότατα ανήκαν στην εκκλησία τής Παναγίας [15], αφού, καθώς θα δούμε, το μνημείο διέθετε και διαφράγματα στα παράθυρα τού τύμπανου τού τρούλου του. Δυστυχώς, η τύχη των αρχαίων των αριθ. 36-39 τού πρωτοκόλλου αυτού [16] δε μαρτυρείται, από τα σχετικά έγγραφα, μετά την άνοιξη τού 1941 [17]. Από την άλλη πλευρά, η παλιότερη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη μιας εκκλησίας τής Παναγίας μέσα στη Λειβαδιά οφείλεται στους Spon και Wheler, που επισκέπτονται την πόλη το 1675 [18].
|
Είκ. 5. Λειβαδιά. Ή νότια πλευρά τής εκκλησίας τής Παλιάς Παναγιάς.
|
Την αναφέρουν μαζί με άλλες δυό ως μία από τις κυριότερες εκκλησίες της [19], ενώ μία τέταρτη είχε καεί πρίν μερικά χρόνια [20] και μία πέμπτη, τον Άγιο Γεώργιο, τη βρίσκουν νά ‘χει μετατραπεί σε τζαμί [21]. Για καμιά όμως απ’ αυτές δεν προσδιορίζουν την ακριβή τη θέση. Εντελώς όμως απροσδόκητα, οι πενιχρότατες αυτές γνώσεις μας για το χαμένο μνημείο τη Λειβαδιάς αυξάνονται κατά πολύ από την επισήμανση και αξιοποίηση που θα επιχειρήσουμε εδώ ενός πολύτιμου σχεδίου (Είκ. 2). Πρόκειται για χαρακτικό του C. Laplante, βασισμένο σε σχέδιο ή σκίτσο ενός καλλιτέχνη που το υπογράφει με το όνομα Sahib, που δημοσιεύεται, μαζί με άλλες απεικονίσεις περιοχών ή συγκεκριμένων μνημείων και κτιρίων της Λειβαδιάς, σε πλούσια εικονογραφημένη γερμανική έκδοση τού 1882 [22], στο κείμενο τής οποίας
|
Εικ. 6. Λειβαδιά. Μαρμάρινος κορμός κολόνας από την εκκλησία τής Παναγίας, όρθια στερεωμένος στην επίχωση ανδήρου, μπροστά στη δυτική πλευρά τής εκκλησίας τής Παλιάς Παναγιάς.
|
περιγράφονται και πολλοί άλλοι ελληνικοί τόποι και πόλεις που είχε επισκεφθεί ό συγγραφέας του Amand von Schweiger-Lerchenfeld, προς τα τέλη τής βασιλείας τού Όθωνα ή τις αρχές τής βασιλείας τού Γεωργίου Α '[23]. Ο Amand von Schweiger-Lerchenfeld αναφέρεται εκτενώς στη Λειβαδιά και η μνεία που κάνει για ένα τζαμί της τελευταίας που είχε πρόχειρα μετατραπεί σε εκκλησία, αναφορά που συνοδεύεται από άλλο χαρακτικό του C. Laplante, βοήθησε, χάρη και στα απομένοντα ερείπια του κτιρίου αυτού, να εντοπισθεί το τζαμί τής Ταμπάχνας (Είκ. 3, αριθ. 3) και να εκπονηθούν σχέδια αναπαράστασης του [24]. Ο Schweiger-Lerchenfeld επεξηγεί το σχέδιο Sahib ως «Eine Begrabniss in Livadhia», ερμηνεία γεγονότος που είναι βέβαια αυτονόητο με την πρώτη ματιά. Ο καλλιτέχνης αποδίδει με ενάργεια την κηδεία ενός
|
Εικ. 7. Αθήνα. Βυζαντινό Μουσείο. Ή όψη με το διακοσμητικό ανάγλυφο του θωρακίου αριθ. 164.
|
επίσημου προσώπου, διαπίστωση που οφείλεται όχι τόσο στην παρουσία πέντε κληρικών αλλά στην ύπαρξη μιας ομάδας ένοπλων φουστανελοφόρων, που προφανώς αποτελούν τη στρατιωτική συνοδεία τής εκφοράς τού νεκρού από μία μικρή μεν αλλά γοητευτική εκκλησία, το εντυπωσιακό τής οποίας οδηγεί τελικά τη ματιά προς τον τρούλο της και το οκταγωνικό του τύμπανο. Μερικές λεπτομέρειες που σχετίζονται με την τοπική συνήθεια να προσφέρονται «ψυχούδια», μικρά στρογγυλά ψωμάκια, μετά τον ενταφιασμό, οδηγούν στην περιγραφή μιας κηδείας στη Λειβαδιά, που είχε παρακολουθήσει ο Γάλλος διπλωματικός Henri Belle [25] μεταξύ τού 1875 και τού 1878 [26], πολύ αργότερα δηλαδή από την εικονιζόμενη εδώ κηδεία, καθώς θα δούμε σε λίγο. Για τη χρονολόγηση τού εικονιζόμενου από τον Sahib γεγονότος βοήθησε
|
Εικ. 8. Λειβαδιά. Άποψη του τύμπανου και του τρούλου του κεντρικού χώρου τού τζαμιού του Γαζή Ομέρ Μπέη.
|
όμως μία σχετική έρευνα στα Γενικά Αρχεία τού Κράτους [27]. Πράγματι, από αίτημα που απευθύνουν προς τον Όθωνα στις 9 Ιανουαρίου 1856 [28] τρεις σημαντικοί παράγοντες τής πόλης, μεταξύ των οποίων είναι και ο επίσκοπος Θηβών και Λεβαδείας Αβράμιος [29], μαθαίνουμε ότι η «Έλλειψις κεντρικού Ναού εν τη πόλει Λεβαδείας, καθισταμένη οσημέραι επαισθητοτέρα, επέφερε τέλος την απόφασιν παρά των αρμοδίων προσώπων του ν’ αναπληρωθή δι’ οικοδομής όσον οίον μεγαλοπρεπούς και καταλλήλου και ήδη ήρξατο αύτη και προβαίνει μεθ’ όλην την εντέλειαν [30]». Τα ανάκτορα, μετά από καθυστέρηση 16 μηνών, στέλνουν την αίτηση στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, ζητώντας απάντηση σέ συγκεκριμένα ερωτήματα, προκειμένου να αποφασισθεί η αιτούμενη οικονομική ενίσχυση τού Όθωνα [31] για την ανέγερση τού «μεγαλοπρεπούς» ναού. Ο αρμόδιος υπουργός Χ. Χριστόπουλος, απαντώντας μετά από λίγες ημέρες (23.5.1857) [32], αφού αναφερθεί στις τρεις εκκλησίες που λειτουργούν στις συνοικίες τής πόλης για να εξυπηρετήσουν μόνο τις 600 από τις 1.000 οικογένειες του πληθυσμού της [33], δίνει τις εξής ενδιαφέρουσες, εμμέσως, και εμάς πληροφορίες: «ο νύν ανεγειρόμενος ναός κείται εν τω κέντρω τής πόλεως, ήτο πρότερον Ντζαμί μικράς εκτάσεως και χωρητικότητος και μετεποιήθη εις Εκκλησίαν το κατ’ αρχάς εις ταύτην την θέσιν, και διά την σμικρότητα και δια την παλαιότητα κατεδαφισθείσης, γίνεται νυν η ανέγερσις ναού μεγαλοπρεπούς και ικανού να χωρήση το υπόλοιπον των κατοίκων τής πόλεως ενοριτών αυτού, των οποίων ο αριθμός συμποσούται εις 400 οικογενείας». Είναι φανερό ότι πρόκειται για το σημερινό μητροπολιτικό ναό τής Λειβαδιάς, την εκκλησία των Εισοδίων τής Θεοτόκου [34] (Είκ. 3, αριθ. 5), που άρχισε να κτίζεται λίγο καιρό πρίν υποβληθεί η αίτηση προς τον Όθωνα για οικονομική ενίσχυση, δηλαδή μέσα στο 1855. Στη θέση του, λοιπόν, υπήρχε το τζαμί τού Σταροπάζαρου, το οποίο, όπως και το προηγούμενο τής Ταμπάχνας, αλλά και οι εκκλησίες, όπως θα φανεί σέ λίγο, έμειναν άθικτα από την πυρπόληση τής Λειβαδιάς από τον Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη (26-6-1821) [35] και τις άλλες καταστροφές που έπαθε ή μέχρι τότε ακμαία αυτή πόλη μέσα στο καλοκαίρι του 1821 [36]. Οι παραπάνω πληροφορίες οδηγούν, επίσης, στο συμπέρασμα ότι για όσα χρόνια μετά το 1855 κράτησε η ανέγερση τής εκκλησίας αυτής, θα πρέπει να χρησιμοποιούσαν κάποια άλλη, οσοδήποτε μικρή αλλά μέσα ή κοντά στο κέντρο τής πόλης, προκειμένου μάλιστα για την τέλεση τής κηδείας ενός επίσημου προσώπου. Την ιδιότητα όμως τού τελευταίου φανερώνει μία προσεκτική παρατήρηση του εικονιζόμενου από τον Sahib νεκρού. Πράγματι, βλέπει κανείς ότι φέρει μίτρα. Δεν υπάρχει καμιά, πιστεύω, αμφιβολία ότι πρόκειται για τον επίσκοπο Αβράμιο Αναργύρου (1852-1858), που πέθανε στα 1858 [37], πρίν συνεπώς προλάβει να εγκαινιάσει το μητροπολιτικό ναό, στον οποίο και θα είχε γίνει η κηδεία του, αν τυχόν και είχε τελειώσει νωρίτερα. Είναι φανερό ότι ο Sahib βρέθηκε ή στάλθηκε στη Λειβαδιά ακριβώς την ημέρα τής κηδείας τού Θηβών και Λεβαδείας και, κατά συνέπεια, η εκκλησία που περιλαμβάνεται στο σχέδιο του παριστάνεται όπως ακριβώς ήταν στα 1858, ένα κτίριο δηλαδή σώο και ακέραιο χωρίς ίχνη ρωγμών ή άλλων βλαβών. Η γενική του μορφή, σε συνδυασμό προς όσα προαναφέρθηκαν δεν αφήνει αμφιβολίες ότι το εικονιζόμενο κτίριο ταυτίζεται προς τον «αρχαίο ναό» του Λαμπάκη, που βρισκόταν «παρά το Τροφώνιον», τη μικρή αυτή αλλά εντυπωσιακή χαράδρα, την οποία διασχίζει η Έρκυνα, το ποτάμι τής Λειβαδιάς, που έχει εκεί ακριβώς και τις πηγές του και όπου υπήρχε και το παρόχθιο ιερό και άλσος του Τροφωνίου [38], την περιοχή δηλαδή τής «Κρύας» [39], τόσο κοντινή άλλωστε στο Σταροπάζαρο και τη θέση τής ανεγειρόμενης τότε εκκλησίας των Εισοδίων (Είκ. 3). Τι είχε όμως μεσολαβήσει ακριβώς, μεταξύ τού 1858 και τού 1904, για να μετατραπεί το μνημείο σ’ ένα ερείπιο, παραμένει προς το παρόν άγνωστο. Ο ακριβής προσδιορισμός τής θέσης της εκκλησίας τής Παναγίας είναι σχετικά εύκολος. Πρόκειται για μία βραχώδη πλαγιά, λίγο ψηλότερα από τη δεξιά όχθη τής Έρκυνας, όπου και στα προεπαναστατικά χρόνια, όπως δείχνει σχετικό σχέδιο τού Simone Pomardi (Είκ. 4), υπήρχαν σπίτια [40]. Εκεί, άγνωστο πότε ακριβώς, δημιουργήθηκε ένα άνδηρο με τεχνητή επίχωση, που διαμόρφωσε έτσι ένα οριζόντιο επίπεδο, με τη βοήθεια αναλημματικού τοίχου, παράλληλου προς τη φορά τής Έρκυνας. Στη θέση αυτή, υπάρχει σήμερα μία μικρή, νεοκλασικού ύφους εκκλησία, με ιδιότυπη κάλυψη τού κεντρικού της χώρου, όπου συναντώνται οι τέσσερις κεραίες του σταυρικού τη σχήματος (Είκ. 5) [41], που δημιουργείται χάρις ακριβώς στην ελαφρά προεξοχή των τεσσάρων αυτών κεραιών. Το κτίριο πρέπει να κτίστηκε μέσα στις πρώτες δεκαετίες τού αιώνα μας, προφανώς μετά το 1904, είναι κι αυτό αφιερωμένο στην Παναγία, ονομάζεται δε Παλιά Παναγιά, όνομα που οφείλεται προφανώς στην ανάμνηση τού προϋπάρχοντος μνημείου. Βέβαια, κανένα από τα σπίτια που σχεδιάζει ο Sahib γύρω από το τελευταίο δεν σώζεται σήμερα. Όμως, το ισχύον και τώρα σχέδιο τής πόλης προβλέπει, δυτικά μεν τής Παλιάς Παναγιάς ένα οικοδομικό τετράγωνο που δεν είναι τώρα οικοδομημένο (με διακεκομμένη γραμμή στη θέση 1 τής Είκ. 3) [42], ενώ στα ανατολικά τής ίδιας εκκλησίας υπάρχει ένα άλλο οικοδομικό τετράγωνο σχήματος Γ, με μία προεξοχή δηλαδή προς την κατεύθυνση τής Παλιάς Παναγιάς. Το σχέδιο διατηρεί, γενικότερα, την κατάσταση πραγμάτων που υπήρχε από τον προηγούμενο αιώνα και, ασφαλώς, και την προεπαναστατική περίοδο, τουλάχιστον σε μερικές περιοχές τής πόλης. Αλλά και στο σχέδιο Sahib βλέπει κανείς ένα διώροφο σπίτι, πίσω ακριβώς από το μνημείο, τού οποίου ένα τμήμα προεξέχει προς την κατεύθυνση τού μνημείου, όπου μάλιστα σημειώνεται και η ύπαρξη λάθους του καλλιτέχνη, που μάταια προσπάθησε να διορθώσει, εκ των ύστερων, καθώς εμπλέκονται οι γραμμές τού τελευταίου με τμήματα τής βόρειας πλευράς τής εκκλησίας τής Παναγίας. Έχουμε, λοιπόν, έτσι και μία ακόμη επιβεβαίωση τής ακριβούς θέσης στην οποία βρισκόταν το μεσοβυζαντινό μας μνημείο. Πρόσθετες όμως μαρτυρίες για τον εντοπισμό αυτό μας δίνει και η υφιστάμενη σήμερα Παλιά Παναγιά. Πράγματι, στο κατώτερο τμήμα όλων των τοίχων του κτιρίου, πλην εκείνων τής ανατολικής του πλευράς, έχουν χρησιμοποιηθεί θραύσματα πλίνθων από τα ερείπια τής Παναγίας, ενώ στο δίλοβο παράθυρο τής νότιας πλευράς του (Εικ. 6), το πώρινο πλαίσιο του περιβάλλεται από ακανόνιστου λίθους, στους οποίους όμως παρεμβάλλονται και μερικά τούβλα, στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μία ανακουφιστική ζώνη πάνω από τα δυό τοξωτά ανώφλια των λοβών του. Προφανώς, έχουμε και πάλι χρήση τού υλικού τού μεσοβυζαντινού μνημείου. Τέλος, στο ίδιο το άνδηρο, μπροστά ακριβώς από τη δυτική πλευρά τής σημερινής εκκλησίας, εξέχει, σε ύψος 1,10 μ. πάνω από το χώμα, μονόλιθος κορμός (Εικ. 6), κυκλικής διατομής , με ελαφρά μείωση και επάνω διάμετρο 0,275 μ., στοιχεία που επιτρέπουν την ταύτιση του με μία από τις κολόνες στήριξης του τρούλου του αρχικού κτιρίου, δεδομένου ότι το τελευταίο, όπως προκύπτει από το σχέδιο του Sahib αλλά και το θωράκιο που δημοσίευσε ό Λαμπάκης, ήταν μικρών διαστάσεων. Στο σχέδιο του ο Sahib δείχνει, προοπτικά, τη δυτική και τη βόρεια πλευρά του ναού. Από την πρώτη, που ήταν στραμμένη προς την κοίτη τής Έρκυνας, σχεδιάζεται με σαφήνεια η πρόσοψη τής δυτικής κεραίας, καθώς και εκείνη του βορειοδυτικού γωνιαίου διαμερίσματος. Περιέργως, δε διακρίνεται, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει από τη θέση στην οποία φαίνεται πως στεκόταν ο καλλιτέχνης, η όψη τού νοτιοδυτικού γωνιαίου διαμερίσματος. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει είτε μία σχεδιαστική παράλειψη είτε κάποια καταστροφή τού τελευταίου πριν από το 1858. Και τούτο γιατί, κατά τα άλλα, το μνημείο φαίνεται να είχε ένα ορθογωνισμένο περίγραμμα, να ανήκε δηλαδή στον τύπο τού εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο ναού και όχι σ’ εκείνον των ελεύθερων σταυρών. Αυτό φαίνεται καθαρά από την ευθυγραμμία τής μονόριχτης στέγης τού βορειοδυτικού γωνιαίου διαμερίσματος του και τής δίριχτης στέγης τής βόρειας κεραίας (Είκ. 2) αλλά και την από Ν. προς Β. κλίση τής μονόριχτης στέγης τού βορειοδυτικού γωνιακού διαμερίσματος [43]. Το κτίριο θα πρέπει να ανήκε στον απλό τύπο τού δικιόνιου (περισσότερο) ή τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού και όχι στο σύνθετο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βόρεια πλευρά του, που περιλαμβάνεται στο σχέδιο του Sahib μαζί με τη δυτική, θα πρέπει να ήταν επιμηκέστερη από τη δυτική και μάλιστα κατά μήκος τής ανατολικής κεραίας τού σταυρού τής κάτοψης (και των στεγών). Όμως, στο υπόψη σχέδιο ή τελευταία αυτή (δίριχτη) στέγη δε φαίνεται καθόλου, ώστε να μην μπορεί κανείς να έχει μία τέτοια (προοπτική) σύγκριση μεγεθών. Όμως, το γενικό μέγεθος τού μνημείου είναι τόσο μικρό, ώστε να πρέπει κανείς να αποκλείσει την υιοθέτηση τού σύνθετου τύπου. Αν, λοιπόν, η Παναγία ήταν μία δικιόνια σταυροειδής εκκλησία (τύπος ναού με αρκετή διάδοση στον ελλαδικό χώρο) και είχε πεσσούς αντί για κίονες στο μεσαίο τμήμα τού τέμπλου της, οπότε το επιστύλιο του στερεωνόταν και στους εκατέρωθεν πεσσούς, πρέπει να υποθέσουμε ότι σ’ αυτό υπήρχαν μόνο δυό πλάκες θωρακίων και, ανάμεσα του, το άνοιγμα τής ωραίας πύλης με εκατέρωθεν κιονίσκους. Στη βόρεια, τώρα, πλευρά το μνημείο βρισκόταν σε επαφή με ισόγειο κτίσμα, στεγασμένο με δίριχτη στέγη, που φαίνεται έτσι σάν να ήταν μία πολύ μεταγενέστερη επέκταση τη βόρειας πλευράς τη εκκλησίας. Οπωσδήποτε, η σύγχυση των γραμμών της προσθήκης αυτής με εκείνες του διώροφου σπιτιού τής ανατολικής περιοχής τού μνημείου είναι τέτοια που να μην επιτρέπει κάποιο ασφαλέστερο συμπέρασμα [44]. Απροσδιόριστος όμως είναι και ό προορισμός ενός χαμηλού και προσκολλημένου στη βόρεια πλευρά τής εκκλησίας κτίσματος ορθογωνικής διατομής και με ανεξάρτητη σαμαρωτή στέγη, που έχει μάλιστα και ένα δίλοβο παράθυρο. το μικρό του ύψος το κάνει να μοιάζει με υπαίθριο προσκυνητάρι, εντύπωση όμως που αποκλείει ή παρουσία τού δίλοβου ανοίγματος. Έτσι παραμένει τελικά ανερμήνευτο [45]. Το μεσαίο τμήμα τής δυτικής πλευράς ή μάλλον ο τοίχος τού παραπάνω τμήματος υψώνεται πάνω από τη στάθμη τής αντίστοιχης δίριχτης στέγης και έχει τη μορφή σαμαρωτής κορύφωσης, καλυμμένης με πέτρινες μάλλον πλάκες παρά με κεραμίδια. Πάνω σ’ αυτή βρίσκεται ένα επίπεδο κωδωνοστάσιο, που δε φαίνεται να είναι σύγχρονο με το αρχικό κτίριο, έχει δε ένα τρίλοβο άνοιγμα, με ψηλότερο και φαρδύτερο το μεσαίο λοβό. Και τα τρία τόξα του ανοίγματος είναι κτισμένα με τούβλα, αλλά δεν είναι σαφές αν υπάρχουν κτιστοί με τούβλα πεσσίσκοι ή μαρμάρινοι αμφικιονίσκοι ανάμεσα του [46]. Η στέγη του είναι και πάλι δίριχτη και προεξέχει ελαφρά. Στην ίδια όψη υπάρχει και το θύρωμα τής εισόδου, που είναι τοξωτό, με πλίνθινη οδοντωτή ταινία τριγύρω στο τόξο του. Όμως, το άνοιγμα τού ίδιου τού τόξου φράσσεται με ένα τύμπανο είτε πέτρινο (μαρμάρινο;) είτε κτιστό με τούβλα(;), έτσι ώστε να αφήνεται τελικά ένα ορθογωνικό άνοιγμα εισόδου στην εκκλησία. Ολόκληρη η δυτική πλευρά φαίνεται να είναι επιχρισμένη, ενώ δε συμβαίνει το ίδιο με το βόρειο τοίχο τής δυτικής κεραίας, ο οποίος φαίνεται να είναι κτισμένος με κάπως επιμήκεις λαξευτούς λίθους και την παρεμβολή πλίνθων στου αρμούς, έτσι ώστε να συμπεραίνεται ένα τυπικό πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Ασαφέστερα σχεδιάζεται το σύστημα κατασκευής των τοίχων τής τετραγωνικής βάσης τού τύμπανου του τρούλου. Πράγματι, ξεχωρίζουν μεν οί οριζόντιες στρώσεις των λίθων αλλά δε διαγράφονται οι πιθανόν παρεμβαλλόμενες και εδώ πλίνθοι, διαπίστωση που δεν αποκλείει εντελώς ένα διαφορετικό τρόπο κατασκευής ειδικά τής βάσης τού τύμπανου. Αντίθετα, με τούβλα περιβάλλονται οι λαξευτοί λίθοι στον τοίχο τού οκταγωνικού τύμπανου, από το οποίο διακρίνονται καλά οι τρεις του πλευρές (η βόρεια, η βορειοδυτική και η δυτική), έτσι ώστε να προδίδεται και η θέση τού καλλιτέχνη πάνω στην προέκταση περίπου τής διχοτόμου τής βορειοδυτικής γωνίας τού κτιρίου (βλ. το βέλος που σημειώνεται στον αριθ. 1 τής Είκ. 3). Μία μικρή, οριζόντια προεξοχή τής πλάγιας προβολής τού νοτιοδυτικού τόξου του τύμπανου δείχνει την παρουσία μικρού μεγέθους υδρορροών, που είναι βέβαια άγνωστο αν ήταν ζωόμορφες ή όχι. Προβάλλουν πάνω ακριβώς από του καθαρά διακρινόμενους ένθετου κιονίσκους των ακμών τού τύμπανου, ανάμεσα στα (λοξότμητα;) τοξωτά γείσα, που επίσης διαγράφονται με ευκρίνεια. Κάτω από τα τελευταία, ξεχωρίζει μία ομόκεντρη ταινία από τούβλα άλλα δε διακρίνεται η διάταξη των πλίνθων τού τύμπανου των παραθύρων ούτε και η ύπαρξη σκυφίου ή κουφικού συμπλέγματος ή «κομβίου», πάνω στον άξονα συμμετρίας των τελευταίων, αν και κάποιο ασαφώς κυκλικό σχήμα διακρίνεται, στη θέση αυτή, στο τύμπανο τού βορειοδυτικού παραθύρου. Σε κάθε πλευρά τού τύμπανου ανοίγεται ένα δίλοβο παράθυρο, με αμφικιονίσκο στο μέσο, οι λοβοί τού οποίου φέρουν τα αρχικά του διαφράγματα, τα οποία συνεπώς σώζονταν άθικτα το 1858. Αποτελούνται από ένα επάνω και ένα κάτω τμήμα, χωρισμένα από οριζόντια λεπτή δοκίδα, ξύλινη ή μαρμάρινη. Στο επάνω τμήμα υπάρχει ένα μόνο τζαμωτό άνοιγμα, σχήματος υπερυψωμένου ημικυκλίου, ομόκεντρου προς το τόξο τού αντίστοιχου λοβού, ενώ στο κάτω διαγράφεται μία στήλη από τρία μόνο κυκλικά ή πολύλοβα ανοίγματα, των οποίων ο αριθμός δείχνει και πάλι το περιορισμένο των διαστάσεων τού τρούλου. Από το σχέδιο, λοιπόν, τού Sahib, παρά το αδιευκρίνητο μερικών σημαντικών λεπτομερειακών στοιχείων, όπως η μορφή των υδρορροών ή η ύπαρξη κάποιου στοιχείου που να τονίζει το μέσο τού τύμπανου των παραθύρων κ.ά., είναι φανερό ότι ο τρούλος του χαμένου αυτού μνημείου τής Λειβαδιάς είχε όλα τα βασικά γνωρίσματα τού αθηναϊκού τρούλου [47] και μάλιστα τού τύπου με τα δίλοβα παράθυρα τριών άλλων ελλαδικών μνημείων, στα οποία προστίθεται τώρα κι αυτό, δηλαδή των Αγίων Αποστόλων Σολάκη (Αγοράς) και Αγίων Θεοδώρων στην Αθήνα, καθώς και τού Ταξιάρχη Χαρούδας Μάνης, που και τα τρία χρονολογούνται στον 11ο αι. [48]. Ανήκε συνεπώς και η Παναγία τη Λειβαδιάς σε μία ομάδα μνημείων, την οποία φαίνεται να εγκαινιάζει, στον ελλαδικό χώρο, ό τρούλος τη Παναγίας τού Οσίου Λουκά, στο β΄ μισό τού 10ου αι., έργο ασφαλώς αξεπέραστο χάρη στην ποιότητα και το θεματολόγιο τού μοναδικού του γλυπτού διακόσμου [49]. Το μοίρασμα των μαρμάρινων διαφραγμάτων των δίλοβων παραθύρων τού τύμπανου τού τρούλου τού μνημείου μας, που πιθανότατα είναι εκείνα ακριβώς που καταγράφονται στο πρωτόκολλο παράδοσης τη αρχαιολογικής συλλογής τής Λειβαδιάς στα 1938, θυμίζει ανάλογο τρόπο διάταξης των γύψινων διαφραγμάτων, ιδίως των τρίλοβων παραθύρων τού καθολικού τού Οσίου Λουκά, όπου μία ταινία, στο ύψος των επιθημάτων των αμφικιονίσκων, ξεχωρίζει και ανεξαρτητοποιεί την επάνω καμπυλωτή, γύψινη πλάκα [50]. Όμως, η αντιστοιχία αυτή προς το καθολικό, μνημείο για το οποίο έχουν προταθεί περισσότερες από μία χρονολογήσεις αλλ’ οπωσδήποτε κτισμένο μέσα στο α΄ μισό του 11ου αι. [51], δεν μπορεί να μας χρησιμεύσει για μία ακριβέστερη χρονολόγηση τη Παναγίας τη Λειβαδιάς, επειδή παρόμοια διαφράγματα είναι πολύ πιθανό να υπήρχαν και στα παράθυρα του τύμπανου του τρούλου τής Παναγίας του Οσίου Λουκά, ενός μνημείου δηλαδή, κατά κοινή ομολογία, του β΄ μισού του προηγούμενου αιώνα [52]. Μολαταύτα, η απεικόνιση των διαφραγμάτων τού λεβαδειακού μνημείου από τον Sahib μπορεί να μας δείξει πώς ήταν διαταγμένα τα διαφράγματα τού τελευταίου αυτού μνημείου, που δεν έχουν διασωθεί [53]. Αλλά, στον 11ο αι. οδηγεί και το σχέδιο τού διακοσμητικού ανάγλυφου τού θωρακίου, που διέσωσε το σχέδιο τού Λαμπάκη. Έτσι, δώδεκα συνολικά κόμπους, που δένονται ανά τρεις στις τέσσερις πλευρές ενός ορθογωνικού πλαισίου, και ένα ρόμβο εγγεγραμμένο μέσα στο ίδιο ορθογώνιο παρουσιάζει το θωράκιο αριθ. 164 τού Βυζαντινού Μουσείου (Είκ. 7), με βασικό θέμα το συνδυασμό του εγγεγραμμένου ρόμβου και των «πέντε άρτων» [54], και τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για ένα θωράκιο τής Περιβλέπτου Πολιτικών Ευβοίας [55]. Το πρώτο έχει χρονολογηθεί στον 11ο αί. [56], ενώ στον 11ο ή 12ο αι. έχει χρονολογηθεί η Περίβλεπτος των Πολιτικών [57]. Τα δυό τελευταία θωράκια έχουν, άλλωστε, ένα κοινότυπο στον 11ο αί. θεματολόγιο, όπως δείχνουν η Νέα Μονή Χίου (αλλά και η Παναγία η Κρίνα), το Δαφνί, το καθολικό του Οσίου Λουκά και οι Άγιοι Απόστολοι Αγοράς, για να περιοριστεί κανείς στον επαρχιακό χώρο [58]. Ήδη, ο τύπος και η μορφή του τρούλου και των διαφραγμάτων των παραθύρων, καθώς και η γειτνίαση του μνημείου προς τον Όσιο Λουκά, θα μπορούσαν να δείξουν την επιρροή του μεγάλου μοναστηριού στο λεβαδειακό μνημείο. Τη σκέψη αυτή ενισχύουν οι ειδήσεις ότι, μέσα στην πόλη, υπήρχε ένα μετόχι τής μονής. Η αρχαιότερη μνεία του ανάγεται στο έτος 1686, όταν μία απόφαση (χοντζέτι) τού ιεροδικείου τής Λειβαδιάς επιτρέπει, τον καιρό αυτό των αναστατώσεων και τής ανασφάλειας τής υπαίθρου που συνοδεύει τα πολεμικά γεγονότα τής κατάκτησης Morosini, την εγκατάσταση μεγάλου μέρους των πατέρων τής μονής μέσα στο λεβαδειακό μετόχι του. Όμως, το τελευταίο φέρεται να είναι κιόλας «παλαιόν» [59]. Από έγγραφο του ιδίου ιεροδικείου του έτους 1807, μαθαίνουμε ότι το μετόχι βρισκόταν στη συνοικία «Γαζή Ομέρ Βέη» και μάλιστα ότι υπήρχαν τριγύρω επαγγελματικά καταστήματα [60], πληροφορία που δείχνει ότι ήταν πάνω σέ κεντρικό και εμπορικό δρόμο τής πόλης. Αυτός όμως δεν ήταν άλλος από εκείνον που περνούσε μπροστά ακριβώς από το τζαμί τού Γαζή Ομέρ, που αναφέρεται από του Spon και Wheler, άλλα και τον Leake [61], και το όποιο δεν είναι άλλο από αυτό που σώζεται και σήμερα πάνω στην οδό Στρατηγού Ιωάννου, βορειότερα από το Σταροπάζαρο (Είκ. 3, αριθ. 2). Πρόκειται για κτίριο τού οποίου το τύμπανο τού τρούλου είναι κτισμένο κατά το πλινθοπερίκλειστο, περίπου, σύστημα, έχει ένα γείσο που δημιουργούν επάλληλες σειρές τούβλων και οδοντωτών ταινιών (Είκ. 8), κατά το εκφορικό σύστημα, και πρέπει να αναχθεί στις τελευταίες δεκαετίες τού 15ου ή, το πολύ, στις αρχές τού 16ου αι. [62]. Το μετόχι, λοιπόν, τού Οσίου Λουκά, που πρέπει να περιλάμβανε και κάποια εκκλησία για να χρησιμοποιείται από τους μόνιμα εγκατεστημένους στη Λειβαδιά μοναχούς τού 1686, βρισκόταν, πιθανότατα, είτε πάνω στη Στρατηγού Ιωάννου ή στη νοτιότερη προέκταση τής τελευταίας, την περιοχή δηλαδή των παρυφών τού Τροφωνίου και των πηγών τής Έρκυνας, κοντά στην Παναγία. Ότι η τελευταία δεν αποτελούσε, στα 1857, ενοριακό ναό τής Λειβαδιάς φαίνεται καθαρά από το σχετικό έγγραφο που προαναφέρθηκε [63] και αυτό δείχνει ότι λειτουργούσε μόνο περιπτωσιακά για να χρησιμοποιηθεί ως ο μοναδικός ναός τού κέντρου τη πόλης κατά το διάστημα τη κατασκευής τού μητροπολιτικού ναού. Οι ενδείξεις είναι, νομίζω, αρκετές για να εδραιώσουν το συμπέρασμα ότι η Παναγία ήταν ανέκαθεν ένα μετόχι τού μεγάλου γειτονικού μοναστηριού και εξαρτιόταν, όπως όλα τα μετόχια, από την κεντρική μονή. Η τελευταία διατηρούσε κάποια κτηματική περιουσία κοντά σ’ αυτό, στην προκειμένη περίπτωση στη Λειβαδιά ή την αμέσως γειτονική περιοχή της, σκέψη που ενισχύει άλλο έγγραφο τού ιεροδικείου τη πόλης, τού έτους 1612, από το όποιο προκύπτει ότι το μοναστήρι είχε κάποιο χρέος στο ίδρυμα (βακούφι) τού «Σείχ Ομέρ» [64]. Ή ίδρυση τού μετοχιού αυτού στον 11ο αι. θα πρέπει να είχε υπαγορευθεί από τη σημασία τη Λειβαδιάς, που θα είχε αναδειχθεί στο σημαντικότερο πλινθοπερίκλειστοησιέστερο προς τη μονή πόλισμα. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η γνώμη του G. Schlumberger ότι ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος, κατά την κάθοδο του στο Ελλαδικόν, το 1018-1019, στάθμευσε πιθανώς και στη Λειβαδιά [65].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]
Μέρος αυτής της εργασίας αποτέλεσε το θέμα ανακοίνωσης μου στο Τέταρτο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Βλ. Πρόγραμμα και Περιλήψεις Ανακοινώσεων, Αθήνα 1984, σ. 15-16.
[2]
Χαρακτηριστική είναι η βραχύτατη και ασαφής σχετική αναφορά των J. Koder - Fr. Hild, Hellas und Thessalia, T.I.B.. Wien 1976, σ. 200. Οι συγγραφείς, όπως και άλλοι που έτυχε να ασχοληθούν με ανασκαφές μέσα στην πόλη που έδωσαν κατάλοιπα βυζαντινών κτισμάτων, δεν επιχείρησαν να εξακριβώσουν αν κάτι είχε διασωθεί από το μνημείο ή να αναζητήσουν τη θέση του. Μέσα στην πόλη, φέρονται να έχουν εντοπισθεί τα εξής βυζαντινά κτίσματα: τείχος (Ο. Walter, Archaol. Funde in Griechenland, AA 1942. σ. 110-111), κτίσμα στο οικόπεδο Γέρου, δηλαδή στην πλατεία Γεωργίου Α΄ (βλ. εδώ Είκ. 3 και Ε. Τουλούπα, ΑΔ 20 (1965): Χρονικά, σ. 240-241, πιν. 286α-286β). Τέλος, έχει εντοπισθεί και «βυζαντινό» νεκροταφείο, όπως προκύπτει από παλιά πράξη χαρακτηρισμού του ως διατηρητέου (ΦΕΚ 68/26-4-1921).
[3]
Για την ιστορία και τη μνημειακή τοπογραφία τής Λειβαδιάς στα μεσοβυζαντινά χρόνια δεν υπάρχει καμιά εργασία και το ίδιο συμβαίνει και με την περίοδο τής τουρκοκρατίας. Για την τελευταία όμως περίοδο της υφίσταται εργασία του γράφοντος (Αρχαιότητες και μνημεία τής προεπαναστατικής Λειβαδιάς), στην οποία εντοπίζονται και παρουσιάζονται συγκεκριμένα μνημεία τής πόλης τού τέλους τού 18ου και των άρχων τού 19ου αί. Ή εργασία αυτή παρουσιάστηκε το 1984 στο ΕΜΠ, στα πλαίσια των μαθημάτων εμβάθυνσης Ιστορίας τής Αρχιτεκτονικής και έχει ήδη δοθεί για δημοσίευση.
[4]
Rubio y Llunch, Περί των καταλανικών φρουρίων τής ηπειρωτικής Ελλάδος, μετ. Γ. Μαυράκη, Αθήναι 1912, σ. 18-36, Ant. Bon, Forteresses medievales de la Grece centrale, BCH 61 (1937), εικ. 32-39, ο. 194-206, πίν. XVIIB, XVIII, XXI, Π. Λαζαρίδης, ΑΔ 16 (1960), σ. 155, ΑΔ 21 (1966): Χρονικά, σ. 210 και πίν. 218-220, ΑΔ 23 (1968): Χρονικά, σ. 227, Koder - Hild, δ.π., και Ιω. Σφηκόπουλος, Μεσαιωνικά κάστρα και πύργοι στη Ρούμελη, Αθήναι 1981, σ. 41-54. για τη λεγόμενη κρύπτη τής Αγίας Βαρβάρας στο κάστρο, βλ. Llunch, ό.π., σ.34, Π. Λαζαρίδης, ΑΔ 16(1960), σ. 155, Koder - Hild, δ.π. Ήδη, στις αρχές τού 19ου αι., το κάστρο δε χρησιμοποιείται από του Τούρκους. Βλ. J.C. Hobhouse, A Journey through Albania and other Provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople during the Years 1809 and 1810, London 1813, σ. 264. Πρβλ. και Simone Pomardi, Viaggio nella Grecia fatto negli anni 1804, 1805 e 1806, 1, Roma 1820, σ. 71 και 82.
[5]
Aποστ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, Α, Θεσσαλονίκη 1961, σ. 208 και 216, Σπ. Ασδραχάς, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνες, εκδ. «Ερμής», Αθήνα 1982, σ. 368, σημ. 19. Νέα στοιχεία για τον πληθυσμό τής περιοχής και τη φορολογία του παρουσίασε σε ομιλία του (24-11-1983) στο ΕΜΠ ό λέκτορας ΕΜΠ Δημ. Καρύδης (αδημοσίευτη).
[6]
Βλ. υποσημ. 3. Όπως δείχνω σ’ αυτή τη μελέτη, από τη διασταύρωση των στοιχείων που δίνουν πολλοί ξένοι επισκέπτες τής πόλης, η Λειβαδιά είχε στα 1810, 1.500-1.600 σπίτια και 10.000-11.000 κατοίκους, από τους οποίους μόνο οί 800-1.000 ήταν Τούρκοι.
[7]
ΔΧΑΕ, περ. Α (1906), σ. 10 και 13: «Επανελθόντες εν Αθήναις, μετά μικράν ανάπαυλαν, εξητάσαμεν την Λεβαδειάν (10-11 Οκτωβρίου)».
[8]
Ο.π., σ. 14. Δε διευκρινίζει με σαφήνεια αν το θωράκιο ανήκε στο τέμπλο τής ερειπωμένης εκκλησίας. Με ασάφεια είδαν την αναφορά αυτή και οι Koder - Ilild, ο.π., που δεν πρόσεξαν το επίθετο «αρχαίον» τού Λαμπάκη, με αποτέλεσμα η δική του καταχώριση να είναι ακόμη ασαφέστερη («In der Ruine einer Marienkirche...»).
[9]
Τα αρνητικά με αριθ. 2183 και 6661 που καταγράφονται στον κατάλογο Λαμπάκη στην ενότητα «Λεβάδεια» αναφέρονται στον Όσιο Λουκά.
[10]
Ευχαριστώ και από εδώ τη Διευθύντρια τού Βυζαντινού Μουσείου κ. Μ. Ποταμιάνου και τις συνεργάτριες της για τη βοήθεια του στις εκεί έρευνες μου.
[11]
Οφείλω ευχαριστίες στην αρμόδια Έφορο Αρχαιοτήτων κ. Α. Ανδρειωμένου για τις διευκολύνσεις στα Μουσεία τής Θήβας και τής Χαιρώνειας, στα οποία υπάρχουν άλλα γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονται από τη Λειβαδιά.
[12]
Αυτή συγκροτήθηκε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα για να περιλάβει τα προερχόμενα από την πόλη αρχαία. Βλ. ΑΔ 7 (1891), ο. 91. από τη σύσταση της, μέχρι και μετά ίσως τον πόλεμο, ή συλλογή στεγάστηκε σέ διάφορα (ενοικιαζόμενα) οικήματα τής πόλης ή κτίρια δημόσιων υπηρεσιών και φαίνεται πώς υπεύθυνος τη ήταν συνήθως ο εκάστοτε διοικητής τής Χωροφυλακής Λειβαδιάς.
[13]
Το πρωτόκολλο αυτό, αντίγραφο του όποιου έχω στα χέρια μου από το προσωπικό αρχείο τού πατέρα μου, έχει ημερομηνία 11-11-1938 και υπογράφεται από τον Έφορο Θηβών Δ. Χωραφά και το Διοικητή Χωροφυλακής Βοιωτίας Δημ. Δρακόπουλο. Σε σχετική επεξήγηση, αναφέρεται ότι μερικά από τα αρχαία προέρχονταν από το οικόπεδο Χρυσικού στην οδό Μπουφίδου, απέναντι από την Κεντρική Δημόσια Βιβλιοθήκη.
[14]
Πρόκειται για τον αριθ. 34, που φέρεται ότι είναι «ενετικόν υπέρθυρον».
[15]
Πρόκειται για του αριθ. 39 και 37, αντίστοιχα. δεν αποκλείεται και το «επίκρανον μικρού βυζαντινού κιονίσκου» (αριθ. 33) να ανήκε, επίσης, στο ίδιο μνημείο.
[16]
Στις 12-11-1938, με πρωτόκολλο που υπογράφεται από τον Δ. Χωραφά και τον πατέρα μου, Ευστάθιο Γ. Δημακόπουλο, καθηγητή (φιλόλογο) τότε στο Γυμνάσιο Λειβαδιάς και από το 1938 έκτακτο Επιμελητή Αρχαιοτήτων, η συλλογή παραδίδεται στον τελευταίο. Στη σελίδα 3 τού πρωτοκόλλου αναφέρονται τα εξής: «Τ’ ανωτέρω αντικείμενα κατεγράφησαν λεπτομερώς έν τω καταλόγω πλην των γλυπτών άτινα φέρουσιν εν τω παρόντι καταλόγω αριθμόν 36, 37, 38 και 39». Προφανώς, ο Χωραφάς είχε καταγράψει τα αριθ. 1-35 αρχαία σέ κάποιο αναλυτικό κατάλογο, ό οποίος όμως δεν ταυτίζεται με κανένα από τα βιβλία καταλόγων του Μουσείου Θηβών, ενώ δεν υπάρχει κατάλογος στο Μουσείο τής Χαιρώνειας. το περιεχόμενο του πρωτοκόλλου αυτού βλ. σέ παράρτημα τής μελέτης, υποσημ. 3.
[17]
Τον Απρίλιο του 1941, με τη στράτευση του, ο πατέρας μου παρέδωσε τη συλλογή στο Γυμνασιάρχη Καλότυχο, όπως προκύπτει από σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής, πλην των αρχαίων 36-39, που αφέθηκαν στο οίκημα όπου στεγάζονταν, ενώ όλα τα υπόλοιπα φαίνεται πως μεταφέρθηκαν στο Γυμνάσιο τής πόλης. Τί απέγιναν κατά την Κατοχή η μετά την απελευθέρωση μου είναι άγνωστο, καθώς κανένα σχετικό στοιχείο, μετά τον Απρίλη τού 1941, δεν εντοπίζω στο προσωπικό αρχείο τού πατέρα μου.
[18]
Η περιεκτικότερη αναφορά στου δύο περιηγητές, στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του καθενός, στις δημοσιεύσεις κτλ. είναι τού David Constantine, Early Greek Travellers and the Greek Ideal, Cambridge 1984, σ. 7-33.
[19]
Voyage dltalie, de Dalmatie, de Grece et du Levant, fait aux annees 1675 et 1676 par Jacob Spon et George Wheler, 2, Lyons 1678, σ. 85. το ενδιαφέρον για τις εκκλησίες οφειλόταν στον Wheler, που είχε πολύ λιγότερο από το γιατρό Spon ενδιαφέρον για τις προχριστιανικές αρχαιότητες, βλ. Constantine, ό.π., σ. 33. Οί δύο περιηγητές, έκτος από την Παναγία, αναφέρουν, ως κυριότερες εκκλησίες, την Αγία Άννα και τον Αγιο Γεώργιο.
[20]
Spon, δ.π. Οί περιηγητές είχαν την πληροφορία ότι ή καμένη αύτη (λίγα χρόνια πρίν από το 1676) εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον Αγιο Δημήτριο. Φαίνεται, όμως, ότι αργότερα ή εκκλησία ξανακτίστηκε ή επισκευάστηκε, γιατί μέχρι το τέλος τής δεκαετίας τού 1910 ή τις αρχές τού 20 στη Λειβαδιά σωζόταν μία εκκλησία τού Αγίου Δημητρίου στη θέση τής σημερινής. Πράγματι, από την εγγραφή αριθ. 263 στον κατάλογο τού Μουσείου Θηβών, καταχωρείται, το «θέρος 1922», το κάτω μέρος ενεπίγραφης στήλης, το οποίο προερχόταν «εκ φλιάς εκκλησιδίου Αγ. Δημητρίου αρτίως ανεκτισμένου».
[21]
Πρόκειται, αναμφίβολα, για το τζαμί τη συνοικίας του Ζαγαρά, που βρισκόταν λίγο χαμηλότερα από το σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου. το τζαμί διακρίνεται καλά σέ άποψη τη Λειβαδιάς (c. 1810). Βλ. Gerhart Rodenwaldt, Ο. Μ. von Stackelberg, Der Entdecker der griechischen Landschaft, Miinchen-Berlin 1959, εικ. 11. το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει ό W. Μ. Leake, Travels in Northern Greece, 2, London 1835, a. 129, ό όποιος διευκρινίζει ότι το τζαμί βρισκόταν «επάνω σ ένα λόφο κοντά στο φρούριο». Ό Leake, αναζητώντας μία επιγραφή, τη βρίσκει να έχει χρησιμοποιηθεί ως ανώφλι στο άνοιγμα εισόδου στο μιναρέ του τζαμιού τού Ζαγαρά, που ήταν (παλαιότερα) εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
[22]
Amand Freiherr von Schweiger-Lerchenfeld, Griechenland in Wort und Bild. Eine Schilderung des hellenischen Konigsreiches, Leipzig 1882, εικ. έναντι σ. 138.
[23]
Η Shirley Weber, Voyages and Travels in the Near East made during the XIX Century, Princeton N.J. 1952, σ. 215, αριθ. 1196, δεν αναφέρει πότε έκανε ό συγγραφέας την περιήγηση του στο τότε ελληνικό κράτος. Όμως, όπως προκύπτει από την αναφορά τού τελευταίου στο σημερινό μητροπολιτικό ναό τη Λειβαδιάς, σ. 139-140 («Die neue Hauptkirche stammt aus allerjiingster Zeit und wurde mit bedeutendem Kostenaufwande hergestellt, entauscht aber durch ihre Nuchtenheit» (!), η άφιξη του στην πόλη πρέπει να έγινε όταν είχε ήδη ολοκληρωθεί ή εκκλησία, δηλαδή κατά τη δεκαετία του 1860.
[24]
Βλ. τη μελέτη, υποσημ. 3.
[25]
Henri Belle, Trois annees en Grece, Paris 1881, σ. 156-157.
[26]
Βλ. Weber, ό.π., σ. 152, αριθ. 813.
[27]
Ευχαριστώ και από δω τη Διευθύντρια των Γενικών Αρχείων του Κράτους κ. Μ. Χαιρέτη για τη βοήθεια τη κατά την ερευνά μου στο σχετικό υλικό.
[28]
Βρίσκεται στο Αρχείο Όθωνος, Εκκλησιαστικό, L, φ. 6.
[29]
Οι άλλοι δυό που υπογράφουν την αίτηση αυτή είναι ο Φίλων Φίλωνος (1813-1895), Αντιπρόεδρος τής Βουλής, και ο Αντ. Γεωργαντάς (1799-1884), αγωνιστής. Βλ. Τάκης Λάππας, Λειβαδιά και Λειβαδίτες στο Εικοσιένα, Αθήνα 1971, σ. 106-109 και 113-123, αντίστοιχα.
[30]
Ο.π., φ. lr. Οι τρεις αιτούντες ήταν εξουσιοδοτημένοι από το δημοτικό συμβούλιο.
[31]
Αυτό προκύπτει από σημείωση στο πάνω αριστερό του φ. 1 r τής αίτησης με ημερομηνία 5 Μαΐου 1857.
[32]
Το έγγραφο βρίσκεται στον ίδιο φάκελο με το προηγούμενο.
[33]
Φ. lr.
[34]
Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο του Χριστόπουλου (φ. 2r) οί κάτοικοι τού κέντρου τής πόλης είχαν συγκεντρώσει μέρος τής προϋπολογιζόμενης δαπάνης.
[35]
Σπυρ. Τρικούπης, Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως, 6 εκδ., 2, Λονδίνο 1860, σ. 2-3. Αναλυτικότερη περιγραφή κάνει ο Διον. Κόκκινος, Ή Ελληνική Επανάστασις, 2, Αθήναι 1932, σ. 39.
[36]
Κατά τον Κόκκινο, δ.π., 3, σ. 174, ο Οδ. Ανδρούτσος αργότερα «έκαυσε τα σπίτια που είχαν διασωθεί έως τότε».
[37]
Βλ. πρώην Λήμνου, Βασιλείου Ατέση, Επισκοπικοί κατάλογοι τής Εκκλησίας τής Ελλάδος άπ αρχής μέχρι σήμερον, Αθήναι 1975, σ. 92.
[38]
Κατά τον Νικ. Δ. Παπαχατζή, Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις, 9 και 10 (Βοιωτικά και Φωκικά), Αθήνα 1981, σ. 247, σημ. 4, ό ναός του Τροφωνίου, τα άλλα μνημεία του ιερού, καθώς και το ιερό άλσος, θα πρέπει να βρίσκονταν στην αριστερή όχθη τής Έρκυνας, στην περιοχή όπου ό μεγάλος πύργος του υπερκείμενου μεσαιωνικού κάστρου. Τοπογραφικό σχέδιο τής περιοχής βλ. 6.π., σ. 246, εικ. 247.
[39]
Ως «Κρύα» (ή) είναι σήμερα γνωστός ολόκληρος ό χώρος των πηγών τής Έρκυνας, προς Ν. τής πλατείας Άθ. Διάκου (βλ. Είκ. 3). Ή ονομασία φαίνεται πώς υπήρχε ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια και οφειλόταν στη μετατροπή σε ουσιαστικό τού επιθέτου που δινόταν σε μία από τις πηγές τής Έρκυνας. Βλ. Leake, ό.π., σ. 126 και Παπαχατζής, δ.π., σ. 254, σημ. 1.
[40]
Pomardi, δ.π., εικ. απέναντι σ. 81, που τιτλοφορείται «Camera presso 1antro di Trofonio». Οπωσδήποτε η μαρτυρία του Pomardi ότι ή «camera conserva ancora debolissime traccie di essere stata dipinta», συνδυαζόμενη προς το συζητούμενο εδώ βυζαντινό μνημείο, τόσο κοντινό του άλλωστε, δπως θα δούμε, δείχνει ότι η περιοχή τής «Κρύας» εξακολούθησε να σχετίζεται με τη λατρεία πιθανώς και από την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Βλ. και ανάλογες εντυπώσεις τού Παπαχατζή, δ.π., σ. 247, σημ. 2, ό όποιος μάλιστα δεν είχε υπόψη του τη μαρτυρία του Pomardi και έκρινε από πολύ νεότερα μνημεία λατρείας που υπάρχουν τώρα εκεί.
[41]
Δεν υφίσταται τρούλος. στη θέση τού βασικού τετραγώνου υπάρχει μία ελαφρά υπερύψωση τής στέγης, που μόλις ξεχωρίζει εξωτερικά.
[42]
Υπήρχε όμως παλαιότερα και το συγκροτούσαν σπίτια που βρίσκονταν κάτω από το σημερινό αναλημματικό τοίχο, στη δεξιά όχθη τής Έρκυνας. Για τη μορφή και χρήση που είχε ό όλος χώρος στην προεπαναστατική περίοδο γίνεται λόγος σέ άλλη εργασία (βλ. υποσημ. 3).
[43]
Όπως συμβαίνει, κατά κανόνα, στου εγγεγραμμένους σταυροειδείς. ΙΙαράδειγμα οι Άγιοι Θεόδωροι, η Καπνικαρέα, η Γοργοεπήκοος και η Μεταμόρφωση του Σωτήρος (πρίν από την προς Δ. επέκταση της) στην Αθήνα.
[44]
Αυτό φαίνεται και από τη συνέχιση του marcapiano τον διώροφου σπιτιού στο εξωτερικό τής προσθήκης αυτής τής βόρειας πλευράς τής εκκλησίας, καθώς και την παρουσία ενός παραθύρου, όμοιου μ’ εκείνα του σπιτιού που σχεδιάζεται στην ίδια αυτή όψη της προσθήκης προσθήκης.
[45]
Εκτός και αν αποτελεί ένα ανύπαρκτο κατασκεύασμα, που επινόησε ο καλλιτέχνης για να συγκαλύψει τα σχεδιαστικά του αμαρτήματα, που πιθανώς οφείλονται στο ότι άρχισε το σχέδιο του με το διώροφο σπίτι.
[46]
Οπωσδήποτε η γενική του εικόνα θυμίζει το επίπεδο κωδωνοστάσιο των Αγίων Θεοδώρων τής Αθήνας, όπου οι πεσσίσκοι του τρίλοβου ανοίγματος του είναι κτιστοί με τούβλα. Το κωδωνοστάσιο των Αγίων Θεοδώρων έχει θεωρηθεί υστερότερη (μεταβυζαντινή) προσθήκη, με κύριο επιχείρημα την ένταξη στο μεσαίο του λοβό μαρμάρινου πλαισίου κατασκευασμένου από ανάγλυφα κομμάτια τού τέμπλου τής εκκλησίας, βλ. Χαρ. Μπάρλα, Μορφή και εξέλιξις των βυζαντινών κωδωνοστασίων, Αθήναι 1959, σ. 52.
[47]
Για τη διαπραγμάτευση του θέματος του ορισμού του ονομαζόμενου αθηναϊκού τρούλου, βλ. Λασκ. Φιλιππίδου, Η χρονολόγησις τής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Αθηνών. ΕΕΠΣΠΘ 5, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 84, όπου και ή σχετική βιβλιογραφία.
[48]
Για τα τρία αυτά μνημεία και τη χρονολόγηση του βλ., αντίστοιχα, Alison Frantz, The Church of the Holy Apostles, The Athenian Agora XX, Princeton N.J. 1971, σ. 26 (α τέταρτο 11ου αι.), Η. Megaw, The date of Η. Theodoroi at Athens, BSA 33 (1932-1933), σ. 163-169, που παρά την επιγραφή του 1049, χρονολογεί το μνημείο στο 1070, άποψη που αμφισβητείται (βλ. Λασκ. Μπούρα, Ό γλυπτός διάκοσμος του ναού τής Παναγίας στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, Αθήνα 1980, σ. 40, σημ. 1) και Νικ. Δρανδάκης, Ο Ταξιάρχης τής Χαρούδας και ή κτητορική επιγραφή του. Λακωνικοί Σπουδαί Α (1972), σ. 275-291 και ιδίως σ. 287 και 291 (β μισό 11ου αι.).
[49]
Ο Η. Megaw, Byzantine Architecture in Mani, BSA 33 (1932-1933), σ. 155, είχε πιστέψει ότι το αρχαιότερο παράδειγμα αθηναϊκού τρούλου έδινε ό τρούλος των Αγίων Αποστόλων Αγοράς. Ή Λ. Φιλιππίδου όμως διατύπωσε αργότερα τη σκέψη (6.π., σ. 84-85) ότι «το σύνολο των αθηναϊκών τρούλων είχε σάν πρότυπο τον αλλοιωμένο σήμερα τρούλο τής Παναγίας τού Οσίου Λουκά, τού οποίου τα γλυπτά, και ιδιαίτερα οί υδρορρόες αποτελούν μοναδικό φαινόμενο τέχνης για τα ελλαδικά μνημεία». Βλ. επίσης Μπούρα, δ.π., σ. 24 και 120. Αν τώρα ή Παναγία τού Οσίου Λουκά δημιούργησε τον τύπο αυτό τρούλου σε μία επαρχία τού βυζαντινού κράτους, ως αποτέλεσμα μιας εξελικτικής πορείας που άρχισε από κάποιο χαμένο μνημείο τής πρωτεύουσας, παραμένει άγνωστο.
[50]
Βλ. Andri Grabar, Sculptures byzantines du moyen age, II (XIc-XIVc sicclc), Paris 1976, πίν. XXI, b και σ. 55. Τμήματα των αρχικών αυτών διαφραγμάτων είχαν διασωθεί (δ.π., πίν. XXI, c) και χρησιμοποιήθηκαν κατά τις αναστηλώσεις Ορλάνδου και Στίκα για την ανακατασκευή παρόμοιων στη θέση των κατεστραμμένων. Απ’ όσο γνωρίζω, τα λιγοστά αυτά τμήματα πολύλοβων διαφραγμάτων (γύψινων) του καθολικού, μαζί με τα μαρμάρινα διαφράγματα τη Αγίας Βαρβάρας Ερήμου στη Μάνη και τής εκκλησίας τής Σαμαρίνας στη Μεσσηνία, αποτελούσαν τη μοναδική μαρτυρία για τη μορφή που είχαν τα διαφράγματα σέ μεσοβυζαντινά μνημεία τού ελλαδικού χώρου. Η Παναγία τής Λειβαδιάς προσθέτει, τώρα, μία καινούργια μαρτυρία και μάλιστα δείχνει ότι το μοίρασμα του σέ δύο τμήματα, ακόμα και όταν τα παράθυρα ήταν μικρά, δεν ήταν διόλου σπάνιο
[51]
Το 997 μ.Χ., έτος θανάτου, καθώς πιστεύεται, του Οσίου Νίκωνα του Μετανοείτε, του οποίου το μπούστο περιλαμβάνεται στα ψηφιδωτά του καθολικού, και η άποψη του Ευστ. Στίκα (Το οίκοδομικόν χρονικόν τής Μονής Οσίου Λουκά Φωκίδος, Αθήναι 1970, σ. 34-36 και Ο κτήτωρ του Καθολικού τής Μονής Οσίου Λουκά, Αθήναι 1974, σ. 23 κ.έ.) ότι το μνημείο ανάγεται στα χρόνια τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου Μονομάχου, αποτελούν, μέχρι τώρα, τα δύο ακραία όρια, μεταξύ των οποίων έχουν χρονολογήσει το μνημείο άλλοι. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το καθολικό κτίστηκε μέσα στο α΄ μισό τού 11ου αι.. 6λ. αναλυτικότερα Μπούρα, ό.π., ο. 1-2 και Man. Chatzidakis, A propos de la date et du fondateur de Saint-Luc, CA XIX (1969), σ. 127 κ.έ. και ό ίδιος, Precisions sur le fondateur de Saint-Luc, CA XXII (1972), o. 89-114, όπου ή υποστήριξη τής αναγωγής τού μνημείου στο 1011, που αποτελεί και την πρωιμότερη, ανάμεσα στις άλλες που προτάθηκαν, χρονολόγηση τού καθολικού.
[52]
Για τη χρονολόγηση τής Παναγίας τού Οσίου Λουκά, βλ. Μπούρα, ό.π., σ. 121.
[53]
Όπως έχει μέχρι τώρα δειχθεί, η Παναγία τής Λειβαδιάς έχει κάποια σχέση με τον Όσιο Λουκά, πέραν εκείνης τής γειτνίασης. Υπάρχουν όμως και άλλες που θα αναφερθούν πιο κάτω. Αποτελεί, συνεπώς, λογική υπόθεση να δει κανείς μία σχέση ανάμεσα και στα διαφράγματα των παραθύρων των δύο αντίστοιχων τρούλων. Στην περίπτωση τού τρούλου τής Παναγίας τού Οσίου Λουκά, τα ανάγλυφα και, πολύ πιθανόν, γύψινα διαφράγματα του ασφαλώς θα ήταν πιο περίτεχνα από εκείνα τού λεβαδειακού μνημείου, πιθανότατα όμως χωρισμένα σέ δύο τουλάχιστον πλάκες, με την παρεμβολή οριζόντιου στοιχείου σέ κατάλληλη στάθμη. Αυτό μπορεί να ήταν μία λεπτή, πάχ. 0,05-0,06 μ., άλλα πλατιά ξύλινη δοκίδα, στην όποια πατούσε το επάνω γύψινο διάφραγμα και στερεωνόταν το κάτω και πολύ μεγαλύτερο ομόλογο του. τα ίδια τα διαφράγματα πρέπει να ήταν γύψινα, όπως και εκείνα των παραθύρων τού καθολικού, διαφορετικά, χωρίς αυτό το οριζόντιο μοίρασμα, τα γύψινα αυτά διαφράγματα θα ήταν υπερβολικά ψηλά (μόνο οί κιονίσκοι έχουν ύψους 1,58 μ.) και πολύ λιγότερο ανθεκτικά στην πίεση τού ανέμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι μοναδικό αντίστοιχο των διαφραγμάτων τής Παναγίας τής Λειβαδιάς που υφίσταται σήμερα αποτελούν τα μαρμάρινα διαφράγματα τού δίλοβου παραθύρου τής μεσαίας αψίδας τού ιερού τής εκκλησίας τής Σαμαρίνας. Βλ. Κ. Καλοκύρης, Βυζαντιναί εκκλησίαι τής Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, πίν. 21, εικ. 6 (εξωτ. όψη) και πίν. 27, εικ. 6 (εσωτ. όψη). Όλα τα τζαμωτά ανοίγματα είναι εδώ κυκλικά, ένώ στην επάνω πλάκα των διαφραγμάτων τού λεβαδειακού μνημείου τα ανοίγματα ήταν υψωμένα ημικύκλια.
[54]
Βλ. Splendeur de Byzance, Europalia 82, Catalogue, 1982, σ. 81, Sc. 7, Plaque de cloture aux cinq pains (Lask. Bouras). το θωράκιο ανήκε στη συλλογή του Θησείου και πιθανώς προέρχεται από την Αττική. Είναι κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο.
[55]
Το θεματολόγιο και το σχέδιο του ανάγλυφου έχουν ελάχιστες διαφορές από το προηγούμενο. Βλ. Α. Ορλάνδος, Ή Περίβλεπτος των Πολιτικών Ευβοίας, ΑΒΜΕ Γ (1937), σ. 179, εικ. 4.
[56]
Splendeur de Byzance, δ.π.
[57]
Ορλάνδος, ό.π., σ. 181. Αξίζει να σημειωθεί ότι ή μονή Οσίου Λουκά διατηρούσε στα Πολιτικά ένα μετόχι και ότι στην Περίβλεπτο έχουν διασωθεί αρχιτεκτονικά γλυπτά που πιθανολογείται ότι προέρχονται από το κοντινό μοναστήρι τού Αγίου Λουκά των Πολιτικών. Βλ. Μπούρα, ό.π., σ. 113 και σημ. 4.
[58]
Μπούρα, ό.π., σ. 99, και Χαρ. Μπούρας, το τέμπλο τής Παναγίας Κρίνας και ή χρονολόγηση της, ΔΧΑΕ, περ. Δ, τ. Ι (1980-1981), σ. 174.
[59]
Πρόκειται για το αριθ. 185 τουρκικό έγγραφο τού 1686, που δημοσιεύει, σέ ελληνική μετάφραση, ό Γ. Κρέμος, Φωκικά, Ιστορία τής τη Φωκίδι μονής τού Οσίου Λουκά τούπίκλην Στειριώτου, 3, έν Αθήναις 1880, σ. 152-153.
[60]
Κρέμος, ό.π.. αριθ. τουρκικού έγγραφου 235, σ. 188. στο ιεροδικείο εμφανίζεται ως πληρεξούσιος τού Πέτρου Τζουβάνη ό κυρ-Γιαννάκης Στάμου Λογοθέτης, ο γνωστός προεστός τη προεπαναστατικής Λειβαδιάς, ο όποιος αναφέρεται σε «... έν εργαστήριον κείμενον εντός τής ειρημένης πόλεως Λεβαδείας κατά την διαληφθείσαν συνοικίαν τού Γαζή Ομέρ Βέη, έχον όρια αφ’ ενός μέρους το ιδιόκτητον μετόχιον τής ειρημένης Μονής, αφ’ έτερου το εργαστήριον τού κουρέως Ουστά Γιουσούφ, αφ’ ετέρου το έργαστήριον τού Θεοφάνη Παππαάνθη, και από τού τετάρτου δρόμον δημόσιον...».
[61]
Κατά τον Spon, ό.π., σ. 82, το τζαμί τού Ομέρ βρισκόταν χαμηλά και όχι σέ κάποιο ύψωμα. Στο παζάρι όμως τής Λειβαδιάς βρίσκει το ίδιο αυτό τζαμί και ό Leake, δ.π., σ. 129.
[62]
Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται κανείς όχι τόσο από την επωνυμία τού μνημείου («Γαζή Ομέρ»), που δείχνει έναν ιδρυτή που ανήκε στου Γαζήδες τής κατάκτησης, όσο από τη μορφή τής τοιχοποιίας. Πρβλ. τον τάφο τού Αχμέτ Εβρενός Εβρενόσογλου (τέλη 15ου αι.) στα Γιαννιτσά (Μ. Kiel, Yenice Vardar, Studia Byzantina et Neohellenica Neerlandica III (1973), σ. 320-322 και εικ. απέναντι σ. 322), το Ιμαρέτ τού Γαζή Εβρενός στην Κομοτηνή (Balkan Studies 12 (1971), σ. 426 και πίν. V, 2), που χρονολογείται στα 1362-1375, το τζαμί τού Φαίκ Πασά στην Άρτα (Ά. Ορλάνδος, Τα τουρκικά κτίρια τής Άρτης, ΑΒΜΕ Β (1936), σ. 200-202), με γείσα από οδοντωτές ταινίες, που χρονολογείται στο τέλος τού 15ου αι. κ.ά. για το τζαμί τού Γαζή Ομέρ Μπέη τής Λειβαδιάς γίνεται εκτενέστερος λόγος σέ άλλη εργασία (βλ. υποσημ. 3).
[63]
Βλ. υποσημ. 32.
[64]
Κρέμος, δ.π., αριθ. τουρκικού έγγραφου 120, σ. 111. Αξίζει να σημειωθεί ότι ή μονή πιθανώς επεξέτεινε τα όρια τού μετοχιού τη μέσα στην πόλη, αγοράζοντας ακίνητα ιδιωτών, όπως π.χ. στα 1655. Βλ. Κρέμος, δ.π., αριθ. τουρκικού έγγραφου 169, σ. 142. Ή αγορά δείχνει την έκταση τη περιουσίας τη μονής μέσα στην πόλη, στο 17ο αι., δεν είναι όμως βέβαιο αν έχει σχέση με το μετόχι.
ΔΕΛΤΙΟΝ ΧΑΕ 12 (1984)
ΠΕΡΙΟΔΟΣ Δ'
ΣΤΗΝ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ (1884-1984)
ΣΕΛ. 305-328
ΑΘΗΝΑ
1986
from ανεμουριον https://ift.tt/2kPRgRG
via IFTTT