ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΛΑΨΗΣ | Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930 ρύθμιζε τις εκκρεμότητες που είχαν αναφυεί από την εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Επειτα από κοπιώδεις και συχνά ατελέσφορες διαπραγματεύσεις έξι και πλέον ετών, η Ελλάδα και η Τουρκία κατέληξαν σε συμφωνία, βάσει της οποίας οριστικοποιείτο ο συμψηφισμός των εκατέρωθεν ανταλλάξιμων περιουσιών,
ενώ η ελληνική πλευρά επιβαρυνόταν επιπλέον με την καταβολή ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού ως χρεωστικού υπολοίπου, λαμβάνοντας ως αντιστάθμισμα την αναγνώριση της μη ανταλλαξιμότητας όλων των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Εντιμος και ιστορικά αναγκαίος συμβιβασμός σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, μονόπλευρη απεμπόληση συμβατικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων σύμφωνα με τους επικριτές του, το Οικονομικό Σύμφωνο παραμένει ακόμα και σήμερα, παρά την πάροδο 81 ετών από την υπογραφή και την εφαρμογή του, ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Η υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923 δεν αποτέλεσε απλώς τη διπλωματική κατακλείδα της (ατυχέστατης για την ελληνική πλευρά) Μικρασιατικής Εκστρατείας και της συνακόλουθης Καταστροφής, αλλά σήμανε κυριολεκτικά την απαρχή μιας νέας εποχής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το νεοπαγές κεμαλικό καθεστώς της Άγκυρας, επιδιώκοντας προφανώς τη στερέωσή του, εστίασε την προσοχή του πρωτίστως στα τεράστια εσωτερικά προβλήματα που μάστιζαν την επίσης νεοπαγή Τουρκική Δημοκρατία, κάποια από τα οποία μάλιστα (κουρδικές εξεγέρσεις στην ανατολική και νοτιοανατολική Μικρά Ασία) απειλούσαν την ίδια την εδαφική της ακεραιότητα. Την ίδια στιγμή, ταλαιπωρημένη από τις υπερδεκαετείς πολεμικές συγκρούσεις στις οποίες -αμέσως ή εμμέσως- μετείχε (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία), η Ελλάδα έδειχνε να έχει πλήρως αποστασιοποιηθεί από τα μεγαλοϊδεατικά οράματα που προσδιόρισαν επί σχεδόν έναν αιώνα την ελληνική εξωτερική πολιτική. Όπως λίγα χρόνια αργότερα το έθετε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μέσω της Καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών οι Ελληνες «συνεπλήρωσαν την εθνικήν των αποκατάστασιν διά της πλήρους σχεδόν επιτυχίας των εις την Βαλκανικήν χερσόνησον και τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, διά της πλήρους δε αποτυχίας των εν Μικρά Ασία».
Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στην ελβετική πόλη, ωστόσο, μολονότι εκ πρώτης όψεως έδειχνε να παρέχει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια ειλικρινή ελληνοτουρκική συνεννόηση, δεδομένης άλλωστε της εκατέρωθεν αποδοχής του εδαφικού status quo, στην πραγματικότητα δεν απάλειψε όλους τους εγγενείς παράγοντες που επιδρούσαν ανασταλτικά προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των δύο γειτονικών κρατών (1). Ορισμένες από τις ρυθμίσεις του συμβατικού πλέγματος της Λωζάννης, μάλιστα, έδειξαν να δημιουργούν πρόσθετα δυσεπίλυτα προβλήματα, τα οποία περιέπλεκαν περαιτέρω την κατάσταση.
ενώ η ελληνική πλευρά επιβαρυνόταν επιπλέον με την καταβολή ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού ως χρεωστικού υπολοίπου, λαμβάνοντας ως αντιστάθμισμα την αναγνώριση της μη ανταλλαξιμότητας όλων των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Εντιμος και ιστορικά αναγκαίος συμβιβασμός σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, μονόπλευρη απεμπόληση συμβατικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων σύμφωνα με τους επικριτές του, το Οικονομικό Σύμφωνο παραμένει ακόμα και σήμερα, παρά την πάροδο 81 ετών από την υπογραφή και την εφαρμογή του, ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Η ελληνική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Λωζάννης | Διακρίνονται καθήμενοι στο κέντρο οι Ελευθέριος Βενιζέλος και Ανδρέας Μιχαλακόπουλος |
Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στην ελβετική πόλη, ωστόσο, μολονότι εκ πρώτης όψεως έδειχνε να παρέχει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια ειλικρινή ελληνοτουρκική συνεννόηση, δεδομένης άλλωστε της εκατέρωθεν αποδοχής του εδαφικού status quo, στην πραγματικότητα δεν απάλειψε όλους τους εγγενείς παράγοντες που επιδρούσαν ανασταλτικά προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των δύο γειτονικών κρατών (1). Ορισμένες από τις ρυθμίσεις του συμβατικού πλέγματος της Λωζάννης, μάλιστα, έδειξαν να δημιουργούν πρόσθετα δυσεπίλυτα προβλήματα, τα οποία περιέπλεκαν περαιτέρω την κατάσταση.
Καραβάνι προσφύγων κατά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης το 1922 |
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΑΚΑΡΠΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ (1924-1928)
Μολονότι η Σύμβαση της Λωζάννης επιχείρησε να διευθετήσει όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, σχεδόν αμέσως μετά από την υπογραφή της ανέκυψε μια σειρά από -λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά- προβλήματα που σχετίζονταν με την εφαρμογή της. Ενα από τα σημαντικότερα εν λόγω θέματα υπήρξε η ερμηνεία του άρθρου 2 της Σύμβασης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, και ειδικότερα του όρου «εγκατεστημένος» (etabli). Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε με διάφορους τρόπους να επιτύχει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των Κωνσταντινουπολιτών που θα συμπεριλαμβάνονταν στην κατηγορία των etablis και κατά συνέπεια θα εξαιρούντο από τη διαδικασία της υποχρεωτικής ανταλλαγής. Αντίστοιχα, η Αγκυρα προέβαλε εμπόδια στην επιστροφή 30.000 έως 40.000 μη ανταλλάξιμων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη το κρίσιμο διάστημα Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου 1922 (δηλαδή πριν από την υπογραφή της Σύμβασης της Ανταλλαγής) φοβούμενοι την εισβολή των κεμαλικών στρατευμάτων και την επανάληψη των αγριοτήτων της Σμύρνης, ενώ σταδιακά οι τουρκικές αρχές προέβησαν στην κατάληψη και εκποίηση των περιουσιών των «φυγάδων». Τα πράγματα, εξάλλου, δεν ήταν καλύτερα ούτε και για όσους μειονοτικούς παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η τουρκική κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή ένα συστηματικό σχέδιο καταπίεσής τους. Τέλος, αντίστοιχες καταπιεστικές μέθοδοι εφαρμόστηκαν και εις βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (6). Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα αδυνατούσε να συμμορφωθεί με συγκεκριμένες διατάξεις της Σύμβασης της Λωζάννης που σχετίζονταν με τα περιουσιακά δικαιώματα μη ανταλλάξιμων Τούρκων υπηκόων, οι οποίοι διέθεταν ακίνητα εντός της ελληνικής επικράτειας. Πιο συγκεκριμένα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που είχαν δημιουργηθεί μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή και των κολοσσιαίων αναγκών περίθαλψης, συντήρησης και εν γένει αποκατάστασης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που είχαν συρρεύσει πενόμενοι στην Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη εγκαταστήσει έναν σημαντικό αριθμό εξ αυτών -αλλά και γηγενών ακτή μόνων αγροτών- σε κτήματα που ανήκαν σε Τούρκους υπηκόους.
Γεώργιος Εξηντάρης | Ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή υπέγραψε εκ μέρους της Ελλάδας τη Συμφωνία της Άγκυρας (21 Ιουνίου 1925) |
Θεόδωρος Πάγκαλος | Η επιβολή της δικτατορίας του (Ιούνιος 1925 - Αύγουστος 1926) απορρύθμισε την ελληνική εξωτερική πολιτική, με αντίκτυπο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις |
Σουκρή Σαράτσογλου | Ως επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή υπέγραψε εκ μέρους της Τουρκίας τη Συμφωνία των Αθηνών (1 Δεκεμβρίου 1926) |
Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΩΝ: ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ 10ης ΙΟΥΝΙΟΥ 1930
Η ουσιαστική διακοπή του ελληνοτουρκικού διαλόγου δημιούργησε εκατέρωθεν ανησυχία και σκεπτικισμό, καθώς, παρά τις πολυετείς διαπραγματεύσεις και την υπογραφή δύο ενδιάμεσων Συμφωνιών, δεν είχε σταθεί δυνατό να επιτευχθεί μια οριστική λύση των εκκρεμών θεμάτων που σχετίζονταν με την εφαρμογή της Σύμβασης της Ανταλλαγής. Στην άρση του διαφαινόμενου αδιεξόδου επέδρασε καταλυτικά η σαρωτική νίκη του Κόμματος των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις βουλευτικές εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928 (12). Ανεξαρτήτως των επιμέρους πολιτικών ή άλλων κρίσεων, το αναμφισβήτητα εντυπωσιακό εκλογικό αποτέλεσμα επέτρεψε, για πρώτη φορά από το 1922, τη συγκρότηση μιας πραγματικά ισχυρής και με εδραίο λαϊκό έρεισμα ελληνικής κυβέρνησης, ικανής να αναλάβει τις ευθύνες λήψης επώδυνων αποφάσεων, αδιαφορώντας για το όποιο πολιτικό κόστος. Ειδικά στον ευαίσθητο τομέα των σχέσεων με την Τουρκία, η ανάρρηση του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία παρουσίαζε πρόσθετα πλεονεκτήματα, όχι μόνο γιατί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης ο Κρητικός πολιτικός είχε εγκαταλείψει τον αλυτρωτισμό, προσανατολιζόμενος ενεργά προς την ιδέα της ειρηνικής ελληνοτουρκικής συνύπαρξης, αλλά και λόγω των στενών δεσμών που διατηρούσε με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Οι τελευταίοι, μάλιστα, διακρίνονταν για τα ιδιαιτέρως θερμά φιλοβενιζελικά τους συναισθήματα, γεγονός που έδειχνε να εξασφαλίζει την ελαχιστοποίηση (στο μέτρο του δυνατού) των αντιδράσεών τους ως προς το θέμα της οριστικής διευθέτησης του ζητήματος των περιουσιών. Ο Βενιζέλος είχε ήδη από την προεκλογική περίοδο προδιαγράφει τις συμφιλιωτικές του διαθέσεις έναντι της Αγκυρας. Η εκατέρωθεν πρόθεση υπέρβασης των εμποδίων του παρελθόντος αποτυπώθηκε εύγλωττα στο περιεχόμενο επιστολών που αντάλλαξαν στο διάστημα Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 1928 ο Βενιζέλος με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών της γείτονας χώρας, Ισμέτ Ινονού και Τεβφήκ Ρουσδή Αράς, αντίστοιχα (13). Οι καινοτόμες πρωτοβουλίες που αναλάμβανε ο Κρητικός πολιτικός, εξάλλου, δεν ήταν αποσπασματικές, αλλά εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της
Ελευθέριος Βενιζέλος | Η ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στην προηγούμενη συνομολόγηση του Οικονομικού Συμφώνου, έφερε ευδιάκριτη τη σφραγίδα του Κρητικού πολιτικού |
Η κυβέρνηση Βενιζέλου μετά τον ανασχηματισμό της τον Ιανουάριο του 1930 |
Η υποδοχή του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Άγκυρα (Οκτώβριος 1930) | Δίπλα στον Έλληνα πρωθυπουργό είναι ο ομόλογός του Ισμέτ Ινονού |
Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ
Αυτές οι υποχωρήσεις αποτέλεσαν αφορμή για την απόρριψη του Συμφώνου από το σύνολο σχεδόν των αντιπολιτευόμενων ελληνικών κομμάτων. Στη συζήτηση που διεξήχθη εντός του Κοινοβουλίου, οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί αρχηγοί μέμφθηκαν τους χειρισμούς της κυβέρνησης Βενιζέλου, υποστηρίζοντας ότι στην πραγματικότητα η Ελλάδα προέβαινε σε έναν επώδυνο συμβιβασμό, δεχόμενη να υποστεί μονομερώς όλες τις θυσίες χωρίς ουσιαστικά να λαμβάνει κάποιο πρακτικό αντάλλαγμα. Στη δριμεία εναντίον του κριτική, ο Βενιζέλος απάντησε από του βήματος της εθνικής αντιπροσωπείας, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι η Συμφωνία συνεπαγόταν πρόσθετες θυσίες. Διευκρίνισε, επίσης, ότι το ελληνικό δημόσιο δεν είχε καμία υποχρέωση αποζημίωσης των Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, πλην εκείνων που ενέπιπταν στις διατάξεις του Οικονομικού Συμφώνου. Η σολομώντεια λύση του συμψηφισμού, βέβαια, δεν αποτελούσε κεραυνό εν αιθρία. Καθ’ όλη τη διάρκεια των μακροχρόνιων και πολυκύμαντων ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, η αμοιβαία απόσβεση των εκατέρωθεν λογαριασμών αποτελούσε πάγιο τουρκικό αίτημα, το οποίο όχι μόνο γνώριζε αλλά προφανώς λάμβανε σοβαρά υπ’ όψιν η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Η λύση του συμψηφισμού, εξάλλου, είχε ήδη προκριθεί από τη Συμφωνία των Αθηνών (1η Δεκεμβρίου 1926). Οι προφανείς ομοιότητες της τελευταίας με το Οικονομικό Σύμφωνο του 1930, ενδεχομένως να εξηγούν και το πάθος με το οποίο ο Βενιζέλος την υπερασπίστηκε στη Βουλή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κύρωσης του Συμφώνου, χαρακτηρίζοντας τη μη εφαρμογή της από ελληνικής πλευράς ως βαρύ πολιτικό σφάλμα, δεδομένου ότι, όπως υποστήριζε, εάν είχε εφαρμοσθεί, θα ήταν πολύ ευνοϊκότερη από το Οικονομικό Σύμφωνο. Η υπερψήφιση του Συμφώνου από τη Βουλή, δεδομένων των αριθμητικών συσχετισμών που επικρατούσαν εντός του Κοινοβουλίου, έγινε με ιδιαίτερα εντυπωσιακό ως προς το τελικό αποτέλεσμά της τρόπο. Προκάλεσε, όμως, την εύλογη αντίδραση των προσφύγων, καθώς οι τελευταίοι αντιλαμβάνονταν πλέον ότι στις «οριστικά χαμένες πατρίδες» θα έπρεπε πλέον να προσθέσουν και τις «οριστικά χαμένες περιουσίες». Μολονότι, πάντως, όλοι σχεδόν οι πολιτικοί εκπρόσωποι του προσφυγικού κόσμου τάχθηκαν ενάντια στο περιεχόμενο του Συμφώνου, οι αντιδράσεις τους ήταν τελικά μάλλον χλιαρές.
Η υπογραφή του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας (Άγκυρα, 30 Οκτωβρίου 1930) | Οι πρωθυπουργοί των δύο κρατών επισφραγίζουν συμβατικά την ελληνοτουρκική προσέγγιση |
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο επώδυνος για την Ελλάδα συμβιβασμός που συνεπαγόταν η υπογραφή και η εφαρμογή του Οικονομικού Συμφώνου, θεωρήθηκε αναγκαίος από την κυβέρνηση Βενιζέλου προκειμένου να εξασφαλιστούν η θέση και τα συμφέροντα της πολυάριθμης ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτελούσε καθ’ όλη την επταετία 1923-1930 αντικείμενο ποικίλων πιέσεων εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, άλλωστε, εκτιμούσε ότι η επιβίωση του ελληνισμού της πρώην οθωμανικής πρωτεύουσας ήταν άμεσα εξαρτώμενη από τη διατήρηση αρμονικών σχέσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Στην πραγματικότητα, πάντως, οι ελληνικές ελπίδες γρήγορα αποδείχθηκαν φρούδες, καθώς -παρά τις ρητορικές διακηρύξεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας- η συστηματική πολιτική καταπίεσης της μειονότητας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρέμεινε αμετάβλητη. Το γεγονός αυτό γρήγορα έγινε αντιληπτό από τις αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες, οι οποίες όμως στάθηκαν αδύναμες να μεταβάλουν την αρνητική εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων κατάσταση. Αν, ωστόσο, τα θεμέλια της ελληνοτουρκικής φιλίας αποδείχθηκαν σαθρά, κυρίως λόγω των ανειλικρινών τουρκικών προθέσεων, θα ήταν μάλλον άδικο να αμφισβητηθεί η ειλικρίνεια των αντίστοιχων του Βενιζέλου. Ο τελευταίος ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το πλέγμα των Συμφωνιών του 1930 ως το μεγαλύτερο πολιτικό έργο της ζωής του. Σε κάθε περίπτωση, η προσέγγιση Αθήνας και Άγκυρας που εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1930, με απαραίτητο ενδιάμεσο σταθμό την υπογραφή του Οικονομικού Συμφώνου τέσσερις μήνες νωρίτερα, έφερε ευδιάκριτη την προσωπική σφραγίδα του Κρητικού πολιτικού. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι ο Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος να προβεί σε υποχωρήσεις σχετικά με τις προσφυγικές περιουσίες προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια στον δρόμο της ελληνοτουρκικής συνεννόησης.
Ο Βενιζέλος με τους Δοξιάδη και Morgenthau ανάμεσα σε ορφανά προσφυγόπουλα στο Ζάππειο, τον Φεβρουάριο του 1924 (Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος») |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αλέξης Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων (1923-1955)», στον συλλογικό τόμο «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987», εκδ. Γνώση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1988, σ. 34.
2. Γενικότερα για την ανταλλαγή των πληθυσμών βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελευθέριος Βενιζέλος: 12μελετήματα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999,
σ. 93-120.
3. Η Σύμβαση της Ανταλλαγής, εξάλλου, διαφοροποιείτο από τη Συνθήκη Ειρήνης και από την άποψη των συμβαλλομένων μερών: η μεν πρώτη ήταν διμερής, με μοναδικούς συμβαλλόμενους την Ελλάδα και την Τουρκία, η δε δεύτερη πολυμερής. Το πλήρες κείμενο της Σύμβασης της Ανταλλαγής παρατίθεται στην έκδοση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου και τη 24 Ιουλίου 1923, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1923, σ. 65-69.
4. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ελληνικής απογραφής του 1928, συνολικά 1.104.216 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη ξούσαν στην Ελλάδα, από τους οποίους μόλις 86.422 (ποσοστό 7,8%) είχαν καταφθάσει πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ οι υπόλοιποι 1.107.794 (ποσοστό 92,2%) είχαν καταφθάσει μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή βλ. Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας-Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928, τ. I, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1933, σ. μστ’..
5. Δεδομένου, πάντως, ότι η Συνθήκη Ειρήνης της Λωξάννης δεν υπογράφηκε παρά μόνο στις 24 Ιουλίου 1923, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν ότι η διαδικασία της ανταλλαγής, που προβλεπόταν από το άρθρο 1 της σχετικής Σύμβασης της Αωζάννης, θα ξεκινούσε την 1η Μαίου 1924, αν και -για διάφορους λόγους-υπήρξαν περιπτώσεις ατόμων και από τις δύο πλευρές που αντηλλάγησαν πριν από αυτήν την ημερομηνία (εννοείται ότι στην κατηγορία αυτή δεν συμπεριλαμβάνονταν όσοι Ελληνες της Μικρός Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης είχαν ήδη -υπό ανώμαλες συνθήκες- καταστεί πρόσφυγες)_ βλ. Stephen Ρ. Ladas, The Exchange of Minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, Macmillan, New York 1932, σ. 420, 424-428.
6. Alexis Alexandris, The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish relations, 1918-1974, Centre for Asia Minor Studies, Athens 1992, σ. 108-120, 144-159.
7. To γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε εγκαταστήσει σημαντικότατο αριθμό προσφύγων στη Δυτική Θράκη, κίνηση που μεταξύ άλλων αποσκοπούσε στην τόνωση του εκεί -μειοψηφούντος έως τότε- ελληνικού στοιχείου, αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα της απογραφής του 1928: από τους συνολικά 303.171 κατοίκους της περιοχής, 107.607 (δηλαδή ποσοστό 35,49%) ήταν πρόσφυγες βλ. Dimitri Pentzopoulos, The Balkan Exchange of Minorities and its Impact on Greece, Hurst, London 2002, σ. 135-136.
8. Αναλυτικότερα για το ζήτημα της απέλασης του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ’_βλ. Alexis Alexandris, «The expulsion of Constantine VI: The Ecumenical Patriarchate and Greek-Turkish relations, 1924-1925», Balkan Studies, 22 (1981), σ. 333-363.
9. Ειδικότερα για την εξωτερική πολιτική του Θεόδωρου Πάγκαλου βλ. Harry Psomiades, «The diplomacy of Theodoros Pangalos (1925-1926)», Balkan Studies, 13 (1972), o. 3-26.
10. Βλ. διεξοδικότερα Αντώνης Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την ανταλλαγή των πληθυσμών, Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος - Εκδόσεις I. Σιδέρης, Χανιά/Αθήνα 2010, σ. 50-73.
11. Για τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις από το φθινόπωρο του 1925 έως τις αρχές του καλοκαιριού του 1928 βλ. αναλυτικότερα Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο ..., σ. 74-102. Ειδικότερα για το ζήτημα της ιταλικής μεσολάβησης σε αυτές τις διαπραγματεύσεις βλ. Αντώνης Κλάψης, Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1926-1928, Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής - Εκδόσεις I. Σιδέρης, Αθήνα 2009, σ. 141-202.
12. Στις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928 το Κόμμα των Φιλελευθέρων, με επικεφαλής τον Βενιζέλο, και τα συνεργαζόμενα με αυτό κόμματα συγκέντρωσαν συνολικά ποσοστό 61,2% των ψήφων και εξασφάλισαν 223 έδρες επί συνόλου 250 στη νέα Βουλή (178 οι Φιλελεύθεροι, 45 οι υπόλοιποι συνεργαζόμενοι). Αναλυτικός πίνακας των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκλογών παρατίθεται από τον Θανάση Διαμαντόπουλο, Η ελληνική πολιτική ζωή: εικοστός αιώνας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997, σ. 146. Βλ. επίσης Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τ. Β’, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004, σ. 1078-1079. Ο εκλογικός θρίαμβος του Βενιζέλου, μάλιστα, επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα στις γερουσιαστικές εκλογές της 21ης Απριλίου 1929, οπότε η βενιζελική παράταξη έλαβε το 70,56% των ψήφων, εκλέγοντας 78 γερουσιαστές, ενώ η αντιβενιζελική έλαβε το 26,06%, εκλέγοντας μόλις 12γερουσιαστές_ βλ. George Th. Mavrogordatos, Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, University of California Press, Berkeley / Los Angeles / London 1983, o. 39, και Νικόλαος Οικονόμου, «Η τετραετία του Βενιζέλου, 1928-1932», Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σ. 315.
13. Βλ. Ιφιγένεια Αναστασιάδου, Ο Βενιζέλος και το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1982, σ. 122-124.
14. Βλ. Κωνσταντίνος Δ. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά την Συνθήκην της Λωζάννης: η κρίσιμος καμπή, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1928, Επιστημονικά Δημοσιεύματα Ινστιτούτου Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1977.
15. Αναλυτικότερα για τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1928 και συνεχίστηκαν έως τον Ιούνιο του μεθεπόμενου έτους βλ. Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο..., σ. 115-179.
16. Για τον αντίκτυπο του Οικονομικού Συμφώνου στην Ελλάδα, με ειδική αναφορά στις αντιδράσεις των προσφύγων βλ. Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο ..., σ. 187-225.
17. Για τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες που υπογράφηκαν στην Αγκυρα τον Οκτώβριο του 1930 βλ. διεξοδικότερα Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η ελληνοτουρκική προσέγγιση και το πρόβλημα ασφάλειας στα Βαλκάνια, 1928-1931, Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 79-98.
18. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Τα ελληνοτουρκικά σύμφωνα του 1930: Πολιτική προσέγγιση και προσφυγική περιουσία», Βενιζελισμός και πρόσφυγες στην Κρήτη. Πρακτικά ημερίδας, Ηράκλειο, 5 Νοεμβρίου 2005 (Ηράκλειο /Χανιά: Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Βενιζέλος"/Δήμος Ηρακλείου, 2008), σ. 40-41.
«ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ» ΤΕΥΧΟΣ 10
«ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ» ΤΕΥΧΟΣ 10
from ανεμουριον https://ift.tt/2LzNp5T
via IFTTT