Ο ΠΑΛΑΙΟΣ | 1885. Ποτέ ή Άθήνα δέν θυμόταν τόσο χλιαρή θερμοκρασία και τόσο άφθονη λιακάδα, όσο τις πρώτες εκείνες ημέρες τού Ίανουαρίου. Δεύτερη ανοιξις έστόλιξε τήν πόλι, πραγματική ευλογία Θεού. Οί ξένοι έπισκέπται τών Άθηνών είχαν κυριολεκτικώς, και με τό δίκιο τους, μαγευθή. Ή γοητεία ενός Άπριλίου στην καρδιά τού χειμώνος δέν είναι κάτι από τό όποιον ξεφεύγει κανείς εύκολα. Και οι Ευρωπαίοι, της κεντρικής ιδίως περιοχής τής ηπείρου καί όσοι ήρχοντο άπό τόν Βορρά, άπελάμβανον τό μοναδικόν κλίμα τής Άθήνας μας. Έκείνο τό απόγευμα ένας υψηλός, ξανθός κύριος έστέκετο εμπρός στό ανοικτό παράθυρο ενός μεγάλου σπιτιού τής πλατείας τού Κλαυθμώνος καί άνέπνεε τό απαλό αεράκι μέ καταφανή εύχαρίστησι. Φαίνεται πώς κάποιος ακόμη ήταν μαζί του στό δωμάτιο, γιατί σέ μιά στιγμή ό κύριος τού παραθύρου έγύρισε προς τά μέσα καί είπε:
― Τζαίην ντήαρ, έκτακτος ό καιρός. Τί θά έλεγες για ένα μικρό περίπατο έως αυτόν τόν άντικρυνό λόφο;
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΕΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, 1885
|
― Γιές ντήαρ, απήντησε ή φωνή καί σέ λίγο τό παράθυρο έκλεισε προφανώς γιά να ετοιμασθούν οί δύο υποψήφιοι περιπατηταί. Τό σπίτι ή μάλλον τό μέγαρο, μπροστά στό ανοικτό παράθυρο τού όποιου γινόταν ή συνομιλία δέν ήταν άγνωστο στους Άθηναίους. Κάθε άλλο μάλιστα. Ήταν γνωστότατο. Διότι εκεί έστεγάζετο εκείνη τήν εποχή ή αγγλική πρεσβεία καί επάνω άπό τήν πόρτα τεράστιος ύπήρχεν ό θυρεός τού άγγλικού στέμματος μέ τήν περίφημη φράσι: «Ντροπιασμένος ας είναι οποίος σκεφθή πονηρά» που είπε ό Έδουάρδος ό Γ', όταν σήκωσε τήν καλτσοδέτα τής κομίσσης τού Σώλσμπερυ, που τής έπεσε ενώ χόρευε μαζί του. Ή μεγάλη πόρτα άνοιξε. Ένας λακές μέ λιβρέα έτρεξε νά κράτηση τό βαρύ φύλλο κι' ό ίδιος υψηλός ξανθός κύριος, ποϋ πρό ολίγου μόλις είχαμε ίδή στό παράθυρο, έκανε τήν έμφάνισί του, οχι μόνος αυτή τήν φορά. Δίπλα του, ξανθή, νόστιμη, χαριτωμένη, μιά νεαρά συμπατριώτισσα του, καμμιά είκοσιπενταριά ίσως χρόνων, πού μέ κάμποση περιέργεια ερριχνε ματιές γύρω της, μικρή άπόδειξις οτι ήταν καινουργιοφερμένη. Ό υπηρέτης έκανε δυό βήματα.
― Νά φωνάξω τό αμάξι, σερ;
― Όχι Τζαίημς. Ή κυρία καί εγώ θά περπατήσουμε λίγο. Είναι τόσον θαυμάσιος ο καιρός.
― Μάλιστα, σέρ Άρθουρ. Όπως επιθυμείτε σέρ. Καλόν περίπατο, σέρ μαντάμ.
Ή πόρτα έκλεισε σιγά καί ό κύριος, τόν οποίον ό υπηρέτης μέ τήν οίκοστολή είχεν αποκαλέσει σέρ Άρθουρ, δίνοντας τό μπράτσο στην νεαρή σύντροφό του προχώρησε νά διασχίση τήν οδό προς τό Πανεπιστήμιο. Στόν δρόμο, σέ μερικών διαβατών τό πρόσωπο έζωγραφίσθη ή εκπληξις καθώς έβλεπεν τό ζεύγος πεζή καί χωρίς αμάξι.
― Μπα, είπε κάποιος. Ή Έξοχότης του χωρίς αμάξι! Κάποιος φούρνος θά γκρεμισθή.
― Ναί, απήντησε τρίτος, πολύ περίεργο. Συνήθως ό πρέσβυς τής Άγγλίας, βγαίνει περίπατο μέ τό αμάξι. Νά, όμως πού τούτη ή λιακάδα τόν έκανε γιά μιά στιγμή νά ξεχάση τά μεγαλεία.
ΑΘΗΝΑ, 1880s
|
Πράγματι, ή Αύτού Έξοχότης ό πρεσβευτής τού Ηνωμένου Βασιλείου σερ Άρθουρ Νίκολσον δέν είχε καμμιά διάθεσι γιά άμαξες, χαιρετούρες καί παράτες εκείνο τό απόγευμα. Νιόπαντρος, μέ τήν θελκτική γυναίκα του στό πλευρό, είχεν επιθυμήσει καί αυτός, όπως τόσοι άνθρωποι στή θέσι του, λίγη μοναξιά, λίγη ρομάντσα σέ κάποιο ήσυχο μέρος, μακρυά άπό τά βλέμματα καί τίς φωνές τών πολλών. Καί, πιάνοντας τήν νεαρή σύζυγο του άπό τό χέρι, τράβηξε γιά ένα μέρος πού τού φαινόταν κατάλληλο καί πολύ προσαρμοσμένο στην διάθεσί του, τράβηξε γιά τόν Λυκαβηττό. Έκείνη τήν εποχή, επί πρωθυπουργίας Χαριλάου Τρικούπη, διευθυντής τής Άστυνομίας Άθηνών ήταν ό Κωνσταντίνος Κοσονάκος, φίλος έκ τών πιστότερων τού Τρικούπη καί άνθρωπος αυστηρότατων άρχων. Ήταν άπό τριετίας διευθυντής τής λεγομένης Διοικητικής Άστυνομίας τών Άθηνών καί είχε καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες γιά νά κτυπήση τόν κουτσοβακισμό καί τους τραμπούκους τής εποχής ― Έπειδή, λοιπόν, οί περισσότεροι άπ' αυτούς κατέφευγαν μέ ελεεινά,γύναια στά διάφορα αλσύλλια τής πόλεως, ό Κοσονάκος είχε απαγορεύσει αυστηρά, διά διαταγής του, νά περιπλανώνται ζεύγη εις τά λεγόμενα τότε Πευκάκια τού Λυκαβηττού, καθώς καί σέ άλλους δενδροφυτευμένους χώρους. Ή γενική αυτή διαταγή, πού φαίνεται τόσον εξωφρενική σήμερα, ήταν σύμφωνη μέ τά ήθη τής τότε εποχής. Καί ελάχιστοι αντέδρασαν στην απαγόρευσι. Μεταξύ αύτών ήτο καί ό Βασιλεύς Γεώργιος, ό όποιος, απλούστατος καθώς ήτο, συχνά έκανε τόν περίπατο του προς τά έκεί, είτε μέ τήν Βασίλισσα, είτε μέ τήν αγαπημένη του κόρη, τήν Άλεξάνδρα. Μετά τήν διαταγήν, όμως, ή προτίμησίς του εστράφη προς τίς στήλες τού Όλυμπίου Διός. Καί όταν τόν ερώτησαν, γιατί, ό Βασιλεύς απήντησε μειδιών:—Δέν επιθυμώ μπλεξίματα μέ τόν Κοσονάκο τού οποίου οί άνθρωποι κρατούν γερές μαγκούρες! Καί πράγματι. Ό Βασιλεύς δέν είχε άδικο. Πολλοί αστυνομικοί κλητήρες—όπως ελέγοντο τότε οί αστυφύλακες—ήσαν ώπλισμένοι μέ ένα είδος κλομπ τεραστίων διαστάσεων, τίς περίφημες «ματσούκες», οί όποιες έπιπτον έπί τών κεφαλών δικαίων καί αδίκων, αναλόγως τής διαθέσεως τών κατόχων των.
ΜΟΙΡΑΙΑ ΑΓΝΟΙΑ
Άπηγορευμένη, λοιπόν, ζώνη ό καημένος ό Λυκαβηττός. Μπορούσε κανείς νά περπατήση μόνος του, μπορούσε νά περπατήση μέ τόν σκύλον του, άπηγορεύετο όμως αυστηρώς νά περπατήση μέ κυρίαν. Και ό σέρ Άρθουρ Νίκολσον, πρεσβευτής τής Αυτής Βρετανικής Μεγαλειότητος είς τάς Άθήνας, ήγνόει, άλλοίμονο, τήν κοτσονάκειον διαταγήν. Καί οχι μόνον αυτό. Ήγνόει, ατυχώς, ότι ό διευθυντής τής Άστυνομίας δέν είχε περιορισθή μόνον είς τό νά έκδώση τόν άπαγορευτικόν φετφάν. Άλλ' είχε λάβει και τά μέτρα του ή διαταγή του νά γίνεται σεβαστή. Έφ' ού καί περίπολοι Χωροφυλακής, συγκεκροτημένες άπό στιβαρούς καί μεστωμένους
ARTHUR NICOLSON (1849–1928), C.1888 (VIA https://ift.tt/1hJOXqf)
|
Έφ' ού καί περίπολοι Χωροφυλακής, συγκεκροτημένες άπό στιβαρούς και μεστωμένους χωροφύλακας, παρεμόνευαν μέσα στά πεύκα γιά νά συλλάβουν τους παραβάτας. Μεταξύ δε τών αυστηρών αυτών οργάνων τής Τάξεως καί τής επιβολής τής Ήθικής έξέχουσαν θέσιν είχεν ό Γεώργιος Καρπούζης, ένωμοτάρχης τής Β. Χωροφυλακής, ό όποιος είχε μεγάλην φήμην δια τήν ταχύτητα, μέ τήν οποίαν κατέφερε χαστούκια, λαβών κατόπιν τούτου τό ένδοξον προσωνύμιον: «Άστροπέλεκας». Άλλοίμονον! Ή μοίρα δέν ήτο ευνοϊκή, εκείνο τό απόγευμα τής 2ας Ίανουαρίου 1885, διά τόν Άγγλον πρεσβευτήν. Διότι, ένώ ό σέρ Άρθουρ Νίκολσον, γεμάτος ρομαντικήν διάθεσιν, προχωρούσε προς τόν Λυκαβηττόν, κατά μοιραίαν σύμπτωσιν καί ό Άστροπέλεκας ανελάμβανε περιπολίαν είς τήν πευκόφυτον περιοχήν τού άθηναϊκοΰ λόφου. Καί ή σύμπτωσις θά έδημιούργει Ίστορίαν, όπως θά ιδούμε. Ήταν χαρά θεού στον Λυκαβηττό εκείνο τό απόγευμα. Άπό τίς χειμωνιάτικες λιακάδες, πού μόνο ή Άθήνα ξέρει νά χαρίζη στους πιστούς της. Καί ήσαν ολα χαρούμενα. Καί οί διαβάτες, καί τά πουλάκια πού τιτίβιζαν, ακόμη κι' αυτά τά πεύκα. Κι' όμως! Άν κανείς μπορούσε νά κυττάξη ανάμεσα άπό τά πεύκα, εκεί κοντά στό πουρνάρι, προς τό δρόμο, θά έβλεπε πώς κάποιος δέν ήταν καθόλου ευχαριστημένος κι' οτι ή λιακάδα, τό φώς ― γύρω του, δέν τού έκαναν καμμία έντύπωσι. Καί ό κάποιος αυτός, ό τόσο αδιάφορος γιά τό περιβάλλον, τό χαρωπό, ήταν ό ένωμοτάρχης Καρπούζης Γεώργιος τής Β. Χωροφυλακής, ό όποιος μόλις πρό μιας ώρας στην ωραία συνοικία τού Ψυρρή, είχε έγκαταλειφθή άπό τήν δέσποινα των λογισμών του. Μάλιστα. Ή Ευανθία, ένώ πότιζε τή γαζία τού είχε πή οτι δεν τόν αγαπούσε πιά! Και είχε προσθέσει μάλιστα οτι ναι μεν αύτη είναι μιά απλή μοδίστρα, αλλ' αν ό κ. Καρπούζης' είχε αντιρρήσεις, μπορούσε νά τις έκφραση ευχαρίστως στον Παναγιώτη. Ήτο δέ ό Παναγιώτης πρώτος μεν εξάδελφος της Ευανθίας, άρχιφύλαξ δέ της Πυροσβεστικής Ύπηρεσίας, Σώματος φημιζομένου τότε περισσότερο γιά τις γερές σφαλιάρες πού κατάφερναν oι άνδρες του παρά γιά τήν έπίδοσί τους στο σβήσιμο των πυρκαϊών. Άκεφος λοιπόν ήταν ό κ. Καρπούζης Γεώργιος. Άθλια πλάσματα, έσκέπτετο, οί γυναίκες. Άπιστα. Και ακόμη χειρότεροι εκείνοι πού τις αγαπούν και τις περιποιούνται. Όχι! Αυτός δέν θά έκανε πιά τά γλυκά μάτια σέ καμμιά γυναίκα! Άλλά τό φιλί τής Ευανθίας! Ω εκείνο το φιλί! Γλυκό σάν μέλι Ύμηττού νέας εσοδείας. Και ουδέποτε πλέον θά τό άπελάμβανε ό κ. Καρπούζης! Ουδέποτε ! Έκείνην τήν στιγμήν μίσος έκυρίευσε τήν ψυχήν του εναντίον όλων εκείνων, πού έχουν κάποια γυναίκα και φιλούν, ένώ εκείνος δέν είχε καμμίαν. Χωρίς νά τό θέλη ήσθάνθη όπως τά αξιότιμα μέλη τών θρησκευτικών συλλόγων, πού επειδή δέν μπορούν νά απολαύσουν οί ίδιοι κάτι, τό απαγορεύουν, άπό φθόνον και στους άλλους. Και έσκέπτετο μέ μίσος ό κ. Καρπούςης οτι ίσως ― ίσως έκείνην ακριβώς τήν στιγμήν πολλά, άπειρα ζευγάρια θά άντήλλασσαν ασπασμούς.
― Νά τά έπιανα, ψιθύρισε, θά τά τσάκιζα στό ξύλο!
Δέν πρόφθασε νά τελείωση τήν φράσι του. Άπέναντι του, πίσω άπό ένα πεύκο, ένα ζευγάρι φιλιόταν μέ πάθος.
«ΤΙ ΤΗΝ ΦΙΛΑΣ»;
Ό φθόνος, είναι, ομολογουμένως, ταπεινό αίσθημα. Άλλ' υπάρχουν στιγμές πού δέν μπορεί ό άνθρωπος νά τό άποφύγη Οσες προσπάθειες και αν κάνη. Και αυτές τις στιγμές δοκίμαζε τώρα ό ένωμοτάρχης Καρπούζης Γεώργιος. Διά μιας θυμήθηκε τόν Κοσονάκο, διά μιας θυμήθηκε τις διαταγές του, αυτομάτως ξύπνησαν μέσα του όλες οί αρχές και τά αξιώματα τής ηθικής και ακράτητος, έν ονόματι τού Νόμου και τής πίκρας του γιά τήν Ευανθία, (όρμησε προς τό ζευγάρι:
― Άλτ! Τις ει; Τί τήν φιλάς, ρέ τήν γυναίκα;
ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΟΥ 1885 ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΞΕΝΟΥ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ.
|
Ό ευτυχής άνθρωπος, πού μέσα σέ μιά τόσο ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα είχε ξεχάσει τόν χειμώνα και βρισκόταν και συναισθηματικούς στό έαρ, δέν κατάλαβε στην αρχή. Σήκωσε τό κεφάλι και ρώτησε μέ ψυχραιμία.
― Σπήκ Ίνγκλις;
Ό κ. Καρπούζης έμεινε κατάπληκτος. Τί είναι αυτά τώρα; Άστεία θά κάνουμε;
― Άπαγορεύεται κύριος ό ασπασμός καθ' ότι έτσι λέει ό κ. Κοσονάκος. Άνάπαυσις! Και μαζί μου στό τμήμα!
Ό ξένος δέν φάνηκε νά έννοή τήν ευγενή πρόσκλησι τού ύπερασπιστού τής Τάξεως και τού Νόμου. Και συνέχισε τό χαβά του:
― Σπήκ Ίνγκλις; ξαναρώτησε.
Έκεί έπάνω ο κ. Καρπούζης έθεώρησε οτι ήτο καιρός πλέον νά δώση νά καταλάβη εις τόν Κουτόφραγκον οτι αυτός, ό Γεώργιος Καρπούζης, τόν συνελάμβανε γιά παράβασι αστυνομικής διατάξεως. Και κάνοντας ένα βήμα εμπρός, άπλωσε τό χέρι του βαρύ ― βαρύ, εις τόν ώμο τού παραβάτου:
― Γιά έλα μέσα νά ιδούμε τί γίνεται!
Περίμενε φυσικά άμεσον ύποταγήν. Δέν τόν έλεγαν τού κάκου Άστροπέλεκα σ' ολη τήν Γαργαρέττα. Άλλ' ό ξένος δέν φάνηκε νά εντυπωσιάζεται άπό τήν χερούκλα, ακόμη δέ λιγώτερο άπό τήν βροντερή φιονή τού ένωμοτάρχου. Και μέ μιά απότομη χειρονομία τού κατέβασε τό χέρι άπό τόν ώμο.
― Άϊ άμ, είπε, δή Μπρίτις Άμπάσαντορ.
Ό κ. Καρπούζης απήντησε εις τήν δήλωσιν ευγενέστατα:
― Ρέ Παλιόφραγκε, τώρα θά σού δείξω εγώ!
Και πριν προλάβη ό αλλοδαπός νά άντιληφθή περί τίνος επρόκειτο, βροντερός σφάλιαρος τού έδόνησε τό πρόσωπο, ένώ δεύτερος κατήρχετο συγχρόνως σχεδόν μέ ταχύτητα πυραύλου.
― Όου! είπεν ό Άγγλος. Όου!
Άλλά δέν ήρκέσθη εις αυτό. Άνθρωπος έξησκημένος νά χρησιμοποιή τή γροθιά του καθ' όλους τους κανόνας τής πυγμαχίας, σήκωσε τό χέρι και κατάφερε κτύπημα εις τήν μούρη τού κ. Καρπούζη, πού είδε ό δυστυχής τόν ουρανό σφοντύλι.—Ά, έτσι είσαι; ούρλιαξε ό ένωμοτάρχης. Τώρα θά σού δείξω έγώ ρέ ντιστεγκέ! Όμοβροντία καλώς έξησκημένου πολεμικού πλοίου θά ήτο όλιγώτερον συγχρονισμένη άπό τά χέρια τού Καρπούζη, ένώ κατέφερε σφαλιάραν έπί σφαλιάρας εις τό πρόσωπον τού ευγενούς Άγγλου. Τό προσωνύμιον Άστροπέλεκας εύρισκε τήν δικαίωσίν του. Άλλά και ό πρεσβευτής τής Αυτής Βρεταννικής Μεγαλειότητος—διότι αυτός ήτο ό αντίπαλος τού ένωμοτάρχου και παραβάτης τών διαταγών περί ρομαντικών περιπάτων εις τόν Λυκαβηττόν—δέν ήτο άνθρωπος, ό όποιος νά άφήση τόν κ. Καρπούζην άνευ άντιστάσεως νά τόν σακατέψη στό ξύλο. Ήξευρε πυγμαχίαν έπιστημονικήν, όπως οί περισσότεροι Άγγλοσάξονες και ξαφνικά γροθιές, πού έκαναν τόν Καρπούζη νά ίδή διαφόρους αστερισμούς μέ κλειστά μάτια, τού έπλημμύρισαν, μέ δαψιλήv γαλαντομίαν, τό πρόσωπον. Ό Καρπούζης έμεινε προς στιγμήν έκπληκτος. Όταν, όμως είδε ότι τόν είχαν πάρει τά αίματα και οτι ή μούρη του ήρχισε νά πρήζεται, αντελήφθη ότι ό απέναντι του Κουτόφραγκος ήταν άνθρωπος πού επέβαλλε τήν λήψιν και νέων μέτρων. Και επειδή οί Έλληνες πάντοτε βρίσκουν κάποιον λύσιν στις δύσκολες στιγμές, Έλλην και ό κ. Καρπούζης, έβγαλε τήν σφυρίκτρα του και έσφύριξε τρις, φωνάζων συγχρόνους.
― Βοήθεια χωροφύλακες! Βοήθεια. Μέ σκοτώνουν!
Τά ίδια θά ημπορούσε νά φωνάξη και ό ευγενής Άγγλος. Άντιμετώπιζεν, όμως, μίαν δυσκολίαν: Δέν έγνώριζε τήν γλώσσαν. Έτσι ό ένωμοτάρχης Καρπούζης είδε μέ χαράν του νά σπεύδουν τρεις στιβαροί χωροφύλακες τής περιπόλου οί όποιοι, χωρίς νά περιμένουν νά ακούσουν τι περί τής διαφοράς, έπέπεσαν κατά τού Βρεταννού μέ διάθεσιν νά τόν μεταβάλουν άπό άνθρωπο σέ τελατίνι. Είναι κανών, άλλοίμονον, εις τήν ζωήν, ότι ό άνθρωπος, όσον γενναίος και αν είναι, ύποκύπτει τέλος εις τήν βίαν. Ό Άγγλος πρέσβυς παρά τό θάρρος του, δέν ημπόρεσε νά αντιμετώπιση άποτελεσματικώς τους χωροφύλακας. Σύννεφο ή κατραπακιά, ένώ ή νεαρά σύζυγος ώλόλυζεν εις τό πλευρόν του.
― Γιου αρ μπλού ντήαρ ! Ώ, ντήαρ!
Πράγματι, ό Βρεταννός είχε μεταβάλει χρώμα και ήτο τώρα μπλε. Ένα ωραίο μπλε, ολίγον πρός τό μώβ, πού θά τό έθαύμαζεν ασφαλώς ένας καλλιτέχνης μέ λεπτήν ψυχήν. Και ρεαλιστής ώς όλοι οί συμπατριώται του, αντελήφθη ότι αν τό κακό συνεχίζετο οί χωροφύλακες θά τού έτσάκιζαν και κανένα κόκκαλο και έπαυσε τήν άντίστασιν, δεχθείς νά τους άκολουθήση στο τμήμα.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ...
Έκείνην τήν εποχή τό πλησιέστερον άστυνομικόν τμήμα ήτο εις τήν Νεάπολιν και έπί τής οδού Σόλωνος. Και έκεί θριαμβευτικώς ώδήγησεν ό Καρπούζης τόν Άγγλον παραβάτην τών περί Λυκαβηττού διαταγών. Όμολογουμένιος, αν έβλεπε κανείς εκείνες τις στιγμές τόν Άγγλο πρεσβευτήν και εύπατρίδην, θά αμφέβαλλε πολύ αν ήτο ή καταλληλότερα περίπτωσις νά παρουσιασθή ό Βρεταννός τζέντλεμαν όπουδή, ποτέ, έστω και εις άστυνομικόν τμήμα τής οδού Σόλωνος. Τά ρούχα του ήσαν καθημαγμένα, τό ένα μανίκι τού σακκακιού του σχισμένο κάτω άπό τόν αγκώνα και τό παντελόνι του έως τό γόνατο. Τό πρόσωπο του δεν ήταν σέ καλύτερη κατάστασι. Μπλε τό ενα του μάτι σχεδόν μέχρι τήν μύτη, μαύρο τό άλλο, μέ κύκλο, πού κατέβαινε εως τό στόμα, τό έπάνω του χείλι πρησμένο τούμπανο, τό κάτω κομμένο στην άκρη και ματωμένο. Τέλος μπλε σκούρες δακτυλιές προς τό μώβ, έζωγραφίζοντο και στα δύο του μάγουλα, δείγματα της τέχνης τού χαστουκίζειν τού ένωμοτάρχου Καρπούζη Γεωργίου ή Άστροπέλεκα. Ό αστυνόμος, μόλις είδε τον ξένο σ' αυτήν τήν κατάστασι, μέ τήν νεαρή Άγγλίδα δίπλα του νά κλαίη γοερά και μέ άναφυλλητά, τά έχασε. Ούτε λέξι δέν μπόρεσε νά αρθρώση. Διότι μέ τήν πρώτη ματιά ανεγνώρισε τον άνθρωπο που είχαν ξυλοφορτώσει τά όργανα της Τάξεως και αντελήφθη οτι βρισκόταν μπροστά σέ δράμα τού όποιου τήν πρώτη πράξι είχε ζήσει ό Άγγλος ευπατρίδης αυτός δε τώρα ζούσε τήν δεύτερη και ασφαλώς, αν ληφθή ύπ' όψιν οτι ό μπλεμαρίν άνθρωπος ήτο ό πρέσβυς της Άγγλίας, θά υπήρχε και τρίτη, τήν οποίαν, δέν άπεκλείετο νά ζούσε ολόκληρη ή Έλλάς. Τί νά κάνη και τί νά πή ό αστυνόμος; Σηκώθηκε απάνω, όρθιος καί άνοιξε τό στόμα γιά νά ψελλίση κάτι, ένώ ό Άγγλος διπλωμάτης, άπό τό σκισμένο ρούχο του, είχε βγάλει τήν ταυτότητα του, ταυτότητα πού έδινε—καί δίνει ακόμη—τό υπουργείο των Εξωτερικών στους ξένους διπλωμάτας γιά νά άναγνωρίζωνται άπό τις Άρχές. Δέν είπε πολλά ό Βρεταννός. Έλάχιστα στή γλώσσα του. Έξ άλλου, ό διοικητής τού τμήματος δέν ήξερε αγγλικά καί φυσικά δέν μπορούσε νά γίνη σπουδαία συνεννόησις. Άντελήφθη, όμως άπό τήν οργήν, καί τήν άγανάκτησιν τού Βρεταννοϋ οτι ή ύπόθεσις αυτή, οχι μόνον δέν έτελείωνεν εκεί, άλλ' άντιθέτως τώρα άρχιζε, μέ άγνωστες συνέπειες.
― Τί έκανες μωρέ; Τί έκανες, έβρυχήθη ό αστυνόμος προς τόν Καρπούζην, ό οποίος, αντί βρυχηθμού ανέμενε συγχαρητήρια. Τόν πρέσβυ τής Άγγλίας έδειρες μωρέ; Έ; Τής Αγγλίας;
Ό άλλος έγινε κίτρινος σάν άνθρωπος πού καταλαμβάνεται ξαφνικά άπό ήπατικόν κώμα καί δείχνει ταχύτατα συμπτώματα ίκτερου.—Μά ήταν μέ γυναίκα, ψιθύρισε. Μέ γυναίκα! Καί ξέρεις τί, κ. διοικητά; Τήν φίλαγε! Νά, μά τό σταυρό, σοϋ λέω ! Τήν έσφιγγε στην αγκαλιά του καί τήν φύλαγε ! Τήν φίλαγε σοϋ λέω! Κι' αυτή καθότανε!
Ό αστυνόμος αισθάνθηκε άπό ολο του τό σώμα τό αίμα νά σπεύδη ολοταχώς προς τό κεφάλι του. Έβγαλε' τό μαντήλι του, σκούπισε τό κάθιδρο μέτωπο του καί είπε:
― Υπό περιορισμόν! Νά μήν πάς που θενά! Μήτσο! Τό αμάξι μου!
Γρήγορα το αμάξι μου. Και ορμώντας προς τήν πόρτα, πήδηξε στην άμαξα, που έφυγεν «έλαύνουσα άπό ουτήρος» σύμφωνα μέ τήν προσφιλή έκφρασι τής εποχής.
ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ!
Ό Κωνσταντίνος Κοσονάκος, διευθυντής τής Άστυνομίας Άθηνών καί φίλος προσωπικώς τού Πρωθυπουργού Τρικούπη, τινάχτηκε άπό τήν πολυθρόνα του μόλις άκουσε τήν σύντομη, άλλα συνταρακτική αναφορά τού αστυνόμου. Καταλάβαινε, οτι, είχε νά κάνη μέ σοβαρωτάτη ύπόθεσι καί ο,τι έπρεπε νά νίνη, έπρεπε νά γίνη αμέσως. Διέταξε λοιπόν νά τεθή ύπό αύστηρόν περιορισμόν ό δυστυχής Καρπούζης καί ό ίδιος μέ τήν αμαξάν του έσπευσε προς τήν πλατείαν τού Κλαυθμώνος, οπού ήτο ή αγγλική πρεσβεία. Στό κτύπημα τής πόρτας ό ύψηλόσωμος καμαριέρης έκανε τήν έμφάνισί του.
― Έπέστρεψε ό κ. πρέσβυς; ρώτησε ό Κοσονάκος.
Ό θαλαμηπόλος έδίστασε προς στιγμήν.
― Μάλιστα, απήντησε. Έπέστρεψε. Άλλά νομίζω πώς είναι μάλλον δύσκολο νά σάς δεχθή.
― Παρακαλώ, είπε ό Κοσονάκος, παρακαλώ νά τού αναγγείλετε τόν διευθυντήν τής Άστυνομίας. Έρχομαι γιά τό ατυχές έπεισόδιον τού απογεύματος.
― Μάλιστα, κύριε. Ό υπηρέτης ύπεκλίθη καί απεσύρθη μετ' ολίγα δέ λεπτά έκαμε τήν έμφάνισίν του ό Νίκολσον. Μέ τήν πρώτη ματιά, ό Κοσονάκος αντελήφθη οτι ό ένωμοτάρχης Καρπούζης Γεώργιος δέν άπεκαλείτο άδικα «Άστροπέλεκας». Μέ τήν δεύτερη δέ, διεπίστωσε οτι είχε ασκήσει τήν τέχνη του μέ όλη τήν μαεστρία καί τήν πείρα, πού τού έδινε δεκαπενταετία υπηρεσίας εις τά μεταβατικά αποσπάσματα. Έν τούτοις, έκράτησε τό σοβαρόν ύφος του, παρά τό θέαμα, πού προσέφερε, χωρίς νά τό θέλη, ό δυστυχής διπλωμάτης.
― Κύριε πρέσβυ, είπε ό Κοσονάκος μέ άπταιστη γαλλική. Έκ μέρους τής Άστυνομίας σάς εκφράζω τήν λύπη μου καί ζητώ συγγνώμην διά τό ατύχημα. Λυπούμαι βαθύτατα δι' ο,τι έγινε. Ό χωροφύλαξ δέν έγνώριζε ποίοι είσθε. Εύρίσκετο ύπό τό κράτος τής έντυπώσεως, οτι έπεχειρήσατε νά βιαιοπραγήσετε κατ' αυτού. Αί σχετικαί διαταγαί ήσαν αύστηρόταται. Καί πάλιν λυπούμαι. Έσταμάτησεν ό Κοσονάκος. Καί άνέμενεν οτι ό διπλωμάτης θά έλεγε κάτι, θά έκανε κάποιαν χειρονομία, θά άπεδέχετο τήν συγγνώμην. Άλλ' όχι! Έκανε λάθος! Ό Άγγλος πρέσβυς, ψυχρός καί αλύγιστος, δέν άλλαξε καθόλου ύφος. Τό ίδιο αδιάφορο πρόσωπο, ανέκφραστο καί σκληρό. Τέλος άνοιξε τό στόμα καί μίλησε:
― Κύριε Διευθυντά, είπε. Δικαίωμα σας νά εκδίδετε βαρβάρους διαταγάς. Δικαίωμα τών οργάνων σας νά τάς εφαρμόζουν ακόμη πλέον βάρβαρα. Άλλ' εναντίον τών Ελλήνων. Όχι εναντίον ξένων διπλωματών! Κύριε Διευθυντά! Προσεβάλατε τόν άντιπρόσωπον τής Αυτής Βρεταννικής Μεγαλειότητος. Τό ζήτημα δέν είναι προσωπικόν μου. Είναι τής Κυβερνήσεως μου. Καί μέ έκείνην, παρακαλώ, όπως συνεννοηθήτε, έάν νομίζετε οτι υφίσταται θέμα συνεννοήσεως. Καληνύχτα σας, κ. Διευθυν τά. Καί αγέρωχος, ό σέρ Άρθουρ Νίκολσον έκαμε μεταβολήν καί έξηφανίσθη, πίσω άπο μιά πόρτα, προς τό γραφείο του.
Ό Κοσονάκος έμεινεν εμβρόντητος άπό τήν άπάντησιν τού Βρεταννού. Δέν τήν περίμενε. Καί ακόμη λιγώτερο περίμενε τήν περικοπή εκείνη άπό τόν μονόλογο τού πρέσβεως, στην οποίαν έκανε ρητή νύξι γιά άνάμειξι τής Κυβερνήσεως του. Ώστε λοιπόν; Διπλωματικόν έπεισόδιον; Ή μεγάλη καί ισχυρά Άγγλία θά έζήτει ίκανοποίησιν; Ίκανοποίησιν μειωτικήν πιθανότατα διά τήν Έλλάδα. Ό διευθυντής τής Άστυνομίας δέν έχασε καιρό σέ σκέψεις. Βγήκε άπό τήν πρεσβεία, πήδηξε στό αμάξι του καί φώναξε μέ φωνή πού έτρεμε στον άμαξα:
― Γρήγορα στού Προέδρου! Στό σπίτι τού Πρωθυπουργού! Ό άμαξας κατάλαβε οτι κάτι τό έκτακτο συνέβαινε. Σήκωσε τό καμουτσί, έκανε τήν απαραίτητη στράκα καί ξεκίνησε, μέ καλπασμό σχεδόν, γιά τήν όδόν Άκαδημίας, όπού έμενε τότε ό Τρικούπης. Ό Πρωθυπουργός ήταν εκεί. Μελετούσε κάτι έγγραφα, ένώ δίπλα του τακτοποιούσε κάτι χαρτιά του ή αχώριστη σύντροφος του, ή αδελφή του Σοφία. Όταν ό υπηρέτης ανήγγειλε τήν άφιξι τού διευθυντού τής Άστυνομίας, ό Τρικούπης ανησύχησε.
― Φέρ'τον μέσα άμέσως! είπε εις τόν ύπηρέτην.
Καί σέ δυό λεπτά ένεφανίζετο ό αστυνομικός διευθυντής, ό όποιος μέ λίγα λόγια άφηγήθη τήν ιστορία πού ήδη γνωρίζουμε. Ό Τρικούπης κούνησε τό κεφάλι σκεπτικός.
― Τους γνωρίζω καλά τους Άγγλους, είπε. Δέν θά τό αφήσουν νά περάση έτσι. Καί πολύ φοβάμαι οτι θά έχωμεν άσχημα ξεμπερδέματα έξ αιτίας τού κ. Καρπούζη. Πάντως θά κάνουμε ο,τι είναι δυνατόν βέβαια. Ευχαριστώ κ. Κοσονάτο. Καί παρα καλώ νά είδοποιηθή ή Χωροφυλακή νά τιμωρηθή αυστηρότατα ό ένωμοτάρχης. Άνεξαρτήτως τού αν ήτο ή δεν ήτο ό Άγγλος πρέσβυς ό ξυλοδαρείς ανθρωπος, δέν είναι δυνατόν νά συμπεριφέρονται κατ' αυτόν τόν τρόπον οί χωροφύλακες.
Ό Κοσονάκος έχαιρέτησε καί έφυγε, ένώ ό Τρικούπης είπε στην άδελφήν του:
― Τί νά κάμωμεν, Σοφία; Μικροί είμεθα, θά ζητήσωμεν συγγνώμην. Άς ελπίσουμε τουλάχιστον οτι θά τήν δεχθούν!
Αί ελπίδες τού Πρωθυπουργοΰ διεψεύσθησαν τήν άλλην ήμέραν τό πρωί. Διότι ένώ τό ύπουργείον τών Έξωτερικών, κατόπιν όδηγιών εξέφραζε τήν λύπην του διά τό συμβάν προς τόν σέρ Άρθουρ Νίκολσον, ή αγγλική πρεσβεία διεβίβαζε διακοίνωσιν τής Κυβερνήσεως τού Λονδίνου, ή όποια, έζήτει, ως έλεγε, «πλήρη ίκανοποίησιν» διά τό έπεισόδιον καί απαιτούσε νά άποκατασταθή τό θιγέν γόητρον τού εκπροσώπου της. Μέ λίγα λόγια ή συγγνώμη δέν έφθανε. Ή Μεγάλη Άγγλία έζήτει νά ταπεινωθή ή μικρή Έλλάς, διότι ένας, άμόρφωτος έστω, Έλλην είχε χτυπήσει τόν πρεσβευτήν της, χωρίς νά γνωρίζη τήν ιδιότητα του. Ή Έλληνική Κυβέρνησις προσεπάθησε νά αντίδραση. Έδωσε νέες εξηγήσεις, άνεκοίνωσε οτι έτιμώρησε παραδειγματικώς, τόν δράστην (ό δυστυχής Καρπούζης κόντεψε νά λειώση στην φυλακή) εξέφρασε πάλιν τήν λύπην της. Άλλ' ή Κυβέρνησις τού Λονδίνου παρέμεινε άμετάπειστη. Ήθελε «πλήρη έπανόρθωσιν». Τί νά κάνη ή Έλλάς; Έζούσε τότε άπό αγγλικά δάνεια καί ενα ήταν μάλιστα υπό διαπραγμάτευσιν εις τό Λονδίνον. Ήναγκάσθη νά ύποκύψη. Κι' έτσι έξηφανίσθη τό αρχικά κωμικό στοιχείο τής ιστορίας καί έκαμε τήν έμφάνισί του τό τραγικό. Ή ταπείνωσις ενός Έθνους, πού στό κάτω ― κάτω, δέν έφταιγε καί πολύ τό ίδιο (ή δέν έφταιγε καθόλου) διά τό ατύχημα τού Βρεταννού πρεσβευτού. Ήταν ή 7η Ίανουαρίου 1885. Καί στην πλατεία τού Συντάγματος παρετάχθη μέ επικεφαλής τήν μουσικήν καί τήν σημαίαν του, ένα τάγμα Χωροφυλακής. Ό σέρ Άρθουρ Νίκολσον ήταν τό τιμώμενον πρόσωπον. Ή μουσική άνέκρουσε τόν άγγλικόν Έθνικόν Ύμνον καί έν συνεχεία όλόκληρον τό τάγμα, μέ τόν διοικητήν καί τους αξιωματικούς του μέ γυμνά τά ξίφη, παρήλασε πρό τού Βρεταννού διπλωμάτου εις τόν όποιον απένειμαν τιμάς καί διά τού ξίφους καί διά κλίσεως τής σημαίας! Καί ή Άγγλία έθεώρησεν έαυτήν ίκανοποιημένην. Τρεις μήνας δέ άργότερον μετέθεσε τόν Νίκολσον εις τήν Τεχεράνην.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ
ΑΘΗΝΑ
1971
from ανεμουριον https://ift.tt/2m0Sv0V
via IFTTT