Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς χωρούσαν τόσοι νοματαίοι στην παράγκα του παππού
του πρόσφυγα του Μικρασιάτη.
Τα πάντα σε τάξη και καθαρά και πάντα με την μυρουδιά του φαγητού στην γωνία
από την κατσαρόλα πάνω στην γκαζιέρα.
Εταζέρες παντού με φόντο το πισόχαρτο....
Τα εικονίσματα σε άλλη γωνιά προνομιακή να φαίνονται γιατί ήταν από τα λίγα
που έφεραν με την γιαγιά μέσα στους μπόγους τους που μύριζαν θάλασσα
όπως έλεγαν γελώντας...πικρά.
Ο καθένας είχε τον δικό του μπόγο και τους ένωσαν όταν γνωρίστηκαν στον "συνωστισμό" του Πειραιά όπου τους ...άδειαζαν τα πλοία των "συμμάχων".
Από εκεί γραμμή για ένα από τα θεωρεία του θεάτρου που φιλοξενήθηκαν στο Κέντρο της Αθήνας στην αρχή μέχρι να πάρουν άδεια και να στήσουν την παράγκα σε μια γειτονιά με άλλους πρόσφυγες.
Την πρόλαβα αυτή την παράγκα του παππού μετά από κάμποσα χρόνια με ένα καμαράκι δίπλα προχειροχτισμένο για να βάλει μέσα το νιόπαντρο κορίτσι του.
Μπροστά στον δρόμο άλλο καμαράκι με τσίγκο φιαγμένο για την επαγγελματική του
στέγη...το τσαγκάρικο.
Η παράγκα όμως ήταν το σημείο αναφοράς των παιδιών εκείνα τα χρόνια
γιατί τα απογεύματα η γιαγιά και η αδερφή της έφιαχναν διάφορες λιχουδιές.
Στην σειρά λοιπόν για ένα μεζέ για μια τηγανίτα για ένα μπουρέκι....
Το μακρόστενο κάδρο με άποψη της Σμύρνης κέντριζε το ενδιαφέρον των
παιδιών που ήθελαν να ακούσουν ιστορίες από τις δύο αδερφές
που φρόντιζαν να μην είναι φοβιστικές.
Δίπλα στην παράγκα του παππού ήταν κι άλλη ...από τα μικρά παράθυρα
τα έλεγαν οι γειτόνισες συχνά αναστενάζοντας όταν θυμόντουσαν
τις χαμένες πατρίδες τους.
from Πίσω στα παλιά https://ift.tt/2HBzMRd
via IFTTT