ΑΓΝΩΣΤΟΥ - Ακόμη και για την εποχή του, ήταν πρωτότυπος εκείνος ο σύντομος διάλογος που πολλοί τον άκουσαν:
— Αλήθεια Θόδωρε, θα κάνεις κίνημα;
— Και βέβαια Κώστα θα κάνω κίνημα. Τί, νομίζεις πως θα σε φοβηθώ;
Ο διάλογος γίνεται το βράδυ της 24ης Ιουνίου 1925, όπως σχολάει η Βουλή. Ο Κώστας που ρωτάει είναι ο υπουργός των Στρατιωτικών της κυβερνήσεως Μιχαλακοπούλου, Κ. Γόντικας. Και ο Θόδωρος που απαντάει, είναι ο στρατηγός, αρχηγός πολιτικής ομάδος στη Βουλή εκείνη, και αρχιστράτηγος του 'Εβρου πριν από δυό χρόνια Θεόδωρος Πάγκαλος. Σε τούτα τα χρόνια 1924-1925 σημειώνονται πολλά «οπερετικά κινήματα». Είναι λίγο-πολύ, οικογενειακά για την δημοκρατική παράταξή. Αλλ' αυτό για το οποίο ρωτάει ο υπουργός τον υποτιθέμενο αρχηγό του, κατά τις σχετικές διάχυτες φήμες, θα είναι σοβαρό, δεν θα μοιάζει με τα προηγούμενα οικογενειακά των δημοκρατικών.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΣ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΗ Η ΟΠΟΙΑ ΦΡΟΥΡΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ.
|
Εκείνα άρχισαν στο τέλος Φεβρουαρίου 1924, όταν ένα μεσημέρι έκαναν εισβολή στο πρωθυπουργικό γραφείο (του Γ. Καφαντάρη) δυό αγριεμένοι συνταγματάρχες: ο Βουτσινάς και ο Λάγγουρας. 'Εστριψαν τα μουστάκια τους, βρόντησαν τις μπότες τους, ζήτησαν τον πρόεδρο, κάνανε μερικές βόλτες οργισμένοι και έφυγαν κλείνοντας με πάταγο την πόρτα. 'Ετσι παραιτήθηκε ο Καφαντάρης που δεν ήθελε την πραξικοπηματική κατάργησή της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και σχημάτισε κυβέρνησή ο Παπαναστασίου που βιαζότανε για την ανακήρυξή της Αβασιλεύτου. Προηγήθηκε η πανηγυρική κατάργησις στις 25 Μαρτίου 1924 και ακολούθησε — κατόπιν εορτών και πανηγυρισμών — το τυπικό και επικυρωτικό της μεταβολής, Δημοψήφισμα.
Και ο Παπαναστασίου όμως —ο πατήρ της Δημοκρατίας— δεν πολυκαιρίζει στην εξουσία. Τα συντηρητικά παλαιοδημοκρατικά κόμματα, έχουν την πλειοψηφία στην μονόπλευρη Δ’ Εθνοσυνέλευση. Αφού έγινε το «θέλημα Στρατού» για την Αβασίλευτη, με πρώτη ευκαιρία ανατρέπουν την κυβέρνησή εκείνην. Πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Θ. Σοφούλης, η κυβέρνησίς του θα ονομασθεί των «θερινών διακοπών» γιατί με την επανάληψή των εργασιών της Βουλής πρωθυπουργός θα γίνη ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Και οι δυό αυτές κυβερνήσεις, είχαν να αντιμετωπίσουν συστηματική αντίδρασή κινηματικών παραγόντων.
Είχε προηγηθεί μια απεργία... αξιωματικών του Ναυτικού. Επί 206 μαχίμων, οι 158 είχαν υποβάλει παραίτησή, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για την αφόρητη εύνοια του υπουργού Χατζηκυριάκου (του Παπαναστασίου) προς τον πλοίαρχο Κολιαλέξη. Εκείνες οι παραιτήσεις είχαν συντελέσει πολύ στην ανατροπή του Παπαναστασίου. ο Σοφούλης επαναφέρει στο Ναυτικό τους παραιτηθέντας. Αγριεύει όμως ο Κολιαλέξης με τους παραμείναντας. Δεν δέχονται την επαναφορά, ο στόλος απειλεί γην, ουρανόν και πρωτεύουσαν, με βομβαρδισμό. 'Οταν «τον έπρηξαν τον Σοφούλη», αναγκάζεται να χρησιμοποίηση τα έσχατα μέσα. Δημοσιεύει Διάταγμα Απολύσεως όλων των κληρωτών του Ναυτικού, οι όποιοι παρατούν τα πολεμικά σκάφη στους λίγους αξιωματικούς και μόνιμους υπαξιωματικούς. Τα πλοία ακινητούν αλλά το ίδιο παθαίνουν και οι κινηματίαι, μ’ εκείνο το πρωτότυπο κυβερνητικό μέτρο.
Λίγο αργότερα, δυό αγανακτημένοι στρατηγοί (Χ. Τσερούλης και, Π. Παναγιωτόπουλος) θέτουν εις ανοιχτή κυκλοφορίαν πρωτόκολλον ανατροπής της κυβερνήσεως. οι στρατηγοί συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε στρατοδικείο. Αλλά οι εκεί «στρατηγοί της έδρας» Τσιμικάλης, Μαζαράκης, Οθωναίος, τους απαλλάσσουν.
ΤΟ ΚΤΙΡΙΟΝ ΤΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΛΗΦΘΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΠΑΓΚΑΛΟΥ.
|
Ακολουθεί μιά απόπειρα μικροκινήματος του στρατηγού Λούφα. ‘Υστερα μιας κινήσεως υπαξιωματικών. 'Επειτα μιας μικρής ομάδας παγκαλικών αξιωματικών. Με τις απανωτές απόπειρες, παίρνουν φόρα και τέσσερις αδελφοί Γιαγάδες που καταλύουν την κρατική εξουσία και κυριαρχούν στη Σάμο. Τους Γιαγάδες οι Βενιζελικοί τους αποκαλούν λήσταρχους. Στην πραγματικότητα είναι παράτολμοι και δυναμικοί αντιβενιζελικοί που έχουν λογαριασμούς αίματος από την αρχή του Διχασμού, με την βενιζελική παράταξι. Η «κατάληψις της Σάμου» προκαλεί πανικό στην Κυβέρνησι. Επίμονες φήμες θέλουν ιταλικό δάκτυλο στο πραξικόπημα Γιαγάδων. για να δικαιολογηθή αρπαγή της νήσου από τον Μουσσολίνι και προσάρτησίς της στα Δωδεκάνησα.
Για την αποσόβησι περιπλοκών, για την κεραυνοβόλο αποκατάστασι της τάξεως, εκπλέει ολόκληρος ο ελληνικός στόλος, με τον ναύαρχο Ι. Δεμέστιχα (που είχε κάνει και ηρωϊκός χερσαίος καπετάνιος, στον Μακεδονικό Αγώνα). Οι Γιαγάδες δραπετεύουν στα Δωδεκάνησα.
Η κρατική κυριαρχία επανέρχεται στη Σάμο. Καλού-κακού όμως, ο στόλος παραμένει μερικές μέρες στα γύρο παράλια και νησιά. (Εκεί ο ναύαρχος ανεκάλυψε και «εσαγήνευσε» την κατόπιν κυρίαν Δεμέστιχα).
Το κίνημα που προετοιμάζει όμως σχεδόν στα φανερά ο αρχιστράτηγος του 'Εβρου, δεν θα είναι βέβαια οπερετικό. Ούτε και η απειλητική προειδοποίησις έγινε «στο βρόντο» όπως είπαν μερικοί. 'Οτι δηλαδή ήταν μιά απλή κουβέντα και ύστερα από τα μέτρα που άρχισε να λαμβάνη η κυβέρνησης, αναγκάσθηκε —υπό την απειλή συλλήψεως— να διαβή τον Ρουβίκωνα. Δεν είναι έτσι, γιατί το κίνημα ήταν ήδη έτοιμο στη Θεσσαλονίκη και στο στόλο. Και από τις δυό εκείνες μεριές μόνο, το σύνθημα περίμεναν.
Ο συνεργάτης του Πάγκαλου Χ. Τσερούλης, είχε φύγει για την Θεσσαλονίκη —κρυφά— μόλις απομακρύνθηκε με άδεια από την έδρα του, ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού Άλ. Οθωναίος. Έμεινε κρυμμένος στο σπίτι του υπολοχαγού Ι. Τσιγάντε. Με την απουσία του Οθωναίου, οι εκεί δυναμικοί στρατιωτικοί παράγοντες (Σπανόπουλος, Καρακούφιας, Μπακιρτζής), το σύνθημα μόνο περίμεναν και αυτό φθάνει τα μεσάνυχτα της 24ης προς την 25ην Ιουνίου.
Ο ανταποκριτής του παρισινού «Χρόνου» Ζύλ Ρατώ, είχε πληροφορήσει τον Πάγκαλο στο δρόμο, ότι δεν ήταν τυχαία η ερώτησις του Γόντικα και ότι σκέφτονται να τον συλλάβουν. Στο σπίτι του τον πληροφόρησαν ότι έχουν επισημάνει την παρακολούθησί του από αστυνομικούς. Με τηλεφώνημα του ο Ρατώ, επιβεβαιώνει τις προηγούμενες πληροφορίες του. Τότε ο Πάγκαλος παίρνει τη στολή του και κατευθύνεται σε συγγενικό του σπίτι. Φεύγοντας δίνει εντολή σε συνωμότες συνδέσμους του, για την μετάδοσι του συνθήματος της εκρήξεως, σε όλους τους αρμοδίους. Δεν στηρίζεται τόσο σε αθηναϊκές μονάδες, όσο στις επαρχιακές και στο στόλο.
Στην συμπρωτεύουσα υπήρχε ένα «Δημοκρατικό Τάγμα». Στην αρχή λεγόταν «Τάγμα Κυνηγών». Το είχε συγκροτήσει ο Κονδύλης για την καταδίωξι λήσταρχων. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή είχε σημειωθή έξαρσις ληστοκρατίας, με νέους βασιλείς των Ορέων, ιδιαίτερα στη Βόρειο Ελλάδα (Γιαγκούλας, Μπαμπάνηδες, Ρετζαίοι, Κουμπαίοι, Τζατζάς, Καντάρας, Παπαγεωργίου, Βελώνης). Τα Τάγματα Κυνηγών όμως, εξελίχθηκαν σε «Δημοκρατικά Τάγματα» δηλαδή μονάδες κινημάτων.
Στην Θεσσαλονίκη διοικητής είναι ο Καρακούφας. ο Σπανόπουλος είναι διοικητής του κανονικού συντάγματος. Και ο Μπακιρτζής, ο δραστήριος, αποφασιστικός, πολυμήχανος και τολμηρός επιτελικός, νους παντός κινήματος. 'Όπως λείπει ο Οθωναίος, ανεμπόδιστη γίνεται η επικράτησίς τους, μόλις παίρνουν το σύνθημα. ‘Υστερα καλούν τον Τσερούλη, ν’ αναλάβη την διοίκησι του Γ’ Σώματος. Ταυτόχρονα επικοινωνούν με όλες τις φρουρές Βορείου Ελλάδος. Λείπει —άρρωστος— και ο διοικητής του Δ’ Σώματος Τσιμικάλης. 'Όλοι «τάσσονται παρά το πλευρόν του Πάγκαλου».
Τα μεσάνυχτα, με το σύνθημα, η βενζινάκατος του «Αβέρωφ» παραλαμβάνει τον κινηματία ναύαρχο Χατζηκυριάκο με τους συνεργάτες του: Βαλασάκη, Στέφανο Τσιριμώκο, Μπουζάνη, Βιδάλη, Σκουμπουρδή, Σπυράκη. 'Αλλοι μεμυημένοι τους περιμένουν στη ναυαρχίδα. Ο Χατζηκυριάκος αναλαμβάνει στόλαρχος για να απειλήση σε λίγες ώρες με βομβαρδισμό, ακόμη και το προεδρικό μέγαρο στα Ανάκτορα.
Δύσκολη όμως παρουσιάζεται η κατάστασις, στην Αθήνα. ο αφωσιωμένος στον Πάγκαλο αντισυνταγματάρχης Β. Ντερτιλής, βρίσκεται προφυλακισμένος για το κίνημα Λούφα. Ο δυναμικός συνταγματάρχης Διάμεσης, είναι κυβερνητικός. Μόνο ο διοικητής του συντάγματος μηχανικού Γρηγοράκης, είναι έτοιμος με το σύνθημα. Εκεί θα έγκατασταθή —στους στρατώνες Ρουφ— και ο αρχηγός. Αλλά οι τηλεγραφηταί, σκαπανείς και γεφυροποιοί, είναι —με τον ελαφρό οπλισμό τους, μόνο τουφέκια— οι πιο ακατάλληλοι για κινήματα.
Στις 4.30 το πρωί, ο Τσερούλης από την Θεσσαλονίκη, παίρνει τον υπουργό Γόντικα στο τηλέφωνο. Τον πληροφορεί ότι κυριάρχησε στη Βόρειο Ελλάδα και ότι απαιτεί παραίτησι της Κυβερνήσεως.
Σε μιά ώρα αρχίζουν συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό Μέγαρο. Ο πρωθυπουργός Μιχαλακόπουλος δεν θέλει ν’ αναλάβη μόνος τις ευθύνες καταστολής. Προτείνει σχηματισμό κυβερνήσεως συνασπισμού. Ο Καφαντάρης που θα είναι ο πρόεδρος μιας τέτοιας κυβερνήσεως (το μεγαλύτερο κόμμα) διστάζει κι αυτός. Ενώ συζητούν, φθάνουν τα μηνύματα για τον στόλο και την έγκατάστασι Πάγκαλου στο Ρούφ. Ο Χατζηκυριάκος στέλνει και απειλητικά μηνύματα βομβαρδισμών.
Με τους δισταγμούς των άλλων, ανορθώνεται ο Κονδύλης:
— Δε με φοβίζει εμένα ούτε η Θεσσαλονίκη, ούτε ο στόλος. Αν μου αναθέσετε την πρωθυπουργία, αναλαμβάνω να καταλάβω σε μιά ώρα τους στρατώνες του Μηχανικού. Και ύστερα, τα λέμε με στόλους και παραμεθορίους.
— Πώς, του απαντάει ο Παπαναστασίον, θα χύσουμε δημοκρατικό αίμα.
— Άα, να το ξέρετε, δεν θα κάνω εγώ «ανάλυση αίματος»...
Ο υπουργός Παπανδρέου —όποιος υπουργός καταφθάνει στο Προεδρικό Μέγαρο, μετέχει στη σύσκεψι— προτείνει κάτι άλλο: να συνεδρίαση η Εθνοσυνέλευσις, να κληθή κι ο Πάγκαλος στη συνεδρίασι και όλοι μαζί, να σχηματίσουν νόμιμη Οικουμενική Κυβέρνησι. Ούτε αυτό το δέχεται ο Παπαναστασίου. Αυτός εισηγείται άλλη αποτελεσματική λύσιν: Αν αναθέσουν σ’ αυτόν την πρωθυπουργία, αναλαμβάνει να πείση τους επαναστάτες για συνεννόησι μαζί του. 'Ετσι το νομίζει δηλαδή, αν εξασφαλίση την προεδρική εντολή. Οι άλλοι του δίνουν την ευχή τους, ο πρόεδρος Κουντουριώτης του δίνει την εντολή και η πολύωρη σύσκεψις τερματίζεται, απομεσήμερο πιά. Ο εντολοδόχος, ξεκινάει να συνάντηση τον Πάγκαλο.
Στη διάρκεια των προτάσεων και συζητήσεων όμως, οι κινηματίες δέ συζητούσαν. Ο Ντερτιλής έφυγε από το νοσοκομείο, όπου έμενε ως κρατούμενος. Πήγε στο Δημοκρατικό Τάγμα που ήταν πριν από λίγο καιρό διοικητής του. Εκεί τον γνώριζαν όλοι, αξιωματικοί και επαγγελματίες στρατιώτες (μόνιμοι, με μισθό). Αλλά ο Διάμεσης στο γειτονικό 1ο Σύνταγμα, δεν είναι διατεθειμένος να προσχώρηση. Αρχίζουν πυροβολισμοί. Αχολογάει ο τόπος κατά το τέρμα Αμπελοκήπων. Στην αρχή ρίχνουν στον αέρα, εκατέρωθεν. Αλλά κάποια στιγμή —δεν μπορεί— θα γίνη πραγματική η σύρραξις. Παίρνει στο τηλέφωνο ο Ντερτιλής τον Διάμεση:
— Γιατί επιμένεις έτσι; Δε βλέπεις ότι οι πολιτικοί σε άφησαν ξεκρέμαστο, να βγάλης εσύ το φίδι από την τρύπα; Σου έδωσαν καμμιά έγγραφη εντολή δράσεως;... Δεν τα παρατάς, καημένε;...
Η παρατήρησις είναι απόλυτα σωστή. Καμμιά εντολή δεν παίρνει ο Διάμεσης. 'Ετσι κι εκείνος, πείθεται «και τα παρατάει». Κάτι ανάλογο γίνεται και στο κεντρικά τηλεγραφείο, όταν φθάνη εκεί ένας λόχος από το Ρουφ. Η φρουρά αρχίζει πυρά. Αλλά όταν τους ρωτούν οι άλλοι γιατί πυροβολούν, αφού τους έχουν παρατήσει, τα παρατούν κι αυτοί. Σ’ άλλα δημόσια καταστήματα, οι μικρές φρουρές τους ούτε καν διαπραγματεύονται, άλλα προσχωρούν στην επανάστασι.
Έτσι, όταν το απομεσήμερο, φθάνει ο Παπαναστασίου στους στρατώνες Μηχανικού —περιχαρής, με την προεδρική εντολή στο χέρι— η κατάστασις είναι πολύ διαφορετική, από τις πρωινές ώρες. Ο Πάγκαλος, για να μη τον αποπάρη με το πρώτο, τον στέλνει στο Φάληρο, να επικοινωνήση και με τον στόλαρχο Χατζηκυριάκο. Εν τω μεταξύ ο ίδιος, κατευθύνεται στο υπουργείο Στρατιωτικών και κάθεται στην υπουργική πολυθρόνα. Κατά το «δυναμικόν δίκαιον» της εποχής, οποίος καταλάβει εκείνο το μονόροφο βαυαρικής κατασκευής κτίριο των οδών Ακαδημίας και Κηφισιάς (τώρα είναι κήπος του υπουργείου Εξωτερικών) έχει επικρατήσει σ’ όλη την Ελλάδα, σε ποσοστό τουλάχιοιον 95%. Και ο Πάγκαλος δεν τα έπαιξε όλα για όλα, για να κάνη πρωθυπουργό τον Παπαναστασίου. Τώρα απαιτεί να δοθή στον ίδιο η εντολή, με ύπόσχεσι ότι θα εμφανισθή στην Εθνοσυνέλευσι. ‘’Υστερα από νέες σκέψεις —ενώ έχουν πια προσχωρήσει όλες οι μονάδες Αθηνών και επαρχιών— του δίνεται και η εντολή, την επομένη. Η κυβέρνησίς του ορκίζεται στις 6.30 μ.μ. της 26ης Ιουνίου. Και εμφανίζεται στην Εθνοσυνέλευση.
Πάντα διστακτικοί και άτολμοι ο Καφαντάρης και ο Μιχαλακόπουλος, δεν εμφανίζονται στην συνεδρίασι. Τους ακολουθούν και αρκετοί οπαδοί τους.
Λίγοι κοινοβουλευτικοί αντιμετωπίζουν τον Πάγκαλο. Ο Παπανδρέου αποκαλεί αυτομόλους της Δημοκρατίας, τους απόντας. Δριμύς στην επίθεσί του είναι και ο Σοφούλης. Αλλά ακολουθεί ο Παπαναστασίου που κάνει την δήλωσι ότι: Χορηγεί «κοινοβουλευτικόν μανδύαν», στην επαναστατική κυβέρνησι! Ο Κονδύλης, με μισόλογα, παραδέχεται τα τετελεσμένα. Ακόμη καί ο Ι. Πασαλίδης της δίνει την ψήφο του, πιστεύοντας πως η παγκαλική επανάστασις, ήταν και λιγάκι. . . ταξική.
Μέ λίγες εξαιρέσεις όλοι οι παρόντες το ίδιο κάνουν. Παραδέχονται τα γενόμενα. Βίαιος στην επίθεσί του είναι μόνο ο γραφικός στις εκρήξεις του, Παντελής Καρασεβδάς. Σε πολύωρη αγόρευσί του εξαπολύει μύδρους κατά του «Μονοκράτου της Δημοκρατίας». Τον αποκαλεί και «Δον Κιχώτην, ανοχή δειλών πολιτικών ηγετών εύδοκιμήσαντα».
Αλλ' ο Πάγκαλος, έχοντας εξασφαλισμένη ψήφο, κάνει υπομονή ακούγοντας τους μύδρους. Και μόνο στο τέλος της αγορεύσεως Καρασεβδά, βγαίνει από την αίθουσα, αφήνοντας στη θέσι του (και τότε ο πρωθυπουργός καθόταν αντίκρυ από το κοινοβουλευτικό βήμα) αντίκρυ από τον ρήτορα ένα χάρτινο. . . κοκκοράκι!
Η Εθνοσυνέλευσις δίνει ψήφο στον επαναστάτη και απέρχεται για θερινές διακοπές. Αλλά δεν θα συνέλθη ξανά, εκείνη η Εθνοσυνέλευσις. Το καλοκαίρι, ο Πάγκαλος χρησιμοποιεί τον κοινοβουλευτικόν μανδύαν. Με τις δροσιές, δεν του χρειάζεται. Στις 29 Σεπτεμβρίου διαλύεται η Εθνοσυνέλευσις, χωρίς προκήρυξι νέων εκλογών.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ
ΑΘΗΝΑ
1971
from ανεμουριον https://ift.tt/2mmK9kt
via IFTTT