ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ
«-Τοτό, Τοτό
-…..
-Τοτό! Τι έπαθε αυτό το παιδί και δεν ξυπνάει σήμερα πρωί! Ξύπνα παιδί μου έχεις σχολείο σήμερα, αρχίζουν τα μαθήματα.
-Σχολείο; Ούφ! Μα εγώ κοιμούμαι…
-Σήκω παιδί μου, σήκω. Μα που να ξυπνήση σήμερα ο Τοτός. Η μαμά του τον σκουντάει, του τραβάει το σκέπασμα, εκείνος θρηνομουρμουρίζει και γυρίζει από το άλλο πλευρό, η μαμά τον καταβρέχει και επί τέλους ο Τοτός αποφασίζει να σηκωθή από το κρεββάτι.
-Παρά τέταρτο; Να παρ’ η οργή και πότε θα ετοιμασθώ εγώ; Και αρχίζουν οι συνηθισμένες γκρίνιες του Τοτού.
-Το καπέλλο μου, ποιος πήρε το καπέλλο μου; Μα τώρα εδώ δεν το είχα; Να παρ’ η ευχή παρά δέκα η ώρα και γω δεν φόρεσα τα παπούτσια μου ακόμα. Που είνε οι καλτσοδέτες μου καλέ μαμά; Ουφ! Μα που τα βάζετε; Και ο Θουκιδίδης; Που είνε το βιβλίο μου; Ώ, ώ, κονδυλοφόρο χωρίς πεννάκι, μα πως θα πάω στο σχολείο;
Κι’ ο μικρούλης αφού τα θαλάσσωσε όλα, αφού κάνει άνω κάτω όλο το σπίτι φεύγει καμμιά φορά για το σχολείο, όπου καταφθάνει ασθμαίνων ολίγο έπειτα από τον δάσκαλό του.
***
Ποιος πέρασε χθες έξω από τα σχολεία, που γιόρταζαν το άνοιγμά τους, και δεν άκουσε φωνές και γέλοια και δεν ένοιωσε μέσα του μια νοσταλγία περασμένων παληών χρόνων, ωραίων καιρών της παιδικής ζωής, των χρόνων εκείνων της ξενοιασιάς και των ελπίδων, των ονείρων και της χαράς!
Φωνές, φωνούλες, γέλοια, χαρές, μειδιάματα, τραγούδια, πειράγματα, καυγαδάκια, συντακτικά, γραμματικές, μολύβια, κονδυλοφόροι, καλαμάρια, Ηρόδοτος, κραγιονάκι, τσάντες, τσαντάκια, τσιγαράκια, Θουκυδίδης, ραβασάκια, Βιργίλιος, γομολάστιχες, μπίλιες, Όμηρος, μαστίχες όλα σε ένα απερίγραπτο μωσαϊκό χτες.
Άνοιξαν οι θύρες των σχολείων διάπλατα για να δεχθούν λιλιπούτιους μπεμπέδες που θ’ αρχίσουν από το άλφα της γνώσεως για να καταλήξουν στο ωμέγα της δόξης, τσαρλεστοφορεμένους γυμνασιόπαιδας, που θ’ αυξήσουν αύριο τον αριθμό των γραμματισμένων και το κύμα των θεσιθήρων, και κομψές δεσποινιδούλες με τη σικ τουαλεττίτσα τους που θα μάθουν γράμματα αλλά και φλέρτ.
Τι χαρά και τιτίβισμα από ωραία χειλάκια μέσα στην αυλή και στο διάδρομο του σχολείου.
-Λιλή!
-Μαίρη!
-Εδώ και σύ Ιουλία, Νίκη, Μαρίκα γειά σας κορίτσια. Και η Μπέτυ; Τι γίνηκε καλέ η φιλενάδα μας; Δάγκειο ακόμα;
-Τι δάγκειο λες και σύ;
-Και τότε;
-Θυμάσαι κείνον τον φοιτητή που μας έλεγε πέρυσι;
-Εκείνον που την πείραζε, εκείνον τον βλάκα;
-Ακριβώς.
-Λοιπόν;
-Αρραβωνιάστηκε μαζί του τον περασμένο μήνα, παντρεύεται μεθαύριο και φεύγει για την Ευρώπη.
-!...
Και συζήτησις εξακολουθεί με την ίδια και χειρότερη ζωηράδα ως που το κουδούνι του σχολείου διαταράξη την ακουή των γειτόνων και την φλυαρία των κοριτσιών.
Από σήμερα γίνεται ο κυρίαρχος των μικρών, ο τύραννός τους κάθε φορά που σημαίνει την έναρξιν του μαθήματος και ο ελευθερωτής τους κάθε φορά που σημαίνει διάλειμμα.
Ο Τοτός, ο Ντιντής, η Κατινούλα, η Καίτη με πόση λαχτάρα περιμένουν ν’ α κούσουν το μελωδικό κουδούνισμά του, για να γλυτώσουν από την τσιμπίδα του δασκάλου, που άσπλαχνα-άσπλαχνα τους τραβάει μπροστά στην έδρα του για να πούνε μάθημα, ξέρουν δεν ξέρουν.
Όταν ο δάσκαλος φορή τα γιαλιά του, ή ρίχνη τα μάτια του προς τον κατάλογο κι’ είνε έτοιμος να σηκώση κανένα για μάθημα, όταν η Πιπίτσα περιμένει στη γωνία για να τη συναντήση ο Πετράκης της, όταν στο χοροδιδασκαλείο άρχίζει το πιάνο να παίζη τους σκοπούς του φόξ και του γιαλέ, όταν στο ποστ-ρεστάντ η Λόλα περιμένει γράμμα, όταν ο Γιώργος έχει ραντεβού στον κήπο, όταν, και πόσα όταν δεν είνε ακόμα, κάτι άλλο κάνει τη μικρούλικη καρδιά των νεοσσών μας να χτυπάη, όλος αυτός ο μικρόκοσμος ο καθηλωμένος στα θρανία μια λέξι και μια ευχή βγάζει από το στόμα του.
-Χτύπησε λοιπόν καλό μας κουδούνι, χτύπησε!
***
Πόση αλήθεια κίνησι δεν φέρνει το άνοιγμα των σχολείων.
Γεμίζουν οι δρόμοι από χαριτωμένο μικρόκοσμο, από τον μαθητή του Λυκείου με τα κλειστά σακκάκια και τις χρυσές κουκουβάγιες στο καπέλλο ως τη μαθητούλα των σχολείων, που ακούνε σε ξένα ονόματα, με τη μαύρη ποδίτσα, και τα τροφαντάρια του Αρσακείου που τουαλετταρίζονται στις προθήκες των καταστημάτων, από τα γυμνασιόπαιδα με το καστοράκι τους στραβοβαλμένο, στην τσέπη του οποίου συνωθούνται τα πακετάκι η ντάμες με τον Όμηρο, ως τον φοιτητή με το τσάρλεστον και τα μεράκια του, και τον ρασοφορεμένο Ριζαρίτη, όλους αυτούς που γυρίζουν δεξιά και αριστερά, τρέχουν και ψωνίζουν, πειράζουν και πειράζονται.
***
Και τώχει η μέρα φαίνεται ν’ ανοίγουν με το άνοιγμα των σχολείων κι’ οι ατελείωτες συζητήσεις για το εκπαιδευτικό, για τη γλώσσα, για την πρόοδο.
Ο παλαίμαχος δάσκαλος με το χονδρό ραβδί, που όταν είνε στη γωνιά άρα βρέχει γυρίζει στο παρελθόν, υποτονθορίζει γνωστό τραγουδάκι:
Στον σημερινό αιώνα,
Που τα γράμματα ανθούσι,
Κάτω από τον Παρθενώνα
Οι διδάσκαλοι πεινούσι!...
Θυμάται περασμένες δόξες και καλαθάκια και κοττούλες και αυγουλάκια που του φέρναν οι μαθηταί, αναπολεί απαρέμφατα και μετοχές, χοντρές ρήγες και κερασιές με κόμπους, που πέφτανε στα ξυλιασμένα χέρια των μαθητών και τις μαυρισμένες πλάτες τους, ονειρεύεται αποστήθησι και ορθογραφία και ελεεινολογεί την κατάντια.
-Πώς να μάθωσι οι μαθηταί γράμματα; Μήπως δέρνουν ποτέ αυτούς; Μήπως εγκλείουσι εν τω υπογείω τω γέμοντι ακαθαρσιών και ποντικών; Μήπως εξασκούν τους παίδας εις την ορθογραφίαν; Ταλαίπωρε Όμηρε! Και την γλώτταν των πατέρων ημών κατέστρεψαν!
«Πατρίς», 1928. Γ. Βαβ.
-…..
-Τοτό! Τι έπαθε αυτό το παιδί και δεν ξυπνάει σήμερα πρωί! Ξύπνα παιδί μου έχεις σχολείο σήμερα, αρχίζουν τα μαθήματα.
-Σχολείο; Ούφ! Μα εγώ κοιμούμαι…
-Σήκω παιδί μου, σήκω. Μα που να ξυπνήση σήμερα ο Τοτός. Η μαμά του τον σκουντάει, του τραβάει το σκέπασμα, εκείνος θρηνομουρμουρίζει και γυρίζει από το άλλο πλευρό, η μαμά τον καταβρέχει και επί τέλους ο Τοτός αποφασίζει να σηκωθή από το κρεββάτι.
-Έλα Τοτό βιάσου είνε παρά τέταρτο η ώρα.
-Παρά τέταρτο; Να παρ’ η οργή και πότε θα ετοιμασθώ εγώ; Και αρχίζουν οι συνηθισμένες γκρίνιες του Τοτού.
-Το καπέλλο μου, ποιος πήρε το καπέλλο μου; Μα τώρα εδώ δεν το είχα; Να παρ’ η ευχή παρά δέκα η ώρα και γω δεν φόρεσα τα παπούτσια μου ακόμα. Που είνε οι καλτσοδέτες μου καλέ μαμά; Ουφ! Μα που τα βάζετε; Και ο Θουκιδίδης; Που είνε το βιβλίο μου; Ώ, ώ, κονδυλοφόρο χωρίς πεννάκι, μα πως θα πάω στο σχολείο;
Κι’ ο μικρούλης αφού τα θαλάσσωσε όλα, αφού κάνει άνω κάτω όλο το σπίτι φεύγει καμμιά φορά για το σχολείο, όπου καταφθάνει ασθμαίνων ολίγο έπειτα από τον δάσκαλό του.
***
Ποιος πέρασε χθες έξω από τα σχολεία, που γιόρταζαν το άνοιγμά τους, και δεν άκουσε φωνές και γέλοια και δεν ένοιωσε μέσα του μια νοσταλγία περασμένων παληών χρόνων, ωραίων καιρών της παιδικής ζωής, των χρόνων εκείνων της ξενοιασιάς και των ελπίδων, των ονείρων και της χαράς!
Φωνές, φωνούλες, γέλοια, χαρές, μειδιάματα, τραγούδια, πειράγματα, καυγαδάκια, συντακτικά, γραμματικές, μολύβια, κονδυλοφόροι, καλαμάρια, Ηρόδοτος, κραγιονάκι, τσάντες, τσαντάκια, τσιγαράκια, Θουκυδίδης, ραβασάκια, Βιργίλιος, γομολάστιχες, μπίλιες, Όμηρος, μαστίχες όλα σε ένα απερίγραπτο μωσαϊκό χτες.
Άνοιξαν οι θύρες των σχολείων διάπλατα για να δεχθούν λιλιπούτιους μπεμπέδες που θ’ αρχίσουν από το άλφα της γνώσεως για να καταλήξουν στο ωμέγα της δόξης, τσαρλεστοφορεμένους γυμνασιόπαιδας, που θ’ αυξήσουν αύριο τον αριθμό των γραμματισμένων και το κύμα των θεσιθήρων, και κομψές δεσποινιδούλες με τη σικ τουαλεττίτσα τους που θα μάθουν γράμματα αλλά και φλέρτ.
Τι χαρά και τιτίβισμα από ωραία χειλάκια μέσα στην αυλή και στο διάδρομο του σχολείου.
-Λιλή!
-Μαίρη!
-Εδώ και σύ Ιουλία, Νίκη, Μαρίκα γειά σας κορίτσια. Και η Μπέτυ; Τι γίνηκε καλέ η φιλενάδα μας; Δάγκειο ακόμα;
-Τι δάγκειο λες και σύ;
-Και τότε;
-Θυμάσαι κείνον τον φοιτητή που μας έλεγε πέρυσι;
-Εκείνον που την πείραζε, εκείνον τον βλάκα;
-Ακριβώς.
-Λοιπόν;
-Αρραβωνιάστηκε μαζί του τον περασμένο μήνα, παντρεύεται μεθαύριο και φεύγει για την Ευρώπη.
-!...
Και συζήτησις εξακολουθεί με την ίδια και χειρότερη ζωηράδα ως που το κουδούνι του σχολείου διαταράξη την ακουή των γειτόνων και την φλυαρία των κοριτσιών.
Ά! Το κουδούνι του σχολείου!
Από σήμερα γίνεται ο κυρίαρχος των μικρών, ο τύραννός τους κάθε φορά που σημαίνει την έναρξιν του μαθήματος και ο ελευθερωτής τους κάθε φορά που σημαίνει διάλειμμα.
Ο Τοτός, ο Ντιντής, η Κατινούλα, η Καίτη με πόση λαχτάρα περιμένουν ν’ α κούσουν το μελωδικό κουδούνισμά του, για να γλυτώσουν από την τσιμπίδα του δασκάλου, που άσπλαχνα-άσπλαχνα τους τραβάει μπροστά στην έδρα του για να πούνε μάθημα, ξέρουν δεν ξέρουν.
Όταν ο δάσκαλος φορή τα γιαλιά του, ή ρίχνη τα μάτια του προς τον κατάλογο κι’ είνε έτοιμος να σηκώση κανένα για μάθημα, όταν η Πιπίτσα περιμένει στη γωνία για να τη συναντήση ο Πετράκης της, όταν στο χοροδιδασκαλείο άρχίζει το πιάνο να παίζη τους σκοπούς του φόξ και του γιαλέ, όταν στο ποστ-ρεστάντ η Λόλα περιμένει γράμμα, όταν ο Γιώργος έχει ραντεβού στον κήπο, όταν, και πόσα όταν δεν είνε ακόμα, κάτι άλλο κάνει τη μικρούλικη καρδιά των νεοσσών μας να χτυπάη, όλος αυτός ο μικρόκοσμος ο καθηλωμένος στα θρανία μια λέξι και μια ευχή βγάζει από το στόμα του.
-Χτύπησε λοιπόν καλό μας κουδούνι, χτύπησε!
***
Πόση αλήθεια κίνησι δεν φέρνει το άνοιγμα των σχολείων.
Γεμίζουν οι δρόμοι από χαριτωμένο μικρόκοσμο, από τον μαθητή του Λυκείου με τα κλειστά σακκάκια και τις χρυσές κουκουβάγιες στο καπέλλο ως τη μαθητούλα των σχολείων, που ακούνε σε ξένα ονόματα, με τη μαύρη ποδίτσα, και τα τροφαντάρια του Αρσακείου που τουαλετταρίζονται στις προθήκες των καταστημάτων, από τα γυμνασιόπαιδα με το καστοράκι τους στραβοβαλμένο, στην τσέπη του οποίου συνωθούνται τα πακετάκι η ντάμες με τον Όμηρο, ως τον φοιτητή με το τσάρλεστον και τα μεράκια του, και τον ρασοφορεμένο Ριζαρίτη, όλους αυτούς που γυρίζουν δεξιά και αριστερά, τρέχουν και ψωνίζουν, πειράζουν και πειράζονται.
Κινείται και ο βιβλιοπώλης που δεν προφταίνει να πωλή τα φρεσκοτυπωμένα βιβλία του που τα καταφορτώνει το Κράτος με φόρους και βιβλιόσημα. Κινείται ο χαρτοπώλης με τα τετράδιά του και ο στραγαλατζής που εγκαθίσταται ανενόχλητος μπροστά στην πόρτα του σχολείου με τον ταβλά-βαποράκι του, και ο κουλουράς με τα σουσαμένια του που τα προτιμούν καταπληκτικά οι μικροί, και ο καραμελάς με τις καραμέλες του και τα μαντολάτα. Κινείται κι’ ο επιθεωρητής - αυτός δα κάθε έναρξι του σχολείου κινείται- για να κάνη την επιθεώρησί του και ο δάσκαλος κινείται, κι’ ο επιστάτης ακόμα που δέχεται τόσα φιλοδωρήματα, κι’ ο πατέρας των μαθητών που θέλει τόσα κι’ άλλα τόσα για τα ατελείωτα βιβλία των παιδιών του και τας δεκάδας των τετραδίων.
***
Και τώχει η μέρα φαίνεται ν’ ανοίγουν με το άνοιγμα των σχολείων κι’ οι ατελείωτες συζητήσεις για το εκπαιδευτικό, για τη γλώσσα, για την πρόοδο.
Ο παλαίμαχος δάσκαλος με το χονδρό ραβδί, που όταν είνε στη γωνιά άρα βρέχει γυρίζει στο παρελθόν, υποτονθορίζει γνωστό τραγουδάκι:
Στον σημερινό αιώνα,
Που τα γράμματα ανθούσι,
Κάτω από τον Παρθενώνα
Οι διδάσκαλοι πεινούσι!...
Θυμάται περασμένες δόξες και καλαθάκια και κοττούλες και αυγουλάκια που του φέρναν οι μαθηταί, αναπολεί απαρέμφατα και μετοχές, χοντρές ρήγες και κερασιές με κόμπους, που πέφτανε στα ξυλιασμένα χέρια των μαθητών και τις μαυρισμένες πλάτες τους, ονειρεύεται αποστήθησι και ορθογραφία και ελεεινολογεί την κατάντια.
-Πώς να μάθωσι οι μαθηταί γράμματα; Μήπως δέρνουν ποτέ αυτούς; Μήπως εγκλείουσι εν τω υπογείω τω γέμοντι ακαθαρσιών και ποντικών; Μήπως εξασκούν τους παίδας εις την ορθογραφίαν; Ταλαίπωρε Όμηρε! Και την γλώτταν των πατέρων ημών κατέστρεψαν!
Αλλά κι’ ο δάσκαλος δεν πάει πίσω. Κάνει σχέδια, νέας μεθόδους, σχολικές εκδρομές, σχολικούς κήπους, ελευθερία των παιδιών, μαθητικές κοινότητες, μιλεί κι’ αυτός για την «εχπαίδεψη», κατηχεί και διδάσκει, εξυμνεί τις νέες τάσεις, εξαίρει τη διανοητική ανάπτυξι των παιδιών, βλέπει λαμπρό το μέλλον της νέας κοινωνίας, επομένως είνε ευχαριστημένος αν και ο κ. Πρύτανις φωνάζη και διαμαρτύρεται για το «ίππσος» της στραβωμάρας μας!».
«Πατρίς», 1928. Γ. Βαβ.
from Πίσω στα παλιά https://ift.tt/2L9Kd0i
via IFTTT