Ελάτε μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο, ρεπόρτερ τότε του περιοδικού «Πάνθεον», να ερευνήσουμε τα παλιατζίδικα της Βαρβακείου και της Αβησσυνίας και να ζήσουμε την ατμόσφαιρα της παράξενης και ιδιόρρυθμης αυτής αγοράς. Βρισκόμαστε στο έτος 1933… «Μια βολτίτσα στα παληατζίδικα, μου φαίνεται πως αξίζει τον κόπο. Είνε ένα απ’ τα πλέον ενδιαφέροντα μέρη της Αθήνας. Απορώ, μάλιστα, πως ως τώρα δεν τα εκμεταλλεύτηκε… ο τουρισμός.
Οι ξένοι περιηγηταί θα έμεναν, ασφαλώς, κατενθουσιασμένοι από μια επίσκεψί τους και δεν είνε απίθανον, οι περίεργες συλλογές των αμερικανών, να πλουτίζονταν με παληά σακάκια… ενδόξων λογοτεχνών ή με τρύπια πανταλόνια αφανών ηρώων της πείνας και του χρωστήρος ων… πάσα γη τάφος!
Τα παληατζίδικα βρίσκονται γύρω απ’ το Βαρβάκειο και στη πλατεία Αβησσυνίας. Είνε η σύγχρονη Βαβυλωνία: Αρμένιδες, Πλακιώτες, Πόντιοι, Εβραίοι, Βλάχοι κλπ.
Εργάζονται με σύστημα και αλληλεγγύη –σε κάθε παληατζίδικο δουλεύουν δύο, τουλάχιστον, υπάλληλοι.
Εργάζονται με σύστημα και αλληλεγγύη –σε κάθε παληατζίδικο δουλεύουν δύο, τουλάχιστον, υπάλληλοι.
Ο αφεντικός κάθεται πάντοτε στο μαγαζί. Ο ένας απ’ τους υπαλλήλους πέρνει βόλτα τις γειτονιές –διαλαλόντας ότι αγοράζει όλα τα παληά ρούχα, παπούτσια, μπουκάλια- και ο άλλος στήνει καραούλι στη οδόν Σωκράτους, που είνε το πέρασμα των πελατών για να τους «ψήση» προτού προλάβουν άλλοι.
Καλά, θα μου πήτε, και πώς καταλαβαίνουν ότι ο «τάδε» ή ο «δείνα» περαστικός, είνε πελάτης;
Σας απαντώ αμέσως:
Απλούστατα: από το τυλιγμένο, με εφημερίδες, δέμα που θα κρατάη.
Καλά, θα με ξαναρωτήσετε, τόσοι και τόσοι περνούν με δέματα, που κάθε άλλο παρά «προς πώλησιν» πράγματα περιέχουν. Σας απαντώ και πάλι:
Δεν έχει σημασία. Αυτοί, μια φορά, ρίχνονται κι’ αν «πιάσουν» έπιασαν, αν δεν «πιάσουν», πάλι, δεν χάλασε ο κόσμος.
Τώρα, αν δεν με πιστεύετε –πράγμα που δεν το πιστεύω-, δεν έχετε παρά να πάρετε ένα τέτοιο δέμα ανά χείρας και να περάσετε από την οδόν Σωκράτους και μάλιστα εις απόστασιν εκατό μέτρων απ’ το «Βαρβάκειο». Ξέρετε τι θα συμβή; Θα σας περικυκλώσουν οι παληατζήδες ζητώντας, ο καθ’ ένας για τον εαυτό του, την αγοράν του δέματος.
-Άμα τζάνουμ, θ’αρχίση ο Αγκόπ, σε μένα μπρε ντοσμένο ντέμα να κάνης, ιστέ πληρωμένο καλά να γένεται.
-Ρε φίλε, εδώ επεμβαίνει ο Κώτσος ο Γοργόνας, με το μπαρντός δηλαδής, μπορώ να ίδω και ‘γω το δέμα; Για να ξέρης, δηλαδής, είμαι άνθρωπος, για να ξέρης δηλαδής που ζω για μια τιμή και μίαν υπόληψης, το οποίον θα σου πληρώσω με την πραγματικήν και τρέχουσαν τιμήν το πράμα, τσιφ Περαία δηλαδής.
-Ε, να το δίνης, σε μένα να το δίνης, πληρωμένο όσο όσο, θα παρακαλέση ο Εβραίος.
Είνε η στιγμή που ξαναμιλεί ο Αρμένης φουρκισμένος από τα λόγια του Εβραίου.
Είνε η στιγμή που ξαναμιλεί ο Αρμένης φουρκισμένος από τα λόγια του Εβραίου.
-Εσύ μπρε Ισαάκ σκασμένο να γένεσαι. Άμα άνθρωπος Τζάνουμ σε μένα τέλει να κάνη πουλημένο.
-Ε, τι βαράς, τι βαράς;… θ’ αρχίση να κλαίγεται ο Ισαάκ.
-Ποιος σε βάρεσε μπουνταλά εφέντη;
Επακολουθεί σοβαρότατον διπλωματικόν επεισόδιον, μεταξύ Αρμενίας και Ιουδαίας, του οποίου επωφελείται ο Κώστας ο Γοργόνας. Τώρα με σας που θα κρατάτε το δέμα για δοκιμή, θα πάη χαμένος ο κόπος του. Αν όμως στη θέση σας είνε κανένας σεσημασμένος… ποιητής, τα πράγματα αλλάζουν.
-Με το μπαρντός, δηλαδής. Ελάτε εδώ στο κατάστημα, να κυττάξουμε το πράμμα.
Ο ποιητής ακολουθεί…
Ο ποιητής ακολουθεί…
Στο μαγαζί το δέμα ανοίγεται και βγαίνουν δειλά-δειλά, ένα ποιητικό πανταλόνι και ένα ποιητικό παλτό. Ο Κώτσος πέρνει το πανταλόνι και το κυττά επισταμένως, το αφίνει χάμω με ένα μορφασμό απογοητεύσεως. Στερεότυπο κόλπο αυτό.
-Το οποίον ρε φίλε, δεν κάνει για μας. Είνε φαγωμένο στα οπίσθια, με το συμπάθειο και εξ άλλου είναι και παληωμένης μοδός!
Αν τολμήση ο ποιητής κ.Ηλιοβασίλης Μενεξεδένιος π.χ., να επέμβη:
-Η δυναμικότης, κομψότης και στερεότης τούτου του πανταλονιού είνε αφάνταστη και άλλωστε είνε και της τελευταίας μόδας…
Ο Κώτσος ο Γοργόνας θα τον αποστομώση:
-Το οποίον δεν πρόκειται περί δια την μόδα, αλλά και να προκειτότανε, πάλι δεν θα μούκανε, διότι αφ’ ενός μεν απ’ το μαγαζί ψουνίζουν άνθρωποι φουκαράδες, αφέ δύο δε, δεν τους διαφέρει η μος. Το οποίον εν πάσει περίφτωση, ας δούμε και το παλτό.
Το πέρνει, το κυττάζει και το τυλίγει μαζί με το πανταλόνι στο δέμα.
Το πέρνει, το κυττάζει και το τυλίγει μαζί με το πανταλόνι στο δέμα.
-Τι ζητάς για όλα ομού;
-Τρία κατοστάρικα.
-Δε μου κάνουν, τ’ αφίνεις έξη τάλλαρα;
Ο ποιητής έξαλλος, τα μαζεύει και πάει σ’ άλλο μαγαζί. Εν τω μεταξύ, όμως, ο Κώτσος ειδοποίησε όλους στην πιάτσα για την τιμή που έδωσε κι’ όλοι –υπάρχει αυτή η αλληλεγγύη- του δίνουν ένα τάλληρο λιγώτερο. Ο Ηλιοβασίλης Μενεξεδένιος τα έχει χάσει…
-Μα δεν σας αρέσει αυτό το παλτό; κυττάχτε ύφασμα, ράψιμο, κόψιμο.
-Τι λες ρε φίλε…
Επίλογος: ο ποιητής αναγκάζεται να δώση στον Κώτσο το πανταλόνι μετά του παλτού, αντί πινακίου φακής.»
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος) Πηγή
from Πίσω στα παλιά https://ift.tt/34aGZBg
via IFTTT