Δυό-τρία χωραφάκια είχε στο χωριό ο Μήτσος ο Καπιλάρης.Τα καλλιεργούσε ,πάσχιζε να θρέψει την οικογένεια και το πάλευε.Από κοντά η κυρά του και ο Γιώργος ο γιός τους που σταμάτησε στην πρώτη γυμνασίου διότι δεν του άρεσαν τα γράμματα.
Μεροδούλι-μεροφάι, χνούδιασαν και βλάστησαν, το μουστακάκι και τα μάγουλα του Γιώργη ,που έφθασε τα 19,προβληματίζονταν ο Μήτσος και μίλησε με τη γυναίκα του.
-Βρε σύ Ασπασία,βέπεις πως πάνε τα πράγματα.Χάλια και προοπτική εδώ για το παιδί δεν υπάρχει και σκέφτηκα να τονε στείλουμε εκειδά κάτω στην Αθήνα,στον ξάδερφο τον Θάνο,να βοηθάει στο μαγαζί του ,μπάς κι’ανοίξει τα μάτια του και ξυπνήσει και δεί προκοπή.
Δεύτερα ξαδέρφια ήταν ο Μήτσος με τον Θάνο.Και τον πήρε τηλέφωνο.
-Ετσι κι’έτσι ,σου στέλνω το παιδί και τα υπολοιπα κανόνισέ τα , ξέρεις εσύ.
-Να μου τονε στείλεις ξάδερφε.
Στεναχωρήθηκε η Ασπασία,αλλά η απόφαση-απόφαση.Και τον ετοίμασε τον Γιώργη,δυό αλλαξιές,κάτι πλεκτά χοντρά πουλόβερ ,κάτι τσουράπια για τα κρύα,συγκίνηση,κλάματα,ευχές στο ξεπροβόδισμα και είπε ο πατέρας του:
-Αντε παιδί μου να πάς κατά κάτω ,να προσέχεις ,να σέβεσαι τον μπάρμπα σου ,να τον βοηθάς και να είσαι σωστός και κύριος.Αει στο καλό.
Μπήκε στο τραίνο ο Γιώργης και τσούφ στον σταθμό Λαρίσης.Τον υποδέχθηκε ο μπάρμπας του και πήγαν στο σπίτι.
-Εδώ θα κάθεσαι ,εδώ θα τρώς,εδώ θα κοιμάσαι ,μαζί θα πηγαίνουμε στο μαγαζί,θα με βοηθάς.Αυτή εδώ είναι η θεία σου η Ευτέρπη.Ο,τι θέλεις θα της ζητάς και θα τη σέβεσαι.Εντάξει;
-Εντάξει θείε.
Κατάστημα-βιοτεχνία ξηρών καρπών είχε ο Θάνος,πολλή η δουλειά ,ο Γιώργης δεξί του χέρι,τον δασκάλευε ,του μάθαινε τη δουλειά και τον έκανε ξεφτέρι.Και χαίρονταν ο Θάνος ,αλλά και η Ευτέρπη ,άλλωστε αυτοί παιδιά δεν είχαν.Ετσι τον είχαν σαν δικό τους παιδί.
Όλα μια χαρά στο σπίτι.Οταν μια Κυριακή εκεί που έτρωγαν είπε η Ευτέρπη:
-Θάνο μου ,κοίτα ο ανηψιός σου κάτι πλατάρες,κοίτα παράστημα,ομορφόπαιδο,άντρακλας πραγματικός.
-Ευτέρπη,συμμαζέψου,άσε τις χαζομάρες μπροστά στο παιδί και κάμε δουλειά σου.
Και πέρασε λίγος καιρός όταν ο Θάνος έπιασε στην κουβέντα τον Γιώργη.
-Κοίτα,είσαι σωστός,δουλεύεις πολύ και καλά ,αλλά είσαι σπίτι-μαγαζί ,μαγαζί-σπίτι μωρ’αδερφέ μου.Καιρός να βγείς και καμιά βόλτα να γνωρίσεις σαν άντρας και κανένα κορίτσι ,να πούμε.
Φανατικός ,κολλημένος ΑΕΚντζής,ο Θάνος,δεν υπήρχε μάτς της ομάδας του να μην το παρακολουθεί.Ενα απόγευμα Κυριακής ,εκείνος στο γήπεδο και στο σπίτι η Ευτέρπη με τον Γιώργη.
-Βρε θεία,προχθές,μου έκανε μιά κουβέντα ο θείος για κορίτσια ,αλλά,πώς να το πώ,εγώ απ’αυτά δεν ξέρω τίποτα, πως γίνεται και ντρέπομαι.
Ντρέπονταν ο μικρός,αλλά δεν ντρέπονταν η θεία.
-Γιωργάκη,αγόρι μου ,έλα να σου δείξω,να σου πώ πως γίνεται και μην ντρέπεσαι.
Και τον πήρε η θεία τον πιτσιρικά και του…έδειξε.Τον τρέλλανε στα κόλπα και στην…εκπαίδευση.Και αρχισε ένα βιολί,μα τι βιολί.Κάθε που έλειπε ο Θείος απ’το σπίτι ,ο Γιώργης στην…εκπαίδευση.Και γουστάριζε η Θεία που ήταν σαραντάρα και φωτιά και άντε τώρα εσύ να κάνεις σύγκριση τον Γιώργη που ήταν παλληκάραρος στα 19 και μύριζε βαρβατίλα ,με τον Θάνο που περπάταγε τα πενήντα οκτώ και είχε ψιλοκρεμάσει.
.Και με καμάρι τον έπαιρνε η θεία το Γιώργη στις βόλτες,τον πρόσεχε,τον έντυνε του κουτιού ,κούκλο,έπιναν και τα καφεδάκια τους και έλεγε στον άντρα της:
-Βρέ Θάνο μου,πολύ καλό,σπάνιο αυτό το παιδί,λαχείο.
Όλα καλά κι’ωραία μέχρι που ένα πρωινό μπήκε στο μαγαζί του Θάνου ο Σταμάτης,ένας απ’τους καλλίτερους φίλους του.
-Ρε αδερφέ ,πολύ στη δουλειά τό’χεις ρίξει,,πολύ στην κούραση,όλα τα μάτια σου στο μαγαζί.Κοίτα ρε και λίγο κατά το σπίτι σου.
Τον στραβοκοίταξε ο Θάνος και σαν να μην του καλοάρεσαν τα λόγια του Σταμάτη.
-Φίλε ,εσύ κάτι κρύβεις,κάτι θέλεις να μου πείς,πέστο λοιπόν,ξηγήσου καθαρά.
-Να,θα στο πώ, αλλά μην παραξηγηθείς.
-Λέγε ρε ,με το τσιγκέλι θα σου τα βγάζω;
-Να ,η κυρά σου.
-Που πάει να πεί;
-Να,προχθές στην αγορά ,την πήρε το μάτι μου αγκαλιά και στα σερμπέτια με έναν παιδαρά.
Γέλασε ο Θάνος και είπε:
-Με παιδαρά έ.Ο ανηψιός μου είναι ρε φίλε.
-Και δηλαδή ο ανηψιός σου φίλαγε ρε την θεία του παθιάρικα στο στόμα και τα υπόλοιπα ρε μάγκα ; Γίνονται αυτά;Ξέρεις τι λές;
Είναι να μην μπολιαστείς με την υποψία.Και ο Θάνος μπολιάστηκε. Δεν είπε τίποτα ,παρά αναρρωτήθηκε:-
- Λές; Θα το ψάξω και θα δώ.
Σάββατο βράδυ και πάνω στο φαγητό είπε:
-Αύριο πρωί-πρωί, πάω Κύμη να φέρω σύκα και καρύδια για το μαγαζί.
-Νά’ρθω μαζί σου θείε.
-Όχι ,εσύ θα κάτσεις εδώ να ξεκουραστείς και να προσέχεις τη θεία σου.
Και γέλασε η Ευτέρπη και είπε:
-Θάνο μου ,μην ξεχάσεις να μου φέρεις κι’από ‘κείνα τα σύκα τα μελωμένα.
Και σηκώθηκε πρωί-πρωί ο Θάνος ,χαιρέτησε,έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και έστριψε.Ομως δεν πήγε στην Κύμη,στην Πειραική πήγε ,ήπιε καφέ και κατά τις δέκα γύρισε σπίτι,έβαλε το κλειδί στην πόρτα,προχώρησε,τράβηξε στο βάθος στην κρεββάτοκάμαρα και θεία και ανηψιό τους έκανε τσακωτούς.Τινάχτηκε απάνω ο Γιώργης ,άρπαξε τα ρούχα του και εξαφανίστηκε.Η άλλη έμεινε εκεί τσίτσιδη να κοιτάει αποσβολωμένη.Κάτι πήγε να πεί,την πλάκωσε σε κάτι σφάλιαρους ,κάτι κλωτσιές ο Θάνος και της είπε:
-Μωρή βρωμιάρα,μωρή σκρόφα,καλά αυτός ήταν άμαθος και παιδί,έσύ μωρή; Τι σου έλειπε,τι σου λείπει;Να τσακιστείς ,πάρε δρόμο τώρα αμέσως και να μην σε ξαναδώ μπροστά μου.
Τίποτα δεν πρόλαβε να του πεί η Ευτέρπη.Αλλά τι να του πεί; Οτι αυτή ήταν σαραντάρα κι’αυτός πενήντα οκτώ;Και ότι σαν γυναίκα την …έβλεπε μια φορά το μήνα στη χάση και στη φέξη κι’αυτή με τα χίλια…ζόρια;Αυτό ήταν που της έλλειπε .Κι’αφού ο κάθε κύριος Θάνος δεν το καταλαβαίνει,το …καταλαβαίνει κάποιος άλλος!.Αρκεί να βρεθεί η ευκαιρία.Οι θείες το ξέρουν και το καταλαβαίνουν.Ολα τα ξέρουν και αργά η γρήγονα τη βρίσκουν τη…λύση,ακόμα και με ανηψιούς.Τί το παράξενο;Οταν μάλιστα είναι και…στερημένες!,αφού είναι τροφαντές,πιασάρες και σαραντάρες και συνέβη να παντρευτούν πολύ μεγαλύτερους;
Αλλά κι’εσύ ρε Θάνο ,μια ζωή στην πιάτσα,πού το είχες το μυαλό σου;Δεν πρόσεχες λιγάκι βρε χριστιανέ μου;Πάντως ωραίο σόι έκανες.Μέχρι που σου έβγαλε τα μάτια.Συγχαρητήρια και να το χαίρεσαι.
«Ο…ΑΝΗΨΙΟΣ…!»
Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος
ΘΕΜΑ:
ΜΠΑΜΠΗΣ Κ. ΜΩΚΟΣ