Κορίτσι να το πιείς στο ποτήρι,πανέμορφο,λαφίνα, ήταν η Λιάνα(από το Ελένη-Ελεάνα-Λιάνα).Και μαθήτρια καλή και πρόσχαρη και υπάκουη στο σπίτι.Ο πατέρας μεροδούλι μεροφάι στο μεροκάματο,βόηθαγε και η μάνα με κάτι ραψίματα σε κάτι κυρίες.
Φτωχό το σπίτι,περήφανη η μάνα ,η κυρα Φρόσω,που το κορίτσι σε ένα χρόνο θα τέλειωνε το λύκειο,τέλειωσε την προτελευταία τάξη και ως συνήθως το σχολείο προγραμμάτισε την σχολική εκδρομή.Και μίλησε με τη μάνα της.
-Μαμά έτσι κι’ετσι ,όλα τα παιδιά περιμένουμε αυτή την εκδρομή.
-Να πάς παιδί μου ,αλλά ρώτα και τον πατέρα σου.Ξέρεις ότι περνάμε δύσκολα.
Και ρώτησε τον κυρ Σταύρο,τον πατέρα της,είπε εκείνος:
-Να πάς παιδί μου αλλά να προσέχεις.
-Ενοια σου καλέ μπαμπά ,δεν με ξέρεις;
Είσαι 17 στα 18 ,βλέπεις τ’άλλα τα παιδιά με τις βόλτες τους,θέλεις τον κινηματογράφο σου,θέλεις το παγωτάκι σου,θέλεις το παρτάκι σου,την καφετέρια να πιείς το φρέντο σου,να περνούν τα αγόρια να τα σχολιάζεις και να χαχανίζεις με τις φιλενάδες σου και που και που το κλαμπάκι σου .Στα 17-18 σου, θέλεις πολλά,τα θέλεις όλα και δεν πάει το μυαλό σου σε κάτι άλλα πονηρά που ξεμυαλίζουνε τα παιδιά ,τα ρίχνουν στο λούκι και τα ντεραπάρουν απ’τον σωστό δρόμο.
Μικτό ήταν το σχολείο,έφθασε η ημέρα για την εκδρομή και πάρτους όλους αγόρια-κορίτσια στο πούλμαν .Πειραιάς ,βαπόρι και Κρήτη.Και εγκαταστάθηκαν στο Ηράκλειο,ωραίο και παραθαλάσσιο το ξενοδοχείο,πλάκες,τρέλλες παιδιάστικες,ξενύχτι σε ένα κοντινό κλάμπ και ύστερα γυρισμός για ύπνο.
Και γύριζαν στο ξενοδοχείο και μαζευόντουσαν τρείς-τέσσερις συμμαθήτριες σε ένα δωμάτιο και λέγαν τα δικά τους ως το ξημέρωμα.Αμα όμως είσαι 17-18 και θηλυκό,κάτι σε τσιγκλάει ,κάτι σε γαργαλάει και δεν μιλάς μονάχα για τα γυναικεία,μιλάς και για τα ανδρικά.Και σχολίαζαν τους συμμαθητές τους.Ελεγε η μία, αυτός είναι έτσι και δεν μ’αρέσει,ο άλλος αλλιώς και μ’αρέσει,ο τρίτος είναι ωραίο παιδί αλλά βλάκας και τα… υπόλοιπα.
Είναι τώρα ενας μπάνικος συμμαθητής της, ο Αντώνης που στην τάξη τον φωνάζανε Τόνυ, που από καιρό φλεφάριαζε τη Λιάνα.Της ειχε πεί,της είχε στρώσει και δυό γλυκά λογάκια εδώ και κάμποσο καιρό,της άρεσε,τον ξεχώριζε και τότε μια-δυό φορές βγήκαν για καφέ και τα είπανε.
Και βρέθηκαν μαζί στην εκδρομή.Ενα βράδυ γυρίζοντας απ’το κλάμπ,την ξεμονάχιασε ο Τόνυ και της είπε:
-Κοίτα ,άμα κοιμηθούν οι άλλες,βγές να τα πούμε.
Και βγήκαν και ξεμάκρυναν,είχε και μια σπηλιάδα η θάλασσα,κάθησαν σε ένα βραχάκι,μιλούσαν για διάφορα,έπεσαν και κάτι σορόπια και τα…σχετικά και ύστερα ο Τόνυ έβγαλε να κάνει τσιγάρο.
-Θέλεις;
-Τι μου λές τώρα ,δεν καπνίζω και το ξέρεις.
-Ελα μωρέ τώρα.Τι δεν καπνίζεις;Ολες οι φιλενάδες σου καπνίζουν.Κρυφά,αλλά καπνίζουν.
Είχε πιεί και κανα-δυό ποτάκια η Λιάνα,την έπιασε και ο εγωισμός,(σου λέει: για τι οι άλλες κι’ όχι κι’εγώ;) .
-Ε τότε δώσε μου ένα.
Τράβηξε δυό τρείς ρουφηξιές,αισθάνθηκε μια μικροζάλη,στο κορμί μια ανατριχίλα περίεργη και μιά χαρά-μα τι χαρά και…ευτυχία ήταν αυτή;Πλακώθηκε στα γέλια και φαντάζονταν πως ήταν στον αέρα αιωρούμενη δυό μέτρα πάνω απ’το βράχάκι που κάθονταν.
Πενθήμερη ήταν η εκδρομή και τις υπόλοιπες τρείς μέρες στην ακροθαλασσιά ο Τόνυ με τη Λιάνα ,κλάμπ και κοντά ξημερώματα τρώγανε κανένα βρώμικο να φύγει η ξυνίλα απ’τα πιοτά και άραζαν στο βραχάκι.Λέγανε τι λέγανε,κάνανε τι κάνανε και ύστερα έλεγε η μικρή:
-Ρε συ Τόνυ ,ώραία περνάμε.Δόσμου τώρα ένα τσιγαράκι.
Και το φουμάριζε η δικιά σου πέντε μέρες τώρα κάθε βράδυ και πολύ γουστάριζε,που στην αρχή ψιλοζαλίζονταν ,αλλά ύστερα διέγερση,ευφορία, βρίσκονταν αλλού,φαντάζονταν πράγματα αλλόκοτα και έβλεπε ονείρατα,αγγέλους και κάμπους λουλουδιασμένους.
Τέλειωσε η εκδρομή ,γύρισε σπίτι η Λιάνα,έτρωγε,διάβαζε,αλλά όταν νύχτωνε κάτι της έλλειπε.Και έτρεχε να βρεί τον Τόνυ.
-Δόσμου ρε ένα τσιγαράκι από κείνα.
Μια ,δυό ,τρείς και μιά μέρα ο Τόνυ της είπε:
-Δεν έχω.Εχει όμως ο τάδε ,Πάγαινε ,πές του απ’τον Τόνυ και θα σου δώσει.
Μιχάλη τον λέγανε τον κύριο,ίσα με 35 χρονώνε,περιποιημένος,δαχτυλίδι φαναράτο στο μεσαίο,μουστακάκι…περισπωμένη αλφαδιασμένο,κολλαριστός και με τα ούλα του.
-Ξέρετε ,έρχομαι απ’τον Τόνυ,αυτό κι’αυτό.
-Μάλιστα και καλώς με επισκεφθήκατε.
Την είδε ο Μιχάλης μελωμένη και λαμπαδάτη τη μικρά,περνούσε εκείνη κάθε δυό μέρες και έπαιρνε το τσιγαράκι,ότα ένα βραδάκι της είπε.
-Ξέρεις δεν έχω μαζί μου,αλλά έχω στο σπίτι,πάμε μέχρι εκεί να σου δώκω.
Και ανέβηκαν στο σπίτι ,ωραία γυναίκα,ωραίο κορμί,την πέρασε από…ΚΤΕΟ,γουστάρισε ο Μιχάλης και της ξηγήθηκε:
-Ξέρεις ότι αυτά κοστίζουν.Εσύ λεφτά δεν έχεις και πώς θα γίνει; Αφου το γουστάρεις πρέπει και να το πλερώνεις.Εκτός αν.
-Αν;
-Να,θα σε τακτοποιώ ,θα σου δίνω για πάρτη σου,αλλά με την προυπόθεση πως θα σου δίνω 20 τσιγάρα μέρα παρά- μέρα να τα πηγαίνεις σε κάποιους που θα σου λέω.Θα πλερώνεσαι και θα μου φέρνεις τα λεφτά.Σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι.
Κι’έτσι έγινε… «ποδηλατού» η Λιάνα. (Ποδήλατο είναι στην γλώσσα της πιάτσας το βαποράκι μικρών δόσεων χασίς).
Ηταν απόγευμα, μόλις που είχε δώσει σε κάποιον δυό τσιγάρα,όταν την πλησίασε μια κυρία γύρω στα 35 και της κοτσάρισε ταυτότητα.
-Είσαι η Λιάνα;
-Αυτή είμαι.
-Περάστε.
Στην Ασφάλεια ,τη βάλανε να παίξει το πιανάκι (αποτυπώματα),ειδοποιήθηκαν οι γιονείς της ,τρελλάθηκαν,φρύαξε και η γειτονιά,έβαλαν ένα δικηγόρο,αλλά η απόφαση-απόφαση:Εμπορία ναρκωτικών και τριετής φυλάκισις,διότι η κοπέλλα ειχε συμπληρώσει ήδη το 18ο,άρα ενήλικος.
Αμα απ’όξω έχεις αποκτήσει χούι,στη φυλακή γίνεται διπλό.Πέρασαν 3 χρόνια,βγήκε η Λιάνα,τη μάζεψαν στο σπίτι μπάς και συνέρθει(το αίμα νερό δεν γίνεται) ,όταν σε τρείς μήνες άρχισε τα δικά της τα περπατήματα και τα παραστρατήματα.Την κοπάνησε απ’το σπίτι,έμπλεκε από ‘δώ,έμπλεκε από ‘κει,για να οικονομήσει τη δόση πήγαινε μ’όποιον έβρισκε,ακόμα και με κάτι ελεεινούς μισότριβους.Εκλεβε στα μάρκετ,έκλεβε στις εκκλησίες,έκλεβε πορτοφόλια ,όλα στον βωμό του…μπάφου!.Στη φάρα ,σ’αυτό το κακότριβο συνάφι έλεος δεν υπάρχει.Επεσε και στην πλώρη ενός μαγκίτη,την πασσάριζε από ‘δω κι’από ‘κεί και ξέπεσε σε κατάντημα,στην ξεφτίλα.Ασχημο,βαθύ κι’ατελείωτο το…λούκι.Και ξημεροβραδιάζονταν στα κρατητήρια.Κοιμόταν στις πιλοτές και σε παλιόσπιτα.Τέτοιο κατάντημα που να την μαζεύει ο μπόγιας με την απόχη.Γκεζί,αμαρτία,βρωμιά,ξεπεσμός,ζόφος και σαπίλα.Κι’όλα αυτά από έναν Τόνυ κι’έναν Μιχάλη, αλήτες,παλιοτσογλαναραίους,που χάλασαν οι ίδιοι και χάλασαν και το κορίτσι.Όπως τόσα και τόσα ανώριμα και απονήρευτα παιδιά του κόσμου! ,που πέφτουν στην παγίδα ,στη φάκα,από μίμηση, ένα φιλότιμο και έναν…εγωισμό!.Που βιώνουν ένα εφιαλτικό ..παραμύθι και πληγωμένα καταντούν στο βούρκο,έρμαια,άρρωστα,ακυβέρνητα…ξέφτια σε μια ξεσκισμένη κοινωνία.
«ΤΟ…ΛΟΥΚΙ…!»
Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος
ΘΕΜΑ:
ΜΠΑΜΠΗΣ Κ. ΜΩΚΟΣ