Λοιπόν καρντάσια,τρεις είναι οι αγάπες μου και αντιρρήσεις δεν σηκώνω!..Η μάνα μου, ο ΠΑΟΚ και η «Μπου-Μπού» μου (η νταλίκα μου).
Παλληκάραρος ο Παντελής…νταλίκερμαν, 35άρης, δίμετρος, ρίζα γερή μακεδονίτικη, να πιάσει την πέτρα να τη στρίψει και να της βγάλει νερό!. Και κάθεται με συναδέλφους του στη γνωστή φορτηγαντζίδικη πιάτσα περιμένοντας με την νταλίκα φορτωμένη…τίγκα.
Τρεις μέρες περιμένει ο Παντέλος κολλημένος στην τηλεόραση να του πει ο…Αρναούτογλου, πως άνοιξε ο καιρός και οι δρόμοι.
Λύσσαξε κι’εκείνος ο παλιοβαρδάρης, το χιόνι να πέφτει ακατάπαυστα και μια παγωνιά! να λές…καλημέρες σήμερα να…παγώνουν στον αέρα! ,να ξεπαγώνουν και να τις ακούς…αύριο!.
-Λοιπόν καρντάσια, εγώ στη Σαλονίκη άλλο δεν κάθομαι να μουχλιάσω, θα πάρω …δρόμο, εγώ θα φύγω.
-Και που θα πας, που θα βγεις, πως θα …περπατήσεις ρε αδερφέ με τέτοιον καιρό;
-Όχι ρε, θα κάθομαι σαν βλάκας εδώ να…πλέκω κάλτσες!;
Το είπε και το έκανε ο Παντελής, καβάλησε την «Μπου-Μπού» και τράβηξε τον κατήφορο.
Πέρασε τα Τέμπη, έφθασε ανάμεσα Στυλίδα και Λαμία και τον σταμάτησαν.
-Δεν περνάς.
-Γιατί Κε τροχονόμε;
-Καλά δεν βλέπεις τι γίνεται που χαλάει ο θεός τον κόσμο; Κλειστά, όλοι οι δρόμοι κλειστοί. Πολύ το χιόνι και πάγος, ιδιαίτερα στην εθνική.
Και έφτασε με το ζόρι στη Λαμία, παρκάρησε στη «Ρούμελη», δεκάδα παρκαρισμένα κι’άλλα φορτηγά και περιμένοντας έπινε τον καφέ του, όταν κάποιος τον πλησίασε.
-Και δεν μου λες συνάδελφε,από πού και για πού τραβάς.
-Από Σαλονίκη καρντάση, φορτωμένος με 20 τόνους πλαστικά και πάω για Ασπρόπυργο.
-Αδερφέ, η εθνική είναι κλειστή, δεν βγαίνεις. Αλλά, θέλει…τσαγανό, άμα το παλέψεις, έχεις κι’άλλη λύση.
-Πέστην ρε φίλε και κερνάω τις μπύρες.
-Λοιπόν ο καιρός είναι ανατολικά. Εσύ προχωράς, στρίβεις δεξιά, παίρνεις την ανηφόρα για τον Μπράλο, Τιθορέα, Λειβαδιά, Θήβα, Κάντζα και τσούπ στον Ασπρόπυργο.
Και έβαλε μπροστά ο Παντελής, ψιλοανέβαινε την ανηφόρα προς Μπράλο, όταν άρχισε μία καταιγίδα, ένας καιρός, κοσμοχαλασιά!. Ένας χιονιάς, κάτι νιφάδες …τάλληρα,σαν εκείνα τα…τσίπς του…Τσακίρη!. Και ψιλοανέβηκε στην κορυφή, ομίχλη να μην βλέπεις στα δυο μέτρα, χιόνι-πολύ το χιόνι, κοίταξε αριστερά και είδε έναν…μπουχαρή να καπνίζει. Από κάτω φώτα, ένα μικρομάγαζο και μπροστά παρκαρισμένο ένα ΙΧ.. Παρκάρησε κι’εκείνος και μπήκε.
-Ρε καρντάση , έχει τίποτα να τσιμπήσουμε;
-Ο,τι θέλεις αδελφέ. Και πατσά και γίδα βραστή και τηγανιά, ό,τι γουστάρεις, ό,τι…τραβάει η ψυχή σου. Εδώ είμαστε.
Και άραξε ο Παντελής…τσάκισε δυο πατσάδες,τράβηξε και δυο κούπες μπρουσκάτες και…στανιάρησε. Ύστερα έβγαλε να πληρώσει,ανοίγοντας κουβέντα με τον μαγαζάτορα.
-Λέω να κάτσω καμιά δυο ώρες και θα φύγω, μάλλον ο καιρός θα σιάξει.
-Τι λες ρε φίλε, που θα βγεις, εδώ…χαλάει ο Θεός τον κόσμο!. Δεν βλέπεις την κοσμοχαλασιά;
Περίμενε, κάτσε απόψε ν’αράξεις και αύριο βλέπεις τον καιρό και την κοπανάς. Και άκου τι σου λέω, κι εδώ καλά θα περάσεις. Άκου που σου λέω.
Το σκέφθηκε ο Παντελής,σου λέει τι τρεις,τι τέσσερις μέρες καθυστέρηση, με το θεό θα τα βάλουμε;
Και άραξε στην τηλεόραση, όταν κάπου πίσω του στο βάθος του μαγαζιού σαν κάτι να πήρε το μάτι του,κάτι να διέκρινε. Κοίταξε καλλίτερα και όντως σε μια γωνιά με έναν καφέ σε ένα τραπεζάκι μια…καλογριά. Κανονική, μαυροφορούσα με…βέλο κάτασπρο και τα…ρέστα. Απόρησε, κατευθύνθηκε προς το μέρος της και ρώτησε:
-Εσείς εδώ…ευλογημένη, μ’αυτόν τον παλιόκαιρο;
-Ξέρετε το μοναστήρι μας είναι 45 χιλιόμετρα από δώ, με έκλεισε ο καιρός και μου είναι αδύνατον και επικίνδυνο να πάω. Γι’αυτό και αποφάσισα να μείνω απόψε εδώ.
Συζήτηση στη συζήτηση, όταν ο Παντελής πρότεινε:
-Τι να κεράσω, τι να σας προσφέρω;
-Κοιτάξτε, στο μοναστήρι το ποτά απαγορεύονται εκτός από το κρασί.
-Ε,τότε να σας προσφέρω κρασί.
-Ναι θα πιω μια γουλιά.
Είπε η…ευλογημένη «θα πιω μια γουλιά» και…τράβηξε τρεις κούπες!. Ύστερα έγειρε…περίεργα,με τρόπο πάνω στο μπράτσο και στον ώμο του Παντελή,που είδε το…σκηνικό,απόρησε, τσιμπήθηκε και αναρωτήθηκε:
-Ρε συ,τι διάολο γίνεται εδώ,καλόγρια και να μου την…πέφτει; Δεν πέρασε λίγη ώρα και μέσα από ένα βαθύ αναστεναγμό, άκουσε τη φωνή της,αδύναμη,αισθαντική!.
-Τώρα είμαι ευτυχισμένη. Μα, ψιλοζαλίζομαι λίγο και πρέπει να πάω στο δωμάτιό μου. Μπορείς να με βοηθήσεις ν’ανέβω;
-Και το ρωτάς;
Και ανέβηκαν στο δωμάτιο, τράβηξε εκείνη από μέσα την πόρτα, διπλοκλείδωσε και είπε:
-Πάω για λίγο στο μπάνιο, για δυο λεπτά και έρχομαι.
Πέρασαν 5 λεπτά και βγήκε απ’το μπάνιο.. Ούτε ράσο, ούτε…βέλο, από τη μέση κι’απάνω γυμνή, θεόγυμνη με κάτι…μπαλκόνια και κάτι..ακροφύσια, ίσα να σου βγάλουν τα μάτια!. Κόλαση!.
Έβλεπε ο Παντελής και δεν πίστευε.
-Άκου αγαπητέ μου, μην απορείς με ό,τι βλέπεις, εκτός από καλογριά είμαι και γυναίκα!.
Δεν πρόλαβε κάτι να πεί ο Παντελής,τον άρπαξε, τον τράβηξε, τον έσυρε στο κρεββάτι και τον…πλάκωσε σε κάτι…παιχνίδια, μα τι παιχνίδια!.
Ίσα με μια ώρα τον…πάλευε στα…προκαταρκτικά, όταν έφτασε στα..τελικά!.
-Παντελή μου, θα σου πω κάτι και μην με παρεξηγήσεις. Είμαι στις μέρες μου, καταλαβαίνεις, αλλά υπάρχουν κι’άλλες λύσεις, γίνεται κι’αλλιώς!.
Και …έγινε αλλιώς! .
Μισοπιωμένος ο Παντελής και κουρασμένος τι τον έκοφτε που έγινε…αλλιώς!. Ούτε που το κατάλαβε το…αλλιώς!. Άσε που το χάρηκε. Ύστερα έπεσαν και κοιμήθηκαν.
Και σηκώθηκαν το πρωί, κατέβηκαν, έπιναν τον καφέ όταν ρώτησε ο Παντελής:
-Καλά ρε κορίτσι μου. Και μιλήσαμε και τα ήπιαμε, μέχρι και έρωτα κάναμε, αλλά δεν μου είπες το όνομά σου, πως σε λένε. Αφού όπως μου είπες έρχεσαι συχνά εδώ, αν κάποια φορά ξαναπεράσω και σε γυρέψω, πώς θα σε ζητήσω, πως θα σε βρώ;
-Μην σε απασχολεί αυτό Παντέλο μου. Απλώς θα ζητήσεις τον…Μήτσο που ντύνεται…καλόγρια!.
Το άκουσε και…μουρλάθηκε ο Παντελής, πλήρωσε, κατάλαβε, συνειδητοποίησε και βγαίνοντας από το μαγαζί σιγοψιθύρισε:
-Πω, πώ…μπέρδεμα, ρε τι πλάκα ήταν αυτή; Αμάν και να μαθευτεί στην πιάτσα στα καρντάσια στη Σαλονίκη!. Πω-πω…κράξιμο, ξεφτίλα;
Ανέβηκε στην νταλίκα και τότε θυμήθηκε τα λόγια του μαγαζάτορα: «Κάτσε απόψε εδώ. Κι’εδώ καλά θα περάσεις, άκου που σου λέω!».
Ύστερα γύρισε το κλειδί, έβαλε μπροστά, πάτησε γκάζι, πήρε τον κατήφορο και τράβηξε κατά Ασπρόπυργο. Το εργοστάσιο περίμενε τα πλαστικά!.
ΘΕΜΑ:
ΜΠΑΜΠΗΣ Κ. ΜΩΚΟΣ