♫«Τρεις ελιές και μια…βαμμένη
την καρδιά μού’χεις καμμένη…!».♫
Παραδοσιακή και ωραιοτάτη η μουσική υπόκρουσις στο κατάστημα. Και κάθεται ο Αντώνης, 60άρης και…βάλε, παλιός…μυστικοφάναρος*, κοιτάει το τσίπουρο, κοιτάει και τον μεζέ και ,ως συνήθως,διαμαρτύρεται, γκρινιάζει:
-Ρε Μαίρη, πάλι τα ίδια, πάλι ελιές και ντομάτα, δεν έχει τίποτα καλλίτερο για μεζέ;
-Άκου να δεις κυρ Αντώνη, εδώ έρχεσαι για τσίπουρο, δεν έρχεσαι για φαΐ. Αν θες φαΐ, απέναντι στο μαγειρείο και μην με σκάς γιατί έχω και δουλειά!.
Είναι τώρα η Κυρία Μαίρη,50άρα…ψωμωμένη και…γυρισμένη-κολοπετσωμένη στην πιάτσα, που…αργιάνισε ολάκερη τη χώρα από Κρήτη μέχρι Διδυμότειχο ,στη νύχτα,στα…τερτίπια και στα…μυστήρια!.Με…φάτσα …ψιλοπλισέ, σταφιδιασμένη, πέρασαν τα χρόνια,μεγάλωσε … ψιλοκρέμασε και είπε ν’αράξει. Είχε και μια …ψιλοκαβάντζα ,αραξε στον Βόλο και άνοιξε το ουζερί.
Ανδροκρατούμενα τα ουζερί κι’άμα δεν βάλεις…δόλωμα, ψάρια δεν πιάνεις. Είναι νόμος!, απαράβατος και…δοκιμασμένος!.
Και…προσέλαβε τη Βέρα και την Ρένα, Μολδαβή η πρώτη,24άρα, Σέρβα η δεύτερη, 27άρα, για το σερβίρισμα, να …χαζεύουν οι θαμώνες, να…τρελλαίνονται! στη …φαντασίωση, να πίνουν τον ..περίδρομο! και το κατάστημα να εισπράττει!. (Ίσα τώρα νάχεις σερβιτόρο κανένα…μπουνταλά με δυο κιλά…γένια, που να μυρίζει…βαρβατίλα, ίσα να σε σερβίρει ένα…ουρί…αιθέρας, με….νάζι;
Πώς να το κάνουμε; Υπάρχει διαφορά και μάλιστα …οφθαλμοφανής!. Άσε που μπορεί…έκτακτα κι’απροσδόκητα να σου…προκύψει και τίποτα…περαιτέρω με κανένα απ’τα κορίτσια. Που ξέρεις; Σ’αυτή τη ζωή,πάνω στη…βράση ,όλα γίνονται!.).
Ομορφοκόριτσα και τα δυο,άρωμα κι’αέρας, οι πελάτες σωρό με το μάτι τους…αχόρταγο…οφθαλμόλουτρο στο …φουλ, ο νους τους εκεί στο..κεχρί!, γελάκια,πειράγματα, υπονοούμενα και στο μαγαζί όλα πρίμα και ωραία ,πολλή η δουλειά και…πάμε παρακάτω.
Είναι τώρα ένα πρωινό γύρω στις 10.30 ,δεν έχει ακόμη αρχίσει η δουλειά και στο ίδιο τραπέζι ο Αντώνης.
-Ρε Μαίρη μπορώ να σου πω;
-Να μου πεις Κυρ Αντώνη, αλλά γρήγορα γιατί σε λίγο αρχίζει η δουλειά.
-Μπορεί να γκρινιάζουμε, μπορεί που και που να με…μαλώνεις ,αλλά επειδή εκτιμώ και σένα και το μαγαζί θα σου πω δυο κουβέντες.
-Δηλαδή;
-Άκου να δεις.Λέγονται λόγια, χοντρά λόγια για σένα, ότι τα κορίτσια πού’χεις εδώ, μετά τη δουλειά τα…πουλάς στους πελάτες και παίρνεις μίζες.
-Σοβαρά;
-Σοβαρότατα, έτσι ακούγεται, κι’εγώ δεν είδα, δεν ξέρω, δεν άκουσα. Εντάξει;
-Εντάξει κυρ Αντώνη.
Μια ζωή στο …κουρμπέτι, πονηρεμένη, μπασμένη στα…νιτερέσα η Μαίρη, σκέφθηκε, γνώριζε καλά-πολύ καλά και τα…παραμύθια των αντρών, που άμα δεν…κολατσίσουν από θηλυκά σε τέτοιες περιπτώσεις είναι σε θέση να πουν τα πάντα. Ακόμα και…Δεσπότη να τον βγάλουν…πολύτεκνο!. Είναι αυτό που λέμε «όσα δεν φθάνει η αλεπού, τα λέει …κρεμαστάρια!».
Περνούσε ο καιρός, όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου απροσδόκητα, περίεργα και ξαφνικά οι πελάτες άρχισαν να αραιώνουν και το μαγαζί άρχισε να…τρεκλίζει.
Και ανησύχησε,ψάχνονταν, προβληματίζονταν η Μαίρη με την κατάσταση, μέχρι που μια μέρα η Ρένα τα είπε:
-Κυρία Μαίρη, ξέρετε γιατί δεν έχουμε δουλειά; Η Βέρα τα έφτιαξε με τον Στρατή, εκείνον τον μάστορα τον σιδερά, που έρχονταν με την παρέα του στο μαγαζί και εδώ και καιρό δεν ξαναφάνηκαν.Και δεν σας άκουσε Κα Μαίρη που μας είπατε να μην κάνουμε…νταλαβέρι και σχέσεις με τους πελάτες. Ύστερα ήταν κι’αλλοι πελάτες που έρχονταν επειδή δούλευε εδώ η Βέρα και μόλις έμαθαν πως τά’φτιαξε με τον Στρατή δεν ξαναπάτησαν.Γι’αυτό και δεν πάει καλά το μαγαζί. Πάντως Κα Μαίρη κι’εμένα μου…ρίχτηκαν και μου…ρίχνονται πολλοί, αλλά τους έχω ξεμακρύνει με τον τρόπο μου. Γι’αυτό συνεχίζουν να έρχονται για πάρτη μου.
-Καλά Ρένα, κάνε δουλειά σου.
Και κάλεσε η Μαίρη τη Βέρα να την κουβεντιάσει.
-Έλα δω ρε Βέρα. Έχεις κανένα παράπονο από μένα;
-Όχι Κα Μαίρη.
-Εγώ έχω. Τί σας είπα,τι σου είπα; Γιατί νταραβερίστηκες με πελάτη; Δεν με ενδιαφέρουν τα προσωπικά σου, κάνε ό,τι θέλεις, αλλά με πελάτη όχι.Πως να έρθει βρε ηλίθια στο μαγαζί για πάρτη σου όταν σε έχει σίγουρη όπου και όποτε γουστάρει; Κάνε τα κουμάντα σου κι’αν συνεχίσεις, από τη δουλειά σταματάς κι’ απ’το Βόλο εξαφανίζεσαι και παίρνεις …δρόμο.
Μισοκλαμμένη, βουρκωμένη η Βέρα, σηκώθηκε και έφυγε τρέχοντας. Πήγε, βρήκε τον Στρατή και του τα…έστρωσε…με το…νί και με το…σίγμα, χαρτί και …καλαμάρι!.
-Στρατή μου, το και το, επειδή είμαι μαζί σου θα με διώξει από τη δουλειά. Έτσι μου είπε.
-Το λες ρε τη…σκρόφα. Θα την …φτιάξω εγώ!.
Ήταν γύρω στις 2.30 μεσημέρι,καμιά 20αριά οι πελάτες όταν μπήκε ο Στρατής στο ουζερί.
-Μαίρη να σου πω;
-Πές μου γρήγορα, γιατί έχω δουλειά.
Δεν πρόλαβε η Μαίρη να αποτελειώσει τη φράση της, την άρπαξε απ’το μαλλί ο Στρατής, της έδωσε δυο σφαλιάρες, μέχρι που της έφυγε ο δίσκος απ’τα χέρια. Πήγε να της δώσει και τρίτη και τότε πετάχτηκαν δυό απ’τη γωνιά, ο ένας τον…μαντάλωσε κι’ο άλλος με κάτι…ντιρέκτ τού’κανε τη μούρη..πλατεία!.Ισα με μισή ώρα…αγριόξυλο, βρωμόξυλο και των…γονέων.
-Τη γυναίκα σφαλιάρισες ρε αλληταρά; Πολύ…άντρας είσαι ρε!. Πάρε δρόμο και μην ξαναπατήσεις, μην ξαναπεράσεις από εδώ, εξαφανίσου. Αλλιώς!. (Οπου υπάρχει..πιοτό και …γυναικοκατάσταση, όλα τα μαγαζιά του…είδους, έχουν τους …ανθρώπους τους. Μια Μαίρη απ’το Κατάκωλο και δεν θα είχε τον άνθρωπό της ,το…μουστερή της; Γίνεται; Δεν γίνεται!).
Πάρε και τούτη, πάρε και την άλλη, χάλια, στα…πετιμέζια ο Στρατής, τρέκλιζε, ίσα που στέκονταν στα πόδια του, γύρισε, τράβηξε κατά το στενό και .χάθηκε.Σύρθηκε ψιλοζαλισμένος μέχρι το σπίτι, πρησμένος και αγνώριστος, του έβαλε κάτι κομπρέσες η Βέρα και της είπε:
-Έλα δω μωρή. Εγώ αυτή την π@@τ@ν@ θα τη…φτιάξω!. Αύριο το πρωί θα πας στην αστυνομία και θα πεις πως θέλεις να υποβάλλεις μήνυση στην αφεντιικίνα σου γιατί σας εξεβίαζε και σας έστελνε σε βίζιτες με πελάτες κι’αυτή έπαιρνε μίζα.Αυτά θα πεις.Τώρα φέρε μου το διαβατήριό σου.Αν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, διαβατήριο δεν έχει, ξέχασέ το. Κατάλαβες;
Ταράχθηκε,φοβήθηκε,έτρεμε,σκέφθηκε η Βέρα,( αν μου κρατήσει αυτός το διαβατήριο, πάει..χάνομαι). Και σηκώθηκε την άλλη μέρα και πάρτην, κόντρα φάτσα με τον Αστυνόμο.
-Λέγομαι Βέρα Ντελέκοβα και θέλω να υποβάλω μήνυση στην Κα Μαίρη…που έχει το ουζερί,έτσι κι’έτσι και γι’αυτό και γι’αυτό.
-Είσαι σίγουρη;
-Ναι Κε Αστυνόμε.
-Καλώς.
Φούλ, γεμάτη …τίγκα η αίθουσα στο δικαστήριο, στο εδώλιο η Μαίρη και δίπλα της δυο δικηγόροι…γνωστοί της με πάρε…δώσε από παλιότερα. Υπεράσπιση δυνατή…αφρός!, απ’αυτούς τους…ειδικούς τους μεγαλοδικηγόρους τους …πασίγνωστους που υπερασπίζονται πάγια αυτού του….είδους τις υποθέσεις, τους ακριβοπληρωμένους (άλλωστε τις …αμαρτίες της νύχτας και της παρανομίας … γενικώς τις….ξεπλένεις με χρήμα, πολύ χρήμα! και …καθαρίζεις!).
-Να προσέλθει η μηνύτρια Βέρα Ντελέκοβα. Δεν μου λέτε Κα μάρτυς, καταθέτετε πώς η Κα Μαίρη σας είχε στη δουλειά στο ουζερί, σας εξεβίαζε, με απέλαση κρατώντας σας τα διαβατήρια, σας έστελνε λέτε για βίζιτες με πελάτες κι’αυτή έπαιρνε…μίζα;
-Σωστά, ακριβώς έτσι γίνονταν κυρ Δικαστή.
-Στο ουζερί μόνη σας δουλεύατε η με άλλη κοπέλλα;
-Όχι, δούλευε και μια άλλη κοπέλλα, η Ρένα η Ντούβιτσις, είναι εδώ στην αίθουσα, νάτη εκεί στη γωνία.
-Α ΄μάλιστα. Κυρία Ντούβιτσις, για ελάτε να μας τα πείτε κι’εσείς. Είναι έτσι όπως τα λέει η συνάδελφός σας;
-Όχι,Κε πρόεδρε. Η Κα Μαίρη είναι καλή αφεντικίνα. Όχι μόνο δεν μας εκβίαζε, αλλά μας έδινε και λεφτά πάνω από το μεροκάματό μας,μας πρόσεχε, μας αγόραζε και ρούχα…και μας συμβούλευε να κοιτάμε τη δουλειά μας. Όσο για τα διαβατήρια, ποτέ η Κα Μαίρη δεν μας κράτησε τα διαβατήρια. Να και το δικό μου, εδώ το έχω.
-Το δικό σας Κα Ντελέκοβα το έχει κρατήσει είπατε η Κα Μαίρη,έτσι δεν είπατε;
-Μμμμ….
-Ακούστε Κα Νελέκοβα,εδώ δεν παίζουμε. Τίθεται θέμα ταυτοπροσωπίας, εάν δεν…έρθει, δεν μας φέρετε το διαβατήριό σας, κινδυνεύετε να καταδικαστείτε για…άσκοπη ενασχόληση του δικαστηρίου, ψευδή καταμήνυση και …απέλαση. Καταλάβατε;
Στην ταραχή της η Βέρα,το ξεστόμισε:
-Εδώ είναι,εδώ το έχω Κε Πρόεδρε,το έχει ο φίλος μου ο Στρατής,νάτος εκεί στο βάθος, αυτός μου είπε να κάνω μήνυση και να πω αυτά που κατέθεσα στον Κο αστυνόμο.
-Ώστε έτσι λοιπόν, φέρτε Κε Στρατή το διαβατήριο.Κυρία Βέρα ψεύδεστε και η ευθύνη βαρύνει εξ ίσου εσάς και τον φίλο σας που σας εξώθησε να καταθέσετε μήνυση. Για τούτο και καταλογίζεται φυλάκισις 2 ετών σε σας και 2 ετών στον φίλο σας, εξαγοράσιμη και να μην το ξανακάνετε.
Σηκώθηκε η Μαίρη απ’το εδώλιο, γύρισε το βλέμμα της προς τον Στρατή. Φεύγοντας, πέρασε από μπροστά του και του είπε:
-Δεν φτάνει που είσαι…λιγούρης,είσαι και πολύ μ@λ@κ@ς!.
Ύστερα, πήρε αλα-μπρατσέτα τους δικηγόρους και τράβηξαν κατά το ουζερί.
-Μάγκες, σήμερα δεν προλάβατε να πείτε τίποτα. Πάρτε για τον κόπο σας από μια…δεκαροπούλα και είμαστε οκέυ!. Που ξέρεις μπορεί και να σας ξαναχρειαστώ!.
Ύστερα ανέβηκε σε μια καρέκλα και πρόσταξε:
-Ρένα ,δώσε στον κόσμο ό,τι πίνει,κερνάει το μαγαζί.
*Μυστικοφάναρος. Παλιός χωροφύλακας, ασφαλίτης.
ΘΕΜΑ:
ΜΠΑΜΠΗΣ Κ. ΜΩΚΟΣ