Σε νεκρή θάλασσα απειλεί να μετατρέψει τον Μαλιακό κόλπο η συνεχιζόμενη ρύπανση από βιομηχανικά και αστικά λύματα, τα οποία είτε μέσω του Σπερχειού ποταμού είτε μέσω άλλων τάφρων καταλήγουν απευθείας στη θάλασσα. Οι αλιείς της περιοχής δηλώνουν ότι οι πληθυσμοί των ψαριών έχουν μειωθεί αισθητά -τουλάχιστον κατά 50% σε σχέση με μια δεκαετία πριν- υποδεικνύοντας ως αιτία του αποδεκατισμού των ιχθυοαποθεμάτων του Μαλιακού τα ανεπεξέργαστα υγρά απόβλητα της περιοχής, που προκαλούν συνθήκες ασφυξίας στο θαλάσσιο οικοσύστημα.
Από την πλευρά τους, οι επιστήμονες επισημαίνουν πως ο κόλπος της Φθιώτιδας είναι μία από τις πιο βεβαρημένες περιοχές της Ελλάδας, λόγω της απουσίας βιολογικών καθαρισμών που θα μπορούσαν να επεξεργαστούν τα βιομηχανικά και τα αστικά λύματα, αλλά και εξαιτίας των ειδικών μορφολογικών χαρακτηριστικών του Μαλιακού, που είναι κλειστός κόλπος και καθαρίζει πολύ πιο δύσκολα από τα θαλάσσια ρεύματα. «Το πρόβλημα της ρύπανσης προφανώς και υπάρχει. Υπάρχουν αρκετά σημεία που είναι αρκετά επιβαρημένα, τόσο στον Μαλιακό όσο και στον κάτω ρου του Σπερχειού», αναφέρει ο ερευνητής – βιολόγος του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών Σταμάτης Ζόγκαρης.
Φορέας αποβλήτων
Ο κύριος φορέας της ρύπανσης που καταλήγει στη θάλασσα είναι ο Σπερχειός, ο οποίος δέχεται λύματα από τις αποχετεύσεις των χωριών και των κωμοπόλεων της Φθιώτιδας, αλλά και απόβλητα από ελαιοτριβεία, σφαγεία και βιομηχανίες. Κάτοικοι και φορείς της περιοχής δηλώνουν ότι η κατάσταση δεν βελτιώνεται και πως η ρύπανση λειτουργεί σωρευτικά στο υδάτινο οικοσύστημα, κάτι που έχει συνέπειες τόσο στο περιβάλλον όσο και στην οικονομία, αφού η ρύπανση περιορίζει τόσο τα αλιεύματα όσο και τους παραθεριστές στις παραλίες της περιοχής.
«Κατά μήκος του Σπερχειού λειτουργούν συνολικά 52 ελαιοτριβεία. Επιπλέον, υπάρχουν σφαγεία και βιομηχανίες, αλλά και πολλές αγροτικές καλλιέργειες στις οποίες χρησιμοποιούνται χημικά φυτοφάρμακα. Ολα αυτά καταλήγουν στη θάλασσα μέσω του ποταμού», λέει ο Γιάννης Αθανασίου, πρόεδρος του Αλιευτικού Συνεταιρισμού Στυλίδας, επισημαίνοντας πως οι πληθυσμοί των ψαριών μειώνονται σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες. «Το 2009 η ρύπανση και οι υψηλές θερμοκρασίες είχαν δημιουργήσει ένα τοξικό φύκι που είχε νεκρώσει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού των ψαριών. Από τότε τα αλιεύματα έχουν κάπως ανακάμψει, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ λιγότερα από το 2000 και ακόμα πιο λίγα σε σχέση με το 1990», τονίζει ο πρόεδρος των αλιέων. Εκτός από τη ρύπανση των βιομηχανιών και των επιχειρήσεων μεταποίησης τροφίμων, το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα της περιοχής είναι η έλλειψη βιολογικών καθαρισμών που θα μπορούσαν να επεξεργαστούν τα αποχετευτικά λύματα των κωμοπόλεων και των μεγάλων οικισμών που βρίσκονται κοντά στον Σπερχειό, η κατά μήκος των ακτών του Μαλιακού. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα προκαλείται από τα αστικά λύματα περιοχών με αρκετά μεγάλο πληθυσμό όπως το Λιανοκλάδι, η Μακρακώμη, η Σπερχειάδα. Δεν υπάρχει βιολογικός καθαρισμός και τα λύματα καταλήγουν στο ποτάμι, είτε απευθείας είτε μέσω των βυτιοφόρων καθαρισμού των βόθρων που ρίχνουν και αυτοί τα λύματα στον Σπερχειό», λέει ο Στέφανος Σταμέλος, εκπρόσωπος της κίνησης πολιτών «Μαλιακός SOS».
«Ακόμα και οι αποχετεύσεις της Στυλίδας καταλήγουν στη θάλασσα, καθώς μόλις πρόσφατα υπεγράφη σύμβαση ώστε τα λύματα αυτής της πόλης να διοχετεύονται στον βιολογικό καθαρισμό της Λαμίας. Ο Μαλιακός θα μπορούσε να δώσει εισόδημα σε χιλιάδες κατοίκους με την αλιεία ή τον τουρισμό, οι ρυπαντές ωστόσο μας έχουν στερήσει αυτή τη δυνατότητα», προσθέτει ο Σ. Σταμέλος.
Έρευνα του ΕΛΚΕΘΕ
Την κατάσταση των υδάτων τόσο του Μαλιακού όσο και του Σπερχειού θα διερευνήσουν για πρώτη φορά οι Ελληνες επιστήμονες έπειτα από ειδική πρόσκληση που απηύθυνε η Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας, με στόχο να διαπιστωθεί ο βαθμός οικολογικής αλλοίωσης της περιοχής, αλλά και να δημιουργηθεί ένα σχέδιο για τη σωτηρία του υδάτινου οικοσυστήματος. Το πρόγραμμα που φέρει την επωνυμία «ΚΡΗΠΙΣ» έχει αναλάβει το ΕΛΚΕΘΕ, οι ερευνητές του οποίου πραγματοποίησαν την πρώτη λήψη δειγμάτων νερού από τον Σπερχειό, μόλις λίγες ημέρες μετά το Πάσχα.
«Το πρόγραμμα θα διαρκέσει συνολικά 20 μήνες. Τότε θα μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς ποια είναι η κατάσταση της περιοχής, αλλά και να συντάξουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης το οποίο θα περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες κατά μήκος της λεκάνης απορροής και της παράκτιας ζώνης», λέει ο ερευνητής του ΕΛΚΕΘΕ, Ηλίας Δημητρίου. Οι μοναδικές επιστημονικές μετρήσεις που έχουν γίνει στην περιοχή χρονολογούνται από το 2009, οι οποίες είχαν εντοπίσει υψηλά ποσοστά αζώτου και φωσφόρου στον Μαλιακό. «Τα μέτρα που θα πάρουμε θα στοχεύουν στην προστασία και την αποκατάσταση της περιοχής, και αυτό θα γίνει στοχεύοντας ακριβώς σε εκείνες τις πιέσεις που κατεξοχήν ευθύνονται για την υποβάθμιση του οικοσυστήματος», προσθέτει ο Ηλ. Δημητρίου.
Του Αλέξανδρου Κόντη
www.b2green.gr
ΘΕΜΑ:
ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΟΛΙΤΩΝ